Αρχική » Σε αναζήτηση του Θεϊκού Αποτυπώματος

Σε αναζήτηση του Θεϊκού Αποτυπώματος

από Άρδην - Ρήξη

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Η αποκαθήλωση και ο θρήνος

Του Θεμιστοκλή Ξανθόπουλου*

Οι ανήσυχοι και διεισδυτικοί φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας υπερέβησαν το γλαφυρό πλαίσιο της πλούσιας αρχαϊκής παράδοσης για την προέλευση, τη φυσική υπόσταση και την επικοινωνία αθανάτων και θνητών, αξιοποίησαν την κοινωνική κατάκτηση της αδογμάτιστης λειτουργίας του ανθρώπινου νου, έθεσαν και διερεύνησαν ένα θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα: τι είναι το Ον, πόθεν και ποιο το νόημα της ύπαρξής του; Η σκιαγραφία της μέχρι σήμερα φιλοσοφικής συζήτησης επί του ερωτήματος εκφεύγει των στόχων και δυνατοτήτων του παρόντος δοκιμίου. Υπενθυμίζεται μόνο ότι το «γνώθι σαυτόν», η διδασκαλία και η έρευνα των τότε φιλοσόφων ήταν θεμελιωμένες στην αυστηρότητα της μαθηματικής μεθοδολογίας, τόσο ως προς τη διατύπωση, την ανάλυση και την επαγωγική προσέγγιση των προβλημάτων, όσο και κατά την επίλυσή τους. Οι σωκρατικοί διάλογοι είναι αριστουργήματα μαθηματικής λογικής και ο Πλάτωνας, τιμώντας επί της αρχής τη φιλοσοφική σχολή των Πυθαγορείων, έθεσε στην είσοδο της ακαδημίας του την επιγραφή «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι την θύραν».
Σύγχρονοι φιλόσοφοι υποστηρίζουν ότι μέσω των μαθηματικών – και όχι της κλασικής φιλοσοφίας – μπορεί να προσεγγιστεί η απάντηση στο παραπάνω προαιώνιο οντολογικό ερώτημα και να αναζητηθεί το «θεϊκό» αποτύπωμα. Αλλά και σκεπτόμενοι άνθρωποι με συνηθισμένη μόρφωση, διαβάζοντας τα στοιχειώδη της ευκλείδειας γεωμετρίας διαπιστώνουν χωρίς μεγάλη φαντασία ότι αν «ζωντάνευαν» τα σημεία μιας λευκής γραμμής στον σχολικό μαυροπίνακα, θα παρέμεναν μεν εγκλωβισμένα στην ψευδαίσθηση ενός μονοδιάστατου χώρου, μπορούσαν όμως να ανακαλύψουν την ύπαρξη και το «θεϊκό» μεγαλείο του διδιάστατου σκίτσου, π.χ. ενός τετραέδρου. Το δε οποιοδήποτε διδιάστατο σχήμα στον μαυροπίνακα, αν αποκτούσε νοημοσύνη, προφανώς θα θεοποιούσε όλα τα έξω από τον μαυροπίνακα τριδιάστατα όντα, ακόμα και την απλή κιμωλία μας, λόγω του εγκλωβισμού του στην ψευδαίσθηση ενός διδιάστατου χώρου. Ο μαθηματικός Μινκόβσκι ανέδειξε το 1907 την τετραδιάστατη δομή του χωροχρόνου, προσφέροντας μια πολύτιμη γεωμετρική απεικόνιση στη θεωρία της ειδικής σχετικότητας, την οποία είχε διατυπώσει δύο χρόνια πριν (1905) ένας παλαιός φοιτητής του, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν. Σύμφωνα, λοιπόν, με το παραπάνω απλό σκεπτικό, ένα υποθετικό τετραδιάστατο όν, που μπορεί να ζει και να κινείται στον χωροχρόνο του Μινκόβσκι, διαθέτει μια από τις σημαίνουσες ιδιότητες του Θεού, όπως τουλάχιστον την περιγράφουν οι μονοθεϊστικές θρησκείες: υπερβαίνει τα δεσμά των παγιδευμένων στο μετακινούμενο σημείο «παρόν» έμβιων όντων του τριδιάστατου χώρου, γνωρίζει και εξουσιάζει το μέλλον, διότι κινείται ελεύθερα και στη διάσταση του χρόνου.
Πράγματι, οι θαυμαστές παρουσίες της πανίδας, της χλωρίδας και των homo sapiens παραμένουν εγκλωβισμένες σε μετακινούμενα σημεία του άξονα αυτής της μελετημένης από φυσικομαθηματική άποψη και υπαρκτής, βάσει ακλόνητων πειραματικών αποδείξεων, τέταρτης διάστασης του χρόνου. Γνωρίζουμε σε βάθος την υπόστασή της και την ανεκτίμητη υπερβατική αξία της. Όμως, το πολύπλοκο βιολογικό μας σύστημα αδυνατεί να διασπάσει ή να υπερβεί την τριδιάστατη δομή του. Η επιστροφή στο παρελθόν και το άλμα στο μέλλον παραμένουν όνειρα της επιστημονικής φαντασίας. Στην πράξη προσπαθούμε απλώς να διδαχθούμε από ένα αμετάκλητο παρελθόν και να επηρεάσουμε ένα αόρατο μέλλον από απόσταση ή περιμένουμε απλά και μοιρολατρικά το αύριο. Το φωτισμένο ίχνος μας διανύει μια μικρή διαδρομή οριοθετημένη από δύο απέραντες, για τις ατελείς αισθήσεις και την σύντομη παρουσία μας, σκοτεινές ζώνες.
Υπό το βάρος της παραπάνω υποταγής και του προσκυνήματός μας στον Χρόνο, συμβιβαζόμαστε και περιορίζουμε τους ορίζοντες της αναζήτησης ενός αποτυπώματος από την ανεξιχνίαστη και συγκεχυμένη δομή και βούληση του θείου, στην υπεράνθρωπη τέταρτη διάστασή του. Η απλουστευμένη αυτή προσέγγιση είναι δικαιολογημένη διότι το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου αφήνει ανεξίτηλα τα ίχνη του στο βιολογικό μας ρολόι, το μονότονο τικ – τακ του οποίου μας θυμίζει συνεχώς την προσκόλλησή μας στη ροή του και την αδυναμία φυσικής επαφής με το παρελθόν και το μέλλον. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε, σοφοί από όλους τους μεγάλους πολιτισμούς μελέτησαν συστηματικά την κυριαρχία του χρόνου στις χωρικές εξαρτήσεις των σωμάτων του ουρανού και των εποχών της γης. Κατασκεύασαν μάλιστα και αξιοθαύμαστους μέχρι σήμερα υπολογιστές για τη χρονική περιήγηση στα κοσμικά φαινόμενα, όπως ο μηχανισμός των Αντικυθήρων. Ο δε Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, ένας εκ των επτά σοφών της αρχαίας Ελλάδας, όρισε το αναντικατάστατο της απώλειας χρόνου με το απόφθεγμά του «χρόνου φείδου».
Διαφαίνεται όμως ότι η κατοχή και της τέταρτης διάστασης του χρόνου από ένα υπερ – ον δεν επαρκεί για την αναβάθμισή του στο αναζητούμενο θεϊκό Ον διότι δεν του ανοίγει τις πύλες προς την υπερβατική άχρονη παρουσία και, κυρίως, του αφαιρεί την αναγκαία και θεμελιώδη – σύμφωνα με την παράδοση – θεϊκή ιδιότητα του Δημιουργού. Ο διάσημος φυσικός Στήβεν Χώκινγκ τεκμηριώνει τις παραπάνω αδυναμίες των δυνητικών τετραδιάστατων όντων του χωροχρόνου με ατράνταχτα επιχειρήματα. Ας μου επιτραπεί να τα συνοψίσω σε μια ακολουθία τριών απλών διαπιστώσεων:
• Η κρατούσα μέχρι σήμερα – και ευρύτερα γνωστή στην ανθρωπότητα – επιστημονική άποψη είναι ότι το ορατό σύμπαν και ο χρόνος γεννήθηκαν εδώ και 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια από μια Μεγάλη Έκρηξη τεραστίων ποσοτήτων ύλης και ενέργειας, συμπυκνωμένων σε έναν κοσμικό «σπόρο» απειροελάχιστων διαστάσεων. Κατά τον Χώκινγκ, η δημιουργία του τρισδιάστατου χώρου και του χρόνου οφείλεται στην έκρηξη μιας αρχέγονης και πάντως άχρονης μαύρης τρύπας.
• Το οποιοδήποτε δυνητικό υπέρ-ον του χωροχρόνου δεν υπήρχε, ούτε θα μπορούσε να υπάρχει πριν από την Μεγάλη Έκρηξη για να την πυροδοτήσει, διότι ο χωροχρόνος δημιουργήθηκε μετά την πυροδότηση. Διαθέτει τη θεϊκή, για το ανθρώπινο μέτρο, διάσταση του χρόνου αλλά δεν είναι άχρονο όν, διότι έχει ημερομηνία γέννησης και δεν μπορεί να απαντήσει στην κοσμολογική διατύπωση του θεμελιώδους οντολογικού ερωτήματος: δεν γνωρίζει από πού προήλθε και, σε κάθε περίπτωση, δεν συνέβαλε στο ξεκίνημα της δημιουργίας του γνωστού κόσμου.
• Τόσο για εμάς τους homo sapiens, τα πλέον προηγμένα τρισδιάστατα όντα της γης, όσο και για το ή τα υποτιθέμενα τετραδιάστατα υπερ – όντα του χωροχρόνου, το αρχέγονο θεϊκό πρόσταγμα «γεννηθήτω φως» για τη δημιουργία του κόσμου είναι μια ακατόρθωτη και αδιανόητη δράση. Σύμφωνα με τη φυσικομαθηματική θεώρηση των δυνατών γεγονότων στο τετραδιάστατο σύμπαν αλλά και την κοινή λογική, τέτοιες δράσεις εντάσσονται στην κατηγορία των τυχαίων συμβάντων.
Η παραπάνω ορθή επιστημονική διαπίστωση του Χώκινγκ για το απροσπέλαστο της δημιουργίας του χωροχρόνου από τα υπαρκτά και τα πιθανολογούμενα όντα του, ουδόλως αποκλείει την ύπαρξη ενός Άχρονου και Δημιουργού Θεού. Αρκεί, πράγματι, να υποθέσουμε ότι το σύμπαν υπερβαίνει τα όρια του ανιχνεύσιμου τετραδιάστατου κόσμου μας και δομείται από περισσότερες των τεσσάρων διαστάσεις, τις ιδιότητες των οποίων κατέχει ο Θεός ως υπερ – ον, τις χρησιμοποίησε πριν από το ξεκίνημα του χρόνου για να αφήσει το αποτύπωμά του στη Γένεση και συνεχίζει να τις χρησιμοποιεί κατά τις μετέπειτα εξελίξεις του γνωστού μας κόσμου. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χώκινγκ κατέρριψε το θεωρούμενο μέχρι πρόσφατα απαραβίαστο της επιφάνειας μιας μαύρης τρύπας, διότι ανακάλυψε ότι τυχαίες κβαντικές μεταβολές μπορούν να δημιουργήσουν διαρροές από το άχρονο εσωτερικό της.
Την παραπάνω ευρύτερη οντολογική θεώρηση υποστηρίζουν, εμμέσως πλην σαφώς, οι υποθέσεις για περισσότερα παράλληλα σύμπαντα και, κυρίως, η θεωρία των «Υπερχορδών», που διατυπώθηκε κατά τη δεκαετία του `80 από θεωρητικούς φυσικούς στο Πρίνστον. Οι ερευνητές «βλέπουν» ότι το ή τα σύμπαντα κυριαρχούνται και από τουλάχιστον άλλες έξι διαστάσεις που δονούνται και περιστρέφονται με τη μορφή μονοδιάστατων και απειροελάχιστων υπερχορδών. Εάν υπάρχουν οι υπερχορδές, τότε μπορούν να διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στον μικρόκοσμο και στις δομές ή συμπεριφορές της ορατής και αόρατης ύλης του μικρόκοσμου, διότι είναι από τη φύση τους σε θέση να επιδρούν στα υποατομικά σωματίδιά της.
Η θεωρία των Υπερχορδών παραμένει μέχρι σήμερα στο προσκήνιο της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, παρά τη μέχρι σήμερα αδυναμία της να περιγράψει τον υπαρκτό κόσμο των στοιχειωδών σωματιδίων (quarks και λεπτονίων) που αποτελούν και τους δομικούς λίθους της ύλης. Σύμφωνα με τους εμπνευστές της θεωρίας, οι διαστάσεις των Υπερχορδών είναι τρισεκατομμύρια φορές μικρότερες από τα ανιχνευθέντα μέχρι σήμερα νανοσωματίδια και η θεμελιώδης αυτή υπόθεση δεν μπορεί να επαληθευθεί πειραματικά με τα υπάρχοντα και τα προβλεπόμενα στο ορατό μέλλον τεχνολογικά μέσα. Εμπνευσμένοι από το νέο πολύ-συμπαντικό μοντέλο, ορισμένοι θεολόγοι διευρύνουν πέραν του πεπερασμένου σημείου εκκίνησης του χρόνου τους ορίζοντες αναζήτησης θεϊκού αποτυπώματος και αναγνωρίζουν στην περιγραφή της δομής και των διαστάσεων των Υπερχορδών το αόρατο αλλά ενεργό Θείο Πνεύμα.

Απρίλης 2015

* Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Common sense 11 Απριλίου 2015 - 03:54

Ευχαριστούμε για την ανάλυση. Να μου επιτραπεί να συμπληρώσω ότι υπάρχει και μία ακόμη, σχετικά πρόσφατη σχολή σκέψης στην κοσμολογία η οποία αμφισβητεί τη δυνατότητα ύπαρξης ζωής σε πέραν των τριών διαστάσεων κόσμους ή χώρους δεδομένου ότι ιδιαίτερα μετά τις μελέτες και το έργο του Πριγκοζίν (Prigogine) έχει φανεί ότι το βέλος του χρόνου αποτελεί μία εκ των βασικών προϋποθέσεων για τις θερμοδυναμικές διεργασίες μακράν της ισορροπίας που οδηγούν στην αυτοργάνωση κι εν τέλει στην εμφάνιση των μακρομορίων που αποτελούν τη βάση για τη ζωή. Αν υποτεθεί λοιπόν ότι η ζωή είναι αδύνατη σε χώρους όπου ο χρόνος δεν είναι παρά μία απλή διάσταση αλλά και σε κόσμους με διαστάσεις λιγότερες από τρεις εφόσον η έλικα του Ντι-Εν-Αίη ελίσσεται μόνο σε τρισδιάστατους χώρους και δεν μπορεί λόγω πολυπλοκότητας να “συμπτυχθεί” σε δύο ή μία διαστάσεις, πρόκυπτουν ενδιαφέροντα κοσμολογικά, οντολογικά, υπαρξιακά και θρησκευτικά ερωτήματα και ζητήματα….

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ