Αρχική » Πόλεμος στον Παράδεισο (μυθιστόρημα)

Πόλεμος στον Παράδεισο (μυθιστόρημα)

από Άρδην - Ρήξη

Κ. Μοντεμαγιόρ
Μετάφραση: Δ. Κουφοντίνας

Από το Άρδην τ. 76, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2009

Ακαπούλκο,
7 Σεπτεμβρίου 1976

Η σκουρόχρωμη καμιονέτα βγήκε από τον κεντρικό δρόμο. Κατηφόρισε και μπήκε στον λασπωμένο χωματόδρομο. Είχε βρέξει πολύ. Τώρα, μέσα στη νύχτα, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και το σκοτάδι πολύ πυκνό. Ο οδηγός κοιτούσε την αντανάκλαση των προβολέων του οχήματος στους νερόλακκους του χωματόδρομου. Από τα ανοιχτά παράθυρα έρχονταν οι ευωδιές από τις παραλίες της Κοπακαμπάνας, από τα εχίδο. Ο οδηγός αναζήτησε μέσα στο σκοτάδι τα φώτα του ξενοδοχείου Πρίνσες, του πιο κοντινού από τα ξενοδοχεία του Ακαπούλκο στα παραλιακά εχίδο της Κοπακαμπάνας.
«Κι άλλο πέρα;» ρώτησε.
«Ναι, πιο πέρα. Συνέχισε για τα άλλα πηγάδια, αυτά εκεί», είπε ο υπολοχαγός δείχνοντας αριστερά, στο βάθος της σκοτεινιάς.
Η καμιονέτα έστριψε αριστερά. Μέσα στα αγριόχορτα, μέσα στις φυτείες κοκκοφοίνικα, διακρίνονταν, πότε-πότε, τα τρεμάμενα φώτα από τις καλύβες των αγροτών. Ο υπολοχαγός κοίταξε το ρολόι του· ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Στο πίσω κάθισμα ξερόβηξε ένας άνδρας: είχε ξυπνήσει.
«Φτάσαμε;» ρώτησε με βραχνή φωνή, βήχοντας.
«Σε ποιο πηγάδι;» ρώτησε αυτός που οδηγούσε, φρενάροντας απαλά.
Ο υπολοχαγός άργησε να απαντήσει.
«Σε εκείνο», είπε ύστερα δείχνοντας ένα πηγάδι δίπλα σε ένα ετοιμόρροπο καλύβι.
Ο οδηγός ξεκίνησε ξανά την καμιονέτα αποφεύγοντας τις λακκούβες που είχαν δημιουργήσει οι βροχές. Σταμάτησε κοντά στο καλύβι· ύστερα έκανε όπισθεν για να πλησιάσει στο πηγάδι. Φρενάρισε. Έσβησε τα φώτα. Ύστερα τη μηχανή. Το σκοτάδι της νύχτας πύκνωσε και αναδύθηκαν ξαφνικά οι ήχοι από τα αγριόχορτα, τους κοκκοφοίνικες. Μακρινό, αλλά διαυγές, ερχόταν το βουητό της θάλασσας. Ο υπολοχαγός κατέβηκε από το όχημα και προχώρησε προς το πηγάδι. Ο έντονος θόρυβος των εντόμων γέμιζε τη νύχτα. Επέστρεψε στο όχημα καθώς οι δύο αστυνομικοί άνοιγαν τις πίσω πόρτες. Μέσα υπήρχαν κάμποσοι ακίνητοι μπόγοι. Προσπάθησαν να τους κουνήσουν. Ένα κομμάτι ύφασμα σκίστηκε. Ήταν μια πουκαμίσα.
«Πιάστε τον από τα χέρια και τα πόδια», τους συμβούλεψε ο υπολοχαγός από πίσω, κοιτάζοντας.
Τον έβγαλαν. Ο υπολοχαγός τους είδε να τον πετούν στο πηγάδι και ύστερα να γυρνούν ξανά στην καμιονέτα. Έβγαλαν άλλον. Ήταν ένας νέος, είκοσι χρονών ίσως. Είχε ακόμα στα πόδια του ένα σανδάλι.
«Μου φαίνεται ότι αυτός είναι ζωντανός, υπολοχαγέ μου», είπε ο άνδρας που είχε κοιμηθεί, όταν επέστρεψαν για τέταρτη φορά στην καμιονέτα.
Ο υπολοχαγός της δικαστικής αστυνομίας πλησίασε. Κοίταξε το σώμα. Ήταν ένας άνδρας λιγότερο από σαράντα χρονών. Ξυπόλυτος, με σκισμένο παντελόνι. Ανέπνεε αργά, κάνοντας έναν ελαφρό ήχο, σαν κάτι που δεν ήταν ανθρώπινο, σαν ήχος εντόμου.
«Δεν πειράζει», είπε.
«Να τον αποτελειώσουμε, υπολοχαγέ μου;»
Στην επιστροφή, στον κεντρικό δρόμο, είδαν πρώτα τα μεγάλα φώτα του ξενοδοχείου Πρίνσες. Ξεχώριζαν οι πισίνες, το σκούρο περίγραμμα της παραλίας, όπου τα κύματα άπλωναν άσπρες διαδοχικές αυλακιές αφρού. Κατηφορίζοντας είδαν τον κόλπο του Ακαπούλκο, τα φώτα της πόλης, τη φωτισμένη παραλιακή λεωφόρο, σαν χρυσό ποταμό, σαν δρόμο του Παραδείσου. Πριν μπουν στην πόλη, στον κεντρικό δρόμο ακόμη, ο αστυνομικός που οδηγούσε ξερόβηξε. Καθώς είχαν κατέβει πολύ, προς στιγμήν η πόλη εξαφανίστηκε. Ο υπολοχαγός κάπνιζε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Τα πάνω κουμπιά του άσπρου χιτώνιου ήταν ξεκούμπωτα. Δεν γύρισε να κοιτάξει τον οδηγό· κρατούσε σταθερό το βλέμμα στον δρόμο, περιμένοντας να αναδυθούν ξανά τα φώτα του Ακαπούλκο.
«Κανείς πρώην αντάρτης δεν θα μείνει ζωντανός», είπε μετά.
Μπήκαν στην Παραλιακή. Τα δυνατά φώτα εναλλάσσονταν καθώς περνούσαν την περιοχή των ξενοδοχείων. Κάμποσοι τουρίστες περπατούσαν στα πεζοδρόμια, σε ομάδες. Καθώς περνούσαν μπροστά από το ξενοδοχείο Ελκάνο, ο οδηγός έκοψε ταχύτητα.
«Αυτοί είναι οι σωματοφύλακες του κυβερνήτη, ε, υπολοχαγέ μου;» ρώτησε.
Στον χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου Ελκάνο διακρίνονταν κάμποσα οχήματα. Ήταν κουρασμένος. Δίστασε μια στιγμή. Ήταν η πέμπτη φορά αυτή την εβδομάδα που έκαναν μεταφορές στην Κοπακαμπάνα.
«Ναι, εδώ μένει ο κυβερνήτης Φιγκερόα, στο ξενοδοχείο», είπε αφού κοίταξε το ρολόι του. «Πάμε», διέταξε.


­­­­­­­­­­­Ο Λούσιο νόμισε στην αρχή ότι ήταν μια προειδοποίηση από φίλους, ένα παρασύνθημα. Ύστερα άκουσε κι άλλον πυροβολισμό και μετά μια ριπή, μακρινά όμως, σαν να μην εντοπίζονταν εύκολα, καθαρά, ή σαν να προέρχονταν από μια ηχώ βαθιά, διασκορπισμένη και υπόγεια, σαν τον άνεμο που ηχούσε ξανά στη χαράδρα πίσω τους, μπερδεύονταν με τον θόρυβο του χειμάρρου, σαν όλα να ήταν μέρος μιας απέραντης σπείρας ηχούς. Ο Λούσιο κοίταξε τον χείμαρρο. Ύστερα κοίταξε προς το βουνό. Ριπές από Φαλ και Μ-2 άρχισαν να πέφτουν ψηλά από το βουνό. Κοντά στη χαράδρα, έσκασε μια βόμβα. Μια έκρηξη έγινε κοντά στα αλγοδονσίγιος. Άλλη μία κοντά στους κισσούς. Ο Λούσιο σκέφτηκε ότι επιτίθονταν με μπαζούκας. Έτρεξε, πυροβολώντας προς τα αγριόχορτα του βουνού, εκεί από όπου έρχονταν οι πιο εύστοχες ριπές. Έφτασε στο κέντρο της συστάδας των κισσών και τα βράχια, λίγα βήματα από τον χείμαρρο. Ο Ρομπέρτο και ο Πάμπλο έτρεξαν κάτω, προς τη χαράδρα· ο Αρτούρο και ο Ρενέ ακολούθησαν από κοντά τον Λούσιο. Οι υπόλοιποι απλώθηκαν σε σχήμα βεντάλιας. Ο ένας από τους δύο αγρότες που είχαν έρθει πριν από λίγο, ο νεώτερος, είχε χτυπηθεί από μια ριπή. Με τα πόδια διαλυμένα προσπαθούσε να συρθεί πίσω από τους άλλους, με ένα πιστόλι των 22 στο δεξί χέρι.
Μέσα από τα δέντρα εμφανίστηκαν στρατιώτες· σαν να κινούνταν ζώα, σαν πέτρες που γκρεμίζονταν, που κατρακυλούσαν στην πλαγιά. Έπεφταν με τη μέση ματωμένη, ανοιχτή. Τότε ο Λούσιο άκουσε τις μηχανές. Ήταν ελικόπτερα. Κοίταξε κατά τον χείμαρρο. Δεν τον είχαν πιάσει ακόμη οι στρατιώτες. Τα πυρά έρχονταν ψηλά από το βουνό και από τη νότια πλευρά της χαράδρας. Το πιο αδύνατο σημείο ήταν μάλλον το κοντινό σημείο του χειμάρρου. Το έδειξε στον Ρενέ και στον Αρτούρο, για να ξεκινήσουν τη διαφυγή προς τα εκεί. Και ο θόρυβος επίσης του νερού θα τους βοηθούσε. Στράφηκε προς τα πίσω, μια έκρηξη όμως πέταξε πέρα τον Αρτούρο. Ο Λούσιο είδε τις κοκκινωπές γραμμές του αίματος, σαν μια αιφνίδια γραμμή μέσα στο χώμα, στα κλαδιά, στις κληματσίδες που πετάγονταν. Το αριστερό χέρι του Αρτούρο ήταν τώρα μια άμορφη μάζα που λιγόστευε, σαν ένα κομμάτι λάσπη, το βρόμικο, ακρωτηριασμένο κρέας. Πιο πάνω, κρυμμένοι μέσα σε φυλλώματα, οι αγρότες από το Σαν Λουίς πυροβολούσαν τους στρατιώτες που εμφανίζονταν. Ο Λούσιο πυροβόλησε εκείνους που πλησίαζαν τον χείμαρρο. Μια ομάδα τους επιτέθηκε από τη χαράδρα. Ήταν τέσσερις στρατιώτες. Τους δύο τους χτύπησαν πριν καλυφθούν. Οι άλλοι δύο προχώρησαν προς τον Ρενέ, που πυροβόλησε ξανά. Ο ένας τους ήταν αξιωματικός. Πρόλαβε να πυροβολήσει κοντά στον Ρενέ, οι πυροβολισμοί όμως του Λούσιο του διέλυσαν κεφάλι και λαιμό. Τα ελικόπτερα δημιουργούσαν ένα ισχυρό ρεύμα αέρα που έσειε τα δέντρα, τις λιάνες. Ο Λούσιο στράφηκε να κοιτάξει τον χείμαρρο. Ξαφνικά τον είδε διαφορετικό, μακρινό ίσως ή παράξενο, σαν να μην ήταν πια το ίδιο μέρος. Άκουσε τον Ρενέ πίσω του. Στράφηκε γρήγορα: ένας στρατιώτης είχε πλησιάσει. Ο Λούσιο προχώρησε λίγα βήματα και σταμάτησε μπροστά σε έναν μεγάλο, λείο βράχο, που τον κάλυπτε από την πλευρά του χειμάρρου. Πυροβόλησε από εκεί, πάλι, προς το βουνό, όπου διέκρινε περισσότερους στρατιώτες να προωθούνται. Σταμάτησαν οι ριπές που έρχονταν από τα φυλλώματα. Γύρισε προς τα εκεί, αριστερά του, και υπέδειξε στον έναν από τους αγρότες του Πιτάλες να καλυφθεί πίσω από τις πέτρες. Ο άλλος ήταν τραυματισμένος κάτω από τα αγριόχορτα, κοντά σε ένα βαθούλωμα. Ο Λούσιο ένιωσε τότε μια σουβλιά, πολύ κοφτερή, στην πλάτη. Προσπάθησε να πλησιάσει στον βράχο, του φάνηκε όμως ότι το έκανε πολύ γρήγορα, επειδή χτύπησε στην άκρη της λείας, μεγάλης οβάλ πέτρας. Έσφιξε τα δόντια, δυνατά, σαν να μπορούσε να απομακρύνει με τη δύναμη του στόματος, των δοντιών του, του μετώπου του πάνω στον βράχο, τη γη την ίδια, τον αέρα, τον χείμαρρο που τον ένιωθε πάλι ίδιο, πολύ κοντινό πάλι. Άκουσε τον Αρτούρο να βογκά βραχνά, με έναν ήχο ζώου, απελπισμένα. Θέλησε να γυρίσει να τον βοηθήσει, κάτι παράξενο όμως τον εμπόδιζε να σηκωθεί, να σηκώσει το χέρι, το πλευρό όπου άναβε μια κραυγή, μια γήινη οργή. Ύστερα έσκασε στο σώμα του μια δεύτερη σουβλιά. Ένιωσε το χοντρό πανωφόρι του να μουσκεύει. Κάτι ακόμη έπεφτε πάνω του, δεν ήταν σίγουρος, προσπάθησε όμως να φωνάξει όταν άκουσε ξανά τον Ρενέ, πολύ κοντά του. Προσπάθησε να πυροβολήσει, σαν ακόμη να κινούσε να φύγει μέσα από το πλήθος και να νιώθει τη ζέστη εκείνου του Μάη στην πλάτη, στην οργή, κοιτάζοντας τα δάκτυλα, το χέρι του, το γερτό του σώμα πάνω στον βράχο, με το όπλο του ζεστό ακόμη, ανάμεσα στις φωνές των στρατιωτών, στις ριπές που συνέχιζαν να χτυπούν δέντρα, κλαδιά, να σηκώνουν σκόνη· τον ιδρώτα που του έκαιγε το σώμα, το στήθος, το κεφάλι πάνω στον ήχο του κοντινού νερού, τώρα πιο δυνατό. Ξαφνικά ένιωσε το σώμα του διαφορετικό, να μην πονάει· σαν να αντιλαμβανόταν για πρώτη φορά ότι το σώμα του ήταν εκεί, μαζί του, προσέχοντας, περιμένοντας κάτι· αναμφισβήτητο, βαθιά αληθινό. Και δίπλα στο σώμα του, σαν να έβλεπε ακόμα να περιμένει, είδε ότι τα δάχτυλα του σώματός του ακουμπούσαν στον βράχο πασχίζοντας να στηριχτούν σ’ αυτόν και είχε μια άλλη αίσθηση, του φάνηκε να καταλαβαίνει εκείνο τον βράχο, εκείνη τη γη του κόσμου, εκείνο το κομμάτι άσπρο αίμα, σκεπασμένο με χώμα και φύλλα, μαλακό και συγκεκριμένο, για να καταλάβει τη ζωή που πλησιάζει στη δική μας, στη ζωή όλων όσοι συνεχίζουν να φωνάζουν, όρθιοι, ένοπλοι, σε πολλά εχίδο, σε πολλά χωριά, σε πολλά κορμιά με την πλάτη σπασμένη, με τα κόκαλα διαλυμένα. Ένιωσε άλλο ένα χτύπημα στον λάρυγγα. Ήταν ένας πόνος σαν τη σκοτεινιά που δίπλωνε τα βράχια, που διαπερνούσε το φως, σαν το κρύσταλλο που έπεφτε απαλά και βάναυσα καθώς σκάει το νερό πάνω στα βράχια ή πέφτει κυλώντας, ελεύθερο, με όλον του τον όγκο, μέχρι το ίδιο του το σώμα που στο βάθος κυλά πάλι στην κοίτη του, κομματιάζεται πάνω στο ίδιο του το νερό, σπάζοντας το νερό με ένα ξέσπασμα, χωρίς πόνο, από αφρό που εκτοξεύεται μια στιγμή στο κορύφωμα του αέρα, του φωτός. Ήταν η κραυγή που έκαιγε, ο ήλιος που ήθελε ν’ ανάψει από το αίμα του, σαν η φλόγα του να πήγαινε προς το σκοτάδι όπου κάθε φωτιά έχει την καταγωγή της, τη βάση της, τον ανέγγιχτο, τον πανταχού παρόντα, τον αναπόκτητο βλαστό της. Έπεφτε με το κεφάλι του να καίει πάνω στην καθαρή πέτρα που έμοιαζε ν’ ανεβαίνει σ’ αυτόν σαν ένα σκληρό χέρι της γης, που όμως δεν έδειχνε σκληρότητα, που δεν το ένιωθε σαν πέτρα. Και του φαινόταν να πέφτει πάνω της, μια φορά κι ύστερα κι άλλη, στο ίδιο σημείο, μέσα στην ίδια και μοναδική πτώση που έμοιαζε να πέφτει μια φορά κι ύστερα κι άλλη, σαν ένα πεπρωμένο που επιβαλλόταν εκεί, κλείνοντας τον δρόμο, τη μέρα, τον ίδιο τον αγώνα που ανάβλυζε από την κραυγή που άναβε στο στόμα του, στην πλάτη του, στο στήθος του· την ίδια κραυγή που ήταν ένας άλλος ήλιος που του έκαιγε το στόμα, το σάλιο· το αίμα που ένιωθε να αναβλύζει σαν όλα εκείνα που είχε να κάνει, όσα έμεναν να κάνει· μια βιασύνη που κραύγαζε με την ίδια θέρμη, αρνούμενη με την ίδια φλόγα να πέσει, αρνούμενη να πέσει με το ίδιο άφθαρτο μάτι των ήλιων, που προσπαθούσαν να αναβλύσουν από τα χέρια του που στηρίζονταν στη γη, στον βράχο, φωνάζοντας ότι πρέπει να το κάνει, φωνάζοντας ότι έμεναν πολλά να κάνει, να κάνει, να κάνει, να κάνει.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ