Απόσπασμα (σσ. 187-191) από το βιβλίο της Κατερίνας Μπουλάκου, Σπουδή στην ελληνική προσωπογραφία, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Οι κατακόμβες, οι υπόγειες αυτές νεκροπόλεις, που μέσα στους σκοτεινούς κόλπους τους διαφυλάξανε την ιστορία των πρώτων χριστιανικών αιώνων, αποτελούν τα παλαιότερα μνημεία του Χριστιανισμού και η ζωγραφική τους (με την τεχνική της νωπογραφίας) συνιστά την πρώτη μνημειακή ζωγραφική έκφραση της νέας θρησκείας[1]. Δεδομένου ότι δεν διατηρούνται πολλές τοιχογραφίες της Παλαιοχριστιανικής περιόδου, η μεγάλη σπουδαιότητα της ζωγραφικής των κατακομβών έγκειται στο ότι πολλά από τα θέματα, που επαναλαμβάνονται αργότερα στην επίσημη χριστιανική εικονογραφία, έχουν τις ρίζες τους στη διακόσμηση των πρώτων αυτών χριστιανικών τάφων. Στις κατακόμβες σώζονται τα αρχαιότερα δείγματα ζωγραφικής σε τοιχογραφίες των πέντε πρώτων χριστιανικών αιώνων και μπορεί να παρακολουθήσει κανείς όχι μόνο την απαρχή, αλλά και την εξελικτική πορεία της χριστιανικής ζωγραφικής.
Η ζωγραφική των κατακομβών εμπεριέχει στοιχεία τόσο από την Ελληνιστική παράδοση όσο και από τη Ρωμαϊκή τέχνη και αξιοποιεί εκείνα τα χαρακτηριστικά (π.χ. μετωπικότητα των μορφών) που εξυπηρετούν το σκοπό της, καθώς ο ρόλος της είναι περισσότερο διδακτικός απέναντι στους πρώτους Χριστιανούς, όπου και απευθύνεται. Ενδιαφέρον επίσης είναι το γεγονός ότι εκτός από τις απηχήσεις της ελληνιστικής ζωγραφικής, μπορεί κανείς να διακρίνει κοινά στοιχεία και με τις προσωπογραφίες του Φαγιούμ, με τις οποίες χρονικά συνυπάρχουν σε μεγάλο βαθμό. [..]

Τοιχογραφία Βρεφοκρατούσας. Ρώμη, Μεγάλο Κοιμητήριο.
Οι καλύτερα διατηρημένες κατακόμβες βρίσκονται στη Ρώμη, της οποίας το έδαφος ήταν κατεσκαμμένο από τάφους, που την περιέβαλλαν σαν ζώνη από μια υπόγεια πολιτεία[2]. Τα παλαιότερα υπόγεια νεκροταφεία της (περί τα τέλη του 1ου αι. μ.Χ.) βρίσκονται κατά μήκος των παλαιών υπατικών οδών, που ξεκινούσαν από την πόλη και κατευθύνονταν προς όλα τα άκρα της Ιταλίας. Στην αρχή κατασκεύαζαν κρύπτες και υπόγειες στοές με τάφους[3]. Κατά τον 2ο αι. σκάφτηκαν κατά μήκος των υπατικών οδών πολλά τέτοια υπόγεια νεκροταφεία, τα οποία εξακολούθησαν να επεκτείνονται και κατά τον 3ο αι. μ.Χ., όταν πια παραχωρήθηκαν στη Χριστιανική κοινότητα, κι έτσι η Εκκλησία της Ρώμης απέκτησε και κοινοτικά πια και επίσημα νεκροταφεία. Η ανάπτυξη των κατακομβών διακόπτεται από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., την περίοδο που αρχίζουν και οι διωγμοί. Μετά τον Θρίαμβο του Χριστιανισμού (313 μ.Χ.) άρχισαν να κτίζονται και ναΐδρια προς τιμήν των μαρτύρων και βασιλικές, μεγάλες ή μικρές, πάνω από τις υπόγειες στοές και κυρίως πάνω από τις κατακόμβες που περιλάμβαναν τα σώματα μεγάλων μαρτύρων, όπως του Αγίου Πέτρου στο «κοιμητήριο» του Βατικανού και του Αγίου Παύλου πάνω στην Οστία Οδό, κ.α. Επί έναν όμως αιώνα ακόμη θα εξακολουθήσουν από ευσέβεια οι Χριστιανοί να θάβουν τους νεκρούς τους μέσα στις κατακόμβες, για να είναι κοντά στους μάρτυρες και να συνέρχονται μέσα στους ιερούς αυτούς χώρους[4]. Αμέσως μετά οι κατακόμβες συλήθηκαν επανειλημμένα από διάφορους κατά καιρούς πολιορκητές της Ρώμης[5], ενώ από τον 9ο αι. και ύστερα όχι μόνο παραμελήθηκαν κι άρχισαν να καταστρέφονται, αλλά και λησμονήθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά[6].
Εκτός από τη Ρώμη, κατακόμβες έχουν αποκαλυφθεί στη Μάλτα, τη Νεάπολη, το Παλέρμο και τις Συρακούσες. Οι μεγάλες κατακόμβες της Αλεξάνδρειας έχουν καταστραφεί[7]. Μικρές όμως κατακόμβες ή υπόγειες κρύπτες βρίσκονται κατεσπαρμένες σε όλη την ανατολική και βόρειο Αφρική, πολλές στην Παλαιστίνη και τη Συρία κι αρκετές στην Κιλικία και τη Λυκαονία της Μικράς Ασίας[8]. Στην Ελλάδα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα παλαιοχριστιανικά μνημεία έχουμε, εκτός από σπουδαία υπόγεια, όπως του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, κ.ά., τις κατακόμβες της Μήλου –τέλειο σε μικρογραφία τύπο των μεγάλων κατακομβών της Ρώμης– που βρίσκονται κατά το δυτικό μέρος του χωριού Τρυπητή, στη θέση Κλίμα. Αν και είναι του 3ου αι. μ.Χ., το πλήθος από τους τάφους, που υπερβαίνουν τους 1.500 και που πολλοί από αυτούς είναι μεγάλοι –προφανώς για ολόκληρη την οικογένεια– μας δίνουν στοιχεία ότι εξακολουθούν να χρησιμεύουν ως κοιμητήρια μέχρι τον 5ο ακόμη αιώνα[9].
Η παλαιότερη κατακόμβη, που ανήκει στο β΄ μισό του 1ου αι. μ.Χ., είναι το απέραντο κοιμητήριο της Δομιτίλλης, πάνω στην Αρδεατινή Οδό, νοτιοδυτικά της Ρώμης. Τους τοίχους της σωζόμενης εισόδου κοσμούν τοιχογραφίες του 1ου αι. μ.Χ., που ακολουθούν εικονογραφικούς τύπους βασισμένους σε ρωμαϊκές τοιχογραφίες, αλλά παραπέμπουν υφολογικά και χρωματικά και στην ελληνιστική παράδοση. Οι κατακόμβες είναι πολύπλοκα έργα αρχιτεκτονικής, που τα εκτελούσαν αρχιτέκτονες και εργάτες (Fossores). Έτσι, στο κοιμητήριο της Δομιτίλλης παριστάνεται ο Fossor Diogenes όρθιος, να κρατά λύχνο στο αριστερό του χέρι και να έχει ανασηκωμένη την αξίνα στον δεξιό του ώμο. Στην αντίθετη άκρη της Ρώμης, πάνω στη Σαλαρία Οδό, βρίσκεται η κατακόμβη της Αγ. Πρισκίλλης, μητέρας του συγκλητικού Πουδεντίου, που φιλοξένησε στο σπίτι της τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Το παλαιότερό της μέρος, που ανήκει ασφαλώς στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., είναι τα δύο συνεχόμενα νεκρικά δωμάτια, τα γνωστά με το όνομα «Ελληνικό Παρεκκλήσιο». Στην κατακόμβη της Αγίας Πρισκίλλης έχουμε και τοιχογραφίες του 1ου αι., καθώς και τους τάφους του αρχοντικού οίκου των Αχιλλίων Γαβριώνων. Είναι σαφές ότι η ζωγραφική των πομπηιανών επαύλεων βρίσκει εδώ πρόσφορο έδαφος, όμως στις κατακόμβες οι τοιχογραφίες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη λιτότητα, γραμμές περισσότερο αδρές και οπωσδήποτε μικρότερη κλίμακα.
[1] Η παλαιά ονομασία τους ήταν «κοιμητήρια» («κοιμητήριον έως αναστάσεως», όπως μαρτυρείται σε επιγραφή), κι όταν βρίσκονταν πάνω στη γη «οίκοι αιώνιοι», ή, τέλος, αν ανήκαν σε μάρτυρες, «ηρώα». Τον παλαιότερο τύπο των κοιμητηρίων πρέπει να τον αναζητήσουμε στην ελληνιστική Ανατολή, όπου διατηρούνταν η συνήθεια των οικογενειακών τάφων, με ένα ή και με δύο ακόμη δωμάτια, που περιείχανε τέσσερις, πέντε, επτά και κάποτε μέχρι σαράντα τάφους.
[2] Κάθε κατακόμβη ουσιαστικά είναι ένας υπόγειος λαβύρινθος από κουφωτές γαλαρίες, που εισχωρούν στο βάθος ενός βουνού ή ενός λόφου. Η κύρια είσοδός της είναι πάντα κάποιος τάφος φανερός, συνήθως με πρόσοψη από τούβλο, όπου βρίσκεται αναγραμμένο το όνομα του κατόχου. Οι στοές αυτές (ambulacra) περιορίζονται στα πλάγια από γερά τοιχώματα, που δημιουργούσε το σκάψιμο μέσα σε πώρινο συνήθως λίθο. Η οροφή τους, ελαφρά θολωτή σαν ανοικτό αέτωμα, έχει τους τοίχους της στοκαρισμένους. Σε όλο το μάκρος των υπόγειων στοών βρίσκονται εντοιχισμένοι, δεξιά και αριστερά, οι τάφοι ή τόποι (locus, loculus), που λέγονται και θέσεις, θήκες, σωροί, τύμβοι, μνημεία ή μεμόρια (sepulorum tumulus). Συχνά ο τετράπλευρος αυτός χώρος ήταν και πιο βαθιά σκαμμένος, ώστε να χωρά παραπάνω από έναν νεκρό, πάντοτε από την ίδια οικογένεια. Κάποιες φορές πάλι, τα πλάγια αυτά ανοίγματα των στοών οδηγούν μέσα σε ιδιαίτερα δωμάτια, με σχήμα τετράγωνο, επίμηκες ή πολυγωνικό, τα νεκρικά δωμάτια, που διακόπτουν τις στοές και όπου βρίσκονται οι τάφοι επιφανών οικογενειών. Κατασκευασμένα με μεγάλη επιμέλεια, έχουν τους τοίχους τους επιστρωμένους με πολύχρωμα μάρμαρα ή διακοσμημένους με ζωγραφική και θολωτή οροφή, όπου κάποιες φορές –όπως και στις στοές– ανοίγεται φωταγωγός (luminaria).
[3] Μερικές πλούσιες χριστιανικές οικογένειες παραχωρούσαν τα εξοχικά τους κτήματα ή ακόμη και τα ιδιωτικά τους «κοιμητήρια» για την ταφή των πιστών αδελφών τους, επειδή ο ρωμαϊκός νόμος απαγόρευε αυστηρά την ταφή των νεκρών μέσα στην πόλη. Καθώς όμως επέβαλλε και σεβασμό ταυτόχρονα στους τάφους, που τους θεωρούσε τόπους ιερούς και απαραβίαστους, οι χριστιανοί, επωφελούμενοι από κάποιες γενικές διατάξεις των ρωμαϊκών νόμων, που επέτρεπαν σε συλλόγους (συντεχνίες) να έχουν ιδιαίτερη οργάνωση, καθώς και ιδιοκτησίες, κατόρθωσαν να διευθετήσουν τα της ταφής των νεκρών τους.
[4] Μα κι όταν οι κατακόμβες έπαψαν πια να χρησιμεύουν ως τόποι ταφής, εξακολουθούσαν να είναι ιερά «Ηρώων». Οι πάπες, και κυρίως ο Δαμάσιος (336-384 μ.Χ.), προχώρησαν και σε εργασίες συντήρησής τους. Μάλιστα, κατασκευάστηκαν κλίμακες και φωταγωγοί, για να γίνεται ευκολότερη η επίσκεψή τους και αργότερα διακοσμήθηκαν τα κεντρικά δωμάτια με τοιχογραφίες, που τόσο κατά το θέμα όσο και κατά το ύφος διαφέρουν κατά πολύ από τις παλαιότερες.
[5] Την πρώτη μεγάλη τους καταστροφή τη δοκίμασαν κατά τη φοβερή λεηλασία τους από τους στρατηγούς του Αλάριχου (410 μ.Χ.), που την ακολούθησαν και άλλες ακόμα μεγαλύτερες, από τους Γότθους τον 6ο αι. και από τους Λομβαρδούς τον 8ο αι. μ.Χ. Παρ’ όλα αυτά μερικοί πάπες της εποχής αυτής, όπως ο Ιωάννης ο Γ΄ (560-573 μ.Χ.), και ο Παύλος ο Α΄ (757-778 μ.Χ.), εξακολουθούν ακόμα να τις ανακαινίζουν. Τότε έγιναν και πολλές μεταφορές λειψάνων από μάρτυρες στην επιφάνεια της γης, σε εκκλησίες.
[6] Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι κατακόμβες παρέμειναν άγνωστες. Μονάχα το μικρό «κοιμητήριο» του Αγίου Σεβαστιανού, πάνω στη μεγάλη Αππία Οδό, ήταν γνωστό και ίσως από τη θέση του, επειδή έπεφτε πάνω σε κοίλωμα, το λέγανε cata cumbas, κατακόμβη. Μόλις κατά τον 15ο αιώνα άρχισαν να τις επισκέπτονται από περιέργεια μερικοί ιερωμένοι. Ο πρώτος που τις μελέτησε συστηματικά ήταν ο Αντώνιος Μπόζιος (περί τα 1600), αφού βρήκε, ξεκαθάρισε, σχεδίασε και διερεύνησε τους υπόγειους αυτούς χριστιανικούς «λαβυρίνθους». Από τις αρχές του 19ου αι. αρχίζει πια η συστηματική έρευνα, πρώτα από τον Ιησουίτη Marchi και αργότερα από τον Giovanni de Rossi (1822-1894), που εργάστηκε πάνω στις κατακόμβες επί μισό περίπου αιώνα. Αυτός πρώτος καθόρισε τη σωστή θέση των κατακομβών, που μελέτησε και τις επιγραφές τους, παίρνοντας πληροφορίες από παλαιά συναξάρια και οδοιπορικά του 7ου και 8ου αι., που έως εκείνη τη χρονική στιγμή μάλλον αντιμετωπίζονταν επιπόλαια και όχι ως ιστορικές πηγές με αξιόπιστο υλικό. Από τις πάμπολλες εργασίες του Rossi και των μαθητών του (Marucchi, Stevenson, κ.ά.) καθορίστηκε πλέον οριστικά ο χαρακτήρας και η τέχνη της υπόγειας Ρώμης. Έτσι μελετήθηκε ένα απέραντο υλικό που ξεκινά από τις παλαιοχριστιανικές κατακόμβες και φωτίζει την εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης. Σήμερα υπολογίζεται σε 3.500 τ.χ. όλη η έκταση που καταλαμβάνουν οι 60 περίπου γνωστές κατακόμβες της Ρώμης, γύρω από μια ακτίνα 1 έως 3 μιλίων.
[7] Σήμερα δεν σώζεται πια παρά μόνο ένα υπόγειο κοιμητήριο κοντά στο «Σεράπειο» και μερικά άλλα, υπόγεια επίσης, στη νεκρόπολη «Αμφουσί». Ενδιαφέρον από τεχνοτροπικής άποψης παρουσιάζει στο Karmouz, νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας, η ζωγραφιστή ζωφόρος που εικονίζει διαδοχικά, από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, τον εν Κανά γάμο και το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων και της διατροφής των πεντακισχιλίων στην έρημο. Σκηνές δηλαδή που υπαινίσσονται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Έτσι η χρονολόγησή της τοποθετείται με ασφάλεια μόλις στον 4ο ή 5ο αι. μ.Χ. Φαίνεται ότι ως ζωγραφικό θέμα αντλεί την προέλευσή του από την εικονογράφηση ενός ειλητού ιστορημένου στην Αλεξάνδρεια πριν από τον Μ. Κωνσταντίνο, του οποίου αποτελεί επιβίωση. Από τις τοιχογραφίες των κατακομβών της Ρώμης την ξεχωρίζει οπωσδήποτε μια μεγαλύτερη ελευθερία στην εκτέλεση και μια αίσθηση χαρακτηριστική της αλεξανδρινής ελληνιστικής τέχνης. Έτσι, θα λέγαμε ότι η ζωγραφική των κατακομβών της μεσογειακής Ανατολής, με τις τοπικές στυλιστικές παραλλαγές της πηγάζει από το ίδιο πνεύμα που χαρακτηρίζει τη ζωγραφική της Ρώμης. Βλ. Ch. Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1999, σ. 23.
[8] Γενικά, κατακόμβες και μάλιστα κρύπτες και υπόγειους χριστιανικούς τάφους συναντούμε σε όλες τις γύρω από τη Μεσόγειο χώρες και κυρίως τις παραθαλάσσιες.
[9] Οι τάφοι, σε τύπο αρκοσολίων, φέρουν στο αψιδωτό τύμπανο, μέσα σε πινακίδα επίτηδες διασκευασμένη, την επιγραφή ΕΝ ΚΩ (εν Κυρίω), μεγάλο μονόγραμμα του Χριστού και ίχνη διακόσμου από άνθη και κλώνους με πουλιά.