Αρχική » Έθνος και Εκκλησία

Έθνος και Εκκλησία

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Δανιηλίδη, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000

Αλλ’ ο πολιτικός αυτός μικρόκοσμος ήταν τοπικός και ζούσε απομονωμένα.

Οι κοινότητες, σκόρπιες και διαφοροποιημένες από τις γεωοικονομικές αντιθέσεις των ελληνικών χωρών, ήσαν από γενικότερη άποψη πυρήνες ζωντανοί, μα ία’ ασύνταχτοι κ’ έτσι ευνοήσανε υπερβολικά την ανάπτυξη του κοινωνικού και πολιτικού ατομικισμού και τοπικισμού των Νεοελλήνων. Εξαίρεση μπορούσαν να κάνουν μερικές κοινοτικές ομοσπονδίες και ξεχωριστά η Πελοπόννησος, που ήταν περισσότερο ενωμένη και διατηρούσε και δική της πρεσβεία στην Πόλη, μα και τούτες είχαν χαρακτήρα προπαντός τοπικό. Το παρδαλό πλήθος των μικρών, εφήμερων ή κληρονομικών ολιγαρχιών, που είχαν αναπτυχθεί κ’ εξελιχθεί μέσα στα κοινοτικά σύνορα, ήταν οργανικά ακατάλληλο κι’ ανίκανο ν’ αντιμετωπίσει και να εξυπηρετήσει συμφέροντα διακοινοτικά και πολύ λιγότερο πανελλήνια. Εκείνο που έλειπε από τις κοινότητες ήταν η αμφικτυονία η πανελλήνια, ή το μεγάλο ενιαίο κράτος.

Και την αποστολή τούτη ανάλαβε η Εκκλησία, που διατηρούσε μαζί με το δεσποτισμό της Ανατολής και κάτι από την κρατική παράδοση της Ρώμης. Με την οργάνωσή της, που σαν ένα δίχτυ τεράστιο περιέσφιγγε ολόκληρη την αυτοκρατορία, ένωνε τις κοινότητες όλες σ’ ένα στέρεο σύνολο και γένηκε φορέας κ’ ενσαρκωτής της ιδέας ενός ενιαίου πανελλήνιου κράτους.

Εννοείται πως μια τέτοια ένωση δεν ήταν οργανική. Η υποταγή των κοινοτήτων στο εκκλησιαστικό κράτος έμεινεν εξωτερική, σταμάτησε μπροστά στη δικαιοδοσία της κοινοτικής αυτονομίας. Και τέτοια όμως η ένωση τούτη μπόρεσε ν’ αποτελέσει το αντίρροπο κατά του φαινομένου, που τ’ ονομάσαμε εξελληνισμό κ’ εξεθνισμό της Εκκλησίας.

Το εκκλησιαστικό κράτος έκανε δύσκολη την ομαλή εσωτερική ανάπτυξη του κοινοτικού θεσμού. Γιατί δεν μπορούσε να ευνοήσει και πολύ λιγότερο ν’ ακολουθήσει παντού το λαϊκό ή δημοκρατικό πνεύμα, που είναι η βάση του κοινοτισμού, κι’ αναγκάσθηκε εξωθούμενη από τη φύση των πραγμάτων να το πολεμήσει, όπως πολέμησε ως επαναστατική και κάθε πνευματική αφύπνιση, που φανερώθηκε μέσα στις κοινότητες. Ήταν ανάγκη εσωτερική του εκκλησιαστικού κράτους να επιβάλει στις κοινότητες ως αποκλειστικό μορφωτικό ιδανικό το ανατολίτικο απολυταρχικό πνεύμα του Βυζαντίου και να ευνοήσει μεροληπτικά την εξουσία εκείνων των κοινοτικών ολιγαρχιών, που στηριζότανε περισσότερο στην εύνοια των Οθωμανών παρά στην εμπιστοσύνη των μελών της κοινότητας. Μόνον η κληρονομικότητα των κοινοτικών ολιγαρχιών και ο εκφε-ουδαλισμός των κοινοτήτων αποτελούσαν εγγύηση για την παγίωση του κύρους του εκκλησιαστικού κράτους μέσα στην κοινότητα. Μα η κληρονομικότητα τούτη, ακόμα κ’ εκεί που ήταν απόρροια οικονομικών ή άλλων αυτόνομων φαινομένων, γινότανε αδύνατη, αν δεν την ευνοούσε και την καθιέρωνε η οθωμανική εξουσία. Κι’ απ’ εδώ προερχότανε άλλη παραλληλία ή ταυτότητα συμφερόντων μεταξύ των κοινοτικών ολιγαρχιών, του εκκλησιαστικού κράτους και της οθωμανικής κυριαρχίας. Η Εκκλησία γινότανε φορέας και κήρυκας νομιμοφροσύνης απέναντι των Οθωμανών ακόμα και μέσα στην κοινότητα, που ήταν ουσιαστικά άρνηση της ξένης κυριαρχίας. Έτσι έχει συντελέσει όχι λίγο στην ανάλογη αλλοίωση των κοινοτικών πολιτειών.

Και τέτοιος ο εκκλησιαστικός συγκεντρωτισμός έχει επιδράσει πολύ μορφωτικά επί των Νεοελλήνων, πού ήσαν θεόφτωχοι σε ζωντανές παραστάσεις Κράτους. Υπήρξεν ο συντελεστής στη δημιουργία, διάδοση κ’ επιβολή της ιδέας ενός ενιαίου νεοελληνικού κράτους. Γένηκε όμως και πρόξενος επιπλοκών με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Η Εκκλησία, προσκολλημένη στο χριστιανικό ιδανικό του Μεσαίωνα, δεν μπόρεσε ποτές να χειραφετηθεί ολότελα από την παράδοση και τις μορφές του ανεθνικού ορθόδοξου κράτους του Βυζαντίου και δημιούργησε μια σύγχιση, που δεν επέτρεψε την ομαλή γεωγραφική διατύπωση κ’ εδαφική διαμόρφωση ενός εθνικού κράτους, βασισμένου αποκλειστικά στην νεοελληνική πραγματικότητα.

Ίσαμε τα τελευταία χρόνια μείνανε το εκκλησιαστικό κράτος και το νεοελληνικό κρατικό ιδανικό κι’ από άποψη γεωγραφική αξεχώριστα δεμένα το ένα με τ’ άλλο. Η Μεγάλη Ιδέα, ως σύμβολο του αγώνα για την απελευθέρωση κ’ ένωση όλων των υποδούλων σ’ ένα κράτος, δεν ήταν μόνο φυσική απόρροια του εθνικού κινήματος, όπως το επόθησε και το έζησε η γενεά του Γεμιστού και το έχει διαπλάσει η οικονομική και πνευματική εξέλιξη από τον ΙΖ’ αιώνα και δώθε, μα και ανάγκη ε-πιταχτική της γεωοικονομίας των νεοελληνικών χωρών. Και όμως η διατύπωση αυτής, η γεωγραφική, ήταν προπαντός έργο της Εκκλησίας, και τα σύνορα της Εκκλησίας ξαπλωνότανε πέρα από την Ελληνική Μεσόγειο κι’ αγκαλιάζανε χώρες, που αποτελούσαν το άμεσο περιβάλλον της ζωής ξένων εθνών.

Το έδαφος του εκκλησιαστικού κράτους δεν εταυτίζετο με το έδαφος του εθνικού. Ο ιμπεριαλισμός του πρώτου αξιούσε μια εξάπλωση δυσανάλογη με τις ανάγκες ακόμα και του πιο αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού του δευτέρου. Ανεθνικός εκείνος από καταγωγή μπορούσε να προχωρεί αδιαφορώντας για τον εξελληνισμό των περιφερειών, όπου εξουσίαζε, ενώ, εθνικός αυτός, ένοιωθε πως αργά ή γρήγορα θα κινδυνέψει, αν τον ακολουθούσε σε περιφέρειες, που θα του ήταν αδύνατο να τις αφομοιώσει εθνικά κι’ όπου θα καταντούσε μια μέρα απλή Διασπορά.

Οι πολυμέτωποι κι’ ατελείωτοι αγώνες της Εκκλησίας, για να παρεμποδίσει τη δημιουργία Εθνικών Εκκλησιών μέσα στην περιοχή του δικού της κράτους, εθεωρήθηκαν σχεδόν πάντα εθνικοί ελληνικοί κ’ έχουν διεξαχθεί όλοι δίχως εξαίρεση με θυσία εθνικών δυνάμεων. Και όμως δεν ήταν για το Έθνος το ίδιο, αν οι αγώνες αυτοί, δικαιολογημένοι πάντα από τις οργανικές ανάγκες της Εκκλησίας, στρεφότανε εναντίον των Εξαρχικών, που επιβουλευότανε στη Μακεδονία και Θράκη άμεσα εθνικά συμφέροντα, ή εναντίον των Αραβόφωνων στην Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, που κείνται έξω της εθνικής ζώνης και αποτελούν από άποψη εθνική μονάχα ιστορικές και πολύ σπάνια σύγχρονες εστίες διασποράς.

Να γιατί η μπερδεψιά στα συμφέροντα Εκκλησίας και Έθνους ία’ ο περίπλοκος, γεμάτος αντιθέσεις χαρακτήρας των σχετικών ζητημάτων. Να γιατί το χάος κ’ η σύγχυση, που έφερε στη διατύπωση εθνικών ιδανικών και διεκδικήσεων η ανεθνική παράδοση. Να γιατί οι εξαιρετικές δυσκολίες, που έχει συναντήσει το νεοελληνικό εθνικό κράτος στη διαμόρφωση και παγίωση του.

Όχι μόνο πνευματικά μα και πολιτικά μεγάλωσε κι εξελίχθηκε το Έθνος περιορισμένο μέσα στις φόρμες του εκκλησιαστικού κράτους. Κι’ αυτό είναι το φαινόμενο που ονομάζουμε εκθεοκρατισμό κ’ εξανατολισμό του έθνους και που μαζί με το αντίρροπο του τον εξελληνισμό κ’ εξεθνισμό της Εκκλησίας κάνουν τον Νεοελληνισμό να ταλαντεύεται ολόκληρους αιώνες τώρα μεταξύ δύο κόσμων και να μετέχει λίγο πολύ και των δύο, ανίκανος ακόμη να δημιουργήσει ομαλά δικό του ενιαίο πολιτισμό.

Δημοσθένης Δανιηλίδης, Η νεοελληνική κοινωνία και οικονομία, εκδ. Νέα σύνορα Α.Α. Λιβάνη, σελ.138-141, Αθήνα 1985, από το κεφάλαιο 5 “Οι νεοελληνικές κοινότητες”. Τον τίτλο του παραθέματος επέλεξε η Σύνταξη του Άρδην.

Ό Δ. Δανιηλίδης (Προκόπι Καππαδοκίας 1889 – Αθήνα 1972) σπούδασε στην Κων/πολη, Ελβετία, Γερμανία και Γαλλία. Συνεργάστηκε με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και διετέλεσε δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου μετά την Απελευθέρωση. Είχε πολυδιάστατη δραστηριότητα και το βιβλίο του Η νεοελληνική κοινωνία και οικονομία αποτέλεσε σταθμό στη νεοελληνική αυτοσυνείδηση.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ