του Μιχάλη Μερακλή, από το Άρδην τ. 96, Μάρτιος-Μάιος 2014
Ε ίναι ένας φίλος σεμνός, διακριτικός, που κατά κανόνα τον συναντώ σε συνάξεις που έχουν σχέση με το λαϊκό μας πολιτισμό. Ο Αλέξανδρος Ασλά. Ανταλλάσσουμε λίγα λόγια, όσα μπορεί κανείς να πει σε τέτοιες περιστάσεις με τους διάφορους περισπασμούς. Ωστόσο, κάτι καινούργιο έχει να μου δείξει και να μου χαρίσει χειρόγραφο, φυλλάδιο, βιβλίο, CD. Μου δίνει και την υπόσχεση πως θα ’ρθει να τα πούμε άνετα στην Εταιρεία (την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία). Ο αγώνας να επιβιώσει σ’ αυτή τη χαοτική και αλλοπρόσαλλη πόλη επιβάλλει την απόλυτα κατανοητή προτεραιότητά του. Πάντως εκείνος γράφει, ακόμα και εκδίδει -τι άθλος κι αυτός! Απ’ ό,τι γνωρίζω, δεκάξι χρόνια που ζει εδώ, κάποια χορηγία έλαβε το 1992 για να έλθει στην Ελλάδα να σπουδάσει, έναν ακόμα χρόνο από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει ιδιαίτερα τον Οδυσσέα Χατζόπουλο (του «Κάκτου»), Έλληνα επίσης διαφορετικό, για τη στήριξή του. Ό,τι γράφει και εκδίδει αφορά την Ελλάδα, τη δική του Ελλάδα, τους Έλληνες της Ουκρανίας. Σ’ ένα βιβλίο που το τύπωσε ο Ε. Κ. Λάζος («Δωδώνη») το 1999, με τον τίτλο: Τα Μαριουπολίτικα. Τραγούδια, παραμύθια και χοροί των Ελλήνων της Αζοφικής, στο πίσω μέρος υπάρχει ένα κείμενό του που με αναστατώνει και συγχρόνως το νιώθω να με ενοχοποιεί, άθελά του βέβαια: Δεν μπόρεσα ως τώρα να κάνω κάτι για την υπόθεσή του, μολονότι πρόεδρος του κατεξοχήν λαογραφικού σωματείου (το οποίο ωστόσο μονίμως χειμάζεται οικονομικά).
Γεννήθηκε το 1943 σ’ ένα χωριό κοντά στη Μαριούπολη, στην Oυκρανία. Το 1962 αποφοίτησε από το Κρατικό Μουσικό Κολέγιο της πόλης Αρτέμοβσκ (Τμήμα Λαϊκών Οργάνων) και εργάστηκε σε διάφορα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης. Μια εικοσαετία (1972-1992) δίδαξε Θεωρία της Μουσικής στη Μουσική Σχολή της Μαριούπολης. Στη Μόσχα έβγαλε δύο δίσκους με τραγούδια των Ελλήνων της Αζοφικής (1988, 1991). Το 1988 βραβεύθηκε για τη συμβολή του στη διάσωση της παραδοσιακής μουσικής (Ντονιέσκ, Ουκρανία).
Κατόπιν ήλθε στην Ελλάδα. Παρακολούθησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας ελληνική γλώσσα και πολιτισμό (1992-1996). Το 1998 έλαβε μέρος ως ειδικός συνεργάτης σε ερευνητικό πρόγραμμα, στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Το βιβλίο που ανέφερα πιο πάνω αφιερώνει εις μνήμην του αδελφού του Νικολάου. Ως μότο δημοσιεύει φράση του μεγάλου Ουκρανού ελληνιστή και φιλέλληνα Αντρέι Α. Μπελιέτσκι: «Στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων της Αζοφικής έχουν διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας υπολείμματα του αρχαίου πολιτισμού, που κάποτε άνθιζε στη μακρινή τους πατρίδα. Τα χορωδιακά τους τραγούδια θυμίζουν περιγραφές χορών της XVIII ραψωδίας της ομηρικής Ιλιάδας, χαρακτηριστικό των μύθων τους είναι η βυζαντινή χροιά…».
Ήδη η πρώτη παράγραφος του μικρού προλόγου αποκαλύπτει έναν εσώτερο καημό: «Πριν λίγο καιρό σχεδόν κανείς δεν ήξερε ότι εδώ και εκατοντάδες χρόνια ζουν Έλληνες στη νοτιοανατολική Ουκρανία. Ξεχασμένοι και εγκαταλελειμμένοι στο έλεος του Θεού, συνέχιζαν κάτω από σκληρές συνθήκες να πιστεύουν στον Θεό, να εορτάζουν τα πανηγύρια, να λέγουν τα παραμύθια στα εγγόνια τους». Στο τέλος του προλόγου ζητεί συγγνώμη από τους αναγνώστες για γλωσσικά λάθη και για τις ελλείψεις που τυχόν υπάρχουν. Δεν θέλησε, λέει, να κάνει γλωσσολογία ή φιλολογία «απλώς προσπαθήσαμε -με τα ελάχιστα μέσα που είχαμε στη διάθεσή μας- να διασώσουμε και να παρουσιάσουμε στον κόσμο τη ζωντανή ακόμη φωνή των Ελλήνων της Αζοφικής». Πειστήρια του πράγματος αποτελούν και τα τραγούδια και η μουσική των CD, τα παραμύθια του βιβλίου.
«Πλούσια και πρωτότυπη κατά το περιεχόμενο και τις ιδιαιτερότητες είναι η παράδοση των Ελλήνων της Αζοφικής, ενώ φέρει τη σφραγίδα της ασυνήθιστης και δύσκολης μοίρας τους: μετανάστευση από την αρχαία πατρίδα και πανάρχαιες σχέσεις με διάφορους λαούς, αρχίζοντας από τους Τούρκους και Τάταρους και φτάνοντας ως τους Ρώσους και τους Ουκρανούς», σημειώνει στις «Γενικές Παρατηρήσεις», ενώ η σύντομη «Ιστορική Διαδρομή» είναι κι ένα μαρτυρολόγιό τους ανά τους αιώνες.
Πρέπει οπωσδήποτε να μεταφέρω εδώ το κείμενο του οπισθόφυλλου στο οποίο αναφέρθηκα: «Είναι παράξενο πράγμα να είσαι Έλληνας και να μην ξέρεις την ελληνική γλώσσα. Είναι άσχημο να μην ξέρεις πώς βρέθηκες σ’ αυτόν τον τόπο. Όμως πόσο πικρό είναι ν’ ακούς να σου λένε: «εντάξει, ίσως και να είσαι Έλληνας … όχι όμως πραγματικός, οι γνήσιοι υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα». Τότε σε πιάνει απελπισία γιατί δεν βρίσκεις ούτε την παραμικρή δικαιολογία. Αφού ούτε την Ελλάδα ούτε τον γνήσιο Έλληνα είχες δει ποτέ στη ζωή σου.»
»Σε τέτοια περίπου κατάσταση είμουν κι εγώ το φθινόπωρο του 1981: έπρεπε κάπως ν’ αντιδράσω, μα δεν έβλεπα καμιά διέξοδο. Ώσπου μια μέρα έμαθα ότι στο ελληνικό μας συγκρότημα «Σαρτάνσκϊε σαμοτσφέτι» απονεμήθηκε δίπλωμα και ο τίτλος «λαϊκό» από το υπουργείο Πολιτισμού της Ουκρανίας. Και τότε, εκμεταλλευόμενος το γεγονός, σκέφτηκα να γράψω ένα άρθρο και να θέσω το ελληνικό ζήτημα πιο πλατιά: Από πού ήρθαμε ως Έλληνες; Τι είχαμε πριν και τι μας μένει τώρα;
»Για να πετύχει αυτός ο σκοπός, άρχισα να τρέχω ψάχνοντας για τις ρίζες μας από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αισθανόμουν σαν ασθενοφόρο έτσι όπως έτρεμα ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να πεθάνει εκείνος που ήξερε τα μυστικά του παρελθόντος μας. Έτσι έμαθα αρκετά από πρώτο χέρι. Κατόπιν, σκαλίζοντας αρχεία και βιβλιοθήκες, μάζεψα τόσες πληροφορίες κι έγγραφα, ώστε να επιχειρήσω μια ολόκληρη δημοσιογραφική εκστρατεία).
»Το ξεκίνημα έγινε στο …Ταλίν. Εκεί, στις 5 Φεβρουαρίου του 1982, στην εφημερίδα Σιρπ υια βάζαρ, τυπώθηκε το άρθρο μου με θέμα «Η ιστορία και ο πολιτισμός των Ελλήνων της Αζοφικής». Την επόμενη μέρα, στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εσθονίας, ο Ιωάννης Σαρβ κι εγώ κάναμε εκπομπή παρουσιάζοντας και τη μουσική. Ευτυχώς και τα δύο χωρίς λογοκρισία».
Ο φίλος μου Αλέξανδρος Ασλά άρχισε να σπουδάζει τα νέα Ελληνικά σε ηλικία 49 ετών. Στο κείμενό του αυτό, που το θεωρώ συναρπαστικό, δίνω εγώ κι έναν, αυθαίρετο έστω, ευρύτερο συμβολισμό. Συλλογίζομαι, θέλω να πω, τη γλώσσα μας, που ολοένα βουλιάζει σε μιαν επιβαρβάρωση και αφελληνισμό, χωρίς να υπάρχουν πολλοί Ασλά, που να τρέχουν σαν ασθενοφόρα να προλαβαίνουν επικείμενους θανάτους. Λέξεων, θα πουν, κουνώντας αδιάφορα τους ώμους – όμως και οι λέξεις έχουν ψυχή.