του Βλάση Αγτζίδη, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009
Ανεξάρτητα από την ένταση και τις διακυμάνσεις της ιδεολογικής σύγκρουσης και την επικράτηση των κραυγών και από τις δύο πλευρές, δόθηκε η ευκαιρία να καταγραφούν τα σύγχρονα ρεύματα σκέψης, οι ιδεολογικές μετατοπίσεις, και οι μεταλλάξεις των πολιτικών χώρων.
Κατά τη σύγκρουση αυτή προβλήθηκαν δημοσίως κυρίως ζητήματα όπως το «κρυφό σχολειό» και αναδείχθηκαν ζητήματα όπως ο εθνοκεντρισμός και η επιχειρούμενη αποδόμηση στην εκπαιδευτική λειτουργία. Όμως, παρεμπιπτόντως, έλαβε κεντρική θέση και το ζήτημα του «συνωστισμού» στην παραλία της Σμύρνης. Η ένταση της σύγκρουσης αυξήθηκε με την εμπλοκή των απογόνων των προσφύγων του ’22, που αμφισβήτησαν την ουδέτερη ιστοριογραφία της κ. Ρεπούση, την υποτίμηση της ελληνικής Ανατολής που επιχείρησαν οι λεγόμενοι «μεταμοντέρνοι» ιστορικοί και την ενσυνείδητη παρερμηνεία των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν εκεί.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της σύγκρουσης, επανεμφανίστηκαν όλες εκείνες οι τάσεις που από τις αρχές του 20ού αιώνα διαμόρφωσαν τον σύγχρονο ελληνισμό, τόσο γεωπολιτικά όσο και ιδεολογικά. Άλλες απ’ αυτές κινήθηκαν με συνέπεια στη γραμμή που χάραξαν οι πολιτικοί τους προπάτορες. Και άλλες, στο ακριβώς αντίθετο σημείο.
Το αντιπροσφυγικό συναίσθημα στην Ελλάδα ιστορικά είχε βρει τον εκφραστή του στην πολιτική του Ιωάννη Μεταξά, της Μοναρχίας και του Λαϊκού Κόμματος. Σήμερα όμως βρισκόμαστε σ’ ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό σημείο! Έχει διαμορφωθεί μια νέα αναθεωρητική σχολή, που έχει πάρει τη σκυτάλη από τους προηγούμενους, παρότι, επιφανειακά τουλάχιστον, φαίνεται ότι προέρχεται από διαφορετική πολιτική παράδοση. Βέβαια, σε σχέση με τα γεγονότα της Ανατολής, τις Γενοκτονίες που προκάλεσε ο τουρκικός εθνικισμός, την αντιμετώπιση των ελληνικών πληθυσμών την εποχή που ζούσαν ακόμα στις πατρίδες τους (Πόντο, Ιωνία, Αν. Θράκη κ.ά.) υπήρχε κοινή αντιμετώπιση από την τότε παλαιοελλαδική Δεξιά και την υπό συγκρότηση παλαιοελλαδική Αριστερά (όπως εκφράστηκε από το ΣΕΚΕ και το ΚΚΕ στη συνέχεια). Το προεκλογικό σύνθημα του βασιλο-κομμουνιστικού αντιπολεμικού μετώπου των εκλογών του ’20: «Σφυρί δρεπάνι / ελιά στεφάνι» φαίνεται να ερμηνεύει την περίεργη αυτή διαδοχή ρόλων και επιλογών.
Απ’ την άλλη, στον προσφυγικό χώρο εμφανίζεται για πρώτη φορά μια αξιοσημείωτη ιστοριογραφία. Αυτό που εμείς αποκαλούμε «προσφυγική ιστοριογραφική σχολή», είναι πολύ κοντά στους νέους αντικεμαλικούς Τούρκους ιστορικούς και συνδιαλέγεται μαζί τους, ενώ οι αναθεωρητές, είτε ιστορικοί τύπου Ρεπούση, Λιάκου, Αναγνωστοπούλου, Γιαννουλόπουλου κ.ά., είτε ιστοριοδίφες τύπου Κωστόπουλου, Νακρατζά, Ταχματζίδη, είναι κοντύτερα στην επίσημη καθεστωτική κεμαλική ιστοριογραφία.
Αυτά τα πολύπλοκα ζητήματα, που η απαρχή πολλών απ’ αυτά χάνεται στην αρχή του 20ού αιώνα, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε στο κείμενο αυτό. Η προσέγγιση αυτή όμως θα έχει τον χαρακτήρα της περιγραφής και της προσπάθειας κωδικοποίησης των βασικών στοιχείων. Το ζήτημα της αναλυτικής καταγραφής και συστηματικής τεκμηρίωσης του αντιπροσφυγικού αναθεωρητισμού είναι ένα από τα θέματα που πρέπει να αναπτύξουν οι νέοι προσφυγικής καταγωγής ιστορικοί.
Η σημασία του προσφυγικού κινήματος σήμερα
Το προσφυγικό κίνημα υπάρχει ως διακριτό κίνημα πολιτών από την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής του ’22. Πόντιοι, Ίωνες, Ανατολικοθρακιώτες θα ιδρύσουν τους συλλόγους τους και τα πνευματικά τους ιδρύματα, θα προσπαθήσουν να διασώσουν τον λαογραφικό πλούτο των περιοχών προέλευσής τους και θα αρθρώσουν έναν πολιτικό λόγο. Όμως, οι ευρύτερες συνθήκες δεν θα επιτρέψουν στις προσφυγικές οργανώσεις να εκφραστούν δημόσια κριτικά απέναντι στον τουρκικό εθνικισμό και στην πολιτική της Ελλάδας, που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι μηχανισμοί καταστολής του προσφυγικού λόγου θα είναι ισχυρότατοι και θα παραμένουν σε ισχύ σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του ’80.
Τότε, και με αφορμή την εμφάνιση ενός διεκδικητικού ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος, θα δημιουργηθεί η πρώτη ρωγμή στην ενιαία αντιπροσφυγική πολιτική συμπεριφορά της «μητέρας-πατρίδας». Το πρώτο απτό κέρδος θα είναι η αναγνώριση της Γενοκτονίας στον Πόντο το 1994 και η καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης. Στη συνέχεια, η ολοκλήρωση της απόπειρας καταξίωσης της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής θα συμβεί με την ομόφωνη απόφαση του ’98 για αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων στο σύνολο του μικρασιατικού εδάφους και τη θέσπιση της 14ης Σεπτεμβρίου –ημέρας που οι κεμαλικοί ολοκλήρωσαν τον θρίαμβό τους με την πυρπόληση και τη σφαγή της Σμύρνης– ως Ημέρας Μνήμης.
Όμως, στο σημείο αυτό, και από το ’96, τα παραδοσιακά αντιπροσφυγικά αντανακλαστικά του ελλαδικού πολιτικού συστήματος αρχίζουν να επανακάμπτουν με αποφασιστικότητα. Η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων του ’98 θα τεθεί μεν σε ισχύ, με αντικατάσταση όμως στο Προεδρικό Διάταγμα του όρου «Γενοκτονία» από τον όρο «Καταστροφή».
Το σημείο αυτό είναι το σημείο καμπής. Τότε θα κλείσει το περιστασιακό ιδεολογικό ρήγμα στην ελλαδική ιδεολογία που άνοιξε τη δεκαετία του ’80. Με μαθηματική ακρίβεια, η επόμενη αντίδραση του συστήματος θα ήταν η αφαίρεση των κατακτήσεων των προσφύγων. Είτε διοικητικά, είτε με άλλες τεχνικές. Όπως με τη δυσφήμηση, τη συκοφαντία και τη γελοιοποίηση του προσφυγικού κινήματος. Όλες αυτές τις μεθόδους και τις τεχνικές τις βλέπουμε να βρίσκονται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη. Από την αναπαραγωγή των εθνικιστικών τουρκικών θέσεων, που επιχειρεί ο Νακρατζάς, μέχρι την ουδέτερη προσέγγιση της Ρεπούση και τη συστηματοποίηση της αντιπροσφυγικής κριτικής του Κωστόπουλου του «Ιού».
Πώς ξεκίνησε η ρήξη με τον ελληνισμό της Ανατολής
Η ρήξη των βασικών πολιτικών τάσεων του ελλαδικού χώρου με τον ελληνισμό της Ανατολής εντοπίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι αιτίες όμως της εμφάνισής της μπορούν να ανιχνευτούν μόνο με την καλή αποτύπωση των ιστορικών αντινομιών που σχετίζονται με την ελληνική πολιτική αποκατάσταση του 19ου αιώνα.
Ο νοτιοελλαδικός χώρος, λόγω της απομάκρυνσής του από τα κέντρα, της κοινωνικής αποσάθρωσης και της συνεχούς σύγκρουσης των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής στα όριά του, προσφερόταν στους νεαρούς προοδευτικούς Έλληνες εθνικιστές για εκδήλωση αντι-ισλαμικής εξέγερσης. Έτσι, θα δημιουργηθεί το ελληνικό Βασίλειο στο πλέον καθυστερημένο, οικονομικά και πνευματικά, τμήμα του ελληνικού κόσμου. Οι ελλείψεις αυτές, καθώς και η απουσία προοδευτικών αστικών στρωμάτων, θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση των παλαιοελλαδικών ελίτ, εξαρτημένων από το κράτος, που πολιτικά θα εκφράζονται από τη Μοναρχία. Φυσικά, οι αιτίες της αντινομίας αυτής είναι πολλές, σχετίζονται και με τη φύση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επικάθησε στο μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο, με αποτέλεσμα τα κέντρα των Ελλήνων να ταυτίζονται με τα κέντρα των Οθωμανών. Η αδυναμία να συμπεριλάβει το νεαρό έθνος-κράτος τα κέντρα του έθνους, δημιούργησε δομικές αντινομίες με σοβαρές συνέπειες στη διαχείριση των ζητημάτων που σχετίζονταν με την εθνική ολοκλήρωση.
Αντίθετα, οι Έλληνες της Ανατολής, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Χάτι Χουμαγιούν, θα ακολουθήσουν μια εκπληκτική πορεία οικονομικής ανάπτυξης και σύντομα θα αποτελέσουν τον κύριο κορμό της οθωμανικής αστικής τάξης. Οι Έλληνες αστοί της Ανατολής ελάχιστη σχέση θα έχουν με το κράτος. Θα θυμίζουν περισσότερο τα σύγχρονα αντικρατικά φιλελεύθερα αστικά στρώματα, που εν πολλοίς είναι φορείς του εκσυγχρονισμού των κοινωνιών.
Αυτή ακριβώς η κοινωνική θέση των αστών ραγιάδων θα τροφοδοτήσει με ανασφάλεια και μίσος τα παραδοσιακά κυρίαρχα στρώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, θα εμφανιστεί ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός στο πρόσωπο των Νεοτούρκων, ο οποίος εξ αρχής θα συνδυαστεί με τον μιλιταρισμό και τη βία. Από το 1911 θα λάβει την ξεκάθαρη απόφαση της καταπίεσης και της εξόντωσης των χριστιανών της Αυτοκρατορίας.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι προήλθαν κυρίως από τη σκλήρυνση της πολιτικής των Νεοτούρκων. Η Ελλάδα έτυχε να έχει προετοιμαστεί καλά, λόγω της ανάληψης της εξουσίας από τον Βενιζέλο, που ερχόταν από τον επαναστατημένο εξωελλαδικό ελληνισμό.
Με τον τρόπο αυτό, διαμορφώθηκαν δύο ισχυρά –και ασύμβατα, τελικά– ηγετικά στρώματα των Ελλήνων: η γραφειοκρατία στην Παλαιά Ελλάδα από τη μία, και τα ελληνικά αστικά στρώματα της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άλλη.
Οι Έλληνες της Ανατολής θα επενδύσουν πολιτικά στον αλυτρωτικό βενιζελισμό, ενώ τα κρατικοδίαιτα στρώματα της Παλαιάς Ελλάδας στη Μοναρχία και το Λαϊκό Κόμμα. Το παράδοξο της ελληνικής περίπτωσης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι ότι τον ελληνικό αλυτρωτισμό και τον ελληνικό εθνικισμό στην εποχή που διαμορφώνονταν τα τελικά σύνορα στην περιοχή μας δεν τα εξέφρασε η Ακροδεξιά και το φασιστικό κίνημα, αλλά η φιλελεύθερη παράδοση.
Η ελληνική Δεξιά εκείνης της περιόδου ήταν η μοναδική στον ευρωπαϊκό χώρο που δεν ήταν επεκτατική και αλυτρωτική, αλλά αντιθέτως οικοδόμησε την πολιτική της στην άρνηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, στην παραγνώριση του Ζητήματος του Πόντου και στο σύνθημα «μικρά πλην έντιμος Ελλάς». Και επιπλέον, μετά το ’22, στο στόχαστρό της δεν έθεσε τους Εβραίους ή τις μειονότητες, αλλά τους πρόσφυγες από τον Πόντο, την Ιωνία, και την Ανατολική Θράκη. Αυτή ήταν η βάση της σφοδρής σύγκρουσης και του μεγάλου κοινωνικού Διχασμού.
Από τους «Επίστρατους» του Μεταξά στον «αντιμικρασιατισμό» του Ίωνα Δραγούμη και στα αντιπροσφυγικά εγκλήματα του Δημητρίου Γούναρη
Η πρώτη αντιπροσφυγική πράξη της ελληνικής Δεξιάς θα συμβεί το 1916 και θα έχει ως οργανωτή και εμπνευστή τον Ιωάννη Μεταξά.
Με την ίδρυση του φιλοσυμμαχικού κράτους της Θεσσαλονίκης –εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου–, που έγινε για να παρακαμφθούν οι φιλογερμανικές θέσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο ελληνισμός διέθετε δύο κράτη: ένα φιλικό προς τους συμμάχους της Αντάντ, που δημιουργήθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο ως αποτέλεσμα του μεγάλου ενωτικού επαναστατικού κινήματος της Κρήτης, που επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, και ένα φιλογερμανικό, που εξέφραζε τα παλαιοελλαδικά συντηρητικά στρώματα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος». Το φιλογερμανικό κράτος της Αθήνας είχε ήδη παραδώσει τον Σεπτέμβρη του ’16 στη Δράμα, με εντολή του Ιωάννη Μεταξά, την Ανατολική Μακεδονία στους Βούλγαρους, συμμάχους των Γερμανών, χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Ολόκληρο το ελληνικό 4ο Σώμα Στρατού θα αιχμαλωτιστεί και θα μεταφερθεί στη Γερμανία. 6.500 Έλληνες στρατιώτες θα παραμείνουν σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Goerlitz (Γκέρλιτς) μέχρι τον Φεβρουάριο του ’19.
Απ’ την άλλη, το φιλοσυμμαχικό κράτος της Θεσσαλονίκης εξέφραζε τους πόθους των αλύτρωτων Ελλήνων της Ανατολής, που ήδη είχαν αρχίσει να βιώνουν την προαποφασισμένη από το 1911 πολιτική των Νεοτούρκων για εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων. Οι διώξεις αυτές είχαν ξεκινήσει πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έλαβαν μεγάλη έκταση με την έναρξή του το 1914. Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει μια μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή στις ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας (συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου) και της Ανατολικής Θράκης. Χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες θα καταφύγουν στην Ελεύθερη Ελλάδα και πολλοί απ’ αυτούς στην πρωτεύουσα, την Αθήνα. Όμως, στο φιλογερμανικό κράτος του βασιλιά Κωνσταντίνου ο κύριος στόχος θα είναι οι πρόσφυγες μαζί με τους βενιζελικούς. Στις διαδηλώσεις των μοναρχικών παρακρατικών τα συνθήματα στρέφονται κατά των προσφύγων. Οι πρόσφυγες μετατρέπονται σε εύκολο στόχο τής τότε παλαιοελλαδικής Δεξιάς ως «συρφετός μίσθαρνων προσφύγων» ή «Ελληνόφωνοι ξενόδουλοι δούλοι».
Τον Νοέμβριο του ’16 στη φιλογερμανική Αθήνα θα γίνουν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των Γάλλων, που αποβιβάστηκαν με βάση συμφωνία που υπογράφηκε, και των παρακρατικών αντιβενιζελικών ομάδων των «Επίστρατων» εμπνευστής και οργανωτής των οποίων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Στο στόχαστρο των ένοπλων παρακρατικών θα βρεθούν οι Κρητικοί της Αθήνας και οι πρόσφυγες από την οθωμανική Ανατολή. Έγινε ένα αληθινό πογκρόμ, με προγραφή σπιτιών και καταστημάτων, με σημάδεμα με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να μολύνουν με το αίμα των «προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλου και βενιζελικούς μαζί». Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: «Από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιιατρείου Σωτηρία Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων». Ο Φοίβος Γρηγοριάδης υπολογίζει ότι ο αριθμός των δολοφονημένων ήταν περί τους 20. Γράφει: «Απλοί άνθρωποι του λαού θα δολοφονηθούν στους δρόμους και στα μικρά Φρουραρχεία (σ.σ.: συνοικιακά κέντρα των Επιστράτων)».
Ακριβώς αυτό το μίσος κατά των Ελλήνων της Ανατολής θα διατρέχει όλο το μηχανισμό του Λαϊκού Κόμματος και της φιλομοναρχικής παράταξης για δεκαετίες μετά τη μεγάλη Καταστροφή. Ακόμα και ο Ίωνας Δραγούμης, ο κορυφαίος διανοούμενος του ελλαδικού ελληνισμού, εν μέσω της Μικρασιατικής Εκστρατείας θα γράψει από το Παρίσι, όπου ήταν αυτοεξόριστος, ότι εκείνη τη στιγμή «ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας ήταν ο Βενιζέλος και οι συμπαραστάτες του, Κρητικοί και Μικρασιάτες».
Με τον παραπάνω τρόπο θα διαχειριστούν και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όταν θα καταλάβουν την εξουσία μετά τον Νοέμβριο του ’20. Δεν θα τους ενδιαφέρει ούτε το αξιόμαχο του στρατού, ούτε και η μοίρα των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θα περιφρονήσουν ολοκληρωτικά τους Ποντίους και δεν θα αποστείλουν ούτε μία σφαίρα στο ποντιακό αντάρτικο, ενώ θα απαγορεύσουν στις οργανώσεις των Ελλήνων της Ιωνίας να δημιουργήσουν τον δικό τους Μικρασιατικό Στρατό με στόχο την Αυτονόμηση της Ιωνίας.
Αντίθετα, θα διαχειριστούν τη μικρασιατική κρίση με έναν τελείως ανορθολογικό τρόπο. Ενώ είχαν αποφασίσει από νωρίς (χωρίς όμως να προλάβουν να υλοποιήσουν την απόφαση) την απαγκίστρωση από τη Μικρά Ασία και την παράδοσή της στους κεμαλικούς, απαγόρευσαν νομοθετικά (2670/1922) από την Άνοιξη του ’22 στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αναχωρήσει. Και μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του ’22, ο Δημήτριος Γούναρης τηλεγραφεί στον Έλληνα αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη και του ζητά να μην επιτρέψει στους Έλληνες της Ιωνίας να φύγουν για την Ελλάδα και να δημιουργηθεί έτσι «προσφυγικό πρόβλημα». Ουσιαστικά, ο Γούναρης και η κυβέρνησή του παρέδωσαν τον ελληνισμό της Ιωνίας στα τουρκικά εθνικιστικά στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ και με μια έννοια είναι συνυπεύθυνοι για τη σφαγή που επακολούθησε.
Στον ρόλο του Δημητρίου Γούναρη αναφέρεται ένα έγγραφο της Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων Νότιας Ελλάδας του 2003 που στάλθηκε στον πρόεδρο της Ν.Δ. Κωνσταντίνο Καραμανλή, ζητώντας του να παρέμβει ώστε να σταματήσουν ενέργειες του βουλευτή Πατρών Ν. Νικολόπουλου που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση του ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος: «Ο Δ. Γούναρης βαρύνεται με πλήθος εγκλημάτων εις βάρος του ελληνισμού, που μεγάλο μέρος απ’ αυτά κωδικοποιήθηκαν κατά την περίφημη Δίκη των Εξ. Μπορεί η συγκεκριμένη δίκη να ήταν μερική και να διέφυγαν της τιμωρίας και άλλοι πολλοί υπαίτιοι της Καταστροφής. Όμως, οι βασικοί διαχειριστές της κρίσης στην τελευταία της φάση –αυτοί που οδήγησαν την ελληνική πλευρά στην ήττα– δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν.
Εκτός όμως από τα συγκεκριμένα εγκλήματα που καταγράφηκαν στη Δίκη, υπάρχουν και άλλα που βαρύνουν τον Γούναρη και την ομάδα του. Μερικά απ’ αυτά είναι:
-Η υπονόμευση της δράσης της Μικρασιατικής Άμυνας και της δημιουργίας τοπικού μικρασιατικού στρατού, που θα μπορούσε να αντισταθεί στους κεμαλικούς.
-Η απόλυτη εγκατάλειψη των Ελλήνων του Πόντου, μέσω της παραγνώρισης των πολιτικών τους αιτημάτων και της μη αποστολής στρατιωτικής βοήθειας προς το δυναμικό ποντιακό αντάρτικο κίνημα που δρούσε στον βορρά της Μικράς Ασίας.
-Η ψήφιση του Νόμου 2670/1922, με τον οποίο η κυβέρνηση Γούναρη απαγόρευε στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αναχωρήσει, τη στιγμή που συζητούσε την απαγκίστρωση από τη Μικρά Ασία».
Σύγχρονη επιβίωση αυτής της γραμμής αποτελούν οι ακροδεξιές πολιτικές εκφράσεις (Λάος, Χρυσή Αυγή). Καθώς και πολλοί ακροδεξιοί που υποστηρίζουν και προβάλλουν τον πολιτικό ρόλο του Ιωάννη Μεταξά και επιδιώκουν την αναψηλάφηση της Δίκης των Εξ πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ο Κωνσταντίνος Πλεύρης, αποτελώντας την πιο εμβληματική φιγούρα του ακροδεξιού χώρου, στράφηκε ανοιχτά λίγα χρόνια πριν κατά του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατηγορώντας τον για την ήττα στη Μικρά Ασία και προσβάλλοντας τους χιλιάδες Μικρασιάτες (μεταξύ τους και πολλοί Πόντιοι) στρατιώτες του ελληνικού στρατού στο Μέτωπο που έχασαν τη ζωή τους και δολοφονήθηκαν μαζικά από τους κεμαλικούς μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου.
Η μεταχείριση των προσφύγων: Από τον Γεώργιο Βλάχο στον Ελευθέριο Βενιζέλο
Ο Γεώργιος Βλάχος, σημαίνον στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος και εκδότης της τότε Καθημερινής υπήρξε ένας από τους πλέον ένθερμους εχθρούς των προσφύγων. Ακόμα και το 1928, έξι χρόνια μετά την Καταστροφή, αποκαλούσε τους πρόσφυγες «προσφυγική αγέλη». Από την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας ο Γ. Βλάχος, με τα εμπρηστικά του δημοσιεύματα («Οίκαδε», «Πομερανοί»), καλούσε την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία. Την αντιμικρασιατική του αντίληψη τη μετέτρεψε αργότερα σε αντιπροσφυγική μανία. Η ένταση ήταν τέτοια μεταξύ των προσφύγων και του Λαϊκού Κόμματος, ώστε διατυπώθηκαν από κάποιους βουλευτές του ιδέες περίεργες και ρατσιστικές, όπως να φορούν οι πρόσφυγες ειδικό περιβραχιόνιο για να ξεχωρίζουν από τους γηγενείς, ενώ ένας βουλευτής Αργοσαρωνικού, μιλώντας στη Βουλή και απευθυνόμενος προς τους πρόσφυγες βουλευτές, είπε, αμφισβητώντας την ελληνικότητά τους: «Οι Εβραίοι είναι πιο Ρωμιοί από σας».
Ο Παν. Κανελλόπουλος ομολογεί ότι για τους πρόσφυγες «δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια. Το θυμούμαι και ανατριχιάζω». Και συνεχίζει ο ίδιος: «Οι άνθρωποι που μόλις είχαν διασωθεί από την τουρκική σφαγή αποκαλούνταν «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι»…».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα ξαναανέλθει στην εξουσία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το κίνημα του Πλαστήρα. Ήδη είχε συμβάλει στις εξελίξεις με την ακατανόητη απόφασή του να προκηρύξει εκλογές εν μέσω Μικρασιατικού Πολέμου, ενώ οι αντίπαλοί του (Δεξιά και κομμουνιστές) ήσαν σφόδρα αντίθετοι με τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Έτσι, την πλέον κρίσιμη στιγμή και ενώ είχε αποφασίσει και αποστολή στρατού στον Πόντο, παραχώρησε την εξουσία στην αντιπολεμική Δεξιά, με τα γνωστά αποτελέσματα. Όμως, και ο ίδιος βαθμιαία θα απομακρύνεται από τις θέσεις του και θα μετατρέπεται σ’ έναν κυνικό παλαιοελλαδίτη πολιτικό. Μία από τις πρώτες οδυνηρές αποφάσεις του ήταν η παύση για λίγο χρόνο της Ανταλλαγής των Πληθυσμών, που είχε αποφασιστεί, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν πολλοί Πόντιοι πρόσφυγες στο Στρατόπεδο Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης, με τραγικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, θα λάβει κάποιες αποφάσεις που θα έχουν επιπτώσεις στην προσφυγική αποκατάσταση. Μία απ’ αυτές θα είναι η εξωσυμβατική εξαίρεση, κατά παράβαση των προνοιών της συνθήκης της Λωζάννης, των 20.000 Τσάμηδων, δηλαδή των αλβανόφωνων μουσουλμάνων της Ηπείρου. Αυτό συνέβη επειδή οι Ιταλοί υπό τον Μουσολίνι ζήτησαν τη «χάρη» αυτή, με προφανή στόχο να διατηρήσουν κάποια ερείσματα που θα διευκόλυναν τα μελλοντικά επεκτατικά τους σχέδια. Έτσι, στέρησε από τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες πολύτιμα εδάφη. Κάτι παρόμοιο έκανε και στην περιοχή των Χανίων, απ’ όπου απελάθηκαν οι Τουρκοκρητικοί. Ο Βενιζέλος απέτρεψε την αναλογική εγκατάσταση προσφύγων, με στόχο οι εγκαταλειμμένες τουρκοκρητικές περιουσίες να καταπατηθούν από τους ψηφοφόρους του.
Επίσης, το 1928 παρατηρείται μια ρήξη των προσφύγων με τον βενιζελισμό. Οι Βενιζέλος, στο πλαίσιο της προσέγγισης με την Ιταλία, προκρίνει ως προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής του τη δημιουργία ενός Άξονα Ιταλίας-Ελλάδας-Τουρκίας. Προσπαθεί να επιλύσει τις ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες, που σχετίζονταν με τις εγκαταλειμμένες περιουσίες των προσφύγων, προς όφελος του τουρκικού κράτους, ακριβώς για να εξυπηρετηθεί η νέα περί συμμαχιών αντίληψη. Η πολιτική αυτή θα εκφραστεί με τη σύναψη του Συμφώνου της Άγκυρας το 1930, με το οποίο παραχωρήθηκαν οι προσφυγικές περιουσίες στο τουρκικό κράτος. Ως συμβολικό επιστέγασμα αυτής της πολιτικής θα προταθεί ο Μουσταφά Κεμάλ για Νόμπελ Ειρήνης.
Η βενιζελική στροφή προκάλεσε τις αντιδράσεις των προσφύγων. Το 1928 ο Βενιζέλος θεσπίζει το νόμο εσωτερικής καταστολής, που θα μείνει γνωστός ως «Ιδιώνυμο». Με τον νόμο αυτό, για πρώτη φορά στην Ελλάδα ποινικοποιείται η πολιτική δράση. Ο νόμος αυτός είχε δύο στόχους: τους κομμουνιστές και τους πρόσφυγες. Παράλληλα, την ίδια χρονιά ο Βενιζέλος απαγορεύει την κάθοδο των Ποντίων προσφύγων που είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση. Με το επιχείρημα ότι «είναι ύποπτοι κομμουνιστικών ιδεών» και την επίκληση της αδυναμίας αποκατάστασης, παραβιάζει τη Συνθήκη της Λωζάννης, με βάση την οποία η Ελλάδα ήταν η χώρα υποδοχής των προσφύγων μετά από την υποχρεωτική Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Με τον τρόπο αυτό εγκλωβίζεται στην ΕΣΣΔ το μεγαλύτερο μέρος των Ποντίων προσφύγων που είχαν καταφύγει εκεί, με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλος αριθμός θυμάτων κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων 1937-1938.
Παρόλα αυτά, και ενώ έχει αρχίσει η στροφή των προσφύγων των αστικών κυρίως κέντρων προς την Αριστερά, ο κύριος όγκος τους θα παραμείνει πιστός στον φιλοβενιζελισμό του –πιθανόν γιατί το αντίπαλον δέος της αντιπροσφυγικής ρατσιστικής Μοναρχίας συνέχιζε να φοβίζει τους πρόσφυγες.
Έτσι, στο αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του ’35, οι πρόσφυγες θα πάρουν μαζικά μέρος, προσδοκώντας σε ανατροπή της Μοναρχίας και του Λαϊκού Κόμματος. Οι αντάρτικες ποντιακές ομάδες που είχαν εγκατασταθεί στην Ανατολική Μακεδονία θα πλαισιώσουν τα αντιμοναρχικά στρατεύματα των στασιαστών. Η κατάπνιξη του κινήματος θα οδηγήσει σε ισχυροποίηση της παλαιοελλαδικής Δεξιάς και του Ιωάννη Μεταξά.
(*) Βλάσης Αγτζίδης: διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, συγγραφέας. Βραβεύτηκε το 1995 από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της Ιστορίας της παρευξεινίου ελληνικής διασποράς.