Αρχική » Να διακοπούν οι συνομιλίες για το Κυπριακό

Να διακοπούν οι συνομιλίες για το Κυπριακό

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Αρσένη, από το Άρδην τ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008

Τ α Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που έχουν πάψει, από πολύ καιρό, να ενημερώνουν ολόπλευρα τον λαό μας, ασκούν επιλεκτική πολιτική, και στην επιλεκτική πολιτική πληροφόρησης έχουν αποφασίσει ότι τα διεθνή θέματα, τα εξωτερικά, τα εθνικά θέματα της πατρίδας μας, δεν αξίζουν και πολλή συζήτηση.
Το δημοκρατικό αυτό έλλειμμα πρέπει να το καλύψουμε με αυτού του τύπου εκδηλώσεις, συζητήσεις και ενημέρωση του κόσμου. Συγχαρητήρια στους διοργανωτές της εκδήλωσης.
Μιλώντας μετά από τις εισηγήσεις δύο εκλεκτών φίλων από την Κύπρο, πρέπει να σας πω ότι ως Έλληνας πολίτης δεν αισθάνομαι άνετα. Αισθάνομαι βαριά την ευθύνη του Έλληνα για την τραγωδία στην Κύπρο. Είναι μεγάλη η ευθύνη μας αυτή. Αλλά δεν πρέπει να απογοητεύονται τα αδέρφια μας στην Κύπρο. Πέρα από τα λάθη που έγιναν, πέρα από τα λάθη πολιτικών και κυβερνήσεων, ο ελληνικός λαός είναι μαζί με τον κυπριακό λαό και στις δύσκολες στιγμές, στην κρίση, θα είμαστε όλοι μαζί, μην το ξεχάσετε αυτό.
Το θέμα της συζήτησης είναι «Κύπρος ώρα μηδέν» Φοβάμαι ότι είναι ένας αισιόδοξος τίτλος. Έχουμε περάσει το μηδέν, έχουμε κατρακυλήσει μια ολισθηρή κατηφόρα και χρειάζεται μεγάλη, πολύ μεγάλη προσπάθεια, για να ανέβουμε την ανηφόρα και να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα μπορούμε πάλι επί μηδενικής βάσης να δούμε τα πράγματα και να αποκαταστήσουμε τις αδικίες που έχουν ήδη γίνει.
Δεν θέλω να μπω στην ουσία του θέματος, επειδή ήδη έχει αναλυθεί, αλλά θέλω να πω τούτο εδώ: Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν οι επιλογές για τις πολιτικές μας ηγεσίες ήταν διαφορετικές. Σήμερα, έτσι που κάθομαι δίπλα στον αγαπητό μου Βάσο Λυσσαρίδη, σκέφτομαι πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα για τον ελληνισμό και την Κύπρο εάν στο παρελθόν στο τιμόνι βρισκόταν ο Βάσος Λυσσαρίδης.
Το λέω αυτό γιατί θέλω να υπαινιχθώ ότι οι επιλογές των πολιτικών ηγεσιών δεν είναι μια ουδέτερη, μηχανιστική κίνηση. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα πράγματα πήγαν προς την κατεύθυνση που έχουν πάει, μέχρι στιγμής. Και θέλω να θέσω το εξής δύσκολο ερώτημα σε εσάς: Εμείς που αντιστεκόμαστε, εμείς που είμαστε αντίθετοι στο Σχέδιο Ανάν, εμείς που επιμένουμε σήμερα ότι σωστά είπε ο κυπριακός λαός «όχι», εμείς που επιμένουμε για μια άλλη πορεία, ποιοι είμαστε; Είμαστε, όπως ένας γνωστός δημοσιογράφος, γνωστού δημοσιογραφικού συγκροτήματος, μας λέει, «οι κουρασμένοι πατριώτες μιας παρωχημένης εποχής», είμαστε οι Δον Κιχώτες που πολεμάμε ανεμόμυλους ή είμαστε, έστω, καλοπροαίρετοι, αλλά αφελείς ουτοπιστές, έξω από τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Φίλοι και φίλες, δεν είμαστε τίποτα από αυτά. Είμαστε πολίτες που πιστεύαμε και πιστεύουμε σε ορισμένες βασικές αρχές και έχουμε μια άλλη αντίληψη για την εθνική στρατηγική, για τον ρόλο και τον προορισμό του ελληνισμού στη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, στην Ανατολική Μεσόγειο, για την ειρήνη, για την ανάπτυξη, για τη συνεργασία των λαών. Έχουμε μια διαφορετική στρατηγική και αντίληψη. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε, ότι μέχρι στιγμής δεν έχουμε καταφέρει να συγκροτήσουμε μια ενιαία εθνική στρατηγική του ελληνισμού, που θα αντιμετωπίσει επιτέλους αυτές τις προκλήσεις και θα δώσει έναν άλλο ρόλο στον ελληνισμό σήμερα.
Γι’ αυτό και το κυπριακό πρόβλημα και οι διαφορέςσχετικά μ’ αυτό δεν είναι διαφορές τακτικής, δεν είναι αν θα ακολουθήσουμε την α΄ ή β΄ πορεία στις διαπραγματεύσεις. Είναι βαθύτατα πρόβλημα διαφορετικής προσέγγισης στην έννοια στρατηγικής.
Και πού μας πήγε η πολιτική που έχουμε ακολουθήσει μέχρι σήμερα; Αρχίσαμε συζητήσεις από το 1974 και, λίγα χρόνια αργότερα, κάναμε τη μεγάλη οδυνηρή παραχώρηση για τη δικοινοτική ομοσπονδία. Και η δικοινοτική έγινε διζωνική και σήμερα έχουμε ολισθήσει σε μια θέση που συζητάμε, σχεδόν ανοικτά, για τη δημιουργία δύο κρατών στην Κύπρο, σε μια χαλαρή συνομοσπονδία με πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, που λένε ότι είναι οι κοινότητες δύο διαφορετικών λαών. Αυτό το καταφέραμε με την πολιτική της διολίσθησης, με ένα φοβικό σύνδρομο απέναντι στις διαπραγματεύσεις και με συνεχείς υποχωρήσεις.
Υπάρχει εναλλακτική πρόταση. Υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Σε όλη αυτή την πορεία, από το 1974 μέχρι σήμερα, είχαμε συνεχώς υποχωρήσεις, τη μια μετά την άλλη, και είχαμε σημειώσει μόνο δύο πρόσκαιρες επιτυχίες: η μία ήταν η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. χωρίς τη λύση του Κυπριακού και η άλλη ήταν η καθιέρωση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας–Κύπρου. Ήταν πρόσκαιρες επιτυχίες, γιατί το φοβικό σύνδρομο, η έννοια της στρατηγικής που ακολουθούμε τώρα ως ελληνισμός, έκανε αυτά τα πλεονεκτήματα ουσιαστικά βαρίδια σ’ εμάς.
Είχαμε πει ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. θα βοηθούσε τη λύση του Κυπριακού και θα πιέζαμε εμείς την Τουρκία, στην πορεία της προς την Ε.Ε., να κάνει τις αναγκαίες υποχωρήσεις που πρέπει να κάνει ένα κράτος–μέλος της Ε.Ε. Και τι έγινε; Οι συζητήσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. συνεχίζονται, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει μέλος-κράτος της Ε.Ε. και εμείς δεν είχαμε το θάρρος, δεν είχαμε το σθένος, δεν είχαμε τη στρατηγική να προβάλουμε αρνησικυρία στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Κι έτσι, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. έχει γίνει βαρίδι, μια σειρά πιέσεων από την Ε.Ε. για περαιτέρω παραχωρήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας στις αξιώσεις της Τουρκίας.
Το δεύτερο, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Το Δόγμα του ΕΑΧ δεν είναι μόνο αμυντική έννοια, αλλά στοιχείο μιας άλλης εθνικής στρατηγικής, ότι μία είναι η καρδιά του ελληνισμού: Ελλάδα–Κύπρος–Ομογένεια στο εξωτερικό χτυπούν με μια καρδιά. Και ακόμα και στην υπαρκτή απειλή, η άμυνα είναι ενιαία: Θράκη–Αιγαίο–Κύπρος. Και η άμυνα δεν είναι μόνο στρατιωτική. Έχει σημασία για την εθνική στρατηγική του ελληνισμού η αμυντική, η πολιτική, η πολιτιστική και οικονομική παρουσία του ελληνισμού στα Βαλκάνια, στη Μαύρη Θάλασσα, στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Δεν αποκτά μόνο η άμυνά μας βάθος, αλλά και η οικονομική μας διάσταση μάς δίνει τη διαπραγματευτική δύναμη για να παίξει ο ελληνισμός τον στρατηγικό του ρόλο στην περιοχή.
Το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα δεν ήταν πυροτέχνημα, όπως ισχυρίζεται σήμερα ο νυν υπουργός Άμυνας της Κύπρου. Το θεωρώ προσβολή για τους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες, που πέταξαν τα αεροπλάνα πάνω από την Κύπρο και με κίνδυνο της ζωής τους συμμετείχαν σε αεροναυτικές ασκήσεις στο νησί, για τους αλεξιπτωτιστές που έπεσαν στην Κύπρο για να δώσουν σάρκα και οστά στο Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Και ήταν εκδήλωση της ισχυρής παρουσίας του ελληνισμού όταν, εκ μέρους του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, διαπραγματεύθηκα και στη Συρία και στο Ισραήλ διπλωματικές και αμυντικές συνεργασίες για να παίξει η Ελλάδα διαπραγματευτικό ρόλο στη Μέση Ανατολή, έναν ρόλο που τον εγκαταλείψαμε και τον παίζει σήμερα η Τουρκία.
Αλλά, από το 2000 και μετά, οι ασκήσεις τερματίστηκαν. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου μένει μόνο στα χαρτιά. Και αυτό το πλεονέκτημα το εγκαταλείψαμε.
Τι γίνεται λοιπόν τώρα; Εγώ πρέπει να σας το πω ξεκάθαρα ότι φοβάμαι, έτσι που πάνε οι διαπραγματεύσεις, ότι θα οδηγήσουμε τον κυπριακό λαό σε ένα απαράδεκτο δίλημμα: ή θα δεχθεί μια λύση τύπου Ανάν –συν πλην με κάποια κερασάκια– ή θα δεχθεί την απειλή της ουσιαστικής διχοτόμησης και της αναγνώρισης των κατεχομένων ως ανεξάρτητου κράτους. Δηλαδή, θα βάλουμε στον Κύπριο το δίλημμα ή να αυτοκτονήσει ή να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν είναι αυτός ο ρόλος των πολιτικών ηγεσιών. Ο ρόλος των πολιτικών ηγεσιών είναι να δείξουν τον δρόμο για μια άλλη στρατηγική, που δεν θα φέρει τον Κύπριο μπροστά σε αυτό το δίλημμα. Και υπάρχει αυτή η στρατηγική.
Τι μπορεί να γίνει; Πέντε απλά βήματα, επειδή δεν θέλω να σας πάρω περισσότερο χρόνο:

  1. Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κεφαλαίου των συνομιλιών –που κακώς άρχισαν, αλλά εν πάση περιπτώσει άρχισαν– να διακοπούν. Εφόσον βασικές αρχές δεν γίνονται δεκτές, οι συνομιλίες δεν πρέπει να συνεχιστούν.
  2. Συντονισμένη εκστρατεία ενημέρωσης της διεθνούς κοινότητας για το πώς ακριβώς έχει η κατάσταση. Να ξαναθυμίσουμε στη διεθνή κοινότητα ότι το πρόβλημα προκύπτει από την εισβολή και κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός κράτους–μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε. Μια λύση πρέπει να στηρίζεται στην αρχή ότι η κυριαρχία είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη, και ότι η λειτουργία της Δημοκρατίας στηρίζεται σε δημοκρατικές αρχές και βάσεις που αναγνωρίζουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο, το δικαίωμα των πολιτών να κινούνται ελεύθερα μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία, να έχουν πρόσβαση στην απόλαυση της περιουσίας τους. Η λύση πρέπει να προβλέπει την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, τον οριστικό τερματισμό του προβλήματος των εποίκων και την κατάργηση των –αποικιακού περιεχομένου– εγγυητικών παρεμβατικών δικαιωμάτων τρίτων χωρών. Αυτή την ενημέρωση πρέπει να κάνουμε. Αλλά για να γίνουν αυτά, πρέπει να προχωρήσουμε και στο τρίτο βήμα.
  3. Πρέπει να σχηματίσουμε ένα αρραγές πατριωτικό μέτωπο, Ελλάδα–Κύπρος και Ομογένεια, για να αποκτήσουμε αξιοπιστία και να προχωρήσουμε. Τον τελευταίο καιρό έχει επέλθει μια ψυχική απόσταση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Κάποτε λέγαμε πως συναποφασίζουμε για το μέλλον του ελληνισμού, αυτό είχε πει ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1993, σήμερα λέμε πως η Κύπρος αποφασίζει και εμείς στην Ελλάδα στηρίζουμε αυτό που αποφασίζουν στην Κύπρο. Όχι. Θα συναποφασίσουμε και θα είμαστε και πάλι δυναμικά, ψυχικά και πολιτικά μαζί.
  4. Χρειαζόμαστε διαπραγματευτική δύναμη. Διαπραγματευτική δύναμη έχουμε και χαρτιά έχουμε να παίξουμε σήμερα. Το 2009 υπάρχουν πολλά θέματα στην Ε.Ε. που, αν δράσουμε συντονισμένα –και δεν μιλάω μόνο για την αξιολόγηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, αλλά για μια σειρά από άλλα θέματα–, νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας και με δυνατή διπλωματική παρουσία να πατήσουμε πόδι στην Ε.Ε. για να αναβαθμίσουμε το Κυπριακό, από αυτές τις δικοινοτικές συζητήσεις, σε ένα θέμα που είναι διεθνές και αφορά παράνομη εισβολή και κατοχή. Και το τελευταίο:
  5. Χρειαζόμαστε συμμαχίες. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μόνοι, Ελλάδα και Κύπρος. Και εδώ έχουμε ευρύτατο πεδίο δράσης. Σήμερα που υπάρχουν ρήγματα μέσα στην Ε.Ε., που αναπτύσσονται ρήγματα ανάμεσα στην Ευρώπη, την Αμερική και τη Ρωσία, μπορούμε να βρούμε τακτικούς συμμάχους για να προωθήσουμε τις εθνικές μας θέσεις. Χρειάζεται όμως ένα άλλο όραμα, μια άλλη στρατηγική, που εάν τα κόμματά μας διστάσουν να ακολουθήσουν, ας δημιουργηθεί το κλίμα από τα κάτω, από τον λαό που, επιτέλους, πρέπει να μιλήσει.
    Είναι αυτό ανεδαφικό; Δεν νομίζω. Όταν αρχίσαμε την εκστρατεία εναντίον του Σχεδίου Ανάν, σχεδόν όλα τα κόμματα στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν υπέρ του Σχεδίου Ανάν, και την πρώτη φορά που κατεβήκαμε στην Κύπρο και μιλήσαμε ήμασταν λίγοι. Και εκτός από ένα μικρό κόμμα και τον Βάσο Λυσσαρίδη, στην πρώτη εκδήλωση κατά του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο οι πολιτικές ηγεσίες δεν ήταν εκεί. Ο λαός τους μετακίνησε. Έτσι και τώρα και για μια ακόμη φορά, εάν ενημερώσουμε τον ελληνικό λαό και κάνουμε συγκεντρώσεις αυτού του τύπου, νομίζω ότι ο λαός θα απαιτήσει μια άλλη εθνική στρατηγική για τον ελληνισμό, περήφανη, με διέξοδο και με προοπτική. Γιατί δεν θέλουμε να ζήσουμε τον εφιάλτη, μετά από χρόνια, στο λιμάνι της Λεμεσού να «συνωστισθούν» οι Κύπριοι για να έρθουν στην Αθήνα να ιδρύσουν τη Νέα Κύπρο. Δεν το θέλουμε αυτό. Θέλουμε μια ανεξάρτητη, περήφανη Κύπρο που, μαζί με την Ελλάδα, θα παίξει τον ιστορικό της ρόλο, τον ρόλο του ελληνισμού στην περιοχή μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ