του Γ. Μαύρου, από το Άρδην τ. 70, Ιούνιος-Ιούλιος 2008
Η συζήτηση στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής αναφορικά με τη συμφωνία μεταβίβασης μετοχών του Ελληνικού Δημοσίου και την εκχώρηση της διοίκησης του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom (DT) ανέδειξε ξεκάθαρα την πλήρη διάσταση απόψεων Κυβέρνησης και Αντιπολίτευσης ως προς τον χαρακτήρα των παραπάνω: Eνώ, η Κυβέρνηση επιμένει ότι πρόκειται περί «στρατηγικής συμμαχίας» σύμφωνης με το Κυβερνητικό Πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, που ενέκρινε η σχετική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τα κόμματα της αντιπολίτευσης συμφωνούν ότι στην πράξη έχουμε να κάνουμε με σκανδαλώδη παράδοση κερδοφόρας εθνικής επιχείρησης στρατηγικής σημασίας στο ξένο κεφάλαιο έναντι πινακίου φακής.
Ο ΟΤΕ δεν είναι μια οποιαδήποτε ΔΕΚΟ, αλλά βασικό εργαλείο άσκησης εθνικής πολιτικής στην οικονομία, την ασφάλεια, την άμυνα και τη διπλωματία. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι, τόσο η Κυβέρνηση όσο και η διοίκηση του Οργανισμού, θα επεδείκνυαν μεγάλη ευαισθησία και υπευθυνότητα στους χειρισμούς τους, θα επεδίωκαν τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια και τη συναίνεση, τόσο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης όσο και από τους κοινωνικούς φορείς, και πρώτα απ’ όλα από τους ίδιους τους εργαζόμενους του Οργανισμού. Aντ’ αυτού, διαπιστώνουμε συστηματική αδιαφάνεια και προκλητική ελαφρότητα και αδιαφορία, που φθάνει στα όρια της απιστίας και του απροκάλυπτου εμπαιγμού ακόμη και της Βουλής των Ελλήνων.
Τα γεγονότα, δεν επιδέχονται αμφισβήτησης:
• Η κυβερνητική πλειοψηφία κατήργησε το 2006 τους δύο νόμους που έθεταν κατώτατο όριο 33,3% στη συμμετοχή του Δημοσίου και ανώτατο όριο 5% στη συμμετοχή ιδιωτών στις ΔΕΚΟ, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για κινήσεις επιθετικής εξαγοράς, όπως αυτή της MARFIN.
• Διαθέτοντας στην αγορά δύο πακέτα μετοχών ύψους 10% και 10,7% του συνόλου, η κυβέρνηση έφθασε το καλοκαίρι του 2007 τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο κεφάλαιο του ΟΤΕ στο 28%, καθιστώντας τον έτσι ευάλωτο. Το καταπληκτικό είναι ότι, ενώ φέρει ακέραια την ευθύνη για το γεγονός αυτό, το επικαλείται ταυτόχρονα ως δικαιολογία που επιτάσσει την προσφυγή στην επίμαχη συμφωνία, ακριβώς για να εξασφαλιστεί τάχα μου ο ΟΤΕ από πιθανές μελλοντικές απειλές επιθετικής εξαγοράς!
• Την ίδια στιγμή η MARFIN αυξάνει συνεχώς τη συμμετοχή της, για να φθάσει τον Δεκέμβριο στα ποσοστό του 20%. Παράλληλα, διεκδικεί εκπροσώπηση στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και αμφισβητεί τη σκοπιμότητα επιχειρηματικών αποφάσεων της διοίκησης, όπως την πώληση της κερδοφόρας INFOTE με συνοπτικές διαδικασίες και τη σύναψη βραχυπρόθεσμου δανείου ύψους 2,7 δισ. € (70% των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας) για την αγορά μειοψηφικών πακέτων ύψους 30% της θυγατρικής COSMOTE
• Ενώ, ο Πρόεδρος της MARFIN διαπραγματευόταν με τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, συμφωνία μετόχων, εμφανιζόμενος πρόθυμος όχι μόνο να αποδεχθεί απολύτως τα κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και να συναινέσει, πωλώντας ακόμη και μέρος του ποσοστού της, στην περαιτέρω αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ μέσω Ευρωπαίου στρατηγικού εταίρου, η κυβέρνηση προχώρησε αιφνιδιαστικά στην ψήφιση της γνωστής τροπολογίας για το πλαφόν του 20%.
• Οι διαδικασίες που οδήγησαν στην επιλογή της DT παραμένουν σκοτεινές παρά το γεγονός ότι συγκεκριμένα στοιχεία έχουν ζητηθεί από μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Ενδεικτικό της αδιαφάνειας που επικρατεί είναι το γεγονός ότι δεν επετράπη συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις του εκπροσώπου της ΟΜΕ-ΟΤΕ, και ακόμη και ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Οργανισμού (ο οποίος βάσει της συμφωνίας απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των δύο μερών) δηλώνει πλήρη άγνοια!
• Βάσει της συμφωνίας αυτής, η DT αγοράζει από το Ελληνικό Δημόσιο το 3% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΤΕ υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, ότι θα έχει αγοράσει ήδη το πακέτο μετοχών της MARFIN. Έτσι, η τελευταία θα καρπωθεί τη μερίδα του λέοντος της υπεραξίας που θα καταβάλει η DT για την απόκτηση της διοίκησης, υπεραξία που θα είχε καρπωθεί το ελληνικό δημόσιο αν εξαρχής είχε διαπραγματευθεί τη διοίκηση μαζί με το 20,7% αντί να εκποιήσει απλώς τις μετοχές σε δύο δόσεις. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε τότε να διαπραγματευθεί τη διοίκηση από θέσεως ισχύος ενώ τώρα αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί το 3% υπό την πίεση της απειλής της επιθετικής εξαγοράς και την αμφίβολη νομιμότητα της τροπολογίας για το πλαφόν του 20%. Η MARFIN, δεχόμενη να παραιτηθεί από τον δικαστικό αγώνα για την ανατροπή της τροπολογίας και να πωλήσει τις μετοχές της (και τη διεκδίκηση της διοίκησης) στη DT, εξασφάλισε υψηλά κέρδη, την ίδια ώρα που συνέτεινε στην άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση, που αναγκάστηκε να δεχθεί τους επαχθείς όρους της συμφωνίας βάσει της οποίας η DT αποκτούσε τη διοίκηση, και το Ελληνικό Δημόσιο ποσό που αντιστοιχεί στα κέρδη τετραμήνου του ΟΤΕ!
• Η νομιμότητα της συμφωνίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και DT ελέγχεται τόσο ως προς τη διαδικασία παράκαμψης του Χρηματιστηρίου και ζημίωσης των μικρομετόχων όσο και ως προς την εφαρμογή του Ν.3631/2008, που προνοεί αυστηρά κριτήρια για την έγκριση απόκτησης ποσοστού άνω του 20% εταιρίας εθνικής στρατηγικής σημασίας από άλλο μέτοχο εκτός του ελληνικού δημοσίου. Μεταξύ των κριτηρίων αυτών συμπεριλαμβάνεται η διασφάλιση των θέσεων εργασίας και η διαφάνεια αναφορικά με τις επενδυτικές στρατηγικές, τα επιχειρηματικά σχέδια κ.λπ. τα οποία υπό τις παρούσες συνθήκες παραμένουν γράμμα κενό και καλύπτονται από απόλυτο σκοτάδι.
• Η πρόνοια κύρωσης της συμφωνίας από τη Βουλή των Ελλήνων είναι παράδοξη και απατηλή, από τη στιγμή που οποιαδήποτε τροποποίησή της επαφίεται ρητά στη συμφωνία των δύο μερών χωρίς να προϋποθέτει και αυτή την κύρωσή της από τη Βουλή! Είναι πρόδηλο ότι η πρόνοια αυτή είναι προσχηματική έχουσα αποκλειστικό σκοπό να καταστήσει τη Βουλή συνένοχη και όχι να προστατέψει ουσιωδώς το δημόσιο συμφέρον. Ο εμπαιγμός της Βουλής διαφαίνεται επίσης και από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων εμφανίστηκε ενώπιον της διαρκούς επιτροπής της Βουλής επικαλούμενος άγνοια περί την υπό εξέταση συμφωνία, τη στιγμή που η ισχύς της συμφωνίας εξαρτάται από την έγκριση της ΕΕΤΤ! Μόνο και μόνο για τους παραπάνω λόγους μια Βουλή που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να αρνηθεί να συζητηθεί στην ολομέλεια η εν λόγω συμφωνία.
• Η υποβάθμιση του κύρους της Βουλής μέσω αυτής της διαδικασίας προκύπτει και από τα ακόλουθα: Πρώτον, από την άρνηση της κυβέρνησης να προσκομίσει τα στοιχεία που της ζητήθηκαν και από την άρνηση της πλειοψηφίας να κληθούν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ο αρχηγός της ΕΥΠ και ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ενόπλων Δυνάμεων του ΟΤΕ. Δεύτερον, από το γεγονός ότι επίσημη γλώσσα της συμφωνίας που καλείται να κυρώσει η Βουλή των Ελλήνων είναι η αγγλική! Τρίτον, από τη σπουδή της κυβέρνησης να καταθέσει το σχέδιο νόμου με παραπάνω από πενήντα (!) λάθη και, κυρίως, μια περίεργη «παράλειψη του μεταφραστού» κρισιμότατης διάταξης βάσει της οποίας, σε περίπτωση ισοψηφίας στην πανίσχυρη Εκτελεστική Επιτροπή που δημιουργείται, η ψήφος του διορισμένου από την Deutsche Telekom προέδρου της είναι βαρύνουσα! Τέταρτον, από ανακρίβειες ή ευσεβείς πόθους ενδεδυμένους με το κύρος υπουργικής αυθεντίας, όπως ότι η οποιαδήποτε τροποποίηση των όρων της συμφωνίας θα γίνεται με έγκριση από τη Βουλή, ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος θα είναι κοινής αποδοχής και ότι δεν θα χρειαστεί να πάμε ποτέ σε τρία βέτο στην εκλογή του Διευθύνοντος (που προτείνεται πάντα από την DT), αποσιωπώντας βέβαια το γιατί, δηλαδή την πρόνοια της συμφωνίας ότι σε αυτή την περίπτωση η DT θα είναι ελεύθερη να διαλέξει όποιον θέλει μεταξύ των τριών! Η πρόνοια αυτή αποτελεί το αποκορύφωμα κουτοπονηριάς, αποβλέπουσας στην εξαπάτηση των αφελών ιθαγενών!
Η σκανδαλώδης διαδικασία που περιγράψαμε συμβαδίζει με το σκανδαλωδώς λεόντειο και ετεροβαρές περιεχόμενο της συμφωνίας. Πρώτα και κύρια σε ότι αφορά τη λύση της: ενώ η DT μπορεί να αποχωρήσει όποτε το θελήσει, το Ελληνικό Δημόσιο απεμπολεί τη διοίκηση του ΟΤΕ στο διηνεκές! Ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι πρόκειται για «στρατηγική συμμαχία» καταρρίπτεται από τα ακόλουθα:
1) Ο Διευθύνων Σύμβουλος είναι επιλογής της DT.
2) Εφ’ όσον Πρόεδρος και Διευθύνων δεν είναι το ίδιο πρόσωπο τις τρέχουσες αποφάσεις λαμβάνει η πανίσχυρη Εκτελεστική Επιτροπή, όπου η DT διά του Προέδρου έχει τον βαρύνοντα λόγο. Αποφάσεις της δεν μπορούν να ανατραπούν από το ΔΣ παρά μόνο με αυξημένη πλειοψηφία 2/3 (Συμ. Μετόχ. Αρ 5.5.1&5.5.3).
3) Με εξαίρεση τις αποφάσεις «που αφορούν θέματα αρνησικυρίας, συγκρότησης του ΔΣ σε σώμα, σύγκλησης Γ.Σ. του ΟΤΕ και διορισμού των Μελών της Επιτροπής Ελέγχου, οποιαδήποτε άλλη απόφαση … λαμβάνεται σύμφωνα με την Εισήγηση της Εκτελεστικής Επιτροπής» (Σ. Μ. Άρ. 5.5.3(β)).
4) Τα δικαιώματα αρνησικυρίας είναι αυστηρά περιορισμένα στις θυγατρικές του Ομίλου και, επιπλέον, αν και εφ’ όσον το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφανθεί πως ορισμένα είναι παράνομα, τότε αυτά θα εξαιρεθούν από την εν λόγω συμφωνία, η οποία κατά τα άλλα θα εξακολουθήσει να ισχύει.
5) Πώς νοείται «στρατηγική συμμαχία» χωρίς την παραμικρή δέσμευση των μερών ως προς κάποιους εταιρικούς, επενδυτικούς και επιχειρηματικούς στόχους; Όλη η κυβερνητική φιλολογία περί ανταγωνιστικών ωφελημάτων (προϊόντα, τεχνολογίες, τιμές κ.λπ.) εξαρτάται από την καλή προαίρεση της DT και οι όποιες διαβουλεύσεις προβλέπονται ασφαλώς δεν είναι δεσμευτικές.
Η εν λόγω συμφωνία αφήνει εντελώς απροστάτευτους τους εργαζομένους στον ΟΤΕ και στις θυγατρικές του, στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκτελεστικής Επιτροπής. Το ίδιο ισχύει για το καθεστώς των προμηθειών και της τιμολόγησης, αντίθετα από τους ισχυρισμούς ότι οι τιμές περίπου θα καθορίζονται από την ΕΕΤΤ.
Εκτός των παραπάνω, η συμφωνία είναι παντελώς ασαφής και αόριστη σε ό,τι αφορά σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και άμυνας, στα οποία αφιερώνει ακριβώς δύο γραμμές (!) παραπέμποντας στην παντελώς ανύπαρκτη «εφαρμοστέα νομοθεσία» (Άρθρο 17.4). Τα επιχειρήματα που ακούστηκαν από κυβερνητικής πλευράς υπέρ της επίμαχης συμφωνίας παραβλέπουν ολοσχερώς κρίσιμες γεωπολιτικές παραμέτρους, όπως το καθεστώς του Αιγαίου, την κατάσταση στη Δυτική Θράκη, τις σχέσεις μας με τους γείτονες στα Βαλκάνια κ.λπ. και αντιμετωπίζουν το θέμα του ΟΤΕ σαν να ήταν αποκλειστικά θέμα οικονομοτεχνικής διαχείρισης, σαν να ήμασταν απλά μια νομαρχία της Ευρώπης. Δεν είναι έτσι. Όσο η χώρα μας αντιμετωπίζει ανοιχτά ζητήματα εθνικής ασφάλειας, δεν έχει την πολυτέλεια που ίσως έχουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και καλό είναι, υπό αυτή την έννοια τουλάχιστον, να είμαστε λίγο «συντηρητικοί».