του Γιώργου Ρακκά, από το Άρδην τ. 69, Απρίλιος-Μάιος 2008
Οι εφημερίδες δημοσιεύουν ιλουστρασιόν λευκώματα, με φωτογραφίες οδοφραγμάτων, συγκρούσεων με την αστυνομία, αφισών του Μάη του ’68. Κάθε μεγάλο πανεπιστήμιο που σέβεται τον εαυτό του διοργανώνει και από μία ημερίδα για το θέμα, ενώ οι διάσημοι «οργανικοί διανοούμενοι» της παγκοσμιοποίησης, όλοι όσοι στήριξαν με ζήλο τον πόλεμο στη Σερβία, αυτόν του Αφγανιστάν και του Ιράκ, οι διάκονοι της αυτοκρατορικής ιδεολογίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με σπορ κοστούμια, υμνούν το πνεύμα της ελευθερίας που ξεπήδησε μέσα από τον Μάη του 1968.
Στο Παρίσι, διάσημοι μόδιστροι συζητούν καθημερινά μέσω των τηλεοράσεων και των ραδιοφώνων για τις «αξεπέραστες τάσεις του ’68», ενώ παραδίπλα, ένας κορυφαίος σχεδιαστής κοσμημάτων λανσάρει μία επετειακή κολεξιόν, για να γιορτάσει τα «40 χρόνια της ελευθερίας»1. Αυτόν τον Μάη, κάθε ευρωπαϊκή χώρα θα πρέπει να κατακλυστεί από αφιερώματα και εκδηλώσεις για τα 40 χρόνια από το ξέσπασμα της γαλλικής εξέγερσης.
Η κοινωνία του θεάματος γιορτάζει. Αλλά τι; Μία εξέγερση που διακήρυττε το… τέλος του καπιταλισμού; Τις διαδηλώσεις όπου οι νέοι επιτίθονταν με λύσσα στις γεμάτες με εμπορεύματα βιτρίνες, ως σύμβολα του κόσμου της αμείλικτης καταναλωτικής αλλοτρίωσης; Μήπως κάποιος μας κοροϊδεύει;
Ο Αντόνιο Νέγκρι, μία από τις εμβληματικές φιγούρες του ιταλικού Μάη του ’68 και ένας από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της φιλελεύθερης Αριστεράς του 2000, έγραφε σ’ ένα κείμενο των αρχών της δεκαετίας του 1960: Παραδόξως, το κεφάλαιο έμαθε να διαβάζει Μαρξ. Εκείνο που υποστήριζε ήταν ότι, μέσω του κεϊνσιανισμού, ο καπιταλισμός αναγνώρισε για πρώτη φορά την ύπαρξη και τη σημασία μιας οργανωμένης εργατικής τάξης στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Και αποπειράθηκε, μέσω της ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος, τις τριμερείς διαπραγματεύσεις κράτους – εργατών – εργοδοτών για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, να μεταβάλει αυτή την ανταγωνιστική τάξη σε… μοχλό της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Πώς; Με τον τρόπο του Φορντ, ο οποίος έδινε υψηλούς μισθούς στους εργάτες του, μόνο και μόνο για να αγοράζουν το αυτοκίνητο που παρήγαγε, αφού είχε κατανοήσει πολύ καλά ότι υψηλός μισθός σημαίνει άνοδος της κατά κεφαλήν κατανάλωσης των εργαζομένων2.
Σαράντα χρόνια μετά, μπορούμε κι εμείς να πούμε με βεβαιότητα, ότι από τότε, το Κεφάλαιο έμαθε πολύ καλά πώς να αξιοποιεί κάποιες –τις πιο ανώδυνες γι’ αυτό– από τις πτυχές του πνεύματος του Μάη.
Χαρακτηριστική ως προς αυτό υπήρξε μία διαμάχη που προκάλεσαν οι προεκλογικές δηλώσεις του Σαρκοζί σχετικά με το «πνεύμα του Μάη». Στις τελευταίες γαλλικές προεδρικές εκλογές, ο Γάλλος πρόεδρος επιτέθηκε στο «πνεύμα του ’68» και την «αριστερίστικη κληρονομιά του», ως την κύρια αιτία για την κρίση «ηθικών αξιών, πειθαρχίας, εργατικότητας και πατριωτισμού», που μαστίζει τη γαλλική κοινωνία.
Η απάντηση ορισμένων από τους ιστορικούς ηγέτες του γαλλικού κινήματος υπήρξε άμεση και έντονη, όχι όμως στην κατεύθυνση που θα φανταζόταν κανείς. Ο Αντρέ Γκλικσμάν, πρώην μαοϊκός, από τους διασημότερους νέους φιλοσόφους και ένθερμος υποστηρικτής των στρατιωτικών επεμβάσεων στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, και της εισβολής στο Ιράκ, έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο, Εξηγώντας τον Μάιο του 1968 στον Σαρκοζί. Το γενικό κλίμα στο οποίο κινείται μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί με μία δήλωσή του: Ο Σαρκοζί είναι ο πρώτος “μετά-68” πρόεδρος, το να εξαφανίσει κάποιος την κληρονομιά του 1968 ισοδυναμεί με το να εξαφανίσει τον ίδιο3.
Πώς συνδέεται όμως ο Σαρκοζί με το πνεύμα του 1968; Ο Αλέν Ζεσμάρ, ένας άλλος μαοϊκός και ηγετικό στέλεχος του γαλλικού φοιτητικού κινήματος, ο οποίος μετέπειτα χρημάτισε πλειστάκις υπουργικός σύμβουλος σε κυβερνήσεις των Σοσιαλιστών, είναι πιο διαφωτιστικός: Η γαλλική κοινωνία της εποχής ήταν ολοκληρωτικά μπλοκαρισμένη, όντας μια συντηρητική αναβίωση της προπολεμικής κοινωνίας, η οποία κλυδωνιζόταν από τον πόλεμο στην Αλγερία, αλλά και από τη μεταπολεμική δημογραφική έκρηξη. Ο Σαρκοζί ποτέ δεν θα μπορούσε να διαβεί την πύλη του προεδρικού μεγάρου, όντας διαζευγμένος –πόσο μάλλον να εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας. Η επιτυχία του Σαρκοζί, ενός πολιτικού με ξένες και εβραϊκές ρίζες, συνεχίζει, θα ήταν αδιανόητη δίχως την κληρονομιά του 1968. Δίχως το 1968, δεν θα μπορούσαμε ούτε καν να φανταστούμε τους νεο-συντηρητικούς»4.
Τούτο συμβαίνει διότι, πάνω και πέρα απ’ όλα, έξω από τις ψευδαισθήσεις και τον ιδεαλισμό για «αλλαγή εδώ και τώρα» και «ριζική ανατροπή του καπιταλισμού», που κάθε εξέγερση φέρει μέσα στης –ιδιαίτερα όταν αυτή βρίσκεται στο απόγειό της–, το κίνημα του 1968 υπήρξε, όπως μας λέει ο Ανρί Βεμπέρ, ένας άλλος πρώην τροτσκιστής, πρωταγωνιστής των γεγονότων: Ατομικιστικό, με την έννοια ότι ήθελε να απελευθερώσει το άτομο από την παράδοση και από τους μεγάλους μηχανισμούς εξουσίας που υπήρχαν5. Αυτός ήταν ο στόχος του, μας λέει, και όχι η ριζική κοινωνική ανατροπή. Γι’ αυτό και απαντάει στον Σαρκοζί ότι: Το κίνημα δεν ήταν εναντίον κάθε ηθικής, δεν ταύτιζε “το καλό και το κακό, το αληθινό και το ψεύτικο, το όμορφο και το άσχημο”, όπως το κατηγορεί χωρίς να ντρέπεται ο Νικολά Σαρκοζί. Εναντιωνόταν στην άκαμπτη και καταπιεστική ηθική που κυριαρχούσε τότε, εκείνη την παραδοσιοκρατική ηθική που απαγόρευε την αντισύλληψη, την άμβλωση, τις σεξουαλικές σχέσεις πριν από τον γάμο και που θεωρούσε την ομοφυλοφιλία έγκλημα6. Επρόκειτο δηλαδή για: Ένα μεγάλο κίνημα εκδημοκρατισμού, φιλελευθεροποίησης και εκσυγχρονισμού της κοινωνίας μας7, το οποίο πέτυχε μια σειρά πολιτικών και νομικών κατακτήσεων: ελευθερία της αντισύλληψης και της άμβλωσης, ισοτιμία του ζευγαριού στη γονική επιμέλεια των παιδιών, δυνατότητα για τις γυναίκες να ανοίγουν τραπεζικό λογαριασμό χωρίς την προηγούμενη εξουσιοδότηση του συζύγου, δικαίωμα στην επαγγελματική ισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών, αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων κ.ο.κ.8. Επρόκειτο, δηλαδή, όπως πολύ χαρακτηριστικά λέει ο Ζεσμάρ, για μια πετυχημένη κοινωνική επανάσταση, όχι πολιτική9.
Είναι σαφές. Οι ενσωματωμένοι ηγέτες του κινήματος του ’68 φιλοτεχνούν πάνω στον καμβά του όλο το υπόστρωμα των σύγχρονων κοινωνιών της αγοράς: Η ατομική αυτοπραγμάτωση και ελευθερία, τα δικαιώματα, η απελευθέρωση από την παραδοσιοκρατική ηθική, η ανεκτικότητα. Κάπως έτσι οργανώνεται η διαλεκτική των επιφανών της γαλλικής χαβιαροαριστεράς: Η «θέση», ο πατερναλιστικός-πατριαρχικός κρατικός καπιταλισμός, η «αντίθεση» των παρισινών οδοφραγμάτων στην καταπίεσή του –και η σύνθεση: ο φιλελεύθερος – ελευθεριακός καπιταλισμός!
Σ’ αυτό το σχήμα, ο ριζοσπαστισμός έχει θέση μόνον ως υπερμοντερνισμός, ως διαρκής, ριζική απόρριψη του παρελθόντος, ως ακούραστη επινόηση του παρόντος. Υπό αυτήν την έννοια, μπορούμε να δούμε την πραγμάτωση του συνθήματος, η φαντασία στην εξουσία, μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης μιντιακής κοινωνίας του θεάματος. Διότι τι άλλο κάνει αυτή από το να επινοεί διαρκώς καταναλωτικές ψευδοταυτότητες και επίπλαστα συλλογικά βιώματα, μέσα σ’ ένα σκηνικό όπου το αύριο είναι σήμερα και το σήμερα ήδη χθες; Και πόσο καλύτερα θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη δραστηριότητα του σύγχρονου παραγωγίστικου τεχνόκοσμου, ο οποίος κινείται σ’ ένα πλαίσιο απολύτως ελεύθερης –ασύδοτης για την ακρίβεια– βούλησης, αναπλάθοντας διαρκώς τον πλανήτη σε «υλικό-τεχνητό σώμα του ανθρώπου»;
Υπ’ αυτήν την έννοια, η εξεγερσιακή κουλτούρα του 1968 όντως «νίκησε», κληροδοτώντας στον σύγχρονο καπιταλισμό τόσο μερικές από τις βασικές αρχές των ανθρωπολογικών του προτύπων, όσο και όψεις της κρατούσας πολιτικής και κοινωνικής πρακτικής10.
Σ’ αυτό το σημείο προσεγγίζουμε ένα κεντρικότατο ζήτημα του χαρακτήρα των εξουσιαστικών μηχανισμών κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Διότι εάν όντως το 1968 «έχασε πολιτικά, αλλά όχι κοινωνικά», εάν διά της επιβολής της πολιτιστικής –ιδεολογικής ηγεμονίας καθορίζει ένα πολύ σημαντικό μέρος του χαρακτήρα του σύγχρονου κόσμου, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξουσία διέπεται σήμερα από έναν διφυή πολιτικό χαρακτήρα. Στο ένα της σκέλος, το «σκληρό επιχειρηματικό», εκείνο που αφορά στα θεμέλια της οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να κυριαρχεί όντως η Δεξιά. Αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με αυτό που κάποτε οι μαρξιστές αποκαλούσαν «εποικοδόμημα», τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της εξουσίας, τα κέντρα της πολιτιστικής παραγωγής, τα πανεπιστήμια, τα μίντια και το θέαμα, κυρίαρχη είναι η Αριστερά. Και μάλιστα μία Αριστερά η οποία έχει περάσει από την τελευταία μεγάλη εξέγερση του σύγχρονου κόσμου, τον Μάιο του 1968. Γι’ αυτόν τον λόγο, η επέτειος της εξέγερσης τιμάται από την κοινωνία του θεάματος σαν να ήταν δικό της παιδί.
Μπορεί κάτι τέτοιο να φαντάζει τραγικό, αποτελεί όμως τον ιστορικό κανόνα της τύχης των περισσότερων επαναστάσεων. Διότι είναι η μοίρα τους να τις διαδέχονται σαρωτικές αντεπαναστάσεις, οι οποίες πάντοτε διατηρούν, στη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα τους, τις πιο ανώδυνες γι’ αυτές όψεις της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας. Το ίδιο συνέβη στα 1789· τάχα ο Χέγκελ δεν είδε, είκοσι χρόνια αργότερα, από το παράθυρο της Ιένας το καθοδηγούμενο από τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης παγκόσμιο πνεύμα να ενσαρκώνεται στη φιγούρα του Ναπολέοντα;
Υπόγειες διαδρομές
Κι όμως, η αξία και η σημασία μίας επανάστασης δεν εξαντλείται στη διά της ενσωματώσεώς της επίδραση πάνω στο νέο status quo που τη διαδέχεται. Υπάρχει πάντα και ο… γεροτυφλοπόντικας που σκάβει –πτυχές δηλαδή του εξεγερσιακού πνεύματος, οι οποίες αντέχουν στον χρόνο, διανύοντας υπόγειες διαδρομές για να επηρεάσουν και να διδάξουν τα νέα κινήματα, του παρόντος και του μέλλοντος. Διότι, ευτυχώς, το περιεχόμενο των εξεγέρσεων είναι εν πολλοίς αντιφατικό –κι αυτό είναι ένα γεγονός που διασώζει ένα μέρος της κληρονομιάς τους από την αναπόφευκτη καθεστωτική εκτροπή, από την ήττα.
Το ίδιο συνέβη και με τον Μάη. Μπορεί, για παράδειγμα, να ήταν ένα κίνημα που εκφραζόταν με όρους μαρξιστικούς-λενινιστικούς, επικαλούμενο συχνά τις αυθεντίες των μεγάλων πατέρων του επαναστατικού στοχασμού, αλλά ταυτόχρονα ήταν ένα κίνημα εναντίον της αυθεντίας, υπέρ της άρσης των κοινωνικών διαχωρισμών στη βάση της διαφοράς διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Και το διάβημά του αυτό δεν αφορούσε μόνον στον έντονο μεσσιανισμό του κινήματος, σ’ αυτό που οι γερασμένοι και ενσωματωμένοι εκπρόσωποί του καταλογίζουν στην αποκοτιά μιας ανέμελης νιότης, που γύρευε να αναποδογυρίσει όλο το σύγχρονο οικοδόμημα εν μια νυκτί. Πήγαζε από μία πολύ βαθιά αίσθηση, ότι το τεχνοκρατικό οικοδόμημα, που μόλις άρχιζε να στερεώνεται στις κοινωνίες της εποχής, δημιουργεί κατακερματισμένες υπάρξεις, αποξενωμένες από τα μέσα για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, ηλίθιους- υπερεξειδικευμένους, που προορίζονται να εκπληρώσουν τη λειτουργία ενός ασήμαντου γραναζιού μιας κολοσσιαίας οικονομικής μεγαμηχανής.
Γι’ αυτό και η αντίθεση με τις αυθεντίες γινόταν εν ονόματι ενός προτύπου ζωής που καταργούσε στην πράξη τις διαιρέσεις ανάμεσα σε χειρώνακτες και διανοούμενους, διευθυντές και διευθυνόμενους: Συχνά –και τούτο το επέβαλλαν τα πρότυπα ζωής που επικρατούσαν μέσα στο κίνημα– οι φοιτητές, που κατακεραύνωναν στα αμφιθέατρα τους καθηγητές τους, πολλές φορές όντας πιο διαβασμένοι από εκείνους, ήταν οι ίδιοι με εκείνους που πραγμάτωναν στην πράξη την «πορεία προς τον λαό», πηγαίνοντας να δουλέψουν στα εργοστάσια μαζί με τους εργάτες. Ή αντίθετα, ήταν οι ίδιοι οι εργάτες που έμπαιναν στα αμφιθέατρα για να «διδάξουν» στους φοιτητές την πείρα και την πρακτική τους γνώση. Και σαράντα χρόνια μετά, αυτό παραμένει ακόμα ζητούμενο, ιδιαίτερα αν κρίνουμε από τη μαζική χαύνωση που έχει καταλάβει τις μάζες στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, οι οποίες πλέον δεν μπορούν παρά να παράγουν αμαθείς, αποβλακωμένους καταναλωτές. Κι αυτή η κληρονομιά αποκτάει ακόμα μεγαλύτερη σημασία διότι, ακριβώς, η φιλελεύθερη Αριστερά, στην οποία προσχώρησε ένα κομμάτι του 1968, σήμερα διεκδικεί τον ρόλο της αυθεντίας μέσα από τη μιντιακή εξουσία και τα πανεπιστήμια, για να επιβάλει τους πολιτικούς και πολιτιστικούς όρους της συναίνεσης των χαυνωμένων μαζών στην παγκοσμιοποίηση.
Διότι μπορεί -για να το γειώσουμε στην ελληνική πραγματικότητα- η ομάδα του Αντώνη Λιάκου να πραγματοποιεί ένα μεγάλο διεθνές μουσειακό συνέδριο περί των «χρόνων της ουτοπίας»· μπορεί να το διοργανώνει για να γιορτάσει ό,τι αυτός νομίζει ότι αποτελούσε την ουσία μιας εξέγερσης, και ό,τι στην πραγματικότητα τον έφερε στην κορυφή της ακαδημαϊκής ιεράς εξέτασης των καιρών μας, αλλά δεν παύει να είναι ο ίδιος και η ομάδα του που, μόλις πέρσι, κατακεραύνωνε όσους τολμούσαν να αντιδράσουν στο αποκρουστικά προπαγανδιστικό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού ως «εργάτες και νοικοκυρές», που προφανώς δεν κατέχουν τη γνώση ώστε ν’ αντιτάσσονται στην περίτρανη επιστημοσύνη αυτού και της ομάδας του.
Για να ξαναγυρίσουμε, όμως, στον Μάη, η απόρριψη της καταναλωτικής κοινωνίας και η αποστροφή για την αλλοτρίωση που προκαλεί ο κόσμος των εμπορευμάτων ήταν ιδέες που σαφέστατα εκφράστηκαν στα παρισινά οδοφράγματα.
Η Ροσάνα Ροσάντα θα πει για τον Μάη, σ’ ένα άρθρο που στον ελληνικό Τύπο δημοσιεύτηκε δίπλα σ’ αυτό του Βεμπέρ –ίσως για να τονίζει την αντίφαση–, ότι ο Μάης του 1968 ήταν: Ο ξεσηκωμός μιας γενιάς που δεν αντιτασσόταν, όπως εμείς, στην “αντίδραση”, αλλά σε ολόκληρη την αρχιτεκτονική του καπιταλιστικού συστήματος. Εμείς λέγαμε δικαίωμα στις σπουδές, αυτοί έκαναν επίθεση στο σχολείο ως όργανο διαμόρφωσης της συναίνεσης, εμείς λέγαμε δικαίωμα στην εργασία, αυτοί ήθελαν το τέλος της μισθωτής εργασίας, εμείς θέλαμε περισσότερη αναδιανεμητική δικαιοσύνη και αυτοί περιφρονούσαν την κατανάλωση. Ο κόσμος τους εμφανιζόταν μεμιάς όπως ήταν. Ήταν το πρώτο κύμα που αμφισβητούσε τον προοδευτισμό11.
Η Ροσάνα Ροσάντα έχει δίκιο. Μπορεί η σύγκρουση με την πατριαρχική δομή των ευρωπαϊκών κοινωνιών να ήταν η μία όψη του Μάη, ή άλλη όμως δεν έπαυε να συνιστά μια ολοκληρωμένη κριτική στις σύγχρονες κοινωνίες και ιδιαίτερα στα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της. Το «θράσος» των νέων του Μάη δεν αφορούσε, όπως θέλουν σήμερα να το υποβαθμίσουν οι πάλαι ποτέ θρασείς πρωταγωνιστές τους, μόνο στην αμφισβήτηση του «πατέρα», αλλά κυρίως στο κοινωνικό οικοδόμημα της αφθονίας που χτίστηκε κατά τη χρυσή ευρωπαϊκή μεταπολεμική δεκαπενταετία (1950-1965) στην Ευρώπη. Και τούτο ακριβώς ήταν που φάνταζε εντελώς αδιανόητο στους «μεγάλους», τη γενιά του πολέμου, που αντιμετώπισε τους νέους του ’68. Διότι σ’ εκείνους, ο κόσμος της υλικής αφθονίας, των μικρών Ρενό και των ειδών εξηλεκτρισμού, αντιπροσώπευε ένα μικρό θαύμα –το να ορθοποδήσουν με τους όρους της ευημερίας μέσα στα συντρίμμια του μεγάλου πολέμου. Αυτό το θαύμα γύρευαν να αποκαθηλώσουν στους δρόμους της παρισινής πρωτεύουσας οι φοιτητές, διαβεβαιώνοντας, διά στόματος του Ραούλ Βάνεγκεμ ότι: Ο κόσμος πρέπει να φτιαχτεί από την αρχή. Δεν μας αρκεί η σιγουριά του να μην πεθάνουμε από την πείνα, αφού την ανταλλάσσουμε με τον κίνδυνο να πεθάνουμε από πλήξη12.
Στα λόγια του Βάνεγκεμ –όπως και στις διαθέσεις των εξεγερμένων, δεν ελλοχεύει παρά μόνο μία υποψία περί του αδιεξόδου στο οποίο επρόκειτο να μας καταδικάσει ο σάπιος κόσμος της ανάπτυξης και των εμπορευμάτων. Αυτή η υποψία, που εκφράζεται δυναμικά, μαζικά για πρώτη φορά το 1968, θα καλλιεργηθεί και θα συστηματοποιηθεί έκτοτε σε ένα νέο, μεγάλο κεφάλαιο των κινημάτων της αμφισβήτησης. Η ωρίμανση αυτού που μόλις μπουσουλούσε, τότε, θα είναι σταδιακή.
Στη Γαλλία, πέντε χρόνια μετά το ’68, θα ξεσπάσει ένα μεγάλο κίνημα υπεράσπισης της αγροτικής γης ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης για την εγκατάσταση μιας στρατιωτικής βάσης, στην περιοχή του Λαρζάκ της Αβινιόν. Το Λαρζάκ θα γίνει πεδίο συνάντησης του «χώρου του ’68» με το ειρηνιστικό κίνημα και τους μικροϊδιοκτήτες αγρότες. Αυτή η συνάντηση θα προδιαγράψει ό,τι επρόκειτο μεθοδικά ν’ αναπτυχθεί τα επόμενα είκοσι χρόνια. Πολλοί από τους «εξηνταοχτάρηδες» θα βρουν στην εμπειρία αυτών των αγώνων νέους ορίζοντες, διευρύνοντας τις προβληματικές τους, εισάγοντας στοιχεία κριτικής στην ανάπτυξη, στη συγκεντροποίηση της παραγωγής, εμπλουτίζοντας τον οραματικό τους λόγο με ιδέες περί αποκέντρωσης, κοινοτισμού και οικολογικής πρακτικής. Όλα αυτά θα εξωθήσουν πολλούς αναμεσά τους να εγκαταλείψουν το κλεινόν άστυ και θα εγκατασταθούν στην περιοχή για να εργαστούν ως αγρότες, σε φάρμες-κοινόβια βιολογικής καλλιέργειας.
Στο Λαρζάκ, έστω και συμβολικά, το παρόν θα διαγράψει προοπτικές προς το μέλλον: Ο Ρενέ Ριζέλ, μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς και ένα από τα ηγετικά στελέχη του «Κινήματος της 22 Μάρτη» της Ναντέρ, θα εγκαταλείψει τα πάντα για να γίνει αγρότης, όπως εξάλλου και ο νεαρός ειρηνιστής, μαθητής λυκείου κατά το 1968, Ζοζέ Μποβέ. Δυόμισι δεκαετίες αργότερα, αμφότεροι θα συλληφθούν κατά τη διάρκεια ενεργειών εναντίον των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και του φαστφούντ, πλανητικού μοντέλου διατροφής της παγκοσμιοποίησης. Ο Ριζέλ θα δηλώσει ενώπιον του δικαστηρίου ότι: Στην αυτοκτονική, στο εξής, εκδοχή του καπιταλισμού, κάθε βήμα που γίνεται προς την κατεύθυνση της Προόδου δεν είναι παρά ένα βήμα προς την καταστροφή»3. Σίγουρα, ο Ριζέλ και όσα αντιπροσωπεύει, αποτελούν μία μορφή συνέχειας του 1968, που δεν θα βρει τη θέση της στις επίσημες τελετές των καθεστωτικών ινστιτούτων.