
από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
Εδώ και αρκετά χρόνια, και κυρίως έπειτα από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, υποστηρίζουμε ότι η παγκοσμιοποίηση διέρχεται την καθοδική της φάση. Κατά καιρούς, μέσα από τις σελίδες του Άρδην, έχουμε υπογραμμίσει σχεδόν όλους τους βασικούς παράγοντες αυτής της καθοδικής πορείας: Η άνοδος της Κίνας και της Ρωσίας, η αντιπαράθεση με το ισλάμ στη Μέση Ανατολή (τ. 31), η αριστερή στροφή της Λατινικής Αμερικής αλλά και οι ίδιες οι αντιφάσεις του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος (οικολογική κρίση, κοινωνικές ανισότητες σε Βορρά και Νότο) είναι μερικοί από αυτούς. Πέρα, όμως, από τους «αντικειμενικούς» παράγοντες, είναι και οι «υποκειμενικοί» που επιταχύνουν αυτήν την πορεία. Και ως προς αυτούς, έχουμε πρώτη και καλύτερη τη στάση των ίδιων των ΗΠΑ, οι οποίες πλέον είναι μπλεγμένες σ’ έναν φαύλο κύκλο παρόξυνσης της έντασης, ο οποίος εν τέλει καταλήγει στο να ενισχύει την υπονόμευση της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας τους.
Η άκρως ενδιαφέρουσα ομιλία του προέδρου της Ρωσίας αποτελεί στοιχείο αυτού του παγκόσμιου σκηνικού. Η Ρωσία σήμερα πια διαθέτει την απαιτούμενη ισχύ προκειμένου να βγει και να πει ορισμένα πράγματα με τ’ όνομά τους: ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στον κόσμο είναι πλέον ο τρόπος που λειτουργούν οι ΗΠΑ. Παράλληλα, βεβαίως, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ κινούνται υπονομευτικά έναντι της Ρωσίας, προσβλέποντας μεταξύ άλλων στη στρατιωτική περικύκλωσή της από το ΝΑΤΟ, αναγκάζει την τελευταία να ανεβάσει τους τόνους της αντιπαράθεσης.
Οι Αμερικανοί βρήκαν πολύ «ψυχροπολεμική» την ομιλία του Πούτιν. Στην ουσία της, όμως, είναι «μετα-παγκοσμιοποιητική», με την έννοια ότι εκφράζει σαφώς μια διάθεση για το πέρασμα σ’ έναν πολυπολικό κόσμο, όπου η ισχύς θα κατανέμεται σε περισσότερους του ενός διεθνείς πόλους και οι αποφάσεις θα κρίνονται από την ισορροπία των δυνάμεων και όχι από τις βουλές του παγκόσμιου αυτοκράτορα. Κι αυτό, εν όψει των προσπαθειών των ΗΠΑ για κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Ιράν, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Ας όψονται, βεβαίως, οι ταγοί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που, αν και «εκσυγχρονιστές», επιλέγουν συνειδητά πλέον να παραμένουν «ανεπίκαιροι» και να αγνοούν αυτές τις «νέες παραμέτρους», επιμένοντας να ευθυγραμμίζονται πλήρως με τις βουλές των ΗΠΑ, βαθαίνοντας την εξάρτηση της χώρας μας από αυτές…
άρδην
ΟΜΙΛΙΑ στην 43η Διάσκεψη του Μονάχου
για την Πολιτική Ασφαλείας
10/02/2007
Προτού ξεκινήσω, θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Ομοσπονδιακή Πρωθυπουργό και τον κύριο Τέλτσικ.
Κυρίες και Κύριοι,
Ε ίμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για την πρόσκλησή μου σε μια τόσο αντιπροσωπευτική διάσκεψη, η οποία έχει συγκεντρώσει πολιτικούς, στρατιωτικούς επιτελικούς, επιχειρηματίες και εμπειρογνώμονες από περισσότερες από 40 χώρες.
Αυτή η συνδιάσκεψη μου δίνει τη δυνατότητα να ξεφύγω από την ιδιαίτερα συγκρατημένη ρητορική που χαρακτηρίζει τη διπλωματία. Ο χαρακτήρας της μου δίνει τη δυνατότητα να εκφράσω αυτό που πραγματικά σκέφτομαι για τα διεθνή προβλήματα ασφαλείας. Κι αν τα σχόλιά μου σας φανούν ιδιαιτέρως δηκτικά και υπερβολικά, σας καλώ να μη με παρεξηγήσετε. Στο κάτω-κάτω, είναι μόνο μια συνδιάσκεψη. […]
Είναι κοινός τόπος ότι η διεθνής ασφάλεια περιλαμβάνει παραμέτρους πολύ ευρύτερες από ζητήματα που άπτονται της διεθνούς πολιτικής και στρατιωτικής σταθερότητας. Προϋποθέτει τη σταθερότητα στην παγκόσμια οικονομία, την αντιμετώπιση της φτώχειας, την οικονομική ασφάλεια αλλά και την ανάπτυξη ενός διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών.
Αυτός ο οικουμενικός, αδιάσπαστος χαρακτήρας της ασφάλειας εκφράζεται πολύ καλά στη βασική αρχή ότι: «Η ασφάλεια του ενός είναι ασφάλεια για όλους». Όπως το έθεσε και ο Φρ. Ρούσβελτ κατά τις πρώτες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Όταν η ειρήνη απειλείται οπουδήποτε, τότε αυτή κινδυνεύει σε κάθε σημείο του πλανήτη».
Αυτά τα λόγια αποδεικνύονται ιδιαίτερα επίκαιρα σήμερα. Παρεμπιπτόντως, το θέμα του συνεδρίου μας – η παγκόσμια κρίση, η παγκόσμια υπευθυνότητα– επαληθεύουν αυτά τα λόγια.
Μόλις πριν από δύο δεκαετίες, ο κόσμος ήταν ιδεολογικά και οικονομικά χωρισμένος και υπήρχε η τεράστια στρατηγική δυνατότητα δύο υπερδυνάμεων, που διασφάλιζαν την παγκόσμια σταθερότητα.
Αυτή η παγκόσμια πόλωση είχε περιορίσει τα πιο κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στο περιθώριο της ατζέντας της διεθνούς κοινότητας και του πλανήτη. Και, για να μιλήσω μεταφορικά, όπως κάθε πόλεμος, ο Ψυχρός Πόλεμος μας κληροδότησε ένα οπλοστάσιο έτοιμο για χρήση. Αναφέρομαι στα ιδεολογικά στερεότυπα και στις υπόλοιπες χαρακτηριστικές πτυχές της σκέψης που χαρακτήρισαν τα στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου.
Βεβαίως, ο μονοπολικός κόσμος που έτεινε να αναδυθεί την επαύριο του Ψυχρού Πολέμου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Η ιστορία της ανθρωπότητας γνώρισε οπωσδήποτε και περιόδους μονοπολικότητας που χαρακτηρίζονταν από τη φιλοδοξία για παγκόσμια υπεροχή. Και τι δεν έχει συμβεί στην παγκόσμια ιστορία;
Παρόλα αυτά, σε τι συνίσταται ένας μονοπολικός κόσμος; Πέρα από τους εξωραϊσμούς που επιχειρούνται σχετικά μ’ αυτόν τον όρο, ουσιαστικά σημαίνει την ύπαρξη ενός κέντρου εξουσίας, ενός κέντρου ισχύος κι ενός κέντρου λήψεως των αποφάσεων.
Πρόκειται για έναν κόσμο όπου ένας είναι ο αφέντης, ένας είναι ο κυρίαρχος. Και, εν τέλει, αυτή η κατάσταση είναι ολέθρια όχι μόνο για όσους τελούν υπό την εξουσία αυτού του συστήματος, αλλά και για τον ίδιο τον κυρίαρχο, που τείνει να καταστρέφει τον εαυτό του εκ των ένδον.
Κι αυτή η κατάσταση δεν έχει καμιά σχέση με τη δημοκρατία επειδή –όπως γνωρίζετε, δημοκρατική είναι η εξουσία της πλειοψηφίας η οποία λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα και τις γνώμες της μειοψηφίας.
Παρεπιπτόντως, εμείς –η Ρωσία– βισκόμαστε διαρκώς στη θέση εκείνου που λαμβάνει μαθήματα δημοκρατίας. Αλλά για κάποιον λόγο, αυτοί που μας διδάσκουν αρνούνται να διδαχθούν οι ίδιοι.
Θεωρώ ότι το μονοπολικό μοντέλο όχι μόνο είναι απαράδεκτο αλλά και αδύνατο να πραγματοποιηθεί στον σημερινό κόσμο. Κι αυτό όχι μόνο γιατί, εάν υπήρχε μια, μοναδική ηγεσία στον σημερινό κόσμο –και ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία–, τότε οι στρατιωτικοί, οικονομικοί και πολιτικοί πόροι δεν θα επαρκούσαν για κάτι τέτοιο. Αυτό που είναι σημαντικότερο είναι ότι το πρότυπο αυτό είναι απονομιμοποιημένο, επειδή στη βάση του δεν υπάρχει –και δεν μπορεί να υπάρξει– κανένα ηθικό θεμέλιο που να το στηρίξει στα πλαίσια του σύγχρονου πολιτισμού.
Και όμως, αυτό που συμβαίνει στον σημερινό κόσμο –πράγμα που μόλις έχουμε αρχίσει να το συζητάμε– είναι η ανάδυση μιας απόπειρας εισαγωγής της έννοιας του μονοπολικού κόσμου στις διεθνείς σχέσεις.
Και με ποια αποτελέσματα;
Η ανάληψη μονομερών, παράνομων πρωτοβουλιών δεν έχει επιλύσει κανένα πρόβλημα. Επιπροσθέτως, έχουν προκαλέσει νέες ανθρώπινες τραγωδίες και έχουν δημιουργήσει νέες εστίες έντασης. Κρίνετε μόνοι σας: Οι πόλεμοι και οι περιφερειακές συγκρούσεις δεν έχουν εξαλειφθεί. Και το χειρότερο, όλο και περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν σ’ αυτές – περισσότερες ζωές απ΄ ό,τι στο παρελθόν χάνονται σήμερα σ’ αυτές τις διαμάχες!
Σήμερα επιβεβαιώνεται πλήρως ότι η υπερβολική χρήση της ισχύος –της στρατιωτικής ισχύος– στις διεθνείς σχέσεις βυθίζει τον κόσμο στην άβυσσο των ατέρμονων συγκρούσεων. Ως αποτέλεσμα, ποτέ δεν θα διαθέτουμε την απαιτούμενη δύναμη προκειμένου να επιλύσουμε τις συγκρούσεις αυτές. Επίσης, στα πλαίσια αυτής της λογικής, η διπλωματική λύση είναι αδύνατη.
Αυτό που παρατηρούμε είναι μια ολοένα και μεγαλύτερη περιφρόνηση των βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου. Και τα κριτήρια της διεθνούς νομιμότητας προσαρμόζονται, στην πραγματικότητα, ολοένα και περισσότερο στο νομικό σύστημα ενός κράτους. Ένα κράτος, και βεβαίως, πρώτα απ’ όλα οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχει υπερβεί με κάθε τρόπο τα εθνικά του σύνορα. Κι αυτό είναι εμφανές σε ό,τι αφορά στις οικονομικές, πολιτικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές κατευθύνσεις που επιβάλλει σε άλλα έθνη. Σε ποιόν αρέσει αυτή η κατάσταση; Ποιος είναι ευτυχισμένος γι’ αυτό; […]
Φυσικά, αυτή η κατάσταση είναι ιδιαίτερη επικίνδυνη. Καταλήγει στο να μην αισθάνεται κανένας ασφαλής. Και θέλω να επιμείνω σ’ αυτό: Κανένας δεν αισθάνεται ασφαλής! Επειδή κανένας δεν μπορεί να αισθανθεί το διεθνές δίκαιο ως ένα προστατευτικό δίχτυ που λειτουργεί τριγύρω του. Και βεβαίως, αυτή η πολιτική ευνοεί αποφασιστικά την κούρσα των εξοπλισμών.
Η λογική της ισχύος αναπόφευκτα ενθαρρύνει μια σειρά χωρών στο να αποκτήσουν όπλα μαζικής καταστροφής. Επιπλέον, συγκεκριμένες νέες απειλές –παρόλο που ήταν γνωστές και πρωτύτερα– έχουν αναδυθεί και, όπως η τρομοκρατία, έχουν αποκτήσει παγκόσμιο χαρακτήρα.
Είμαι πεπεισμένος πως έχουμε προσεγγίσει το κρίσιμο σημείο όπου θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά την αρχιτεκτονική της παγκόσμιας ασφάλειας.
Και πρέπει να συνεχίσουμε αναζητώντας μια λογική ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων όλων όσων μετέχουν στον διεθνή διάλογο _ πόσο μάλλον όταν το διεθνές περιβάλλον είναι τόσο διαφοροποιημένο και μεταβάλλεται τόσο γρήγορα υπό την επίδραση αλλαγών που προκαλούνται από τη δυναμική ανάπτυξη πολλών χωρών και περιφερειών.
Η κα Ομοσπονδιακή Πρωθυπουργός το ανέφερε ήδη αυτό. Το άθροισμα του ΑΕΠ (μετρούμενου ως προς την αγοραστική δύναμη) της Ινδίας και της Κίνας είναι ήδη μεγαλύτερο από αυτό των ΗΠΑ. Κι ένας παρόμοιος υπολογισμός στο ΑΕΠ των BRIC –της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας και της Βραζιλίας– ξεπερνάει το ΑΕΠ της Ε.Ε. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, αυτή η διαφορά πρόκειται να μεγαλώσει στο μέλλον.
Δεν υφίσταται κανένας λόγος να αμφιβάλλουμε ότι οι οικονομικές δυνατότητες των νέων κέντρων της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, αναπόφευκτα, θα μετασχηματιστούν σε πολιτική επιρροή, ενισχύοντας έτσι την πολυπολικότητα του παγκόσμιου συστήματος.
Σε στενή συνάρτηση με αυτήν την εξέλιξη, ο ρόλος της πολυπολικής διπλωματίας ενισχύεται ουσιωδώς. Και η ανάγκη για τη θέσπιση αρχών όπως αυτές της ειλικρίνειας, της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας στην πολιτική είναι επιτακτική, ενώ η χρήση της βίας θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ανάλογες μ’ εκείνες που δικαιολογούν τη θανατική ποινή στη νομοθεσία ορισμένων κρατών.
Παρόλα αυτά, σήμερα γινόμαστε μάρτυρες της αντίστροφης κατάστασης, μιας κατάστασης κατά την οποία χώρες που απαγορεύουν τη θανατική ποινή στο εσωτερικό τους, ακόμα και για επικίνδυνους εγκληματίες, συμμετέχουν συχνά σε στρατιωτικές αποστολές που είναι πολύ δύσκολο να τις χαρακτηρίσουμε νόμιμες. Και, στην πραγματικότητα, στις συγκρούσεις αυτές σκοτώνονται άνθρωποι –εκατοντάδες χιλιάδων αμάχων.
Την ίδια στιγμή, προκύπτει το ερώτημα για το αν θα πρέπει να μείνουμε απαθείς και αδιάφοροι στην ύπαρξη εμφύλιων συγκρούσεων, αυταρχικών καθεστώτων, τυράννων, και στη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής. […] Μπορούμε στ’ αλήθεια να μείνουμε αμέτοχοι παρατηρητές μπροστά σε τέτοιες εξελίξεις; Θα προσπαθήσω να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα: Και βέβαια όχι.
Διαθέτουμε τα μέσα για να αποτρέψουμε τέτοιες απειλές; Και βέβαια. Μπορούμε να κοιτάξουμε στην πρόσφατη ιστορία. Η χώρα μας, η Ρωσία, δεν είχε μια επιτυχημένη μετάβαση στη δημοκρατία; Ναι, ήμασταν μάρτυρες της ειρηνικής μετάβασης της Σοβιετικής Ένωσης! Και για ποιο καθεστώς μιλάμε; Για ένα καθεστώς που διέθετε τεράστιο οπλοστάσιο και πολλά πυρηνικά! Γιατί τώρα να αρχίσουμε να βομβαρδίζουμε και να πυροβολούμε σε κάθε ευκαιρία; Μήπως γιατί, αν δεν απειλούμαστε με αμοιβαία αλληλοκαταστροφή, δεν διαθέτουμε την αναγκαία πολιτική κουλτούρα, τον σεβασμό στις δημοκρατικές αξίες και στο δίκαιο;
Είμαι πεπεισμένος ότι ο μοναδικός μηχανισμός που μπορεί να παραγάγει αποφάσεις για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος είναι, σε τελική ανάλυση, το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών. Και σε σχέση μ’ αυτό, δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε ο συνάδελφος υπουργός Άμυνας της Ιταλίας. Εάν είπε ότι μπορεί να θεωρήσει νόμιμη τη χρήση στρατιωτικής ισχύος μόνον όταν η απόφαση λαμβάνεται από το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. ή τα Ηνωμένα Έθνη, εάν όντως πιστεύει αυτό, τότε νομίζω ότι διαφωνούμε. Η χρήση της στρατιωτικής ισχύος είναι νόμιμη μόνο αν την εγκρίνουν τα Ηνωμένα Έθνη. Και δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε αυτόν τον Οργανισμό με την Ε.Ε. ή με το ΝΑΤΟ. Όταν τα Η.Ε. θα ενώσουν αληθινά τις δυνάμεις της διεθνούς κοινότητας, θα μπορούν πραγματικά να αντιδράσουν στα γεγονότα που εξελίσσονται στις διάφορες χώρες. όταν αποφύγουμε την περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου, τότε η κατάσταση θα είναι πραγματικά σε θέση να αλλάξει. Διαφορετικά, η κατάσταση θα οδηγεί μονίμως σε αδιέξοδα, και τα σοβαρά λάθη θα πολλαπλασιάζονται. Μαζί μ’ αυτό, είναι αναγκαίο να διασφαλίσουμε τον οικουμενικό χαρακτήρα του διεθνούς δικαίου σε ό,τι αφορά τόσο στη διαμόρφωσή του όσο και στην εφαρμογή του.
Και κανένας δεν πρέπει να ξεχνά ότι οι δημοκρατικές ενέργειες προϋποθέτουν συζήτηση και μια εξαντλητική διαδικασία λήψεως αποφάσεων.
Κυρίες και Κύριοι,
Ο πιθανός κίνδυνος της αποσταθεροποίησης των διεθνών σχέσεων συνδέεται άμεσα με μια προφανή στασιμότητα στο ζήτημα του αφοπλισμού.
Η Ρωσία υποστηρίζει την ανάγκη να επαναληφθεί ο διάλογος πάνω σ’ αυτό το κρίσιμο ζήτημα.
Είναι πολύ σημαντικό να διαφυλάξουμε το διεθνές νομικό πλαίσιο που σχετίζεται με τα όπλα μαζικής καταστροφής και να διασφαλίσουμε τη συνέχεια της διαδικασίας περιορισμού των πυρηνικών όπλων.
Είχαμε συμφωνήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη μείωση του πυρηνικού μας οπλοστασίου στις 1.700-2.000 πυρηνικές κεφαλές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2012. Η Ρωσία προτίθεται να εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτήν τη συμφωνία. Πιστεύουμε ότι οι εταίροι μας θα λειτουργήσουν με διαφανή τρόπο. Και εάν σήμερα ο νέος Αμερικανός υπουργός Άμυνας δηλώσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα κρύψουν όπλα στις αποθήκες ή δεν θα τα βάλουν κάτω από την κουβέρτα ή το μαξιλάρι τους, τότε προτείνω να χαιρετίσουμε με θέρμη μια τέτοια δήλωση. Γιατί θα επρόκειτο για μια πολύ σημαντική δήλωση.
Η Ρωσία επιμένει στη διατήρηση της Συνθήκης για τη μη-διάδοση των πυρηνικών όπλων καθώς και στο καθεστώς της πολυεθνικής επίβλεψης της εξέλιξης της τεχνολογίας των πυραύλων. Οι αρχές που εμπεριέχονται στα κείμενα αυτών των συμφωνιών είναι οικουμενικές.
Σε σχέση μ’ αυτό, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι, κατά τη δεκαετία του 1980, η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ υπέγραψαν μια συμφωνία για την καταστροφή των πυραύλων μικρού και μέσου βεληνεκούς, η οποία δεν έχει οικουμενικό χαρακτήρα.
Σήμερα, πολλές χώρες διαθέτουν τέτοιους πυραύλους, συμπεριλαμβανομένων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, της Δημοκρατίας της Κορέας, της Ινδίας, του Ιράν, του Πακιστάν και του Ισραήλ. Επίσης, πολλές χώρες σκοπεύουν να συμπεριλάβουν τέτοιους πυραύλους στο οπλοστάσιό τους. Και μόνον οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν δεσμευτεί στο να μη δημιουργούν τέτοια πυραυλικά συστήματα.
Είναι προφανές ότι, σε τέτοιες συνθήκες, θα πρέπει να σκεφτούμε τη δική μας ασφάλεια.
Την ίδια στιγμή, είναι αδύνατον να απαγορεύσουμε την εμφάνιση νέων αποσταθεροποιητικών όπλων υψηλής τεχνολογίας. Αναφέρομαι σε πρωτοβουλίες αποτροπής νέων πεδίων αντιπαράθεσης, ειδικότερα σε ό,τι αφορά στο διάστημα. Ο «Πόλεμος των Άστρων» δεν είναι πλέον επιστημονική φαντασία – είναι μια πραγματικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι Αμερικανοί εταίροι μας είχαν ήδη τη δυνατότητα να παρεμποδίσουν τον ίδιο τους τον δορυφόρο.
Κατά την άποψη της Ρωσίας, η στρατιωτικοποίηση του διαστήματος θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες για τη διεθνή κοινότητα, προκαλώντας τίποτε λιγότερο από την ανάδυση μιας πυρηνικής εποχής. Κι εμείς έχουμε πάρει πολλές πρωτοβουλίες προκειμένου να αποτρέψουμε τη χρήση όπλων στο διάστημα.
Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι έχουμε προετοιμάσει ένα σχέδιο συμφωνίας για την αποτροπή της ανάπτυξης οπλικών συστημάτων στο διάστημα. Στο εγγύς μέλλον, είμαστε διατεθειμένοι να καταθέσουμε και επίσημα αυτήν την πρόταση. Ας εργαστούμε όλοι μαζί γι’ αυτήν.
Τα σχέδια που υπάρχουν για την ανάπτυξη αντιπυραυλικών συστημάτων στον ευρωπαϊκό χώρο δεν μας βοηθούν. Γιατί θα πρέπει να ακολουθήσουμε έναν δρόμο στο τέλος του οποίου θα προκύψει αναπόφευκτα μια νέα κούρσα εξοπλισμών; Αμφιβάλλω για το εάν η Ευρώπη θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο.
Καμία από τις λεγόμενες «προβληματικές χώρες» δεν διαθέτει πυραυλικά συστήματα με εμβέλεια που να κυμαίνεται μεταξύ των 5.000-8.000 χιλιομέτρων, τα οποία συνιστούν πραγματική απειλή για την Ευρώπη. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ούτε στο εγγύς μέλλον. Και τα σενάρια που θέλουν τη Βόρειο Κορέα να εκτοξεύει πυραύλους με σκοπό να πλήξει αμερικανικό έδαφος μέσω της Ευρώπης, απλούστατα ξεπερνούν τους νόμους της βαλιστικής. Είναι σαν αυτό που λέμε στη Ρωσία να χρησιμοποιείς το δεξί σου χέρι για να ξύσεις το αριστερό σου αφτί.
Και, εδώ, στη Γερμανία, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στην αξιολύπητη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Συνθήκη για τις Συμβατικές Στρατιωτικές Δυνάμεις στην Ευρώπη.
Αυτή η Συνθήκη υπογράφτηκε το 1999. Λάμβανε υπόψη της μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα που προέκυψε έπειτα από τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε, και μόνο τέσσερις χώρες έχουν υπογράψει τη συνθήκη, μεταξύ των οποίων και η Ρωσική Ομοσπονδία.
Οι χώρες του ΝΑΤΟ δήλωσαν ανοιχτά πως δεν θα επικυρώσουν τη συνθήκη εάν η Ρωσία δεν αποσύρει πρώτα τις στρατιωτικές της βάσεις από τη Γεωργία και τη Μολδαβία. Ο στρατός μας φεύγει από τη Γεωργία, πιο γρήγορα μάλιστα απ’ ό,τι προβλεπόταν. Όπως όλοι γνωρίζουν, έχουμε επιλύσει τα προβλήματα που είχαμε με τη Γεωργία. Στη Μολδαβία, υπάρχουν ακόμα 1.500 Ρώσοι στρατιώτες που μετέχουν σε ειρηνευτικές αποστολές και φυλάνε αποθήκες που έχουν ξεμείνει από την εποχή της ΕΣΣΔ. Συζητάμε το θέμα με τον κ. Σολάνα και γνωρίζει τις θέσεις μας σχετικά. Είμαστε έτοιμοι να ασχοληθούμε περισσότερο μ’ αυτό το ζήτημα.
Όμως τι συμβαίνει την ίδια στιγμή; Αναπτύσσονται οι λεγόμενες ευέλικτες αμερικανικές βάσεις, που η κάθε μία τους διαθέτει 5.000 στρατιώτες. Αποδεικνύεται ότι το ΝΑΤΟ έχει τοποθετήσει την πρώτη του γραμμή στα σύνορά μας. Εμείς συνεχίζουμε, βεβαίως, να εκπληρώνουμε τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις συμφωνίες που έχουμε υπογράψει, και δεν αντιδρούμε καθόλου σ’ αυτές τις εξελίξεις.
Πιστεύω ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν έχει καμία σχέση με τον εκσυγχρονισμό της συμμαχίας ή με την ασφάλεια στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύει μια πρόκληση που πλήττει την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Και έχουμε το δικαίωμα να ρωτήσουμε: Εναντίον ποίου πραγματοποιείται η επέκταση; Και τι συνέβη στις διαβεβαιώσεις που λάβαμε από τους Δυτικούς εταίρους μας έπειτα από τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας; Κανείς δεν τις θυμάται. Επιτρέψτε μου να θυμίσω τι είχε ειπωθεί τότε. Θα ήθελα να αναφέρω μερικά αποσπάσματα από την ομιλία που είχε δώσει ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, κ. Βέρνερ, στις 17 Μαΐου του 1990, στις Βρυξέλλες. Τότε, ο κ. Βέρνερ είχε δηλώσει ότι: «Το γεγονός ότι δεν προτιθέμεθα να εγκαταστήσουμε δυνάμεις του ΝΑΤΟ πέρα από τη Γερμανία παρέχει στη Σοβιετική Ένωση μια σταθερή εγγύηση ασφάλειας». Πού είναι αυτές οι εγγυήσεις;
Το τείχος του Βερολίνου έχει προ πολλού καταρρεύσει και τα απομεινάρια του πωλούνται ως σουβενίρ. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πτώση του τείχους κατέστη εφικτή εξαιτίας μιας ιστορικής επιλογής –όμοιας μ’ αυτήν που έκανε ο λαός της Ρωσίας– υπέρ της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, της ειλικρίνειας και της συνεργασίας μ’ όλα τα μέλη της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας.
Και τώρα, αυτοί προσπαθούν να επιβάλουν νέες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ μας. Αυτά τα τείχη μπορεί να είναι αόρατα, αλλά όντως χωρίζουν την ήπειρό μας. Και είναι πολύ πιθανόν να χρειαστούν πολλές δεκαετίες ακόμα και πολλές γενιές πολιτικών προκειμένου να κατεδαφίσουμε αυτά τα νέα τείχη.
Ομιλία, 10/2/2007
Κυρίες και Κύριοι,
Τασσόμαστε σθεναρά υπέρ της ενίσχυσης του καθεστώτος της μη διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής. Το ισχύον διεθνές νομικό πλαίσιο μας επιτρέπει να αναπτύξουμε την πυρηνική τεχνολογία για ειρηνικούς σκοπούς. Και πολλές χώρες με αγαστές προθέσεις επιθυμούν να αναπτύξουν τη δική τους πυρηνική ενέργεια ως βάση της ενεργειακής τους ανεξαρτησίας. Ταυτόχρονα, όμως, κατανοούμε πως αυτές οι τεχνολογίες μπορούν εύκολα να παραγάγουν πυρηνικά όπλα.
Το γεγονός αυτό προκαλεί σοβαρές διεθνείς εντάσεις. Η περίπτωση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Εάν η διεθνής κοινότητα δεν βρει μια λογική λύση για την επίλυση αυτής της σύγκρουσης, ο πλανήτης θα συνεχίσει να υφίσταται παρόμοιες αποσταθεροποιητικές κρίσεις, μια και υπάρχουν κι άλλες χώρες όπως το Ιράν. Και οι δύο το γνωρίζουμε αυτό. Η πάλη μας εναντίον της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής θα είναι διαρκής.
Τον χρόνο που μας πέρασε, η Ρωσία πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση Διεθνών Κέντρων για τον εμπλουτισμό του ουρανίου. Επιθυμούμε να προωθήσουμε αυτό το σχέδιο και σε άλλες χώρες οι οποίες νομίμως προτίθενται να χρησιμοποιήσουν την πυρηνική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς. Οι χώρες που θέλουν να αναπτύξουν την πυρηνική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς θα μπορούν να προμηθεύονται τις πρώτες ύλες από αυτά τα κέντρα. Κι αυτά τα κέντρα, βεβαίως, θα λειτουργούν υπό την αυστηρή επίβλεψη της Διεθνούς Επιτροπής Πυρηνικής Ενέργειας.
Σε γενικές γραμμές, πρέπει να διερευνήσουμε την εγκαθίδρυση ενός πλήρους πλέγματος οικονομικών και πολιτικών κινήτρων στις οποίες τα κράτη δεν θα ενδιαφέρονται για τη διεύρυνση των πυρηνικών τους πόρων αλλά θα διατηρούν το δικαίωμα να αναπτύξουν την πυρηνική ενέργεια ενισχύοντας τις ενεργειακές τους δυνατότητες.
Σε σχέση μ’ αυτό, θα ήθελα να μιλήσω λεπτομερέστερα για τη διεθνή ενεργειακή συνεργασία. […] Στον ενεργειακό τομέα, η Ρωσία διατίθεται να διαμορφώσει όρους ανοιχτής αγοράς, με διαφάνεια, για όλους. Είναι προφανές ότι οι τιμές πρέπει να καθορίζονται από την αγορά και να μην υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο, οικονομικές πιέσεις και εκβιασμούς.
Είμαστε ανοιχτοί στη συνεργασία. Ξένες επιχειρήσεις συμμετέχουν σε όλα τα μεγάλα ενεργειακά μας προγράμματα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, περί το 26% της εξόρυξης πετρελαίου στη Ρωσία πραγματοποιείται μέσω ξένων επενδύσεων. Προσπαθήστε να βρείτε οποιαδήποτε χώρα στη Δύση στην οποία οι ρωσικές επιχειρήσεις να συμμετέχουν σε τέτοια έκταση σε κάποιο στρατηγικό τομέα. Τέτοια παραδείγματα χωρών δεν υπάρχουν.
Θα υπενθύμιζα επίσης το ισοζύγιο των ξένων επενδύσεων στη Ρωσία με τις επενδύσεις που έχει η χώρα μας στο εξωτερικό. Η σχέση είναι 15 προς 1. Και σ’ αυτό το επίπεδο επαληθεύεται ο ανοιχτός χαρακτήρας και η σταθερότητα της ρωσικής οικονομίας. […]
Υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο ζήτημα που επηρεάζει την παγκόσμια ασφάλεια. Σήμερα πολλοί μιλούν για τον αγώνα εναντίον της παγκόσμιας φτώχειας. Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια σ’ αυτό το επίπεδο; Από τη μία πλευρά, οικονομικοί πόροι κατευθύνονται σε προγράμματα βοήθειας των φτωχότερων χωρών. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτά τα προγράμματα αφορούν στην ανάπτυξη που συμφέρει τις επιχειρήσεις των «δωρητών» χωρών. Από την άλλη πλευρά, οι ανεπτυγμένες χώρες διατηρούν το καθεστώς των αγροτικών επιδοτήσεων για τα δικά τους προϊόντα, περιορίζοντας ταυτοχρόνως την πρόσβαση στα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Ας πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους: Με το ένα χέρι διανέμουμε βοήθεια εν είδει φιλανθρωπίας και με το άλλο όχι μόνο συντηρούμε την οικονομική οπισθοδρόμηση των φτωχών χωρών αλλά και αποκομίζουμε κέρδη από αυτήν την κατάσταση. Η επίταση των κοινωνικών εντάσεων στις φτωχές περιοχές του πλανήτη αναπόφευκτα οδηγεί στην ανάδυση του ριζοσπαστισμού, της τρομοκρατίας και στην πρόκληση περιφερειακών συγκρούσεων. Εάν αυτό συμβαίνει σε μια περιοχή όπως είναι η Μέση Ανατολή, όπου είναι αρκετά διαδεδομένο το αίσθημα ότι ο κόσμος μας είναι εξαιρετικά άδικος, τότε υπάρχει κίνδυνος μιας ευρύτερης, διεθνούς αποσταθεροποίησης.
Είναι απαραίτητο για τις ηγέτιδες δυνάμεις του πλανήτη να εξετάσουν στα σοβαρά αυτή την απειλή και να προχωρήσουν στην οικοδόμηση ενός πιο δημοκρατικού, πιο δίκαιου συστήματος διεθνών οικονομικών σχέσεων, ενός συστήματος που θα δίνει στον καθένα τη δυνατότητα να αναπτυχθεί.
Κυρίες και Κύριοι,
Μιλώντας σ’ αυτή τη Διάσκεψη για τηνπολιτική ασφαλείας, είναι αδύνατον να μην αναφερθώ στις δραστηριότητες του Οργανισμού για την Συνεργασία και την Ασφάλεια στην Ευρώπη (ΟΑΣΑ). Είναι γνωστό ότι αυτός ο οργανισμός ιδρύθηκε για να εξετάσει όλες –και θα επιμείνω σ’ αυτό– τις πτυχές της ασφάλειας: στρατιωτικές, πολιτικές, οικονομικές, ανθρωπιστικές, αλλά και τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των πτυχών αυτών.
Και τι βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα; Βλέπουμε αυτήν την ισορροπία να καταστρέφεται. Υπάρχουν κάποιοι που επιθυμούν τη μετατροπή του ΟΑΣΑ σ’ ένα ισχυρό όπλο προώθησης των δικών τους συμφερόντων. Και αυτή η προσπάθεια συνεπικουρείται και από τη γραφειοκρατία του Οργανισμού, η οποία σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται με τις χώρες που τον ίδρυσαν. Η δομή της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων και η συμμετοχή των αποκαλούμενων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων προορίζονται γι’ αυτόν τον σκοπό. Αυτές οι Οργανώσεις είναι τυπικά ανεξάρτητες, αλλά ελεγχόμενες μέσω του καθεστώτος χρηματοδότησής τους.
Σύμφωνα με τα ιδρυτικά του κείμενα, ο ΟΑΣΑ πρέπει να βοηθά τις χώρες-μέλη να τηρούν τις νομοθεσίες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι μια πολύ σημαντική πτυχή της δραστηριότητας του Οργανισμού, κι εμείς την υποστηρίζουμε με θέρμη. Αλλά κάτι τέτοιο δεν δικαιολογεί την παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα άλλων χωρών, ούτε την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που θ’ αποφασίζει το πώς τα κράτη αυτά θα λειτουργούν.
Είναι προφανές ότι αυτού του τύπου η παρέμβαση δεν συμβάλλει καθόλου στην ενίσχυση της δημοκρατίας. Αντιθέτως, καθιστά πολλές χώρες εξαρτώμενες και, κατά συνέπεια, πολιτικά και οικονομικά ασταθείς.
Αναμένουμε από τον ΟΑΣΑ να λειτουργεί με βάση τις ιδρυτικές του αρχές και να οικοδομεί σχέσεις με τα κυρίαρχα κράτη που να βασίζονται στον σεβασμό, την εμπιστοσύνη και τη διαφάνεια.
Κυρίες και Κύριοι,
Ως συμπέρασμα, θα ήθελα να υπογραμμίσω τα ακόλουθα. Πολύ συχνά –κι εγώ προσωπικά– γινόμαστε αποδέκτες εκκλήσεων από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρώπης, προκειμένου να παίξουμε ως Ρωσία ευρύτερο ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Σε σχέση μ’ αυτό, θα ήθελα να κάνω ένα μικρό σχόλιο. Δεν είναι ανάγκη να μας καλείτε να πράξουμε κάτι τέτοιο. Η Ρωσία είναι μια χώρα με πάνω από χίλια χρόνια ιστορία, και πρακτικά διατηρούσε πάντοτε το προνόμιο να διαθέτει αυτόνομη εξωτερική πολιτική.
Δεν είμαστε διατεθειμένοι να εγκαταλείψουμε την παράδοση αυτή σήμερα. Ταυτοχρόνως, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και είμαστε ρεαλιστές σε σχέση με τις ευκαιρίες και τις δυνατότητές μας. Και ασφαλώς, θα επιθυμούσαμε να συνεργαστούμε με υπεύθυνους και ανεξάρτητους εταίρους, με τους οποίους να μπορούμε να συνεργαστούμε για την οικοδόμηση μιας δίκαιης και δημοκρατικής παγκόσμιας τάξης, που να εξασφαλίζει την ευημερία όχι μόνο για τους λίγους, αλλά για όλους.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Μετάφραση Γ. Ρακκάς