Αρχική » Σουέζ και Κύπρος

Σουέζ και Κύπρος

από Άρδην - Ρήξη

του Μ. Ευρυβιάδη, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007

Η παρατεταμένη κρίση γύρω από το Σουέζ, τα πενήντα χρόνια της οποίας συμπληρώθηκαν φέτος το φθινόπωρο, λειτούργησε καταλυτικά στην εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος και οδήγησε ουσιαστικά στη Ζυρίχη. H κρίση αυτή είχε αρχίσει με τον «εξαναγκασμό» των Βρετανών από τον Νάσερ να εγκαταλείψουν το μεσανατολικό τους αρχηγείο από τη βάση τους στο Σουέζ (1954), συνεχίστηκε με την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από τον Νάσερ, τον Ιούλιο του 1956, και κλιμακώθηκε με τη συντονισμένη, μεταξύ Ισραήλ, Βρετανίας και Γαλλίας, στρατιωτική επιδρομή εναντίον της Αιγύπτου, τους μήνες Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1956.

Όπως προκύπτει ημερολογιακά, ο αγώνας της ΕΟΚΑ άρχισε ενώ η κρίση γύρω από το Σουέζ βρισκόταν υπό εξέλιξη, με τους Βρετανούς να εργάζονται πυρετωδώς για να μεταφέρουν το μεσανατολικό τους αρχηγείο στην Κύπρο. Για τον σκοπό αυτό, κατασκεύαζαν στρατιωτικές υποδομές στο νησί με την ανάπτυξη της μεγάλης αεροπορικής βάσης στο Ακρωτήρι, της στρατιωτικής βάσης στη Δεκέλεια, τα ραντάρ του Τροόδους κ.λπ. Με όπλα της την κυριαρχία της στο νησί και τη στρατιωτική της ισχύ στο έδαφος, κάτι που δεν είχε στη διάθεσή της στην περίπτωση της Αιγύπτου, η συντηρητική κυβέρνηση του Άντονυ Ήντεν δεν είχε καμία πρόθεση να εκχωρήσει δικαιώματα σε τρίτους στην Κύπρο, πόσο μάλλον να εκδιωχθεί από το νησί για χάρη τη αυτοδιάθεσης των Ελληνοκυπρίων. Η βρετανική κυβέρνηση, μετά τον ταπεινωτικό τρόπο «εκδίωξής» της από την Αίγυπτο, έπρεπε να επανακτήσει τη χαμένη της τιμή, το κύρος και την αξιοπιστία της τόσο στα μάτια της δικής της κοινής γνώμης (και του υπερσυντηρητικού κόμματος των Τόρις), όσο και στον αραβικό κόσμο. Στις αραβικές αυτές περιοχές, διακυβεύοντο σημαντικά οικονομικά (πετρέλαιο) και πολιτικά συμφέροντα της φθίνουσας βρετανικής αυτοκρατορίας.

Είναι λοιπόν απόρροια του ψυχολογικού τραύματος της απώλειας του Σουέζ και της πολιτικής βούλησης να μην υπάρξει επανάληψη στην περίπτωση της Κύπρου, που εξηγείται και ερμηνεύεται το περιβόητο «ουδέποτε» του Χόπκινσον, τον Ιούλιο του 1954. Είναι επίσης μέσα από το ευρύτερο πρίσμα της συρρίκνωσης της βρετανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή και της αδυναμίας ναι, –της αδυναμίας– του βρετανικού λέοντα να αντιδράσει δυναμικά σε εξελίξεις που έτρεχαν, υπαίτιος των οποίων θεωρείτο ο Νάσερ της Αιγύπτου, που εξηγείται και ερμηνεύεται η εξορία του Μακάριου στις 9 Μαρτίου 1956. Υπογραμμίζεται εδώ ότι, λίγες μέρες πριν, είχε προηγηθεί στην Ιορδανία η αποπομπή του Βρετανού Στρατηγού της Αραβικής Λεγεώνας, Τζον Κλαπ (Πασά), του ιορδανικού στρατού δηλαδή, από τον βασιλιά Χουσεΐν. Ο πρωθυπουργός Ήντεν ήταν πεπεισμένος ότι η αποπομπή του Βρετανού Στρατηγού ήταν αποτέλεσμα των πιέσεων του Νάσερ επί της Ιορδανίας. Ο Ήντεν θεωρούσε ότι οι επιθέσεις αυτές αποτελούσαν μέρος της δαιμόνιας στρατηγικής του Αιγύπτιου ηγέτη να καταστρέψει τη στρατηγική θέση της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή και να ταπεινώσει τον ίδιο, εκθέτοντάς τον ως αναποφάσιστο και ανάξιο ηγέτη μιας μεγάλης δύναμης.

Έπρεπε, συνεπώς, η Μεγάλη Βρετανία, να αντιδράσει ώστε να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις και να περισωθεί το κύρος της χώρας και του ηγέτη της. Και έτσι ο Ήντεν αντέδρασε στην Κύπρο. Ο Μακάριος δεν εξορίστηκε – όπως οι ομφαλοσκοπούντες περί του Κυπριακού πιστεύουν πέραν πάσης αμφιβολίας– διότι απέρριψε τις «προτάσεις» Χάρτινγκ – Μπόιντ, τον Φεβρουάριο του 1956, ή διότι έσκασαν κάποιες βόμβες στη Λευκωσία από ορισμένους ανεγκέφαλους εν μέσω διαπραγματεύσεων, αλλά λόγω γεγονότων τα οποία σχετίζονταν μεν με την Κύπρο αλλά στη βάση του ευρύτερου στρατηγικού σκεπτικού που ανέπτυξα παραπάνω. Επιπλέον, στις συγκεκριμένες άγγλο-κυπριακές διαπραγματεύσεις, όπως και σε προηγούμενες βρετανικές «προτάσεις» και «σχέδια», κύριο μέλημα των Βρετανών δεν ήταν η εύρεση συμβιβαστικής λύσης αλλά η ικανοποίηση της δικής τους (αλλά και της αμερικανικής) κοινής γνώμης. Έπρεπε, δηλαδή, οι Βρετανοί να παρουσιάζονται στη διεθνή κοινή γνώμη ως μετριοπαθείς ενώ οι Κύπριοι ως πολιτικοί εξτρεμιστές και τρομοκράτες. Απέναντι τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα οι Βρετανοί ακολούθησαν την καλά δοκιμασμένη, σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, «στρατηγική της έντασης» (strategy of tension). Συνεπώς, η εξορία του Μακάριου βόλευε τη βρετανική θέση, διότι θα την ακολουθούσε, ως αναμένετο, η πόλωση και η βία στην Κύπρο. Αυτός υπήρξε εξ αρχής ο σχεδιασμός των Βρετανών.
Το φιάσκο της βρετανικής στρατιωτικής επιδρομής στην Αίγυπτο απέδειξε ότι η Μεγάλη Βρετανία αδυνατούσε πλέον να διαχειρισθεί τα συμφέροντά της και να λειτουργεί ως μεγάλη (και αυτοκρατορική) δύναμη. Ο ταπεινωμένος από τα γεγονότα και τον Νάσερ πρωθυπουργός Ήντεν (που επεδίωξε μέχρι και τη δολοφονία του Νάσερ) παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1957. Υπό την ηγεσία του Χάρολντ Μακμίλαν, έχουμε, στις αρχές του ίδιου έτους, τη ριζική αναθεώρηση του στρατηγικού δόγματος και των στρατιωτικών υποχρεώσεων της Βρετανίας. Αναφορικά με την Κύπρο, το στρατηγικό ζητούμενο του νέου βρετανικού δόγματος δεν ήταν πλέον η Κύπρος ως βάση, αλλά μία ή δύο κυρίαρχες βάσεις στην Κύπρο. Με το σκεπτικό αυτό, η Βρετανία «επέτρεψε» την εμπλοκή «τρίτων» στην Κύπρο, και κυρίως της Τουρκίας, και άρχισε, έτσι, η αντίστροφη μέτρηση για τη Ζυρίχη. Στη χρονική περίοδο που μεσολάβησε, είχαμε την όχι τυχαία μερική εφαρμογή των διχοτομικών προνοιών του Σχεδίου Μακμίλαν και οι τελικές συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου δεν αποτελούσαν παρά μόνο μια πιο εκλεπτυσμένη εφαρμογή του σχεδίου αυτού.

Καταληκτικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το κυπριακό «έκλεισε» εν μέσω μιας κλιμακούμενης αντιδυτικής κρίσης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, μέσα στο υφιστάμενο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου. Από το 1957, έχουμε την άμεση πλέον εμπλοκή των ΗΠΑ, με τη διακήρυξη του δόγματος Αϊζενχάουερ για τη Μέση Ανατολή (ότι δηλαδή το κενό ισχύος που δημιουργείτο με τη συρρίκνωση της βρετανικής ισχύος στη Μέση Ανατολή θα το γέμιζε η Αμερική). Έχουμε κλιμάκωση της ψυχροπολεμικής κρίσης με συνεχείς ταραχές στην Ιορδανία, ένα αποτυχημένο φιλοδυτικό αιματηρό πραξικόπημα στη Συρία, το επιτυχημένο αιματηρό αντιδυτικό πραξικόπημα στο Ιράκ, το 1958, και την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στον Λίβανο, το ίδιο έτος, στη βάση του δόγματος Αϊζενχάουερ. Σε όλα αυτά τα γεγονότα, η Τουρκία του Μεντερές διαδραμάτιζε τον ρόλο του προωθημένου οπλίτη στους αγγλο-αμερικανικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, αμειβόμενη με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από τις ΗΠΑ (1957-58) και με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου από τους Βρετανούς.
15/11/2006

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ