Αρχική » Κοινοτισμός και ελληνική επαρχία

Κοινοτισμός και ελληνική επαρχία

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Κολέμπα, από το Άρδην τ. 56, Οκτώβριος – Νοέμβριος 2005

Μέσα στις χλιαρές, και πολλές φορές ανούσιες, συζητήσεις που εξακολουθούν να προκαλούν οι νόμοι για το ασφαλιστικό, την τρομοκρατία, τις εργασιακές σχέσεις κ.λπ., ας παρέμβουμε και ας μιλήσουμε για τα θεμελιώδη, ας ασχοληθούμε με τις ανθρώπινες δυνατότητες για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία, ας ασχοληθούμε με τη διατήρηση της ελπίδας για την ανάπτυξη της χειραφετημένης κοινωνίας, που οραματιζόμαστε.

Ζούμε σήμερα τη λεγόμενη «παγκοσμιοποιημένη» φάση της οικονομίας της αγοράς τόσο σε πλανητικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Οι κάθε είδους αγορές έχουν γίνει οι αόρατοι ρυθμιστές της καθημερινής ζωής στις πόλεις και στην ύπαιθρο της ελληνικής επικράτειας. Για τους «μη έχοντες και μη κατέχοντες», η ανάγκη για δράση και εισόδημα ταυτιζόταν, μέχρι τώρα, με την κατοχή μιας θέσης «μισθωτής εργασίας». Ακόμα και για τους αγρότες της χώρας, η ανάγκη αυτή ισοδυναμούσε με την παραγωγή προϊόντων, όχι και για τον εαυτό τους, αλλά σχεδόν αποκλειστικά για τον έμπορο, την εταιρεία και την απρόσωπη αγορά. Η ανάγκη για κοινωνικότητα και επαφή «ικανοποιούνταν» με την κατανάλωση εμπορευμάτων, αντίστοιχης της αγοραστικής τους δύναμης. Η ανάγκη για συντροφικότητα με την πυρηνική οικογένεια, η ανάγκη για ουσιαστική σχέση με τη φύση με τις μαζικές εξόδους των Σαββατοκύριακων και των διακοπών. Η ανάγκη για υγιεινή ζωή και διατροφή με επισκέψεις (για όσους μπορούσαν) στους κάθε είδους γιατρούς και «υγιεινάδικα». η ανάγκη για πολιτική δραστηριότητα ταυτιζόταν με τη συμμετοχή σε θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (κόμματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.λπ.).

Το τελευταίο όμως διάστημα, και όσο ολοκληρώνεται η διαμόρφωση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων από την παγκοσμιοποίηση στην ψηφιακή της μορφή (δεν υπάρχει ανάγκη παρουσίας των «νέων αποικιοκρατών»), όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις πιο πάνω ανάγκες και βρίσκονται εκτός του πλαισίου αυτής της εξέλιξης (είναι οι άνεργοι, οι «απόκληροι» και οι «αποκλεισμένοι» των πόλεων, είναι οι «γερασμένοι» αγρότες μας που δεν μπορούν να «αναδιαρθρωθούν» και να μετατραπούν σε επιχειρηματίες του αγροτικού τομέα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς).

Για να μπορέσουν να επιβιώσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και να διατηρήσουν, ιδίως οι νέοι, την ελπίδα για μια άλλη ποιότητα στη ζωή τους, πέρα από τη μιζέρια των πόλεων και της ελληνικής επαρχίας, μάλλον δεν θα στραφούν όλοι προς το κράτος, που έχει πάψει πια να έχει τη δυνατότητα να είναι «κοινωνικό» και να ικανοποιεί «σοσιαλδημοκρατικά» αιτήματα των τελευταίων χρόνων. Όλο και περισσότεροι από αυτούς θα προσπαθήσουν να βρουν διέξοδο πέρα από τα μεγασυστήματα που διαμορφώνουν τη ζωή τους και τους δημιουργούν το φόβο και το αίσθημα της αδυναμίας απέναντί τους. Θα χρειασθούν μια πολιτική ελπίδας, που θα τους κάνει να στραφούν προς τον κοινοτισμό σαν αντίποδα στην παγκοσμιοποίηση και στην κοινοτιστική ζωή σαν υλοποιήσιμη δυνατότητα του σήμερα (κι όχι του αύριο, αφού ανατραπεί η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση).

Η κοινοτιστική ζωή στις πόλεις μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Εδώ θα ασχοληθούμε με τις μορφές που μπορεί να πάρει στην ύπαιθρο. Η πρώτη επισήμανση που πρέπει να γίνει είναι ότι όλες αυτές οι μορφές θα είναι καλό να ενταχθούν σε ένα σχέδιο και να δημιουργήσουν ένα δίκτυο μεταξύ τους. Η δεύτερη επισήμανση είναι ότι μπορούν να πάρουν τη μορφή των οικοκοινοτήτων, όπου το συνθετικό «οικο» δεν έχει μόνο την τρέχουσα σημασία του οικολογικού περιεχομένου, αλλά και την αρχαιοελληνική έννοια του οίκου.

Τα βασικά χαρακτηριστικά τους, στην πρώτη φάση:
α) Πρώτα – πρώτα αποτελούν ριζοσπαστική απάντηση στις ανάγκες των ανθρώπων που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Απάντηση στην αδυναμία των ανέργων να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη, σε όσους εργάζονται «επ’ αμοιβή» αλλά δεν τους εκφράζει η «εργασία» τους, λύση για όσους παράγουν μη βιομηχανοποιημένα προϊόντα, για όσους πολυκαλλιεργούν ή εκτρέφουν με οικολογικό τρόπο και έχουν πρόβλημα διάθεσης ή βοήθειας στην παραγωγή, για όσους θέλουν προϊόντα μη τοξικά και δεν είναι σε θέση να τα παράγουν μόνοι τους. Για όσους έχουν ανάγκη από υγιεινή διατροφή, καλή υγεία και επανασύνδεση με τη φύση, για συντροφικότητα, αλληλεγγύη, κοινωνική επαφή και πολιτική δραστηριότητα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και, εν τέλει, για όσους έχουν ανάγκη από όλα αυτά.

β) Χαρακτηρίζονται από δημιουργική πολυδραστηριότητα των μελών τους, που έχουν στόχο όχι μόνο τη βιωσιμότητά τους, αλλά και την απελευθέρωση της σκέψης και της φαντασίας των μελών τους, την ενοποίηση της γνώσης και της πράξης, τη σύνδεση των δραστηριοτήτων με την ατομική και συλλογική διαχείριση του χρόνου. Την ανάπτυξη μη ιεραρχικών και μη εξουσιαστικών δομών, που θα οδηγούν στην αυτοανάπτυξη των δεξιοτήτων των ατόμων με αυτομόρφωση και συλλογική έρευνα.

γ) Στηρίζονται στην ανάπτυξη παραγωγικών τεχνικών που σέβονται το περιβάλλον, τις φυσικές ισορροπίες και τις άλλες μορφές ζωής. Στη χρήση ήπιων μορφών ενέργειας και τεχνολογίας προσιτής σε όλους, που θα έχει στόχο την αυτοδυναμία και την όσο το δυνατό μεγαλύτερη αυτάρκεια. Στην ανάπτυξη συλλογικών εξοπλισμών, συνεργατικών μορφών παραγωγής, μη χρηματικών ανταλλαγών (μπορούν να δημιουργήσουν «εσωτερικό» νόμισμα), στην κοινοκτημοσύνη, στην εξάλειψη των ανισοτήτων και των εξουσιαστικών – ιεραρχικών σχέσεων μεταξύ των μελών τους, ώστε να εξελίσσονται σε χώρους απελευθέρωσης από την κοινωνία της αγοράς, που αντιμάχονται την ερημοποίηση της υπαίθρου και προστατεύουν το τοπικό περιβάλλον.

δ) Στις σχέσεις τους με την υπόλοιπη κοινωνία λειτουργούν από τη μια ως παράδειγμα, από την άλλη ως ενεργή συλλογικότητα στα συμβαίνοντα και στα δρώμενα της αντίστοιχης περιοχής. Θα πρέπει να δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα του τύπου: 1) τι κάνουν, 2) πώς το κάνουν και 3) γιατί το κάνουν.

Να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι: ό,τι είναι δυνατό σε μικρή κλίμακα είναι δυνατό και σε μεγάλη, αρκεί να υπάρξουν οι αντίστοιχες κοινωνικές δυνάμεις που θα αναλάβουν το εγχείρημα. Ο άμεσος τρόπος που συνδέουν το οικονομικό, το κοινωνικό, το οικολογικό και το πολιτικό ζήτημα μπορεί να χρησιμοποιείται σαν παράδειγμα για την τοπική κοινωνία και τις υπάρχουσες κοινότητες ή δήμους, ιδιαίτερα στο επίπεδο των αποφάσεων, της αντιπροσώπευσης, της δράσης και της δημιουργίας αντίστοιχων δομών. Μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία τομέων κοινοτικής οικονομίας στα πλαίσιά τους, στην προώθηση της κοινοτιστικής αντίληψης και κοινοτιστικών θεσμών που θα αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους, έξω από το καθεστώς της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και της «Αυτοκρατορίας», όπως για παράδειγμα τα ιστορικά Αμπελάκια που είχαν οργανωθεί έξω από το καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, με μία έννοια, μπορούν να εξελιχθούν σε ιστορική συνέχεια των προσπαθειών, που υπήρχαν στο παρελθόν, στον ελλαδικό χώρο, για τον κοινοτισμό και τη δημιουργία μιας κοινωνίας ελευθερίας, αυτοσυνείδησης και συνεργασίας, με το πέρασμα από τη «δημώδη συλλογικότητα» στην «ατομικότητα εντός μιας ορθολογικής κοινότητας» (Μπούκτσιν). Ποια ακριβώς μορφή μπορούν να έχουν οι οικοκοινότητες απoφασίζεται από τους συμμετέχοντες, ανάλογα με τις δυνατότητες που υπάρχουν και τις συνθήκες που επικρατούν.

Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να πάρουν τις μορφές:
α) Μία συλλογικότητα αρκετών ανθρώπων (κρίσιμος αριθμός κάθε φορά) με διαφορετικές δεξιότητες (και όχι μόνο τη θέληση), αποφασίζουν όχι απλώς να βρουν κοινό χώρο διαμονής, αλλά και χώρο που να δίνει δυνατότητες για κοινές δραστηριότητες σε καθημερινή βάση. Αυτές οι δραστηριότητες θα πρέπει να είναι και οικονομικές, ώστε να εξασφαλίζεται εισόδημα βιωσιμότητας, τουλάχιστον για κάποιους από αυτούς. Μερικοί, στην αρχή, μπορούν να εξασφαλίζουν εισόδημα και από δραστηριότητες εκτός κοινότητας και να συμμετέχουν μερικά μόνο στις δραστηριότητες της κοινότητας. Αν π.χ. ο χώρος είναι ένα μεγάλο αγρόκτημα, τα μέλη μπορούν να ασχολούνται με την οικολογική αγροτική παραγωγή (φυτική – ζωϊκή), της οποίας τα προϊόντα από τη μία αυτοκαταναλώνονται, από την άλλη τα περισσεύματα διατίθενται τοπικά ή σε άλλες κοινότητες του δικτύου με τρόπο που θα επιλεγεί από τη συλλογικότητα. Επίσης μπορούν να οργανώσουν εργαστήρια, από ξυλουργεία και κεραμοποιεία μέχρι οινοποιεία ή τυροκομεία, καθώς και εργαστήρια παραδοσιακών επαγγελμάτων και να ασχολούνται με τις αντίστοιχες εργασίες τους. Μπορούν να οργανώσουν κοινή κουζίνα, χώρο απασχόλησης παιδιών, χώρο αυτοέκφρασης, χώρο υποδοχής επισκεπτών κ.λπ. Στόχος της η αυτοδυναμία-αυτάρκεια από τη μία και η οργανική σύνδεση με τα δρώμενα και τη καθημερινή ζωή των κατοίκων της γύρω περιοχής, καθώς και η σύνδεση με ανάλογες προσπάθειες αλλού και η συμμετοχή στα γενικότερα δρώμενα.

β) Με κέντρο μια πόλη και ένα χώρο, που είτε προϋπάρχει, είτε βρίσκεται στην πορεία, συγκεντρώνονται άτομα, νοικοκυριά, οικο-παραγωγοί, προϋπάρχουσες ομαδοποιήσεις κ.λπ. και, αφού συζητήσουν με βάση τα παραπάνω, αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια κοινότητα συνεργασίας, αλληλεγγύης και ανταλλαγών. Εδώ το οικονομικό περιεχόμενο έχει να κάνει με ανταλλαγές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασιών μεταξύ των μελών, στη βάση κοινού εσωτερικού νομίσματος, στη συλλογική χρήση μέσων και τεχνολογιών που αναπτύσσουν μέλη της κοινότητας (π.χ. μια ομάδα οργανώνει εργαστήριο επιπλοποιίας, επεξεργασίας φρούτων ή οινοποιείο και οποιοδήποτε άλλο μέλος μπορεί να χρησιμοποιήσει τις εγκαταστάσεις για να κάνει τα έπιπλά του, το κρασί του ή τις μαρμελάδες του, με τη βοήθεια της αντίστοιχης ομάδας) ή στις ανταλλαγές «από δεύτερο χέρι». Το κοινωνικό-πολιτιστικό περιεχόμενο μπορεί να αναχθεί σε δράσεις της μορφής: παιδικός σταθμός, ομάδα μουσικής και θεάτρου, μαθήματα αυτογνωσίας και εναλλακτικών θεραπειών, οργάνωση επισκέψεων σε κτήματα ή εργαστήρια κ.λπ. Το οικολογικό περιεχόμενο εκφράζεται από το ότι όλες οι δραστηριότητες, είτε ατομικές, είτε συλλογικές, χαρακτηρίζονται από τη σωστή προσέγγιση των σχέσεων ανθρώπου – φύσης (μη τοξικά υλικά, ήπια μέσα και ενέργεια κ.λπ.) Το πολιτικό περιεχόμενο εκφράζεται με την πολιτική παρέμβαση στην τοπική κοινωνία και την προώθηση αντίστοιχων δραστηριοτήτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (απαραίτητη π.χ. η έκδοση ενημερωτικού φυλλαδίου, η δημιουργία ιστοσελίδας κ.λπ.).

Μεταξύ των δύο παραπάνω μορφών, είναι προφανές ότι μπορούν να αναπτυχθούν πολλές παραλλαγές, όπως π.χ. κάποιοι που είναι ήδη αγρότες-βιοκαλλιεργητές και οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια γεωγραφική κοινότητα ή περιοχή, μπορεί να κοινοτικοποιήσουν τις εργασίες τους, τα μέσα που χρησιμοποιούν και τα προϊόντα τους.

Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχει ήδη ένα Δίκτυο (το Δίκτυο «οικο-κοινότητα»), που έχει βάλει, εκτός των άλλων, σαν στόχο να βοηθήσει προς τη κατεύθυνση της δημιουργίας τέτοιων οικο-κοινοτήτων, με το να εντοπίζει εθνικές γαίες, μοναστηριακές και εκκλησιαστικές περιοχές, παρατημένα χωριά και περιοχές, φθηνές ιδιωτικές περιοχές κ.λπ., κατάλληλες για εγκατάσταση ομάδων-ομαδοποιήσεων.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ