από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005
Η οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ανάδυση της Κίνας έχει πολλαπλές και πολυσήμαντες συνέπειες σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν αναφερθούμε:
Κατ’ αρχάς, και πιο άμεσα, η Κίνα, ως η αναδυόμενη νέα υπερδύναμη, ανατρέπει τις γεωπολιτικές ισορροπίες του μονοπολικού κόσμου που είχαν διαμορφωθεί μετά το 1989 και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η αμερικανική ηγεμονία στηρίζεται πλέον μόνο στη στρατιωτική υπεροχή ενώ έχει ήδη υπονομευτεί στο οικονομικό επίπεδο.
τα επακολουθα αυτής της ανατροπής είναι ανυπολόγιστα: στο οικονομικό πεδίο, ο μηχανισμός της παγκοσμιοποίησης μεταβάλλεται σε θανάσιμη παγίδα για τη Δύση και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Και αυτό όχι διότι απέτυχε, αλλά ακριβώς επειδή «πέτυχε». Πράγματι, η μεταφορά των επενδύσεων και της βιομηχανικής παραγωγής στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, και κατ’ εξοχήν στην Κίνα, που ανεδείχθη σε βασική στρατηγική της Δύσης και των πολυεθνικών για να ξεπεράσουν την κρίση της δεκαετίας του 1970, οδήγησε, εν τέλει, σε μεταφορά του επικέντρου της οικονομικής συσσώρευσης από τη Δύση στην Ανατολή. Η Δύση έπαψε να είναι το εργαστήρι του κόσμου. Και μπορεί οι δυτικές πολυεθνικές να αποκόμισαν μυθώδη κέρδη από τις επενδύσεις τους στην Κίνα (από τις 500 μεγαλύτερες δυτικές επιχειρήσεις οι 480 έχουν επενδύσεις και συμφέροντα σε αυτήν), αλλά οι περισσότερες δυτικές οικονομίες βυθίζονται στην κρίση και την ανεργία. Όσο για τις ΗΠΑ, έχουν ήδη ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα –μόνο με την Κίνα ξεπερνάει τα 160 δισ. δολάρια– έλλειμμα που καλύπτεται από τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου της Κίνας στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ διατηρούν το επίπεδο της οικονομικής τους δραστηριότητας, εξαρτημένες από τους πιστωτές τους, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Ευρώπη.
Δηλαδή η παγκοσμιοποίηση απέδωσε, η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων μειώνεται, αλλά η Δύση θα υποχρεωθεί πολύ σύντομα να βάλει η ίδια φραγμούς και εμπόδια σε μια επέκταση που μεταβλήθηκε σε μπούμερανγκ.
Οι γεωπολιτικές συνέπειες είναι εξ ίσου σημαντικές καθώς μεταβάλλεται το σύνολο των πλανητικών γεωπολιτικών δεδομένων.
Κατ’ αρχάς, στη θέση της Σοβιετικής Ένωσης, η Κίνα προβάλλει ως η νέα υπερδύναμη απέναντι στις ΗΠΑ, με μικρότερο μεν στρατιωτικό δυναμικό και γεωπολιτικό βάθος –καθώς δεν διαθέτει κάποιο ελεγχόμενο από αυτήν «στρατόπεδο»– αλλά μεγαλύτερο πληθυσμό, συνοχή και ικανότητα να ανταγωνιστεί την Αμερική στο πεδίο που θεμελίωσε την υπεροχή της, εκείνο της οικονομικής αποδοτικότητας. Η Κίνα αναδύεται, πριν απ’ όλα, ως οικονομικός ανταγωνιστής. Ωστόσο αναπτύσσει σταδιακώς και τη στρατιωτική αποτρεπτική της ισχύ, που θα της επιτρέψει σε ορισμένα χρόνια να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε αμερικανική επίθεση.
Η δυναμική επιστροφή της αχανούς αυτής χώρας αναδιατάσσει το παγκόσμιο σκηνικό. Οι χώρες της νοτιο-ανατολικής και της ανατολικής Ασίας, εκτός από την Ιαπωνία, προσανατολίζονται προς μια νέα περιφερειακή οικονομική και πολιτική ζώνη, με επίκεντρο την Κίνα, που αφήνει απ’ έξω τις μη ασιατικές δυνάμεις. Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας, που μόλις έχουν αποσπαστεί από τη ρωσική ηγεμονία, συνάπτουν προνομιακές οικονομικές σχέσεις με το Πεκίνο, ενώ και η Ρωσία –παρά τους φόβους της για το πληθυσμιακό δυναμικό της Κίνας στην Άπω Ανατολή, στα σύνορα με την «αδειανή» Σιβηρία– για την ώρα προσανατολίζεται σε μια στρατηγική συμμαχία με την νέα υπερδύναμη. Το ίδιο συμβαίνει με χώρες όπως το Ιράν για το οποίο, επίσης, η συμμαχία τόσο με την Κίνα όσο και με τη Ρωσία είναι ζωτικής σημασίας.
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης από το αφιέρωμα που ακολουθεί, η εμφάνιση της Κίνας στο παγκόσμιο σκηνικό προσφέρει μεγάλες δυνατότητες στην Λατινική Αμερική και την Αφρική, επαναπροσδιορίζοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ και τη Δύση. Παράμετρος που θα μας επιτρέψει ίσως να κατανοήσουμε γιατί, αιφνιδίως, οι Αγγλοαμερικανοί δείχνουν τόσο ενδιαφέρον για τα «πεινασμένα παιδιά» της Αφρικής.
Η εμφάνιση της Κίνας ως της αναδυόμενης δεύτερης υπερδύναμης, αναπροσανατολίζει τις παγκόσμιες γεωπολιτικές συντεταγμένες, επιτρέπει μεγαλύτερη αυτονομία και αυξημένες επιλογές σε όλες τις ενδιάμεσες, ακόμα και τις μικρές, δυνάμεις και ανοίγει το δρόμο για έναν πολυπολικό κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο η Ινδία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Λατινική Αμερική, εν τέλει δε και ο ισλαμικός κόσμος, θα συγκροτήσουν νέους αυτόνομους ή οιονεί αυτόνομους πόλους. Η ανάδυση της Κίνας, εάν επιβεβαιωθεί, δεν θα οδηγήσει σε έναν νέο διπολισμό, ανάλογον με εκείνον που ανεδύθη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά σε έναν πολυπολικό κόσμο. Σε αυτά τα πλαίσια, θα παίξει θετικό ρόλο και για τις δυνατότητες αυξημένης αυτονομίας χωρών όπως η Ελλάδα.
Ωστόσο, κάθε ανατροπή του status quo ενέχει και αυξημένους κινδύνους για την παγκόσμια ισορροπία και ειρήνη. Οι ΗΠΑ, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν άλλο αποφασιστικό στοιχείο υπεροχής εκτός από τη στρατιωτική τους ισχύ, ακολουθούν μία στρατηγική περικύκλωσης της Κίνας: Προσπαθούν να επανεξοπλίσουν την Ιαπωνία και να την στρέψουν εναντίον της, ρίχνουν λάδι στη φωτιά στην αντιπαράθεση της Κίνας με την Ταϊβάν, χρησιμοποιούν το ζήτημα της Βόρειας Κορέας για να αποτρέψουν οποιαδήποτε στρατηγική σύγκλιση μιας ενοποιημένης Κορέας με την Κίνα και, κυρίως, προσπαθούν να επαναπροσεγγίσουν την Ινδία, για να την μετατρέψουν σε στρατηγικό ανταγωνιστή της Κίνας στην Ασία. Τέλος, ένα από τα βασικά τους εγχειρήματα συνίσταται στον έλεγχο των χωρών που περιβάλλουν την Κίνα από τα δυτικά της, και μάλιστα όσων διαθέτουν πετρέλαιο, προκειμένου να δημιουργήσουν έναν απειλητικό κλοιό που θα αποδυναμώνει και θα στραγγαλίζει την ανερχόμενη υπερδύναμη. Γι’ αυτό και η επιμονή τους στο Αφγανιστάν, οι προσπάθειες ελέγχου του Ιράν, οι βάσεις στην Κεντρική Ασία και εν μέρει η εμπλοκή στο Ιράκ. Κατά συνέπεια, στην αμέσως προσεχή περίοδο, θα οξυνθούν αναπόφευκτα οι σχέσεις Κίνας – Αμερικής και θα πολλαπλασιαστούν οι αμερικανικές επιθετικές ενέργειες. Και αυτό παρόλο που οι αμερικανικές πολυεθνικές επωφελούνται από τη μεταβολή της Κίνας στο βιομηχανικό εργαστήρι που ρίχνει τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων, συγκρατεί τον παγκόσμιο πληθωρισμό και πολλαπλασιάζει τα κέρδη τους.
Το τέλος της δυτικής ηγεμονίας
Ωστόσο η ανάδυση της Κίνας –μιας χώρας ηπειρωτικών διαστάσεων, που από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα υπέστη αλλεπάλληλες ταπεινώσεις από τις δυτικές δυνάμεις και γνώρισε μεγαλύτερους ή μικρότερους αποικιακούς πολέμους στο έδαφός της– ως της ανερχόμενης υπερδύναμης, δεν σηματοδοτεί απλώς μια εσωτερική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στα πλαίσια του δυτικού κόσμου αλλά συνεπάγεται μια αλλαγή εποχής. Η παλαιά διαίρεση του πλανήτη σε «Μητροπόλεις» και «Τρίτο Κόσμο» παύει να αποδίδει πλήρως τη σύγχρονη κατάσταση, όταν, απέναντι στα 700 ή 800 εκατομμύρια πληθυσμό των μητροπόλεων, μια χώρα του «Τρίτου Κόσμου» όπως η Κίνα, με πληθυσμό 1,3 δισ., μεταβάλλεται σε ένα νέο παγκόσμιο βιομηχανικό και οικονομικό κέντρο και –το σημαντικότερο ίσως– η δική της ανάδυση συνοδεύεται από την ανταγωνιστική επιτάχυνση της ανάπτυξης και της επιβεβαίωσης μιας δεύτερης χώρας-ηπείρου, της Ινδίας, με 1,2 δισ. κατοίκους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, και παρ’ όλο που οι διαφορές του πλούτου και του εισοδήματος μεταξύ των μητροπόλεων και του Τρίτου Κόσμου παραμένουν αβυσσαλέες, η άνοδος της Κίνας σηματοδοτεί την αρχή της ανατροπής της διαίρεσης του κόσμου σε «κέντρο» και «περιφέρεια», που εγκαινιάστηκε από τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης και διατηρήθηκε για διακόσια χρόνια. Γιατί βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, ακόμα και γύρω στα 1800, το κατά κεφαλήν εισόδημα του Κινέζου ήταν ανάλογο με εκείνο των δυτικών, ενώ εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα ήταν τουλάχιστον δέκα πέντε φορές μικρότερο. Το κέντρο της οικονομικής συσσώρευσης μεταφέρθηκε στη Δύση και ο Τρίτος Κόσμος ακολουθούσε ασθμαίνοντας τον οικονομικό κύκλο, όπως τον όριζαν οι δυτικές δυνάμεις. Σήμερα η Κίνα παράγει το 30% της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα και είναι ήδη –σε πραγματικές αξίες– η πρώτη χώρα σε παραγωγικές επενδύσεις στον κόσμο, ενώ, με βάση την οικονομική της δραστηριότητα, ρυθμίζει τον παγκόσμιο οικονομικό κύκλο.
Μια εποχή λαμβάνει τέλος.
Συμπερασματικά, η άνοδος της Κίνας αποτελεί και την αρχή του τέλους της δυτικής κυριαρχίας, της υποταγής της Ανατολής στη Δύση. Η αποικιακή επέκταση, που εγκαινιάζεται με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και η οποία για οκτώ ολόκληρους αιώνες επέβαλλε το δυτικό πρότυπο ως το κυρίαρχο στην οικονομία, την επιστήμη, τον πόλεμο και τον πολιτισμό, γνωρίζει το τέλος της. Πορευόμαστε προς ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο όπου το δυτικό υπόδειγμα θα πάψει να κυριαρχεί και νέες συγκροτήσεις, νέοι συγκρητισμοί, θα προβάλλουν στο προσκήνιο της ιστορίας.
Τα όρια του κινέζικου θαύματος
Ωστόσο –και εδώ προσεγγίζουμε μια συσκοτισμένη μάλλον πλευρά του κινεζικού μετεώρου– η κινεζική ανάπτυξη δεν ανατρέπει μόνο την παγκόσμια γεωπολιτική και οικονομική ισορροπία, αλλά ταυτόχρονα επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό το ήδη ταχέως καταστρεφόμενο περιβάλλον, ενώ στο εσωτερικό της χώρας συνεπάγεται μιαν αυξανόμενη εκμετάλλευση των αγροτών και εργατών. Η καταστροφή του περιβάλλοντος και οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες σε μία χώρα που, μέχρι χθες, ήταν μάλλον εξισωτική είναι οι παράγοντες που απειλούν και αμαυρώνουν το κινέζικο «θαύμα».
Η περιβαλλοντική παράμετρος, βέβαια, έχει και τοπικές και πλανητικές διαστάσεις. Σε εθνικό-κινεζικό επίπεδο, απειλεί την εύθραυστη οικολογική ισορροπία μιας χώρας με περιορισμένες καλλιεργούμενες εκτάσεις (μόνο το 40% της καλλιεργούμενης έκτασης παγκοσμίως, κατά κεφαλήν), ανεπαρκείς φυσικούς πόρους και πρώτες ύλες και μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα, ιδιαίτερα στις ανατολικές επαρχίες. Τα ποτάμια της κινδυνεύουν να στερέψουν από την υπεράντληση, η ρύπανση στις πόλεις έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, ενώ η μόλυνση των υδάτων και των εδαφών, πλησιάζει ήδη σε απαγορευτικά επίπεδα.
Ταυτόχρονα, σε έναν κόσμο όπου το φαινόμενο του θερμοκηπίου έχει ήδη αρχίσει να αλλοιώνει το πλανητικό κλίμα, η βιομηχανική και η ταχέως διογκούμενη καταναλωτική (ιδιωτικά αυτοκίνητα, οικιακή κατανάλωση) ρύπανση, που προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου, και κατ’ εξοχήν από την Κίνα, θα προκαλέσει μια δραματική επιδείνωση και επιτάχυνση της οικολογικής κατάρρευσης του πλανήτη.
Έτσι η ταχύρρυθμη κινεζική ανάπτυξη κινδυνεύει να επιβραδυνθεί σύντομα από το περιβαλλοντικό κόστος, και ό,τι αυτό συνεπάγεται στην αγροτική παραγωγή, την απορρύπανση, κ.λπ., καθώς και από την σπάνι των πρώτων υλών. Επί πλέον, η διόγκωση του φαινομένου του θερμοκηπίου θα ενισχύσει και τις παγκόσμιες πιέσεις για αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης, ενώ το κόστος των πρώτων υλών θα καταστεί απαγορευτικό –βλέπε ήδη τι συμβαίνει με το πετρέλαιο– εξ αιτίας της αυξανόμενης ζήτησης των αναπτυσσόμενων χωρών.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στο κοινωνικό επίπεδο, οι ταξικές αντιπαραθέσεις θα οξυνθούν και θα αμφισβητήσουν την απρόσκοπτη συνέχεια του κινεζικού θαύματος, όπως και την επιβίωση ενός μοντέλου ανάπτυξης που στηρίζεται στα φτηνά εργατικά χέρια. Παράλληλα, θα κινδυνεύσει να μπει σε κρίση και το αντιδημοκρατικό μονοκομματικό μοντέλο του «κρατικού φιλελευθερισμού», που μέχρι σήμερα εξασφαλίζει μια σχετική πολιτική συναίνεση εξ αιτίας της ουσιαστικής ανόδου του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των Κινέζων.
Εξάλλου και η Δύση σε αυτά τα προβλήματα υπολογίζει για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την Κίνα: να οδηγηθεί εκ των ένδον σε αδιέξοδο η κινεζική πορεία. Και βέβαια, τίποτε δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί, ούτε και πιθανές περιβαλλοντικές καταστροφές ή κοινωνικές ανατροπές μεγάλης κλίμακας.
Το παγκόσμιο μοντέλο σε κρίση
Ακόμα όμως και εάν η κινεζική ανάδυση σημειώσει κάποιες οπισθοδρομήσεις, ακόμα και εάν αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί το παρόν μοντέλο σε παγκόσμια κλίμακα, ακόμα και εάν μια νέα επανάσταση ξεσπάσει στην Κίνα, ωστόσο, η μεγάλη ανατροπή έχει ήδη πραγματοποιηθεί: η Δύση δεν αποτελεί πλέον το αποκλειστικό κέντρο του κόσμου. Η ιστορία έχει ήδη μετακινηθεί προς τα ανατολικά. Και η Κίνα ξαναμπήκε στην παγκόσμια ιστορία από εκεί που είχε μείνει τον 15ο αιώνα, όταν επέλεξε το κλείσιμο στον εαυτό της και την ουράνια αυτοκρατορική τάξη.
Οι Κινέζοι, μετά τα μαθήματα των δύο προηγούμενων αιώνων, κατανόησαν πως δεν αρκεί να ασχολούνται με τα του οίκου τους για να απολαμβάνουν ειρήνη και ανεξαρτησία. Είναι υποχρεωμένοι, από τα ίδια τους τα μεγέθη, να παρακολουθούν τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο και να αφομοιώνουν ιδεολογίες, πρακτικές, επιστημονικές και παραγωγικές μεθόδους, ώστε να διαθέτουν την ικανότητα να προτείνουν και πάλι μια δική τους αντίληψη για τον κόσμο, να συνθέσουν το δυτικό με το κινεζικό. Ήδη, στην προηγούμενη περίοδο –της μακράς κινεζικής επανάστασης– χωρίς την οποία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την παρούσα, προσέλαβαν τις δυτικές αντιλήψεις της αστικής δημοκρατικής επανάστασης με τον Σουν γιατ Σεν και του Μαρξισμού με τον Μάο τσε Τουνγκ και τις προσάρμοσαν στις κινεζικές συνθήκες. Δημιούργησαν έτσι μια δική τους εκδοχή του σοσιαλισμού, στηριγμένη σε έναν συνδυασμό των δυτικών και των εγχώριων στοιχείων, του Κομφούκιου, του Λάο-Τσε και του Μαρξ. Ήδη δε, από τη δεκαετία του 1950, με τη Σύνοδο του Μπαντούγκ και τη διαμόρφωση του στρατοπέδου των Αδεσμεύτων και, ακόμα περισσότερο, στη δεκαετία του 1960 και του 1970, θα προσπαθήσουν και να εξαγάγουν το πολιτικό τους μοντέλο, στην κατεύθυνση μιας παγκόσμιας επανάστασης μαοϊκού τύπου.
Σήμερα, μετά τη –σχετική– αποτυχία της εξαγωγής της επανάστασης, επανακάμπτουν στο διεθνές προσκήνιο, στηριγμένοι πλέον όχι στο κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο και την ακτινοβολία της κινέζικης επανάστασης, αλλά στις εξαγωγές αναρίθμητων βιομηχανικών προϊόντων με τα οποία κατακλύζουν τις αγορές του πλανήτη και στις προνομιακές σχέσεις τις οποίες συνάπτουν με τις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Επειδή, όπως έχουμε πολλάκις τονίσει, ο πλανήτης μας είναι πολύ μικρός για να «χωρέσει» έναν απόλυτα παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό κόσμο, και μπορούσε να χωρέσει μόνο μια χούφτα αναπτυγμένων χωρών, η άνοδος της Κίνας –και των υπολοίπων χωρών του Τρίτου Κόσμου– θέτει σε κρίση το παγκόσμιο παραγωγικό και περιβαλλοντικό σύστημα. Το τελευταίο θα υποχρεωθεί πολύ σύντομα να μετασχηματιστεί προς την κατεύθυνση της περιστολής των εμπορικών ροών και της ενεργειακής βουλιμίας, προς ένα μοντέλο μεγαλύτερης αυτάρκειας και μικρότερης σπατάλης. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει κυριολεκτικά επαναστατικές ανατροπές, που αφορούν πρωτίστως και την Κίνα, η οποία έχει στηριχτεί σε ένα απόλυτα εξωστρεφές και ενεργειακά σπάταλο μοντέλο για την ανάπτυξή της και η οποία μπορεί να οδηγηθεί σε μια νέα περίοδο επαναστάσεων.
Και ίσως αυτή αποδειχτεί η σημαντικότερη συνέπεια της οικονομικής ανάδυσης της Κίνας, ότι δηλαδή οδηγεί το παγκόσμιο σύστημα στα όρια των αντοχών του και θα υποχρεώσει τον πλανήτη να μεταβάλει κατεύθυνση.
Υ.Γ. Το αφιέρωμα του Άρδην επιχειρεί –έστω και ακροθιγώς για ένα τέτοιο ζήτημα– να προσεγγίσει ταυτόχρονα τόσο τη συγκυρία, και τις γεωπολιτικές ανατροπές που επιφέρει η ανάδυση της Κίνας, όσο και τις συνέπειές της σε ένα γενικότερο πολιτισμικό πεδίο. Ωστόσο, δεν κατορθώσαμε να συμπεριλάβουμε, σε ένα ήδη ογκώδες αφιέρωμα, το σύνολο των κειμένων και των υπό ανάλυση θεμάτων –έτσι δεν περιελήφθησαν τα άρθρα του Σωτήρη Χαλικιά, του Γιώργου Καραμπελιά και πολλών άλλων, ιδιαίτερα δε εκείνων που αφορούν στις σχέσεις Ελλάδας-Κίνας –γι’ αυτό, υποχρεωτικώς, και θα επιστρέψουμε.