από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005
Το τεύχος του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 2005 του αμερικανικού περιοδικού Foreign Affairs περιελάμβανε ένα εκτεταμένο αφιέρωμα στην Κίνα. Δεδομένης της κομβικής σημασίας του περιοδικού στη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και της στενής του σχέσης με το νεο-συντηρητικό λόμπι της Ουάσινγκτον, θα ανέμενε κανείς μια φοβική αναφορά στον κίνδυνο του ανερχόμενου κινεζικού δράκοντα. Αντ’ αυτής υπήρχαν τέσσερα κείμενα –τα τρία γραμμένα από Κινέζους συγγραφείς– που υποστήριζαν την ανάγκη μιας σταδιακής και ομαλής ενσωμάτωσης της Κίνας στο διεθνές σύστημα. Άρθρα, μάλλον φιλικά, για την Κίνα δημοσιεύτηκαν τον τελευταίο καιρό και στον Economist. Δηλαδή, τα δύο σημαντικότερα –το καθένα στον τομέα του– αγγλοσαξονικά περιοδικά της παγκοσμιοποίησης δείχνουν μια –από πρώτη άποψη– περίεργη τάση ευνοϊκής αποδοχής της κινεζικής ανόδου. Σε αντίθεση μάλιστα με ανάλογες τοποθετήσεις των ίδιων περιοδικών πριν από ορισμένα χρόνια, που εφιστούσαν την προσοχή στον κινεζικό «κίνδυνο».
Την απάντηση σε αυτή την φαινομενικά παράδοξη τοποθέτηση μάς τη δίνει μάλλον ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Economist (τεύχος 30ης Ιουλίου – 5ης Αυγούστου 2005) το οποίο υπογραμμίζει πως η είσοδος της Κίνας, της Ινδίας και των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην παγκόσμια αγορά διπλασίασε τη συνολική εργατική δύναμη του πλανήτη και είχε σαν συνέπεια να πέσουν οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων, να αυξηθούν τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων και να μειωθούν αναλογικώς οι μισθοί στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Έτσι η άνοδος της Κίνας αποφέρει μεγάλα κέρδη στις πολυεθνικές, παρόλο που απειλεί την πρωτοκαθεδρία της Δύσης και οξύνει την κοινωνική κρίση και την ανεργία. Όπως έλεγε ο Λένιν, «οι καπιταλιστές είναι ικανοί να σου πουλήσουν και το σκοινί με το οποίο θα τους κρεμάσεις» αρκεί να κερδίζουν. Σύμφωνα με τον Στέφεν Ρόατς της Μόργκαν Στάνλεϋ, η άνοδος των μισθών στις ΗΠΑ, σε εποχή οικονομικής ανάκαμψης, από τον Νοέμβριο του 2001 έως το 2005 ήταν μόλις 11%, ενώ στους πέντε προηγούμενους ανάλογους κύκλους είχε φτάσει το 17% και σε όλες τις δυτικές χώρες, η άνοδος της παραγωγικότητας ξεπέρασε τις αυξήσεις των μισθών. Παράλληλα το 2004, τα κέρδη των αμερικανικών επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 75 χρόνων, ενώ στις 7 μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες βρέθηκαν στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων 25 ετών. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι ετήσιες επενδύσεις ξένων κεφαλαίων στην Κίνα φθάνουν τα 60 δισ. δολάρια. Αν σε αυτά προστεθεί ότι η Κίνα, η Ιαπωνία και η Γερμανία καλύπτουν το έλλειμμα των εξωτερικών συναλλαγών των ΗΠΑ με τις επενδύσεις τους σε αυτήν, τότε έχουμε μια πλήρη ερμηνεία αυτών των «καπιταλιστικών αντιφάσεων»: η Κίνα λειτουργεί μάλλον ως πολλαπλασιαστής των κερδών για τις πολυεθνικές και ως εκ τούτου αντιμετωπίζεται ευμενώς από τους δημοσιογραφικούς τους εκφραστές.
Γ.Κ.