από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004
Ένας απο τους κλαδους του δικαίου, στους οποίους είναι ευδιάκριτα τα ίχνη της διαβάσεως των σταυροφόρων από την Ελλάδα, είναι η Δικονομία. Η δυτική επίδραση γίνεται αισθητή στην εφαρμογή κάποιων αποδεικτικών μέσων που –υπό τη μορφή τουλάχιστον που εμφανίστηκαν– δεν ήταν προηγουμένως σε χρήση. Να τι προκύπτει από τις ιστορικές πηγές.
Το 1253 έγινε στη Νίκαια μία πολύκροτη δίκη. Κατηγορούμενος ήταν ο γόνος γνωστών οικογενειών του Βυζαντίου, ο Μιχαήλ Κομνηνός Παλαιολόγος, που ανέβηκε αργότερα στον θρόνο του Βυζαντίου ως Μιχαήλ Η’. Η κατηγορία ήταν πολύ βαριά: του αποδόθηκε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα Ιωάννου Γ’ Δούκα Βατάτζη. Τα γεγονότα περιγράφονται από δύο ιστορικούς της εποχής εκείνης, τον Γεώργιο Ακροπολίτη και τον Γεώργιο Παχυμέρη. Μολονότι οι δύο περιγραφές δεν συμπίπτουν απόλυτα, τα αποδεικτικά μέσα που μας ενδιαφέρουν εμφανίζονται και στις δυο.
Ο Ακροπολίτης υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, γιατί ο αυτοκράτορας τον είχε ορίσει μέλος του δικαστηρίου που θα δίκαζε τον Παλαιολόγο. Στη διήγησή του διακρίνει δύο φάσεις της όλης διαδικασίας. Κατά την πρώτη εξετάζονται δυο κάτοικοι του Μελένικσυ σε σχέση με μία διάδοση, ότι ο Μιχαήλ επρόκειτο να συνάψει συμφωνία με τους Βουλγάρους, αφού λάβει ως σύζυγο την αδελφή του ηγεμόνα τους. Κατά την εξέταση ο ένας, που εμφανιζόταν ως κατήγορος, ισχυριζόταν ότι όλα αυτά ήταν γνωστά στον Μιχαήλ, ενώ ο άλλος αντέτεινε, ότι ο Μιχαήλ δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις φήμες αυτές. Αφού εξαντλήθηκαν όλα τα προβλεπόμενα ανακριτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων και βασάνων, επειδή δεν υπήρχαν άλλοι μάρτυρες εκτός από τους δύο, τους επιβλήθηκε το αποδεικτικό μέσο της “δικαστικής μονομαχίας”. Τα περιστατικά περιγράφονται από τον Ακροπολίτη ως εξής: “Ο μεν ένας ανέλαβε τον ρόλο του κατηγόρου και ο άλλος προσπαθούσε να απολογηθεί (…). Ανακρίθηκε λοιπόν με χρήση βασάνων, αλλά παρ’ όλα αυτά ισχυριζόταν χωρίς να υποχωρεί, ότι ο Κομνηνός Μιχαήλ δεν μπορούσε να έχει την παραμικρή ιδέα για όσα του αποδίδονταν. Ο κατήγορος αντιθέτως επέμενε, ότι ο Μιχαήλ Κομνηνός γνώριζε, τα πάντα. Αφού δεν υπήρχαν μάρτυρες, τους προτάθηκε τότε ένα στρατιωτικό μέσο αποδείξεως, η απόδειξη με μονομαχία. Οπλίστηκαν λοιπόν και οι δύο και μπήκαν στο στάδιο, ήλθαν σε σύγκρουση και ηττήθηκε ο κατηγορούμενος πέφτοντας από το άλογο· νικητής ήταν ο κατήγορος”. (A. Heisenberg / P. Wirth, Georgii Acropolitae Opera, τ. 1, Stuttgart 1978, σ. 94, 18-95, 9).
Μετά την έκβαση αυτή της μονομαχίας στράφηκε η ανάκριση απευθείας κατά του Μιχαήλ, από τον οποίο ζητούσαν οι δικαστές να αποκρούσει τις εναντίον του φημολογίες με την τέλεση κάποιου “θαύματος”. Πριν προχωρήσουμε στην αφήγηση των ιστορικών πρέπει να εξηγήσουμε, σε τι συνίστατο αυτό το “θαύμα”. Πρόκειται για την απόδειξη του πυρακτωμένου σιδήρου, που περιγράφει πολύ παραστατικά ο άλλος ιστορικός, ο Παχυμέρης, εξιστορώντας όσα συνέβαιναν στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη (1222-1254), οπότε υπό την επήρεια ψυχικής νόσου ο αυτοκράτορας έβλεπε παντού συνωμότες που προσπαθούσαν να τον δολοφονήσουν με μαγικά μέσα. “Το μόνο που μπορούσε να σώσει όσους τελούσαν υπό μια τέτοια κατηγορία”, γράφει ο Παχυμέρης, “ήταν αν αποτολμούσαν να σκύψουν και να σηκώσουν με το χέρι τους ένα κομμάτι πυρακτωμένο από τη φωτιά σίδερο, που το αποκαλούσαν άγιο, και κρατώντας το να κάνουν τρεις γύρους, αφού προηγουμένως είχαν υποβληθεί σε εξαγνισμό επί τρεις μέρες με νηστεία και προσευχή. Στη διάρκεια αυτών των ημερών έπρεπε να μείνει το χέρι τους περιτυλιγμένο με επίδεσμο, που θα είχε ασφαλιστεί με σφραγίδες, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να περιοριστεί το έγκαυμα με επάλειψη κάποιων ουσιών”. (A. Failler, Georges Pachymιrθs: Relations historiques I. Livres I-III, Paris 1984, σ. 55, 4-9). Αν μετά τη δοκιμασία αυτή το χέρι του υπόχρεου σε απόδειξη είχε παραμείνει ανέπαφο, τότε το αποδεικτέο θέμα είχε αποδειχθεί.
Επανερχόμαστε στη συνέχεια της δίκης. Η αντίδραση του Μιχαήλ στους λόγους των δικαστών υπήρξε άμεση: “Αν μεν παρίστατο κατήγορος”, είπε, “θα μονομαχούσα μαζί του και θα αποδείκνυα τη συκοφαντία. Αφού όμως δεν υπάρχει, με ποια κατηγορία δικάζομαι;” (Ακροπολίτης, ό.π., σ. 96, 10-13). Συγχρόνως διατύπωσε τις έντονες αντιρρήσεις του γι’ αυτό το είδος αποδεικτικής διαδικασίας. Ο παρών εκεί μητροπολίτης Φιλαδέλφειας Φωκάς, άνθρωπος του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος, προσπαθούσε να τον πείσει να υποστεί τη δοκιμασία “για να σώσει την τιμή τη δική του και της οικογένειάς του”. Ο Μιχαήλ απέφυγε την πρόκληση με επιδέξιο τρόπο, λέγοντας ότι, παρά τις επιφυλάξεις του, θα δεχόταν να υποβληθεί σ’ αυτό το μέσο αποδείξεως υπό έναν όρο: να του δώσει με τα χέρια του ο μητροπολίτης, φορώντας τα άμφιά του, το πυρακτωμένο σίδερο, μια και το αποκαλούσαν “άγιο”. Μπροστά σ’ αυτή την αξίωση του Μιχαήλ έκανε πίσω ο Φωκάς και αναγκάστηκε να παραδεχθεί το ασυμβίβαστο του αποδεικτικού αυτού μέσου με την κρατούσα τότε έννομη τάξη λέγοντας: “Καλό μου παιδί, αυτό δεν ανήκει στη δική μας, τη ρωμαϊκή, τάξη, αλλ’ ούτε είναι εκκλησιαστική παράδοση, δεν έχει παραληφθεί βεβαίως από τους πολιτειακούς νόμους, ούτε πιο πριν από τους ιερούς κανόνες. Αυτή η μέθοδος προέρχεται από τους βαρβάρους και σε μας είναι άγνωστη, εκτελείται δε μόνο ύστερα από διαταγή βασιλική”. (Ακροπολίτης, ό.π., σ. 98, 5-9). Τελικώς έκλεισε η υπόθεση με όρκο πίστης προς τον αυτοκράτορα, τον οποίο έδωσε ο Μιχαήλ ενώπιον του πατριάρχη Μανουήλ.
Τα περιστατικά παραλλάσσουν στη διήγηση του Παχυμέρη ως προς τα εξής σημεία. Τη συνωμοσία κατήγγειλε δούλος, που εμφανίστηκε ως κατήγορος. Ύστερα απ’ αυτό ο Μιχαήλ, που στο μεταξύ είχε συλληφθεί και φυλακιστεί, ήθελε να αποδείξει την αθωότητά του με το μέσο της μονομαχίας, εφόσον υπήρχε αδυναμία μαρτυρικής αποδείξεως: “Επειδή δε δεν ήταν δυνατό να αποδειχθεί η κατηγορία, και παράμενε αβέβαιο το αν έλεγε την αλήθεια ο κατήγορος, όπως εκείνος ισχυριζόταν, ή ήταν όλα συκοφαντίες, ο Παλαιολόγος, αποκρούοντας την κατηγορία, ήταν έτοιμος να μονομαχήσει για να λάμψει η αλήθεια, σύμφωνα με ένα παλαιό έθιμο που εφαρμοζόταν από τους βασιλείς στις περιπτώσεις των αμφίβολων καταγγελιών. Τελικά όμως δεν μπόρεσε να διαλύσει τελείως τις υποψίες και να αποσείσει την κατηγορία για απιστία, και έμεινε κλεισμένος επί πολύ στη φυλακή υπό το βάρος της κατηγορίας” (Παχυμέρης, ό.π., σ. 37,19 επ.). Την απαλλαγή, τέλος, του Μιχαήλ με την παροχή όρκου πίστης μνημονεύει και ο Γεώργιος Παχυμέρης.
Οι διαφοροποιήσεις των δύο περιγραφών ως προς τα δύο αποδεικτικά μέσα, που, όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό, αποτελούν μορφές θεοκρισίας, δεν είναι ουσιώδεις. Τη δικαστική μονομαχία ο μεν Ακροπολίτης χαρακτηρίζει ως “στρατιωτική απόδειξη” ενώ ο Παχυμέρης γράφει γι’ αυτήν, ότι είναι παλαιά συνήθεια που έχει επικρατήσει για την απόδειξη της αλήθειας, όταν κρίνονται από τους βασιλείς άλλως αναπόδεικτες κατηγορίες, Τη στιχομυθία με τον μητροπολίτη Φωκά σε σχέση με τη δοκιμασία του πυρακτωμένου σιδήρου δεν αναφέρει ο Παχυμέρης, δοθέντος ότι δεν ήταν παρών, όπως ο Ακροπολίτης, κατά τη δίκη του Μιχαήλ. Τη συγκεκριμένη αποδεικτική διαδικασία γνωρίζει όμως καλά, όπως προκύπτει από την περιγραφή της που παρατέθηκε πιο πάνω. Σημειώνει δε εκεί, ότι σε νεαρή ηλικία είχε τύχει να παρακολουθήσει συχνά τη διεξαγωγή αυτής της δοκιμασίας και θυμόταν ότι, κατά θαυμαστό τρόπο, αρκετές φορές παρέμειναν άθικτοι όσοι την είχαν υποστεί. Σε άλλο σημείο δε του έργου του επαινεί τον Μιχαήλ Η’ για την κατάργηση όλων των μορφών θεοκρισίας, τόσο της μονομαχίας όσο και του πυρακτωμένου σιδήρου, που ήταν σε ημερήσια διάταξη στα χρόνια του Ιωάννη Βατάτζη. Παρατηρεί δε ότι έτσι περιορίστηκαν και οι συκοφαντικές κατηγορίες: “(…) δεν γινόταν πλέον λόγος για άδικους φόρους, ούτε αφηνόταν περιθώριο σε διαβολές, τέλος οι μονομαχίες που επάγονταν εξαιτίας τους, τέλος και το [πυρακτωμένο σίδερο], ώστε αν κάποιος από τους αξιωματούχους που ασκούσε εξουσία τολμούσε να επιβάλει την απόδειξη του πυρακτωμένου σιδήρου, τον απειλούσε σοβαρός κίνδυνος [να υποστεί βαριά ποινή]”. (Παχυμέρης, ό.π., σ. 131,21-24).
Η επαφή με πυρακτωμένο σίδερο ως αποδεικτικό μέσο εμφανίζεται την ίδια περίπου εποχή και σε άλλη περιοχή. Λίγες δηλαδή δεκαετίες πριν από τη δίκη του Μιχαήλ Παλαιολόγου τη συναντάμε σε τρία εκκλησιαστικά έγγραφα του κράτους της Ηπείρου, ένα του μητροπολίτη Ναυπάκτου, Ιωάννου Αποκαύκου και δύο του αρχιεπισκόπου Αχρίδας, Δημητρίου Χωματηνού. Ιδού τι προκύπτει από τα τρία έγγραφα.
Στη διάρκεια μιας περιοδείας του στην Άρτα πληροφορήθηκε ο Απόκαυκος, ότι ένας από τους γαιοκτήμονες της περιοχής είχε διώξει τη γυναίκα του από το σπίτι, επειδή την είχαν κατηγορήσει ότι διατηρούσε σχέσεις με έναν υποτακτικό του. Στο έγγραφο περιγράφεται η προσπάθεια του μητροπολίτη να συμφιλιώσει το ζευγάρι, πείθοντας τον σύζυγο, ότι δεν δικαιούται να δώσει πίστη σε συκοφαντίες χωρίς απτές αποδείξεις. Ο τελευταίος όμως δήλωσε, ότι τότε μόνο θα δεχόταν να συμβιώσει πάλι με τη γυναίκα του, αν αποδεικνυόταν η αθωότητά της με τη δοκιμασία του σιδήρου. Ο Απόκαυκος απέκρουσε αμέσως την πρόταση, λέγοντας ότι αυτός ο «νόμος» είναι ξενόφερτος (βαρβαρικός) και είναι άγνωστος στο εκκλησιαστικό δίκαιο, επομένως ο ίδιος –ο Απόκαυκος– δεν μπορεί ως επίσκοπος να εφαρμόσει τέτοιο έθιμο. Ο σύζυγος ωστόσο με τη στρατιωτική του νοοτροπία δεν συμμεριζόταν τα επιχειρήματα του μητροπολίτη και ήταν αμετάπειστος. Ενόψει λοιπόν του αδιεξόδου, επειδή δε και η γυναίκα δεχόταν να υποβληθεί σ’ αυτή τη δοκιμασία για να αποδείξει ότι είναι αθώα, υποχώρησε ο Απόκαυκος και εξέδωσε προδικαστική απόφαση, με την οποία ανέθεσε σε έναν ηγούμενο της περιοχής εκείνης τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης αποδείξεως. Ενδιαφέρουσα στην υπόθεση αυτή είναι η αιτιολογία της κρίσης: “Όταν επιβάλλεται επιλογή ανάμεσα σε δύο κακά”, γράφει ο Απόκαυκος, “ένα μεγάλο και ένα μικρότερο, όπως εδώ ανάμεσα στη διάλυση του γάμου και στην ικανοποίηση της παράνομης αξιώσεως του συζύγου, τότε πρέπει να δέχεται κανείς το μικρότερο κακό για να αποφύγει το μεγαλύτερο” (M. Th. Fögen, “Ein heisses Eisen”, στο Rechtshist Journal 2 [1983] 85-96).
Το πρώτο από τα δύο έγγραφα του Χωματηνού, που απευθύνεται προς τον επίσκοπο Ιωαννίνων, προκλήθηκε από τα εξής πραγματικά περιστατικά. Ένας διάκονος και ταβουλλάριος της επισκοπής Ιωαννίνων είχε περιουσιακές διαφορές με κάποιον λαϊκό. Ο τελευταίος απέκρουσε σχετική αγωγή του διακόνου, αποδεικνύοντας το αβάσιμο της αξιώσεως με το μέσο του πυρακτωμένου σιδήρου, το οποίο είχε επιτρέψει το αρμόδιο κοσμικό δικαστήριο. Μετά την απόρριψη της αγωγής, απευθύνθηκε ο επίσκοπος Ιωαννίνων στον ιεραρχικώς προϊστάμενο αρχιεπίσκοπο, με το ερώτημα, αν όφειλε να καθαιρέσει τον ενάγοντα διάκονο και να του αφαιρέσει το αξίωμά του, εφόσον αποδείχθηκε συκοφάντης. Από το πιο πάνω ιστορικό προκύπτει ότι το αποδεικτικό αυτό μέσο εφαρμοζόταν –άγνωστο σε ποια έκταση– από τις πολιτειακές δικαστικές αρχές. Ο Χωματηνός ωστόσο αρνήθηκε να αναγνωρίσει αποδεικτική αξία στη δοκιμασία του πυρακτωμένου σιδήρου που είχε διατάξει ένα κοσμικό δικαστήριο της Ηπείρου και είχε επιτυχώς υποστεί ο εναγόμενος και απάντησε στον επίσκοπο Ιωαννίνων, ότι ναι μεν μερικοί δέχονται τη δοκιμασία ως υποκατάστατο του όρκου, προκειμένου να βεβαιωθούν δικαστικώς αμφισβητούμενα περιστατικά, όμως δεν αναγνωρίζεται ούτε από το εκκλησιαστικό, ούτε από το πολιτειακό δίκαιο, πρώτον γιατί είναι βαρβαρικής προελεύσεως, και δεύτερον γιατί είναι πολύ αμφίβολη η αποτελεσματικότητά του. Κατά τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας πολλοί ένοχοι απέφυγαν την τιμωρία, επειδή κατάφεραν με διάφορα τεχνάσματα να παραμείνουν άθικτοι από το πυρακτωμένο σίδερο. Επομένως, γράφει, δεν είναι επιτρεπτή η δίωξη του διακόνου για συκοφαντία πριν εκδικαστεί (και απορριφθεί) η αγωγή του με βάση τους ρωμαϊκούς νόμους. Από την απάντηση αυτή συνάγεται ότι η Εκκλησία, όχι μόνον αποδοκίμαζε το εν λόγω αποδεικτικό μέσο ως αντίθετο στους νόμους της Πολιτείας και τους ιερούς κανόνες, αλλά –επί πλέον– αμφισβητούσε και το αδιάβλητο της διεξαγωγής του (G. Prinzing, Demetrii Chomateni Ponemata Diaphora, Βερολίνο κ.λπ. 2002, σ. 302 επ.).
Το δεύτερο έγγραφο αφορά υπόθεση διαζυγίου λόγω μοιχείας που συζητήθηκε ενώπιον του αρχιεπισκοπικού δικαστηρίου, μετά από κατηγορία που διατύπωσε ένας κάτοικος της Βέροιας, ο Μιχαήλ Γουναρόπουλος, κατά του διοικητή της πόλης αυτής, ότι έχει σχέσεις με τη γυναίκα του, πράγμα που ο κατηγορούμενος αρνείτο. Στο δικαστήριο μετείχε και ο μητροπολίτης Βέροιας που παρουσίασε ένα έγγραφο από το οποίο προέκυπτε, ότι με την εκδίκαση της υποθέσεως αυτής είχε προηγουμένως ασχοληθεί ο αδελφός του ηγεμόνα της Ηπείρου, Μανουήλ ο Δούκας ύστερα από εντολή του αδελφού του. Κατά τη συζήτηση εκείνη οι μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν ότι μόνον από φήμες έχουν ακουστά για τη μοιχεία. Μη έχοντας λοιπόν άλλους μάρτυρες ζήτησε ο μηνυτής να του επιτραπεί να αποδείξει την κατηγορία με τη δοκιμασία του πυρακτωμένου σιδήρου –αίτημα που το δικαστήριο δεν απέρριψε μεν, αλλά εξάρτησε τη διεξαγωγή της αποδείξεως από την έγκριση του αρχιεπισκόπου. Επομένως το κοσμικό δικαστήριο παρέπεμψε ουσιαστικώς την υπόθεση στο εκκλησιαστικό. Εκεί προσπάθησε ο Γουναρόπουλος να αποδείξει τους ισχυρισμούς του προσκομίζοντας διάφορα έγγραφα, και πάλι όμως χωρίς επιτυχία. Οπότε ο Χωματηνός, ενόψει της ελλείψεως αποδεικτικών μέσων, τη μεν θεοκρισία απέκλεισε για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στο πρώτο έγγραφο, δηλαδή ως αποδεικτικό μέσο παράνομο και αντικανονικό, και συνέστησε στον μηνυτή να συνεχίσει τη συμβίωση με τη γυναίκα του, εκτός αν εκείνη πλέον ζητήσει τη λύση του γάμου, δοθέντος ότι η συκοφαντική κατηγορία της παρέχει λόγο διαζυγίου (Prinzing, ό.π., σ. 398 επ.).
Από τις πηγές που μνημονεύθηκαν πιο πάνω, νομικές και, φιλολογικές, συνάγεται ότι οι δύο συγκεκριμένες μέθοδοι διεξαγωγής της θεοκρισίας, δηλαδή η δικαστική μονομαχία και η δοκιμασία με το πυρακτωμένο σίδερο, ήταν μάλλον συχνές στη δικαστηριακή πρακτική των κρατών που προέκυψαν μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους το 1204, τόσο στη Νίκαια όσο και στην Ήπειρο. Η διαπίστωση αυτή αφορά τα κοσμικά δικαστήρια, δοθέντος ότι οι εκκλησιαστικοί δικαστές διακήρυσσαν, ιδίως ως προς τη δοκιμασία με το πυρακτωμένο σίδερο, ότι η διαδικασία αυτή λόγω της βαρβαρικής της προελεύσεως είναι τελείως ξένη και άγνωστη στους ρωμαϊκούς νόμους, στους ιερούς κανόνες και γενικώς στην παράδοση της Εκκλησίας.
Τα δύο αυτά αποδεικτικά μέσα εμφανίζονται και στις “Ασσίζες του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ” υπό τους όρους bataille, το πρώτο, και joise, jouise ή juyse, το δεύτερο. Στην ελληνική μετάφραση των Ασσιζών που ίσχυε στο Βασίλειο της Κύπρου οι ίδιοι όροι αποδόθηκαν ως “πατάλια” ή “πόλεμος” και “τζουίζα/τζουίζε” (Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. ΣΤ’, Ασίζαι του Βασιλείου των Ιεροσολύμων και της Κύπρου, Βενετία-Παρίσι 1877, σ. 204 επ.).
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ως προς το ότι οι συντάκτες των Ασσιζών χρησιμοποίησαν δυτικές πηγές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο δρόμος της εισαγωγής της θεοκρισίας υπό τη μορφή της μονομαχίας και του πυρακτωμένου σιδήρου στη βυζαντινή δικαστηριακή πρακτική περνούσε μέσα από τα Ιεροσόλυμα και την Κύπρο, πρώτον, γιατί η γραπτή καθιέρωση της και στους δύο τόπους φαίνεται να συντελέσθηκε μετά την Δ’ σταυροφορία, και δεύτερον, επειδή δεν μαρτυρούνται πολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα σε Νίκαια και Κύπρο τόσο στενές, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά δικαϊκών θεσμών. Ο δρόμος που ακολούθησαν τα δύο αποδεικτικά μέσα για να εισδύσουν στον νομικό βίο της αυτοκρατορίας της Νικαίας είναι πιθανότατα η κατ’ αρχήν εξοικείωση του πληθυσμού με δυτικούς θεσμούς λόγω της διαβιώσεως στην πρωτεύουσα, πολύ πριν από το 1204, μεγάλου αριθμού αλλοδαπών, η οποία, αφού επεκτάθηκε, έλαβε συγκεκριμένη μορφή μετά την κατάληψη της Πόλης από τους σταυροφόρους. Ειδικά ως προς την Ήπειρο, τα κοσμικά δικαστήρια της οποίας συχνά, όπως είδαμε, κατέφευγαν στην απόδειξη με το πυρακτωμένο σίδερο, και μάλιστα τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις, έχω τη γνώμη ότι η εισαγωγή δυτικών πολιτισμικών στοιχείων πραγματοποιήθηκε εκεί πριν από τις ανατολικές περιοχές του βυζαντινού κράτους, επειδή στη Δυτική Ελλάδα, λόγω της γειτνιάσεώς της με τη Ιταλία, ήταν η επαφή με τη Δύση πολύ πιο άμεση. Η μετακίνηση στρατευμάτων έπαιξε εν προκειμένω ασφαλώς σημαντικό ρόλο, γι’ αυτό και τα δύο αποδεικτικά μέσα, για τα οποία γίνεται εδώ λόγος, επικράτησαν στα όργανα