Αρχική » Το φαινόμενο Τσοβόλα

Το φαινόμενο Τσοβόλα

από Άρδην - Ρήξη

του Α. Παναγόπουλου, από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004

Πόσες πι­θα­νοτη­τες έ­χει σή­με­ρα έ­νας αυ­το­δη­μιούρ­γη­τος άν­θρω­πος, γιος α­γω­γιά­τη, να ε­πι­τύ­χει στην πο­λι­τι­κή με μό­να ε­φό­δια την α­διαμ­φι­σβή­τη­τη ευ­φυ­ΐ­α του, την α­κέ­ραια η­θι­κή του και τον α­τα­λά­ντευ­τό του πα­τριω­τι­σμό; Μό­νο μέ­χρις ε­νός ο­ρι­σμέ­νου ση­μεί­ου. Μπο­ρεί να τε­λειώ­σει τη Νο­μι­κή, να ε­νερ­γο­ποι­η­θεί ε­πι­τυ­χώς σε έ­να με­γά­λο κόμ­μα ε­ξου­σί­ας και να φθά­σει μέ­χρι και ε­πι­τυ­χη­μέ­νος υ­πουρ­γός, αλ­λά πλέ­ον ού.

Μπο­ρεί να έ­χει έ­ξω­θεν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α, να πέ­τυ­χε ως υ­πουρ­γός ε­πί 8 χρό­νια, μπο­ρεί να σή­κω­σε πά­νω του με η­θι­κό κου­ρά­γιο και α­κα­τά­βλη­το σθέ­νος τα βά­ρη ό­λων των α­μαρ­τιών κά­ποιων ε­νό­χων της πα­ρά­τα­ξής του. Αλ­λά ό­ταν α­πο­φα­σί­σει να ι­δρύ­σει κόμ­μα, τό­τε θα βρε­θεί α­ντι­μέ­τω­πος με το αρ­ρα­γές σύ­στη­μα των 300 οι­κο­γε­νειών της χώ­ρας και της ελ­λη­νι­κής α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας.

Για­τί ως δευ­τε­ρο­βάθ­μιος εί­ναι α­νε­κτό να δια­πρέ­ψει, α­κό­μα και να πρω­τεύ­σει, αλ­λά ως πρω­το­βάθ­μιος ό­χι. Για­τί α­πει­λεί την πα­ρα­δο­μέ­νη τά­ξη πραγ­μά­των. Για­τί ε­δώ δεν ι­σχύ­ει το της ά­με­σης πε­ρί­κλειας δη­μο­κρα­τεί­ας του αρ­χαί­ου α­θη­να­ϊ­κού τύ­που “ου δ’ αυ κα­τά πε­νί­αν […] α­ξιώ­μα­τος, α­φα­νεί­α κε­κώ­λυ­ται…” (Θουκ., 2.37,9). Ε­δώ “πά­ντες α­φα­νεί­α (γέ­νους) κε­κώ­λυ­νται…”. Αν δεν εί­σαι γό­νος, κλη­ρο­νο­μι­κώ δι­καιώ­μα­τι, δια­πρε­πούς δυ­να­στεί­ας πο­λι­τι­κών, αν δεν σε λέ­νε π.χ. Κα­ρα­μαν­λή, Πα­παν­δρέ­ου, Μη­τσο­τά­κη και πο­λύ λί­γα άλ­λα, θα α­ντι­με­τω­πι­σθείς σκλη­ρά, αν θε­λή­σεις να πας πα­ρα­πέ­ρα.

Στην πε­ρί­πτω­ση ι­δρύ­σε­ως νέ­ου κόμ­μα­τος α­πό έ­ναν “πλη­βεί­ο”, το σύ­στη­μα δεν του ε­πι­τί­θε­ται ευ­θέ­ως, μπο­ρεί και να του ε­πι­τρέ­ψει μια και μό­νη φο­ρά και στη Βου­λή να μπει με λί­γους βου­λευ­τές, αλ­λά ως ε­δώ και μη πα­ρέ­κει. ό­χι άλ­λη φο­ρά. Ή­ταν πο­λύ ε­νο­χλη­τι­κός την πρώ­τη φο­ρά.

Αυ­τός και οι λί­γοι βου­λευ­τές του δεν έ­λει­ψαν πο­τέ α­πό κα­μί­α συ­νε­δρί­α­ση της Βου­λής: μι­λού­σαν, ε­ρω­τού­σαν, ε­πε­ρω­τού­σαν, έ­λεγ­χαν. Και πά­νω α­πό ό­λα δεν ε­πι­σκέ­πτο­νταν κα­μί­α πρε­σβεί­α, δεν α­πο­δέ­χο­νταν κα­μί­α πρό­σκλη­ση σε κο­σμι­κή συ­να­να­στρο­φή, δεν δέ­χο­νταν πλη­ρω­μέ­νες δια­κο­πές σε ξε­νο­δο­χεί­α και κό­τε­ρα, δεν συμ­βι­βά­ζο­νταν με τί­πο­τα. Α­γύ­ρι­στα κε­φά­λια. Πρέ­πει να τι­μω­ρη­θούν. Πώς; Με κά­θε τρό­πο. Στις ε­πό­με­νες ε­κλο­γές π.χ. ο κομ­μα­τι­κός μη­χα­νι­σμός του συγ­γε­νούς ι­σχυ­ρού κόμ­μα­τος θα ορ­γιά­σει α­πει­λώ­ντας, συ­κο­φα­ντώ­ντας, ρου­σφε­το­λο­γώ­ντας α­κό­μα και βιά­ζο­ντας και νο­θεύ­ο­ντας το ε­κλο­γι­κό α­πο­τέ­λε­σμα μέ­χρι να μην μπο­ρέ­σεις να ξα­να­μπείς στη Βου­λή, με κα­νέ­ναν τρό­πο.

Ο αρ­χη­γός του με­γα­λύ­τε­ρου συγ­γε­νούς κόμ­μα­τος, φο­βού­με­νος μό­νον αυ­τόν τον πο­λι­τι­κό, τέ­ως συ­νά­δελ­φό του στην ί­δια κυ­βέρ­νη­ση, ως α­ντι­πο­λί­τευ­ση, για­τί αυ­τός δεν “πιά­νε­ται” α­πό τα με­γά­λα α­φε­ντι­κά, δεν θα προ­φέ­ρει πο­τέ δη­μό­σια το ό­νο­μά του ή το ό­νο­μα του κι­νή­μα­τός του και θα φρο­ντί­σει να τον “φο­νεύ­σει δια της σιω­πής”. Τα δια­πλε­κό­με­να τσι­ρά­κια του θα ε­φαρ­μό­σουν την ί­δια μέ­θο­δο του “Totschweigen” και θα τον α­πο­κλεί­σουν α­πό ό­λα τα ΜΜΕ, α­πό ό­λες τις ε­φη­με­ρί­δες, α­πό ό­λα τα πε­ριο­δι­κά με μια μέ­θο­δο ε­ντε­ταλ­μέ­νου πο­λι­τι­κού και δη­μο­σιο­γρα­φι­κού “Apartheid”.

Πρό­σθε­σε σ’ αυ­τά ό­τι α­πό έλ- λει­ψη ε­παρ­κών πό­ρων το νέ­ο Κί­νη­μα δεν μπο­ρεί να α­πο­κτή­σει δι­κό του τη­λε­ο­πτι­κό σταθ­μό, ού­τε δι­κό του ρα­διό­φω­νο, ού­τε δι­κό του η­με­ρή­σιο ή ε­βδο­μα­διαί­ο έ­ντυ­πο, ό­τι στε­λέ­χη και μέ­λη του εί­ναι μεν κατά το πλεί­στον α­γνοί ι­δε­ο­λό­γοι, αλ­λά, ό­πως α­να­πό­φευ­κτα συμ­βαί­νει πά­ντο­τε, το πλαι­σιώ­νουν και στρα­τιές μω­ρο­φι­λό­δο­ξων με­τριο­τή­των, που θέ­λουν να γί­νουν νο­μα­ταί­οι με μό­νο προ­σόν την ε­ξί­σου τα­πει­νή γε­νιά τους και τη μνη­σι­κα­κί­α τους, για­τί έ­μει­ναν έ­ξω α­πό τη νο­μή της ε­ξου­σί­ας του πλη­σιέ­στε­ρου συγ­γε­νούς κόμ­μα­τος, ό­ταν αυ­τό ήρ­θε και ρί­ζω­σε στα πράγ­μα­τα, και θα α­ντι­λη­φθείς για­τί, α­ντί να γι­γα­ντώ­νε­ται το Κί­νη­μα, με­τά την πρώ­τη με­γά­λη α­πο­τυ­χί­α και την διά­ψευ­ση της μω­ρο­φι­λο­δο­ξί­ας των πολ­λών, άρ­χι­σε να φυλ­λορ­ρο­εί.

Και δεν ή­ταν μό­νο οι α­φα­νείς το γέ­νος, οι τα­πει­νοί και α­μα­θείς. ή­ταν οι ε­ξί­σου μω­ρο­φι­λό­δο­ξοι και υ­περ­φί­α­λοι κα­θη­γη­τές Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στρα­τιά ο­λό­κλη­ρη που α­πο­δε­κα­τί­στη­κε, για­τί δεν ή­ταν ό­λοι σαν τον Ά­ρη Που­λια­νό, τον Πα­να­γιώ­τη Σπύ­ρου και τον γρά­φο­ντα το πα­ρόν, που δεν ε­πε­δί­ω­καν τί­πο­τε άλ­λο, πα­ρά μό­νο την ε­πι­βε­βαί­ω­ση της δυ­να­τό­τη­τας α­ντί­στα­σης σ’ έ­να πο­λι­τι­κό πλαί­σιο της τέ­λειας δια­φθο­ράς της νε­ο­ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας.
Μπο­ρεί τον Τσο­βό­λα να τον ε­πι­σκέ­φθη­κε, κα­τά μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση απ’ ό­λους τους αρ­χη­γούς των τό­τε υ­παρ­χό­ντων κομ­μά­των, ο ι­σό­βιος ε­πα­να­στά­της Πά­μπλο (κα­τά κό­σμον Μι­χά­λης Ρά­πτης), α­νέ­βη­κε με τρε­μά­με­να πό­δια, λί­γο πριν πε­θά­νει, στον τρί­το ό­ρο­φο, για να του πει τι; Κα­νείς δεν ξέ­ρει, ε­κτός α­πό τον ί­διο τον Τσο­βό­λα. Πά­ντως και οι δύ­ο χω­ρι­στά ε­ρω­τη­θέ­ντες, αρ­νή­θη­καν να α­πα­ντή­σουν.

Μπο­ρεί να πί­στευαν ό­λοι α­νε­ξαι­ρέ­τως οι Έλ­λη­νες ό­τι ο Τσο­βό­λας ή­ταν ο πιο έ­ντι­μος πο­λι­τι­κός του προ­ο­δευ­τι­κού χώ­ρου, στη γε­νε­α­λο­γί­α των Τρι­κού­πη, Πα­πα­να­στα­σί­ου, Πλα­στή­ρα, Βε­νι­ζέ­λου, Πα­παν­δρέ­ου, Γεν­νη­μα­τά, αλ­λά, “τοίς κεί­νων ρή­μα­σι πει­θό­με­νοι”, δεν τον ψή­φι­ζαν για­τί ο ε­ξα­θλιω­μέ­νος, α­πό κά­θε ά­πο­ψη, τω­ρι­νός λα­ός μας θέ­λει να εί­ναι με το “δο­βλέ­τι” της γα­λά­ζιας ή της πρά­σι­νης Δε­ξιάς, θέ­λει να συ­ντάσ­σε­ται με το γκου­βέρ­νο, ελ­πί­ζο­ντας σε διο­ρι­σμό στο δη­μό­σιο του ί­διου ή των παι­διών του, ή σε οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή ε­ξέ­λι­ξη μέ­σα σ’ αυ­τό –ό­σο πιο πο­λύ α­νε­βαί­νει η μα­ϊ­μού, τό­σο πιο πο­λύ φαί­νε­ται έ­να μέ­ρος του σώ­μα­τός της ι­διαί­τε­ρα.

Αυ­τό που δεν μπο­ρεί κα­νείς να κα­τα­νο­ή­σει εί­ναι η στά­ση των “με­γά­λων” ο­νο­μά­των, τέ­ως βου­λευ­τών, καλ­λι­τε­χνών και κα­θη­γη­τών Πα­νε­πι­στη­μί­ου, ε­ξαι­τί­ας της πα­ρου­σί­ας των ο­ποί­ων ο Τσο­βό­λας, εύ­πι­στος και α­γνός, εί­χε εκ­φρά­σει μα­ζί μας στην ι­δρυ­τι­κή δια­κή­ρυ­ξη ό­τι το ΔΗΚ­ΚΙ εί­ναι πρω­τί­στως “Κί­νη­μα Πο­λι­τι­σμού”.

Η α­δι­κί­α λοι­πόν δεν ήρ­θε μό­νο μέ­σα α­πό τη στά­ση του με­γα­λύ­τε­ρου συγ­γε­νούς κόμ­μα­τος και του κυ­κλώ­μα­τος των 300 οι­κο­γε­νειών, που ή κα­τέ­χουν ή ε­λέγ­χουν τα ΜΜΕ. Προ­έρ­χε­ται και α­πό τους ή τις λο­γής-λο­γής στρα­τευ­μέ­νους/ες ό­σο και α­νά­με­σα στους και τις ε­πι­τυ­χη­μέ­νους/ες και σπου­δαγ­μέ­νους/ες, ε­ξί­σου μω­ρο­φι­λό­δο­ξους/ες.

Ο Τσο­βό­λας σε μια πραγ­μα­τι­κή δη­μο­κρα­τί­α θα διέ­πρε­πε. Αυ­τή ό­μως η δη­μο­κρα­τί­α του γυα­λιού, η virtual δη­μο­κρα­τί­α, εί­ναι δι­κτα­το­ρί­α χω­ρίς βούρ­δου­λα και μπό­τες. Χα­μο­γε­λα­στή, διε­φθαρ­μέ­νη, θριαμ­βεύ­ου­σα, σαν τη Με­γά­λη Πα­τρί­δα των γραι­κύ­λων. Και, δυ­στυ­χώς, το α­ντι­πε­πον­θός αρ­γεί να έρ­θει. Θυ­μά­ται κα­νείς πι­κρά το έρ­γο του Πλού­ταρ­χου Πε­ρί των υ­πό του θεί­ου βρα­δέ­ως τι­μω­ρου­μέ­νων και φι­λο­σο­φεί καρ­τε­ρι­κά. Στο με­τα­ξύ “ο κυ­ρί­αρ­χος λα­ός” σιω­πά, απέ­χει και ψη­φί­ζει ό­,τι του λέ­νε και του δεί­χνουν. ο λα­ός βλέ­πει ό,τι ξέ­ρει και ξέ­ρει ό,τι βλέ­πει. Άλ­λοι δια­λέ­γουν γι’ αυ­τόν πριν απ’ αυ­τόν, σαν τις Υ­πε­ρα­γο­ρές.

Και, φυ­σι­κά, ε­ξα­ντλή­θη­καν τα α­πο­θέ­μα­τα α­ντο­χής σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες α­πη­νούς α­πο­κλει­σμού. Α­ντί να συμβι­βα­στεί, πα­ραι­τή­θη­κε. Τε­λι­κά α­νέ­στει­λε, χω­ρίς ί­σως να έ­χει εκ των προ­τέ­ρων συμ­βου­λευ­τεί κα­νέ­ναν, τις ερ­γα­σί­ες του Κι­νή­μα­τος με έ­να κα­θα­ρά πο­λι­τι­κό, δη­μο­κρα­τι­κό και πο­λύ α­νώ­τε­ρο σκε­πτι­κό: α­φού ο ελ­λη­νι­κός λα­ός, για ο­ποιον­δή­πο­τε λό­γο μας α­πο­δο­κί­μα­σε για δεύ­τε­ρη κα­τά σει­ρά φο­ρά, δεν έ­χει νό­η­μα προς το πα­ρόν να ε­πι­μέ­νου­με. Άλ­λω­στε για­τί να παίρ­νου­με ά­δι­κα α­πό το ελ­λη­νι­κό δη­μό­σιο (δη­λα­δή εις βά­ρος του φο­ρο­λο­γού­με­νου έλ­λη­να πο­λί­τη) την ε­πι­χο­ρή­γη­ση, που δι­καιού­μα­στε λό­γω του 1,5%; Για να πά­με στις Ευ­ρω­ε­κλο­γές και να βγά­λου­με α­πό ε­κτο­νω­τι­κή με­τα­μέ­λεια του ά­θλιου ε­κλο­γι­κού σώ­μα­τος 2-3 εκ­προ­σώ­πους μας; Ό­χι, πρέ­πει κα­νείς να μά­θει και να χά­νει. Ε­ξάλ­λου, χά­θη­κε α­κό­μα μια μά­χη, ό­χι ό­μως ο πό­λε­μος. Θα συ­νε­χί­σου­με τον α­γώ­να α­πό άλ­λα με­τε­ρί­ζια.

Γλώσ­σα α­πλή, στα­ρά­τη, ελ­λη­νι­κή: του 490 και του 480 π.Χ., του 1453 μ.Χ., του 1940, της 24ης Α­πρι­λί­ου του 2004… “Ό­χι θα ξα­νά­λε­γε, και ό­μως τον κα­τα­βάλ­λει/ ε­κεί­νο τ’ Ό­χι το σω­στό εις ό­λην την ζω­ήν του”. Τον κα­τα­βάλ­λει ό­μως προ­σω­ρι­νά. Για­τί ο Τσο­βό­λας έ­χει πο­λύ μέλ­λον στην πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή κο­νί­στρα.

ΥΓ: Ε­πει­δή ό­λα κρί­νο­νται στην ι­στο­ρί­α ex eventu, η συ­νερ­γα­σί­α του Πα­πα­θε­με­λή με τη ΝΔ α­πο­δει­κνύ­ει το α­λη­θές του λό­γου και του έρ­γου του Τσο­βό­λα. Δε­σμεύ­ο­μαι δη­μό­σια δε (ως ι­δρυ­τι­κό μέ­λος του ΔΗΚ­ΚΙ και ως συ­νερ­γά­της του πε­ριο­δι­κού Άρ­δην) ό­τι, αν πο­τέ ο Τσο­βό­λα συ­νερ­γα­στεί με το Ση­μι­τι­κό ή το Γιωρ­γα­κι­κό ΠΑ­ΣΟΚ, θα τον α­πο­κη­ρύ­ξω δη­μό­σια για προ­δο­σί­α της πο­λι­τι­κής η­θι­κής προς ί­διον ό­φε­λος.

*Ο Αν­δρέ­ας Πα­να­γό­που­λος εί­ναι συγ­γρα­φέ­ας, κα­θη­γη­τής της Κλα­σι­κής Φι­λο­λο­γί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Πα­τρών και ι­δρυ­τι­κό στέ­λε­χος του ΔΗΚ­ΚΙ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ