του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, όπως τονίζει και ο Νίκος Σβορώνος, σφραγίστηκε από το αντιστασιακό ήθος, διότι, από τα τέλη του 12ου αιώνα -με αποφασιστικό σταθμό το 1204 και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους-, ο ελληνισμός βρίσκεται σε μια διαρκή άμυνα απέναντι σε εισβολείς ή κυριάρχους, που τον πολιορκούν από Ανατολή και Δύση. Αυτή η αντιστασιακή υφή χαρακτηρίζει και το μεγαλύτερο μέρος της νεοελληνικής ιστορίας και συγκροτεί τη λαϊκή ιδεολογία ως ιδεολογία εθνικοαπελευθερωτική και «αντι-ιμπεριαλιστική». Στην πρόσφατη ιστορία μας, οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες του 1912-1922, η αντίσταση κατά των Γερμανών, ο εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου, η αντίσταση κατά της αμερικανόπνευστης χούντας, σημαδεύουν τη νεοελληνική ιδεολογία και συγχωνεύουν την κοινωνική και την εθνική διάσταση των αγώνων.
Γι’ αυτό και στην Ελλάδα, κατ’ εξοχήν, από το 1912 και κυρίως από την αντίσταση κατά των Γερμανών μέχρι τη χούντα, το λαϊκό απελευθερωτικό αίσθημα θα εκφράζεται από το λεγόμενο «προοδευτικό» στρατόπεδο και την Αριστερά, ενώ η ακροδεξιά θα ταυτίζεται με τους ξένους κατακτητές. Ως συνέπεια αυτής της ιδιαιτερότητας, ουδέποτε -ούτε την εποχή του μεσοπολέμου- μπόρεσε να οικοδομηθεί ένα εκτεταμένο λαϊκιστικό ακροδεξιό ή φασιστικό φαινόμενο, όπως έγινε σε όλες σχεδόν τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και η ταύτιση των φασιστικών ομάδων με τους Γερμανούς και την αμερικανοκίνητη χούντα, ολοκλήρωσε την ιδεολογική απαξίωση αυτού του χώρου -παρ’ όλο που, προς στιγμήν, εμφανίστηκε ένα σχετικά μαζικό ακροδεξιό φαινόμενο με τα «Τάγματα Ασφαλείας» στην Πελοπόννησο.
Το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, μετά τη μεταπολίτευση, κατέγραψαν και εξέφρασαν με «λαϊκιστικό τρόπο» αυτή την πραγματικότητα: διεκδίκηση εξόδου από το NATO, φιλικές σχέσεις με το ανατολικό στρατόπεδο, αμφισβήτηση της ΕΟΚ, οικοδόμηση ενός «κοινωνικού κράτους» -ποιος, από τους παλαιότερους, δεν θυμάται το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές: «στις 18 (Νοεμβρίου) σοσιαλισμός». 0 προοδευτικός «λαϊκισμός», που ήταν τόσο απεχθής στην ευρωπαϊστική Αριστερά (τότε ΚΚΕ εσωτ.), εξέφραζε την κοινωνική και πολιτική ιδιαιτερότητα της χώρας: τεράστιο ποσοστό μικροαστικών στρωμάτων -οι αγρότες αποτελούσαν ακόμα το 35-40% του πληθυσμού-, εξάλειψη της εξωτερικής μετανάστευσης, «ενδιάμεση» θέση στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική σκακιέρα (η Ελλάδα μετείχε στο NATO και, από το 1981, στην ΕΟΚ, κατά συνέπεια στη «Δύση», αλλά ταυτόχρονα υφίστατο τη μόνιμη απειλή της τουρκικής επιθετικότητας από τα ανατολικά και την οικονομική και πολιτιστική εξάρτηση από τη Δύση). Όπως είχα γράψει σε ένα βιβλίο μου, των αρχών της δεκαετίας του 1980, επρόκειτο για μια «Μικρομεσαία Δημοκρατία», όπου δηλαδή οι «μικρομεσαίοι» του ΠΑΣΟΚ είχαν καταλάβει την εξουσία.
Από τότε πέρασαν είκοσι χρόνια. Το ανώτερο στρώμα του ΠΑΣΟΚ και της ευρωπάϊστικής Αριστεράς (της δεξιάς πτέρυγας του Συνασπισμού πλέον) έπαψε να αποτελείται από «λαίκιστές» και «μικρομεσαίους», και μεταβλήθηκε σε οργανικό -αν όχι και ηγεμονικό-τμήμα των παγκοσμιοποιημένων ελίτ που κυριαρχούν πλέον και στην Ελλάδα. Γι’ αυτές τις ελίτ που επιθυμούν την ολοκληρωτική ενσωμάτωση των ιδίων, και της χώρας στο σύνολο της, σε μια παγκοσμιοποιημένη «ευρωκρατία», ελάχιστη σημασία έχει πλέον η αναγνώριση της ηγεμονίας του τουρκικού υποσταθμού στην περιοχή μας – εξ ου και η αποδοχή του σχεδίου Ανάν και της συρρίκνωσης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, υπό το ψευδώνυμο της ελληνοτουρκικής φιλίας. Ελάχιστη σημασία έχει η παραγωγική και πολιτιστική αυτονομία της χώρας, εξ ου και η ολοκληρωτική παρασιτοποίηση της οικονομίας, αρκεί να διασφαλίζονται πόροι και καταναλωτικά προϊόντα από τη Δύση. [Βέβαια, είχε ήδη επέλθει η κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας που εδραίωσε τη δυτική και αμερικανική παρουσία στην περιοχή.]
Τέλος, για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της αποεθνικοποίησης των ελίτ, έπαψαν, σε μεγάλο βαθμό, να εξαρτώνται και από το εγχώριο εργατικό δυναμικό. Στη δεκαετία του 1990, προκειμένου να ρίξουν τον πληθωρισμό (από το 20% στο 3%) και να επιτύχουν τη «σύγκλιση» με τους όρους του Μάαστριχτ, προχώρησαν σε μια γενικευμένη υποκατάσταση του εγχώριου εργατικού δυναμικού με το φτηνό και ανυπεράσπιστο μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό, σε κλίμακα πρωτοφανή ακόμα και για παλιές χώρες υποδοχής μεταναστών της Δύσης. Σήμερα, η Ελλάδα έχει -επισήμως-10% του πληθυσμού ξένους εργάτες, το μεγαλύτερο ποσοστό σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την Eurostat, και αυτό πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια δεκαετία. Έτσι, το εγχώριο εργατικό κίνημα συνετρίβη -στον ιδιωτικό τομέα και την οικοδομή δεν πραγματοποιούνται πλέον απεργίες- το ΚΚΕ, ως το παραδοσιακο κόμμα της εργατικής τάξης, περιθωριοποιήθηκε και συρρικνώθηκε η «εργατική» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ. ενώ τα κέρδη των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των κατασκευαστικών, υπήρξαν μυθώδη. Ταυτόχρονα, τα πρώτα χρόνια, επετεύχθη μια βαθύτατη αλλοίωση του ήθους του ελληνικού λαού που σε ευρεία κλίμακα συμμετείχε, έστω και ελάχιστα, στην εκμετάλλευση των ξένων εργατών με δουλσκτητικά χαρακτηριστικά. Η αγροτική παραγωγή επιβίωσε μέσα από την εκτεταμένη χρήση της ανασφάλιστης και σχεδόν δουλικής εργασίας των μεταναστών, ενώ η εκτεταμένη εκπόρνευση των ξένων γυναικών προσέθεσε και τη σεξουαλική εκμετάλλευση δίπλα στην οικονομική. Η εκτεταμένη συμμετοχή ευρύτερων στρωμάτων στην εκμετάλλευση των μεταναστών, η μείωση του ποσοστού των αγροτών και η «εξαφάνιση» της εγχώριας εργατικής τάξης, αποτέλεσαν έναν κοινωνικό και πολιτιστικό σεισμό για τη σύγχρονη Ελλάδα, που μέσα σε λίγα χρόνια γνώρισε μια καταπληκτική πολιτισμική υποβάθμιση (κυριαρχία του ανούσιου σκυλάδικου, ριάλιτι σώους, έκπτωση του πολιτικού λόγου κ.λπ.)
Η κρίση του προοδευτικού λαϊκισμού και η ανάδυση της ταυτότητας
Όλες αυτές οι εξελίξεις υπονόμευσαν τον, κάποτε κυρίαρχο στη μεταπολίτευση, «αριστερό λαϊκισμό». Οι ευρωπαϊστές διανοούμενοι της Αριστεράς ασχολούνται κυρίως με την «κατεδάφιση» της εθνικο-απελευθερωτικής αντιστασιακής ιδεολογίας του νεώτερου ελληνισμού (επίθεση στον… Μακρυγιάννη,τον Βελουχιώτη, τη γενιά του ’30 ως «εθνικιστών», απαξίωση της ορθοδοξίας ως στοιχείου ταυτότητας , υποτίμηση των εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων κ.λπ.) ενώ τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς, σταδιακώς, μετακινούνται σε παγκοσμιοποιητικές θέσεις: ο «Συνασπισμός» θα υποστηρίζει με θέρμη το ανοσιούργημα του Σχεδίου Ανάν, το οποίο απορρίπτει ακόμα και το ΑΚΕΛ, καθώς και τη λεόντειο και ψευδώνυμη ελληνοτουρκική φιλία – παρόλο που, όπως θα ενθυμούνται οι παλαιότεροι, το ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν το πρώτο κόμμα το οποίο, δίπλα στην κόκκινη σημαία, είχε τοποθετήσει και την ελληνική’ το ΚΚΕ θα προβάλλει μια περισσότερο «εθνική» φρασεολογία, αλλά τόσο δειλά και αντιφατικά ώστε να αδυνατεί να εκφράσει κάποιο ευρύτερο και σαφές ρεύμα, ενώ η άκρα αριστερά, παριστάνοντας τη… Δυτική Ευρώπη, είναι ανίκανη να κατανοήσει την ιδιαιτερότητα της ελληνικής πραγματικότητας. Η «εθνική πτέρυγα» του ΠΑΣΟΚ θα συρρικνωθεί στον… Στέλιο Παπαθεμελή ο οποίος αποχώρησε, ενώ και το ΔΗΚΚΙ θα επιβιώνει με υπεράνθρωπες προσπάθειες. Ελάχιστες φωνές, όπως του Άρδην, θα επιμένουν να εκφράζουν ένα λόγο εθνικο-απελευθερωτικό και ταυτοχρόνως κοινωνικό, εθνιστικό και διεθνιστικό, οικολογικό και εξισωτικό, επιχειρώντας τον συνδυασμό της εγχώριας παράδοσης με τα παγκόσμια απελευθερωτικά ρεύματα.
Ωστόσο, από την ελληνική κοινωνία δεν έχουν λείψει οι «πλειοψηφικές» αντιδράσεις απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και τη λογική της υποταγής, αρχικώς, και της εξαφάνισης, εν συνεχεία, του ελληνικού έθνους και ταυτότητας μέσα σε μια «πολυπολιτισμική» πα-γκοσμιοποιημένη κοινωνία. Και αυτές οι πλειοψηφικές αντιδράσεις εκφράστηκαν και με την καθολική αντίδραση ενάντια στην παράδοση Οτσαλάν και την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, με την αντίθεση στην εισβολή στο Ιράκ.
Αυτές οι αντιδράσεις, όμως, επειδή έχει εκλείψει ο συνεκτικός και πλειοψηφικός πολιτικός λόγος, επειδή οι ελίτ της πολιτικής, του Τύπου, των Πανεπιστημίων, της διανόησης, της τέχνης, έχουν ταυτιστεί και διαπλέκονται, στην πλειοψηφία τους, με τη συμμορία των κα-τασκευαστών-καναλαρχών-ιδιοκτητών εφημερίδων και των υπαλλήλων της Αμερικανικής Πρεσβείας, δεν μπορούν να διοχετευτούν σε κάποια συνεκτική πολιτική πρόταση και προπαντός προς την κατεύθυνση ενός πλειοψηφικού «προοδευτικού λαϊκισμού», όπως συνέβαινε παλαιότερα. Γι’ αυτό πήραν τη μορφή της αντίθεσης του ελληνικού λαού στη βίαιη αλλοίωση της ταυτότητας του, τόσο με το «ζήτημα των ταυτοτήτων» όσο και εκείνο της γλωσσικής ισοπέδωσης ή της υποτίμησης της εθνικής μνήμης. Ακόμα και η επιστροφή στην Αρχαία Ελλάδα, η αρχαιολατρία, η ενασχόληση με την ιστορία, ιδιαίτερα την ελληνική, κ.ο.κ., εντάσσονται στο ίδιο ρεύμα της «επιστροφής» στην παράδοση απέναντι στην αποσυνθετική παγκοσμιοποίηση. Στο Άρδην έχουμε ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτά τα φαινόμενα όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Οι ρίζες του αντιδραστικού λαϊκισμού
Ωστόσο, την τελευταία περίοδο, και κατ’ εξοχήν μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και την «ήττα» του Αρχιεπισκόπου στο ζήτημα των ταυτοτήτων, που ακολούθησε ανάλογες ήττες στη Γιουγκοσλαβία, ή με το ζήτημα του Οτσαλάν, το σύστημα αρχίζει να προσφέρει μια πολιτικο-ιδεολογική «διέξοδο» στον πολιτικά καταπιεσμένο εθνισμό των Ελλήνων. Αυτή η διέξοδος εμφανίζεται με αντισημιτικά/συνωμοσιολογικά χαρακτηριστικά στο ιδεολογικό πεδίο, με διοχέτευση του εθνισμού προς την ξενοφοβία στο κοινωνικό πεδίο, με ενίσχυση των ακροδεξιών πολιτικών ομαδοποιήσεων και μέσω της ισλαμοφοβίας την διείσδυση των «ρεαλιστικών» φιλοαμερικανικών αντιλήψεων ακόμα και σε προοδευτικές λαϊκιστικές ομαδοποιήσεις.
Ας τα εξετάσουμε λεπτομερέστερα:
Τα συνωμοσιολογικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά που έχουν αποκτήσει τεράστια έκταση, αρχίζουν από τις “ομάδες Ε “και τις θεωρίες για εξωγήινους προγόνους των αρχαίων Ελλήνων, και φθάνουν μέχρι την θεωρία της παγκόσμιας συνωμοσίας -συνή-θως με επίκεντρο τους Εβραίους- που αντιστρατεύονται τον ελληνισμό και αποτελούν την βαθύτερη αιτία της παρακμής του. Έτσι δεν ευθύνονται οι εγχώριες ελίτ και ο παρασιτισμός τους, ούτε η αφασία μας, για την έκπτωση και την υποταγή μας, αλλά το «παγκόσμιο εβραϊκό κέντρο» αποκλειστικά. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο πραγματικός και κομβικός ρόλος του σιωνιστικού λόμπι και η καταστροφική πολιτική των σιωνιστών του Σαρόν στην Παλαιστίνη, στην ουσία συσκοτίζεται και ταυτίζεται με τον πιο βλακώδη και αντιδραστικό αντισημι-σμό. Έτσι μπορούν εύκολα οι υπηρέτες των Αμερικανών και των σιωνιστών να ταυτίζουν την καταδίκη του σιωνισμού με τον ναζιστικό αντισημιτισμό και, αντιστρόφως, οι συνωμοσιολόγοι να αποκρύπτουν τόσο τα εσωτερικά αίτια της παρακμής μας, όσο και -παραδόξως- να βγάζουν λάδι το μεγάλο αμερικανικό κεφάλαιο ενισχύοντας τη θεωρία πως δεν είναι υπεύθυνες οι ΗΠΑ π.χ. για την ιμπεριαλιστική τους πολιτική -ή τον φιλοτουρκισμό τους- αλλά μόνον οι «εβραίοι» οι οποίοι κατευθύνουν την πολιτική των ΗΠΑ από μόνοι τους. Έτσι αποκρύπτουν πως η σημερινή αμερικανική πολιτική έχει τρεις πυλώνες: τους νεοσυντηρητικούς, τους συνεχιστές της Κου Κλουξ Κλαν -πρώην αντισημίτες- φονταμενταλιστές προτεστάντες και, βεβαίως, το σιωνιστικό λόμπι’ πάνω απ’ όλα δε στηρίζεται στα συμφέροντα του αμερικανικού και πολυεθνικού κεφαλαίου.
Μια άλλη εκδοχή, πιο «ρεαλιστική» και ίσως ακόμα πιο επικίνδυνη, συσκότισης των αμερικανικών ευθυνών είναι εκείνη που μέσω της, μετά την 11 η Σεπτεμβρίου, ισλαμοφοβίας, θέλει να περάσει την άποψη πως οι Αμερικανοί ίσως να μας στήριζαν απέναντι στην Τουρκία, αρκεί εμείς να είμαστε περισσότερο αποφασιστικοί αλλά και… φιλοαμερικάνοι. Αποψη που εν τέλει συσκοτίζει το γεγονός πως η στήριξη της Τουρκίας αποτελεί στρατηγική επιλογή πλανητικού χαρακτήρα για την αμερικανική πολιτική και δεν υπάρχει δυνατότητα «προτίμησης» της Ελλάδας από τους Αμερικανούς. Γι’ αυτό και η άποψη αυτή περιοδικώς είτε αναγγέλλει την «κατάρρευση» της Τουρκίας, είτε ανευρίσκει αγεφύρωτες αντιθέσεις Τούρκων και Αμερικανών!
Και το εκσυγχρονιστικό ΠΑ-ΣΟΚ, πιστό στην «γραμμή Σωμερίτη», να συκοφαντεί κάθε εθνιστική αντίληψη, και για πιο πεζούς λόγους, για να κόψει τον δρόμο στη “Νέα Δημοκρατία” και να προκαλέσει ιδεολογική σύγχυση στο εσωτερικό της, ενισχύει με όλες του τις δυνάμεις την υπαρκτή ή δυνητική ακροδεξιά: χρήματα, κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, κάθε είδους ενίσχυση, προσφέρεται από πολλούς κύκλους σε μεταπράτες συνωμοσιολογικών και ρατσιστικών απόψεων, κόμματα και κομματίδια, δημοσιογραφίσκους και πράκτορες κάθε είδους.