από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Το κλείσιμο της Palco ήρθε να θυμίσει στα ΜΜΕ και τους πολιτικούς –γιατί οι πολίτες το γνώριζαν ήδη– την κρίση που, έρποντας, επεκτείνεται σε ολόκληρη την ελληνική οικονομία. Οι ανησυχητικές ειδήσεις ξαφνικά αρχίζουν να πέφτουν σωρηδόν, οι εξαγωγές μειώνονται διαρκώς, ο πληθωρισμός ανεβαίνει, οι πτωχεύσεις πολλαπλασιάζονται και οι επιχειρηματίες μιλούν για διπλασιασμό της ανεργίας. Και στον ορίζοντα τίθεται και πάλι το Ασφαλιστικό. Τα αλλεπάλληλα εγκαίνια και τα λαμέ ταγεράκια της Γιάννας δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα: Μια σαρωτική οικονομική ύφεση προβάλλει στον ορίζοντα, συνέπεια της διεθνούς κρίσης, της Ολυμπιακής αφροσύνης και της ένταξης στη ζώνη του ευρώ.
Το τελευταίο είχε επισημανθεί από ορισμένους, όταν πολιτικοί και ΜΜΕ πανηγύριζαν για την ένταξη στο ευρώ: Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αντέξει την ένταξη σε ένα σκληρό νόμισμα το οποίο σε περίπτωση ανόδου, όπως τώρα, θα καταβαραθρώσει τις ελληνικές εξαγωγές –οι οποίες γίνονται πολύ ακριβότερες ακόμα και σε δολάρια– και θα μεταβάλει την Ελλάδα σε χώρα χαμηλής παραγωγικότητας και υψηλού κόστους. Η Ελλάδα κινδυνεύει να υποστεί μια οικονομική καθίζηση παρόμοια με εκείνη της Αργεντινής, που είχε δολαριοποιήσει το τοπικό νόμισμα, με τις συνέπειες που όλοι ξέρουμε. Στο παρελθόν η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε την διαφορά παραγωγικότητας από τις δυτικές οικονομίες μέσω της “διολίσθησης” και των υποτιμήσεων του νομίσματος. Έτσι το δολάριο, από τριάντα δραχμές το 1974 ξεπέρασε τις τριακόσιες, το μάρκο από 6 ή 7 δραχμές έφτασε στις 170 κ.ο.κ. Σήμερα μια τέτοια πολιτική δεν είναι δυνατή γιατί η Ελλάδα έχει κοινό νόμισμα με τη Γερμανία. Το αποτέλεσμα είναι άνοδος των πραγματικών τιμών με ακόμα μεγαλύτερη μείωση της ανταγωνιστικότητας, με μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, άνοδο του κόστους των αγροτικών προϊόντων και… κλείσιμο εργοστασίων. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η άνοδος του κόστους, η μόνη διέξοδος θα ήταν η αλματώδης βελτίωση της παραγωγικότητας, δηλαδή η επένδυση σε τεχνολογία και εκπαίδευση, που θα επέτρεπε να καλυφθεί κάπως το υψηλότερο κόστος με την παραγωγή προϊόντων υψηλότερης τεχνολογίας.
Αντ’ αυτού, από το 1996 και την ανάληψη της Ολυμπιάδας, το σύνολο σχεδόν των νέων επενδύσεων και των ευρωπαϊκών “πακέτων” κατευθύνεται στο άπατο πηγάδι των Ολυμπιακών έργων, που διαστρεβλώνει ακόμα περισσότερο το οικονομικό μοντέλο, που γίνεται πιο παρασιτικό, συγκεντρώνοντας τις επενδύσεις στην Αθήνα, στις αθλητικές εγκαταστάσεις, στην γιγάντωση των διαπλεκομένων των δημοσίων έργων. Και βέβαια φορτώνει τη χώρα με ασύλληπτα δανειακά βάρη, τα οποία θα κληθούν να πληρώσουν οι πολίτες αυτής της χώρας.
Παράλληλα γίνονται όλο και περισσότερο αισθητές οι συνέπειες της χρηματιστηριακής κρίσης, η οποία καταβρόχθισε όλο το περίσσευμα των πολιτών, με αποτέλεσμα, παρά την αναπτυξιακή πορεία των δεικτών του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος, να μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν σήμερα τα δάνεια –καταναλωτικά και άλλα– που είχαν συνάψει την εποχή της χρηματιστηριακής ευφορίας. Η άνοδος του εισοδήματος διοχετεύεται αποκλειστικά στους εργολάβους του δημοσίου, στις Τράπεζες και τους αετονύχηδες των διαπλεκομένων [οι τεχνικές εταιρείες του συγκροτήματος Μπόμπολα συγκεντρώνουν μόνες τους το 50% της κατασκευαστικής δραστηριότητας των μεγάλων έργων].
Τέλος, τα μηνύματα από την Παγκόσμια Οικονομία είναι εξόχως ανησυχητικά με αρνητικές συνέπειες στον τουρισμό, τις επενδύσεις κλπ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να περιμένουμε ραγδαία επιδείνωση της κρίσης, ιδιαίτερα μετά το 2004 και την εξάντληση των Ολυμπιακών πακέτων, όταν θα μένουν μόνο τα δάνεια που θα πρέπει να πληρωθούν και όταν η κρίση της ευρωπαϊκής οικονομίας θα μειώσει ακόμα περισσότερο τις επιδοτήσεις [ήδη χάθηκαν 160 δισ. δραχμές ] και οι συνέπειες του ακριβού νομίσματος θα έχουν γίνει αβάσταγες. Η εικονική πραγματικότητα των ΜΜΕ θα αρχίσει να διαπερνάται όλο και περισσότερο από τις κραυγές της απόγνωσης των εργαζομένων και, ελπίζουμε, όλο και περισσότερο από τα συνθήματα της οργἠς τους.