του Α. Μιχαηλίδη, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
τις 23 Απριλίου ξεκίνησαν για την Κύπρο οι πιο σημαντικές ίσως εξελίξεις των τελευταίων 29 ετών, με την μερική άρση των περιορισμών στη διακίνηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Και παρόλο που θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενες ως αποτέλεσμα της ιστορικής 16ης Απριλίου, με την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται ότι εξέπληξαν τους πάντες και κυρίως την πολιτική ηγεσία της Κύπρου, που άφησε την κατάσταση να διαμορφώνεται όπως τη σχεδίασε η Άγκυρα και το παράνομο καθεστώς του Ντενκτάς και όχι όπως θα ήταν λογικό: να έχει, δηλαδή, την πρωτοβουλία των κινήσεων η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της χώρας – μέλος πια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απέκτησε για πρώτη φορά ένα πολιτικό πλεονέκτημα, το οποίο διατηρεί την προοπτική να υπερβεί και να ανατρέψει, στο πεδίο της πολιτικοδιπλωματίας και των διεθνών σκοπιμοτήτων, την στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας.
Το σκηνικό
Ίσως η επίγνωση του σκηνικού μέσα στο οποίο διαμορφώνονται πια οι εξελίξεις να δίνει και το στίγμα του αναμενόμενου. Σίγουρα πάντως περιγράφει την κατάσταση συναγερμού στην οποία βρίσκονται και θα παραμένουν τους επόμενους μήνες οι ηγεσίες Αθηνών και Λευκωσίας ελπίζοντας ότι δεν θα βρεθούν παγιδευμένες σε δεδομένα που θα ευνοούν την εδραίωση του κατοχικού καθεστώτος με την αναγνώριση κρατικής οντότητας ή έστω, την κατ’ αρχήν αποδοχή μιας αρχής (όπως ακριβώς γινόταν επί σειρά ετών με την Παλαιστινιακή Αρχή) η οποία δεν είναι μεν αναγνωρισμένη αλλά είναι υπαρκτή και εν ενεργεία και έτσι είναι αναπόφευκτο να γίνουν μαζί της κάποιες συναλλαγές. Προς αυτή την κατεύθυνση εξάλλου στρέφονται όλα τα μέτρα του Ραούφ Ντενκτάς, που ενεργεί με πλήρη στήριξη από την Άγκυρα.
Σημαντικό στοιχείο στο παζλ των εξελίξεων, που συνήθως δεν λαμβάνεται υπόψη, είναι το γεγονός ότι τον ερχόμενο Δεκέμβριο, στα κατεχόμενα θα γίνουν “βουλευτικές εκλογές”. Όσο κι αν δεν έπαιζαν κανένα ρόλο μέχρι τώρα τέτοιες παράνομες πολιτικές διαδικασίες των κατεχομένων (διότι κυρίως η παντοδυναμία του Ντενκτάς δεν άφηνε περιθώρια για ανατροπές), είναι καιρός να μάθουμε ότι η προεκλογική περίοδος, στην ουσία και όχι στους τύπους, γίνεται κι εκεί όπως ακριβώς και στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και, επομένως, πολλές από τις ενέργειες της τουρκοκυπριακής ηγεσίας είναι προεκλογικές. Για παράδειγμα, λίγες μέρες μετά την μερική άρση των περιορισμών στη διακίνηση, ο Ντερβίς Έρογλου, ο ψευδοπρωθυπουργός-τσογλάνι του Ντενκτάς μέχρι τώρα, ενοχλήθηκε από την προβολή που γινόταν στον Σερντάρ Ντενκτάς, “αντιπρόεδρο” της ψευδοκυβέρνησης, και δήλωσε ότι κανένας δεν δικαιούται να εκμεταλλεύεται για πολιτικά οφέλη την απόφαση του “υπουργικού” για τη διακίνηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Επίσης, η λεγόμενη αντιπολίτευση και κυρίως ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, που τους προηγούμενους μήνες εμφανιζόταν ως ο διαλλακτικός επικεφαλής των διαδηλωτών, που επιζητούν λύση και επανένωση του νησιού, για “ψηφοθηρικούς λόγους” στράφηκε προς τους έποικους και, υποστηρίζοντάς τους, διαμαρτύρεται γιατί δεν τους επιτρέπεται η είσοδος στις ελεύθερες περιοχές και λέει πως αδίκως η ελληνοκυπριακή πλευρά επιτρέπει μόνο την είσοδο σε Τουρκοκυπρίους. Δηλαδή, ακόμα και το κεφαλαιώδες ζήτημα των εποίκων, αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να συζητηθεί με ειλικρίνεια αφού η ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας τοποθετείται ανάλογα με την ψηφοθηρική τακτική που αποφάσισε να ακολουθήσει.
Στην Άγκυρα τώρα, είναι φανερό ότι υπάρχει μια πιεστική κατάσταση που υποχρεώνει (όχι πάντα με αναλαμπές !) την ηγεσία να εμφανίζεται διαλλακτικότερη και να προωθεί στην Κύπρο μέτρα, που θα της δώσουν την έξωθεν καλή μαρτυρία για τη συμπεριφορά της. Εκτός από τη δυσφορία, που αντιμετωπίζει στην Ευρώπη, ο μεγάλος της σύμμαχος, η Αμερική, φαίνεται να μην κρατά πάντα την πιο ευχάριστη για την Τουρκία θέση, ενώ αφήνει να είναι ευδιάκριτη η πρόθεσή της να βρει τρόπους ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την Άγκυρα όσον αφορά τη γεωστρατηγική δράση της στην περιοχή. Γι’ αυτό και ανησυχούν την τουρκική ηγεσία οι πληροφορίες ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προτίθενται να δημιουργήσουν τέσσερις στρατιωτικές βάσεις στο Ιράκ και να συρρικνώσουν παράλληλα τις βάσεις τους στην Τουρκία.
Βεβαίως, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε εδώ το γεγονός ότι, σε αυτές τις εξελίξεις, πρώτος και κύριος παράγοντας είναι, από τη μια η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και από την άλλη η αναζητούμενη ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Εάν τώρα σε αυτά τα δεδομένα συμπληρωθεί η έκρηξη που έγινε με τη διακίνηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, είναι φανερό ότι έχουν τεράστια σημασία οι χειρισμοί της Κυπριακής Δημοκρατίας, που μέχρι τον Μάιο του 2004 θα κινείται σε τεντωμένο σχοινί, αλλά δεν πρέπει επ’ ουδενί να αφήσει από τα χέρια της τον έλεγχο της κατάστασης. Διότι στα κατεχόμενα, λίγο πολύ, είναι δεδομένο τι θα γίνει σε επίπεδο ηγεσίας: Ο Σερντάρ Ντενκτάς θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο από την Άγκυρα και δεν αποκλείεται σύντομα να αντικαταστήσει τον πατέρα του Ραούφ. (Εκτιμάται μάλιστα ότι οι τελευταίες δηλώσεις Ερντογάν, κατά την παράνομη επίσκεψή του στην Κύπρο, που πρόσφερε πλήρη κάλυψη στον Ντεντκάς, ήταν προϊόν συναλλαγής με τον τουρκοκύπριο κατοχικό ηγέτη ο οποίος διαπραγματεύτηκε με την Άγκυρα τη στήριξη του γιου του σε αυτή τη φάση, με αντάλλαγμα την υποχωρητικότητα αυτού όταν θα χρειαστεί η Άγκυρα την πρόοδο στο Κυπριακό για την ενταξιακή της πορεία το Φθινόπωρο του 2004). Αλλά και να μην γίνει αυτό, είναι σίγουρο ότι μετά το Δεκέμβριο θα υπάρξει νέα ηγεσία στα κατεχόμενα η οποία θα υποχρεωθεί να αναπτύξει διαλλακτικότερη πολιτική, επιδιώκοντας μια νέα περίοδο διαβουλεύσεων, που θα συνεχιστεί μέχρι τον Μάιο του 2004. Αυτός θα είναι ο επόμενος σταθμός (παρομοίως επιδρών όπως και ο σταθμός της Κοπεγχάγης πρώτα και της Χάγης αργότερα), ενώ μετά θα υπάρξει νέος σταθμός, τον Οκτώβριο του 2004, πριν καταλήξουν οι συνομιλίες για την ευρωπαϊκή ημερομηνία της Τουρκίας και όταν θα ετοιμάζεται η γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Εκείνο που ουδείς γνωρίζει είναι πόσο καταλυτικές θα είναι οι εξελίξεις σε επίπεδο λαϊκών αντιδράσεων. Δηλαδή, η έκρηξη των οδοφραγμάτων είναι ικανή να δημιουργήσει νέες συνθήκες που θα υποχρεώσουν τις ηγεσίες να προσεγγίσουν τη λύση με άλλο φακό; Είναι δυνατόν οι νέες συνθήκες να στρέψουν τις αποφάσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων προς το δόγμα ένας λαός, ένα κράτος; Έτσι, που η επανένωση, η αναίρεση όλων των διαχωριστικών γραμμών, όλων των διχοτομικών προνοιών του σχεδίου Ανάν και κάθε εστία αντιπαράθεσης που δημιουργεί ο στρατός κατοχής να εξαφανιστούν ολότελα και τελεσίδικα; Αμφιβάλλουμε. Διότι, όλες αυτές οι διαχύσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που σήμερα προβάλλονται σαν να εμφανίστηκαν εκ του πουθενά και σαν από μόνες τους να φέρνουν τη λύση του Κυπριακού, δεν είναι πρωτόγνωρες για όσους γνώριζαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Οι απλοί Ελληνοκύπριοι και οι απλοί Τουρκοκύπριοι ήξεραν πάντα ότι μπορούν να ζήσουν μια χαρά μεταξύ τους. Με κάποιες προϋποθέσεις: αν έφευγε ο στρατός κατοχής, αν δεν ανακατευόταν στις σχέσεις τους η Βρετανία, αν δεν αλλοίωναν τη δημογραφία του τόπου οι έποικοι… Αυτά, λοιπόν, δεν αναιρέθηκαν, με τα πλατιά χαμόγελα των οδοφραγμάτων. Παρόλο, που θα μπορούσαν αν ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, που περηφανευόταν μέχρι πρόσφατα ότι μπορούσε να κατεβάσει στους δρόμους 70.000 Τουρκοκύπριους, τους κατέβαζε σήμερα στο οδόφραγμα και τους παρακινούσε να περάσουν στις ελεύθερες περιοχές και να απαιτήσουν την επανένωση του νησιού. Αν όντως το ζητούμενο ήταν η πραγματική επανένωση. Αλλά αυτά είναι θαύματα που δεν γίνονται τόσο συχνά στην ιστορία. Γι’ αυτό, χρειάζεται ακόμα μεθοδική δουλειά και υπομονή, για να πανηγυρίσουμε ότι έπεσε το τείχος και ο κυπριακός λαός πέτυχε να ανατρέψει την κατοχή με μια βελούδινη επανάσταση, όπως παραμυθιάζονται διάφοροι κήνσορες της “νέας τάξης”, ανιστόρητοι ουτοπιστές στην Αθήνα και στη Λευκωσία, που αρκούνται στα παχιά λόγια που εντυπωσιάζουν και προτιμούν να μην ασχοληθούν με την ουσία που κουράζει. Η “μέρα γιορτής”, για παράδειγμα, όπως πανηγύρισε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, όταν άρχισε η διακίνηση στις 23 Απριλίου, ήταν μια πολύ βιαστική εκτίμηση και καθόλου διπλωματική, αφού με τέτοιους πανηγυρισμούς θα είναι δύσκολο, όταν χρειαστεί, να πεισθεί η διεθνής κοινότητα ότι αυτό που έγινε δεν είναι η λύση του Κυπριακού…
Πραγματικότητες
Ο στόχος του Ραούφ Ντενκτάς και της Άγκυρας, όπως διατυπώνονται εξάλλου επανειλημμένα, είναι η δημιουργία συνθηκών αποδοχής των πραγματικοτήτων, των τετελεσμένων δηλαδή που δημιούργησε η τουρκική εισβολή. Να πεισθούν πρώτα οι Ελληνοκύπριοι και μετά η διεθνής κοινότητα ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο νόμιμες αρχές, δύο λαοί οι οποίοι μπορούν μια χαρά να ζήσουν δίπλα-δίπλα σαν καλοί γείτονες. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος από την “ελεύθερη διακίνηση”, αλλά και από τις προτάσεις του Ντενκτάς που ακολούθησαν (άρση του λεγόμενου εμπάργκο, ειδικά δικαστήρια για να προσφεύγουν οι Ελληνοκύπριοι και τα οποία θα επιλύουν τα προβλήματα των περιουσιών, ακόμα και η αστεία αλλά πολύ συμβολική προσφορά του να δώσει υποτροφίες σε Ελληνοκύπριους για τα Πανεπιστήμια που λειτουργούν στα κατεχόμενα). Όλες οι ενέργειες του κατοχικού καθεστώτος μετά την 23η Απριλίου προς αυτή την κατεύθυνση στρέφονται: Ακόμα και οι συλλήψεις Ελληνοκυπρίων για τροχαία ατυχήματα ή γιατί πέρασαν τα “σύνορα” από μη εγκεκριμένα σημεία ελέγχου. Απήχθησαν στα κατεχόμενα ολόκληρες οικογένειες για τέτοιους λόγους, κρατήθηκαν σε φυλακές και παρουσιάστηκαν σε παράνομα δικαστήρια του καθεστώτος όπου τους επιβλήθηκε πρόστιμο το οποίο πλήρωσαν για να αφεθούν ελεύθεροι. Τέτοιες ενέργειες δεν στοχεύουν ασφαλώς στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης, όπως θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε χώρα ταξιδεύει ένας τουρίστας, αλλά στο να σταλούν πολιτικά μηνύματα. Ότι, δηλαδή, εδώ που εισέρχονται οι Ελληνοκύπριοι, υπάρχει κράτος με νόμους και αρχές που οφείλουν να σέβονται. Και δεν είναι τόσο η επίδειξη των διαβατηρίων στα σημεία διέλευσης όσο αυτές οι ενέργειες, που φτάνουν πολύ πιο άμεσα και δραστικά στη ψυχολογία του πολίτη, ο οποίος αισθάνεται με αυτό τον τρόπο πολύ έντονα τη νομιμότητα ενός κράτους. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι διαταγές που έδωσε το καθεστώς στις “τοπικές αρχές” να προχωρήσουν σε καθαριότητα των κοιμητηρίων και άλλων χώρων, που επισκέπτονται οι Ελληνοκύπριοι (κάτι, που δεν έγινε για 29 χρόνια!) ώστε να αισθάνονται ότι δεν έχουν να κάνουν με βάρβαρους εισβολείς αλλά με πολιτισμένο κράτος, που διέπεται από ηθικές και νομικές αρχές.
Ο κίνδυνος να αποδεχτούν οι Ελληνοκύπριοι τη νέα κατάσταση, να γίνει σιγά-σιγά συνείδηση και να συνεχίσουν να επισκέπτονται τα σπίτια τους ως τουρίστες ή ως τζογαδόροι στα πολλά καζίνο των κατεχομένων, είναι πολύ ορατός. Ήδη, κάποιοι, ευτυχώς λίγοι, προγραμματίζουν καλοκαιρινές διακοπές στην Κερύνεια. Κάτι που ασφαλώς δεν έχει καμιά σχέση με τις απολύτως δικαιολογημένες επισκέψεις, που έκαναν οι περισσότεροι όταν δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό να εκτονώσουν τη συναισθηματική φόρτιση που ήταν σε αδιέξοδο επί 29 χρόνια. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι να προβληθεί στην Ευρώπη και στα Ηνωμένα Έθνη αυτή η αποδοχή ως υπόθεση “καλής γειτονίας”, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια τελική διευθέτηση. Όταν, δηλαδή, όλα κυλούν ομαλά σε αυτό το επίπεδο και, προπάντων, όταν οι ίδιοι οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν πια κανένα πρόβλημα να αποδεχθούν τις νόμιμες αρχές του “κράτους” που διοικεί τη βόρεια Κύπρο, γιατί να μην δείξει κατανόηση και η διεθνής κοινότητα! Εδώ είναι λοιπόν που χρειάζονται οι σοφοί χειρισμοί της κυπριακής κυβέρνησης, ειδικά στο χώρο της Ευρώπης, όπως χρειάζεται απαραιτήτως και η βοήθεια της ελλαδικής κυβέρνησης. Για να ξεπεραστούν οι τουρκικές μηχανορραφίες που θα συνεχιστούν για τους επόμενους μήνες, αλλά και οι διάφοροι καλοθελητές, που βρήκαν ευκαιρία να επαναφέρουν το διχοτομικό σχέδιο Ανάν και προσπαθούν να το επιβάλουν αρνούμενοι να δώσουν χρόνο ώστε να επιδράσει ακόμα αποτελεσματικότερα η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που το Μάιο του 2004 θα είναι καταλυτικότερη για την αναζήτηση λύσης, πολύ πιο δημοκρατικής και λειτουργικής. Εάν η υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης έφερε μέσα σε ελάχιστες μέρες τα αποτελέσματα που βλέπουμε, είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς πόσο δραστική θα είναι η πλήρης ένταξη σε ένα χρόνο. Εξάλλου, ήδη 20.000 Τουρκοκύπριοι έχουν αποταθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία για να αποκτήσουν διαβατήριο ως πολίτες της, προσβλέποντας στην ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτοί, αντιθέτως με πολλούς Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριους, δεν αγνόησαν το τελεσίδικο γεγονός ότι στην Ευρώπη μπήκε η Κυπριακή Δημοκρατία, πολίτες της οποίας είναι και οι Τουρκοκύπριοι και όχι η νέα Κύπρος του εγκληματικού σχεδίου Ανάν. Που καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία, συντηρεί τον διαχωρισμό του κυπριακού λαού και ανανεώνει τα επεμβατικά δικαιώματα της τουρκίας και την προοπτική μιας νέας τραγωδίας.