του Θ. Κωτσόπουλου, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Επιτέλους, από τον Σεπτέμβριο άρχισε να πνέει “άλλος” αέρας στον δημόσιο λόγο σχετικά με την Τρομοκρατία και την Αριστερά. Με άρθρα όπως εκείνα των Γ. Μαρίνου, Σ. Ράμφου, Σ. Ζούλα, Ε.Παππά αλλά και του Ν.Μουζέλη, άρχισε να μπαίνει ανοιχτά, από διαφορετικές βέβαια οπτικές, το μείζον και αυτό που θα έπρεπε πρώτιστα να βασανίζει τη “φερόμενη” παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά. Δηλαδή, ποια η σχέση της με τη Βία και την Τρομοκρατία! Φυσικά, στην εν λόγω αρθρογραφία τέτοιο ερώτημα δεν μπαίνει, το πρόβλημα θεωρείται λυμένο. Μητέρα όλων των τρομοκρατών είναι η Αριστερά! Αυτό που οι παραπάνω αρθρογράφοι διατύπωσαν, χοντροκομμένα ή κομψά, μπορεί ν’ αποτελεί –ίσως– και κρυφό καμάρι για κάποιους αριστερούς. Αλλά το χειρότερο είναι ότι αυτή η Αριστερά περιορίστηκε σε υπεκφυγές και γενικολογίες επί του θέματος.
Βία και πολιτική
Το θέμα Τρομοκρατία και Αριστερά θα έπρεπε να ενταχθεί στο γενικότερο ζήτημα βία και πολιτική, βία και κράτος, βία και ταξική κυριαρχία. Ας προσπεράσουμε όμως τέτοια μεγάλα θέματα. Σήμερα, που πλέον η Αριστερά φέρει τις ευθύνες της δικής της, “σοσιαλιστικής”, εξουσίας, έχει φορτωθεί όλη την ενοχή του ακυρωμένου της λόγου. Αλλά αν ένοχος ένοχον ου ποιεί, οι πολίτες δεν μπορούν να στερηθούν το δικαίωμα να σταθμίζουν με τα δικά τους κριτήρια και να διαφοροποιούν τον βίο και την πολιτεία (ή, καλύτερα, τη βία και την πολιτεία) της “Αριστεράς” από εκείνη της “Δεξιάς”.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το άρθρο του κ. Ν. Μουζέλη στο “Βήμα” της Κυριακής, 22 Σεπτεμβρίου 2002, γιατί θύμησε και τακτοποίησε πληροφορίες, οι οποίες το τελευταίο διάστημα είχαν κονιορτοποιηθεί απ’ τα τρωκτικά της είδησης ή εγκαταλειφθεί στα αζήτητα της δημοσιογραφικής ύλης. Από τον Μουζέλη θυμούνται οι παλιοί και μαθαίνουν οι νεώτεροι ότι η “Αριστερά” –γενικώς– είναι παιδί του γιακωβινισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Ως τέτοιο, λοιπόν, πολιτικό μόρφωμα, γεννά, όπως και η αντίστοιχη “Δεξιά”, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, δύο κλάδους πολιτικής διαχείρισης ή στάσης απέναντι στα προβλήματα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και στις διαδικασίες της νεωτερικότητας. Μία νομιμόφρονα μεταρρυθμιστική τάση, η οποία κινείται αυστηρά μέσα στους κανόνες του αστικού κοινοβουλευτισμού, και μία επαναστατική, η οποία προτάσσει τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό και ως εκ τούτου είναι απόλυτα δύσπιστη ως προς τη δυνατότητα να συντελεστεί αυτό με σταδιακό, ειρηνικό, μη βίαιο τρόπο.
Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται, ήδη από την εποχή των παρισινών εξεγέρσεων του 19ου αι., το διπλό παιχνίδι Αριστεράς και Δεξιάς. Πάνω στο τραπέζι, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το Σύνταγμα. Κάτω από το τραπέζι, στη μια πλευρά ο ένοπλος κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους, η λεπίδα του μεταμορφωμένου Απαθή Κέππε, οι περιορισμοί των ελευθεριών, και από την άλλη οι εργατικές εξεγέρσεις, τα οδοφράγματα, οι απεργίες.
Αυτή η “διγλωσσία”, η αμοιβαία υπέρβαση των ορίων της τυπικής αστικής νομιμότητας, δημιούργησε για μεγάλο διάστημα ένα βαθύτερο δεσμό Αριστεράς και Δεξιάς. Και οι δύο πλευρές συχνά αναγκάζονταν να ομολογούν ότι δεν πιστεύουν, τελικά, σ’ αυτή την αστική φάρσα. Αναγνώριζαν η μια στην άλλη ότι η δύσκολη σχέση τους θα λυνόταν με κριτήριο τη ζωτικότητα του κάθε ιστορικού υποκειμένου, με μια αναμέτρηση σε βάθος χρόνου, όπου ο ένας απ’ τους δύο θα έπρεπε να εκλείψει, θα ήταν, υποτίθεται, μια σύγκρουση όπου δεν είχε θέση η ετερονομία.
Την ίδια ώρα που οι ρεφορμιστικές γραμμές της Αριστεράς και της Δεξιάς των αρχών του 19ου αι. έκαναν τη δουλειά τους, ο καπιταλισμός έκανε τη δικιά του. Ταυτόχρονα, το επαναστατικό κομμάτι της Αριστεράς συγκροτούνταν, μέσω της μεγάλης πνοής του Μαρξ, σε κυρίως σώμα, αφήνοντας πολύ μικρό χώρο στο παρακλάδι του αναρχισμού και των αυθόρμητων εξεγέρσεων. Το εργατικό κίνημα και η πλατειά διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών ήταν ικανοί λόγοι για να επαναπροσδιοριστούν τα όρια και οι αντοχές της αστικής νομιμότητας, καθώς και ο βαθμός της προσφυγής στη βία, κυρίως από την πλευρά του αστικού κράτους.
Στο σημείο αυτό ας αφήσουμε τούτη την παρέκβαση, που εξάλλου αφορά σε πολύ γνωστά θέματα, και ας γυρίσουμε στους σημερινούς αρθρογράφους μας για τη “17 Νοέμβρη”, την τρομοκρατία και την Αριστερά.
Βία και Αριστερά
Υπάρχει, είναι πασίδηλο, μια θεμελιώδης συμφωνία, πως το κρίσιμο σημείο “σύναψης” τρομοκρατίας και Αριστεράς βρίσκεται στον Λένιν και το μπολσεβίκικο κόμμα. Οι εν λόγω αρθρογράφοι εντοπίζουν στα θεωρητικά έργα του Λένιν, αλλά κυρίως στην πρακτική του, ένα κράμα, από τη μια θέσων του Μαρξ και του Ένγκελς για τον ρόλο της βίας στην ιστορία και από την άλλη ενός αναρχικού βολονταρισμού τύπου Ε. Μαλατέστα (ο οποίος θεωρούσε ότι η καλύτερη προπαγάνδα είναι ή πράξη, η επαναστατική βία που διαπράττεται αρχικά ερήμην των ενδιαφερομένων κοινωνικών ομάδων ή τάξεων, αλλά εν συνεχεία τις εμψυχώνει, τις ενθαρρύνει και τελικά τις κινητοποιεί να διαδραματίσουν ενεργό ιστορικό ρόλο).
Εδώ δε θα κάνω κάποιο σχόλιο για τις όποιες διαφορές θέσεων επί της βίας. Έστω, κατ’ οικονομία, ότι βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι τον Μπλανκί, τις πρώιμες ναρόντνικες τρομοκρατικές οργανώσεις, τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Μαλατέστα και δεν ξέρω τι άλλο. Τα δεδομένα του σημερινού προβλήματος δεν αλλάζουν. Αυτό που κάποτε είχε σημασία ως θεωρητική τοποθέτηση ακρίβειας και άσκηση του κριτικού πνεύματος σήμερα έχει γίνει παρωχημένη βυζαντινολογία.
Ούτως ή άλλως, η “επίσημη” Αριστερά αρνήθηκε και εξακολουθεί να είναι αμήχανη ως προς τη σχέση της με την επαναστατική βία, είτε γιατί δεν θεωρεί πλέον κομμουνιστική τη φυσιογνωμία της (οπότε δεν την αφορά), είτε γιατί από καιρό έχει αποσυνδέσει την επαναστατική βία από τη μαρξιστική και λενινιστική παράδοση (από την εποχή της χρουστσωφικής γραμμής στα κομμουνιστικά κόμματα), οπότε περιχαρακώνεται σ’ ένα φιλήσυχο, μικροαστικό φιλοκομμουνισμό και σε ρεφορμιστική πολιτική εντός των πλαισίων του κοινοβουλευτισμού.
Και όντως. Μέσα στα πλαίσια της “πάλης γραμμών” του κομμουνιστικού κινήματος, ο βίαιος, επαναστατικός χαρακτήρας της επαναστατικής αλλαγής έφτασε σε δραματικούς τόνους. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αντιπαραθέσεις μεταξύ μαοϊκών-σταλινικών και χρουστσοφικών-τιτοϊκών κομμουνιστών στις δεκαετίες ’60-’70. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τους δεύτερους για “ρεβιζιονισμό”, δηλαδή εγκατάλειψη της επαναστατικής, βίαιης και ένοπλης αντιπαράθεσης των λαϊκών μαζών και του προλεταριάτου με τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό. Οι δεύτεροι επέμεναν να ισχυρίζονται, κλείνοντας πονηρά το μάτι στους βιαστικούς “αριστεριστές”, ότι κατά βάθος τίποτα δεν άλλαξε αλλά η βίαιη αναμέτρηση με το αστικό κράτος θα γίνει όταν “ωριμάσουν” οι συνθήκες. Σήμερα το μυστικό μαθεύτηκε.
Πέρα όμως από τη φιλολογία που αναπτύχθηκε στη μεταξύ τους κριτική, η αντιπαράθεση των “2 γραμμών” έπαιρνε και πολύ πρακτική μορφή, με κινητοποιήσεις, συνθήματα και αποφάσεις σωματείων και συλλόγων “να προχωρήσει η διαδήλωση σπάζοντας τον αστυνομικό κλοιό”, να αγνοηθεί κάποια άλλη αστυνομική απαγόρευση, ή να υποστηριχθεί το τάδε ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Τα αποτελέσματα ήταν είτε να συμβαίνουν πράξεις βίας και επεισόδια, τα οποία διαφοροποιούσαν, υποτίθεται, τις δυο γραμμές, είτε να ενσωματώνεται σε θεωρητικό επίπεδο η ανάγκη για βίαιη αναμέτρηση με το σύστημα (ανάλογα με τις συνθήκες, φυσικά). Οπότε, είχαμε εκδηλώσεις βίας αλλά και πρόκληση στάσεων συμπεριφοράς που ωθούσαν σε ακραίες πολιτικές πρακτικές.
Αλλά και πέρα από την αντιπαράθεση εκείνων των εποχών· γενικότερα, σε μια απεργία, μια διαδήλωση, μια αγωνιστική συγκέντρωση πολιτών, το κλείσιμο της κυκλοφορίας στον δρόμο, μια προκλητική διαμαρτυρία, δεν περιέχει από μόνη της περισσότερο ή λιγότερο βολονταριστική βία τύπου Μαλατέστα; Εξ άλλου, για την παραδοσιακή Αριστερά, δεν ήταν αυτό το στοιχείο της θαρραλέας διακινδύνευσης που έπρεπε κάποιοι λίγοι αγωνιστές να διαθέτουν για να μπορέσει να βρει την έκφρασή της μια δίκαιη υπόθεση;
Αυτό το θάρρος είχε να κάνει μόνο με οσιομαρτυρικού τύπου βλάβη που θα υφίστατο ο αγωνιστής; Η Αριστερά στη “χρυσή” της εποχή έκανε μόνο άμυνα απέναντι στη βία του αστικού κράτους; Όχι, βέβαια. Ποιος μπορούσε να εγγυηθεί τις συνέπειες που θα είχε η πρόκληση επεισοδίων σε τρίτους; Πού αρχίζει ο ηρωισμός και που τελειώνει η αλυσίδα της βίας που ενεργοποιεί η υπέρβαση των εκάστοτε συμβατικών ορίων της νομιμότητας; Πώς εξασφαλίζεται ότι μια πράξη βίας με αρχικα μόνο ατομικές συνέπειες δεν θα έχει στη συνέχεια ευρύτερες πολιτικές παρενέργειες και δεν θα προκαλέσει βλάβη και σε άλλους; Η Αριστερά, από τη γέννηση της, δεν ερχόταν πάντα αντιμέτωπη μ’ ένα όριο “πονηρής” νομιμότητας πέρα από το οποίο παραμόνευε η απειλή της ποινικοποίησης και επομένως της απαξίας;
Βέβαια, το επιχείρημα είναι ότι η Αριστερά προέβαινε σε βίαιο βολονταρισμό μόνο σε μεγάλες, ιστορικής σημασίας κρίσεις, σε μη δημοκρατικές περιόδους, οπότε δεν υπήρχε δυνατότητα να διεξάγει ομαλά τον πολιτικό της αγώνα και πάντα με πράξεις που εξέφραζαν μια πολύ μεγάλη μερίδα πληθυσμού. Αλλά, αυτό είναι μια γενικότητα. Η λεπτομερής εξέταση των ιστορικών γεγονότων στα οποία εδηλώνονται βίαιες πράξεις από την Αριστερά μπορεί να δείξει ότι δεν υπήρχε ασφαλές κριτήριο νομιμοποίησης στη μαζική συνείδηση.
Το “μέτωπο” της κομμουνιστικής Αριστεράς δεν ήταν πάντα στο σημείο ισορροπίας μεταξύ του δικού της δυναμισμού και της ανοχής του συστήματος;
Θα είχε νόημα η συζήτηση για την όποια Αριστερά και την όποια βία αν η κοινή γνώμη είχε τη βεβαιότητα ότι, έστω για μια τετραετία και κατόπιν πλειοψηφίας σε κοινοβουλευτικές εκλογές, η κομμουνιστική Αριστερά θα μπορούσε να εφαρμόσει το πρόγραμμά της; Αλλά τέτοια Αριστερά και τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπήρξε (και ίσως δεν υπάρξει ποτέ). Αντίθετα, υπήρχε και θα υπάρχει αυτό το “μέτωπο” των αντίθετων δυνάμεων μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού που αγγίζει τα ευπαθή όρια της νομιμότητας και παρανομίας, της βίας και της συμμόρφωσης στους κανόνες, του μέτρου και της υπερβολής. Αυτή η κοινωνική “αστάθεια”, αυτό το ευκίνητο μέτωπο που οριοθετεί τις αντιφατικές δομές του καπιταλιστικού συστήματος εμπεριέχει τα μεγάλα αινίγματα περί βίας. Από τη λύση τους προσδιορίζουν τη φυσιογνωμία τους όχι μόνο οι πολιτικοί εκφραστές των κοινωνικών τάξεων αλλά και οι ίδιες οι συλλογικές συνειδήσεις αυτών των τάξεων.
Πρακτικότερα τώρα. Είναι βέβαιο, ότι στη μεταψυχροπολεμική περίοδο η Αριστερά στην Ευρώπη βρέθηκε περισσότερο από ποτέ αντιμέτωπη με το πρόβλημα του βολονταρισμού στην πολιτική της, προπαντός διότι, υποτίθεται πως ξεκαθάρισε την αποδοχή του αστικού κοινοβουλευτισμού. Όσο το καπιταλιστικό σύστημα σταθεροποιείτο, ο καταναλωτισμός και ο κομφορμισμός κέρδιζαν έδαφος. Αρκετά πριν αλλά, φυσικά, και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι δισταγμοί και τα διλήμματα περί των ορίων του βολονταρισμού μετατράπηκαν σε πλήρη πολιτική και ιδεολογική αμηχανία. Αλλά, σιγά-σιγά, από την υπέρμετρη αναδίπλωση, βρέθηκε στην παράξενη θέση να αποτελεί σήμερα, η ίδια η ιδεολογική ύπαρξη της κομμουνιστικής Αριστεράς έναν ακραίο βολονταρισμό που θεωρείται απειλή για τα νέα μετατοπισμένα όρια της νομιμότητας! Αυτή η κατάσταση εξάλλου συντηρεί και κάποια μη ζωογόνα αυταρέσκεια εντός της.
Αν ο γιακωβινισμός υπήρξε ένας πρόγονος της Πρωτοαριστεράς κι αν οδήγησε στο φαινόμενο της Πρωτοτρομοκρατίας, αυτό δεν έγινε παρά μέσω της κρατικής ισχύος, γι’ αυτό και δεν υπήρξε ποτέ ένα αληθινό πρόβλημα της λαϊκής και δημοκρατικής συνείδησης, ούτε της εργατικής, αλλά ούτε και της αστικής τάξης! Τρομοκρατία, ουσιαστικά, μπορεί να ασκήσει μόνο το κράτος, καπιταλιστικό ή “σοσιαλιστικό”. Αυτό και ο κοινός νούς το αντιλαμβάνεται εύκολα. Αν υποθέσουμε πως η κοινή γνώμη είναι σίγουρη ότι πίσω από τα πολιτικά εγκλήματα δεν κρύβονται μυστικές υπηρεσίες, ούτε κρατικά συμφέροντα, αλλά είναι πράξεις μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων, αρνείται μεν να τις κατανοήσει, αλλά αισθάνεται ελάχιστη απειλή και πάντως δεν τρομοκρατείται. Αντίθετα, τρομοκρατείται από τις ασύγκριτα ισχυρότερες δυνατότητες των κρατικών μηχανισμών, οι οποίες έχουν και τη δύναμη να αυτονομιμοποιούνται. Διότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν έχει ακόμη καταφέρει να πείσει τον πολίτη ότι μπορεί να ελέγξει όλους τους μηχανισμούς της κρατικής βίας.
Ατομική βία και Αριστερά
Αλλά σε κάθε περίπτωση, και για να δοθεί ένα τέλος στον αχταρμά της αρθρογραφίας, πρέπει να γίνει διαχωρισμός απ’ τη μια ανάμεσα ο’ αυτό που στους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν θεωρήθηκε “επαναστατική βία” και σαν αντίληψη και πρακτική κληροδοτήθηκε στην Αριστερά και το επαναστατικό κίνημα κι απ’ την άλλη σ’ αυτό που ονομάστηκε ατομική τρομοκρατία του 19ου αιώνα και οργανωμένη τρομοκρατική δράση στη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Οι διαφορές είναι τεράστιες και είναι λυπηρό να προβαίνουν έγκυροι αρθρογράφοι σε τέτοιες απλουστεύσεις και αποσιωπήσεις.
Όσον αφορά στη μαρξιστική, κομμουνιστική Αριστερά, αυτή ούτε στην πιο επαναστατική της περίοδο δεν απολυτοποίησε τη βία σαν καταλυτικό στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης. Η “Αριστερά” του Μαρξ, του Ένγκελς, αλλά και του Λένιν, ποτέ δεν πίστεψε και γι’ αυτό άσκησε έντονη κριτική σε απόψεις περί “της άμεσης πολιτικής βίας ως πρωταρχικού στοιχείου στην ιστορία”. Γι’ αυτή την “Αριστερά”, η βία δεν προϋπάρχει, σαν μεταφυσική κατηγορία, της ταξικής διαίρεσης. Δεν είναι η βία που γεννά τις τάξεις. Γι’ αυτή την “Αριστερά”, επίσης, ούτε η ατομική ιδιοκτησία εμφανίζεται στην ιστορία σαν αποτέλεσμα ληστείας και βίας. Μπορεί και να είναι τέτοια η προέλευσή της, δεν είναι όμως καθόλου απαραίτητο. Στα κείμενα του “κλασικού” μαρξισμού, η βία είναι φαινόμενο και λειτουργία των κοινωνικών σχηματισμών και των ταξικών σχέσεων. Κατανοείται στα πλαίσια της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής και κοινωνικής και πολιτικής μορφολογίας.
Αν, λοιπόν, η βία δεν είναι η γενεσιουργός αιτία του ταξικού διαχωρισμού της κοινωνίας, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να είναι ο πλοηγός στο όραμα του μετασχηματισμού της σε νέα, καλύτερη και δικαιότερη μορφή. Η βία παραμένει όπως την ήθελε και ο Μαρξ μια “μαμή” της ιστορίας, ένα μόνιμο και παρακολουθητικό στοιχείο, με μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο, ιδίως σε διαδικασίες κύησης και γέννας που αφορούν στη συνολική κοινωνική κατάσταση.
Οι εκδηλώσεις ατομικής βίας και τρομοκρατίας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μηδαμινότητες για τις ιστορικές προκλήσεις. Σε μια πιο μετριοπαθή εκδοχή, αποτελούν κοινωνικές ασκήσεις αντιμετώπισης δυσ-προσάρμοστων ιδιοφυών, ή, αναγνώρισης της διαφοράς μεταξύ προσωπικού και συλλογικού. Γιατί δεν είναι καθόλου “άλλο θέμα”, αν η ζωή του ανθρώπου είναι πολύ μικρή για να αναγκαστεί να χωνέψει ιστορικά προτσές και οράματα ή κοινωνίες που συνθλίβουν τις ατομικές υπάρξεις. Κάποτε, τον 19ο αιώνα ας πούμε, οι Ρώσοι τρομοκράτες πραγμάτωναν μαζί με το προσωπικό τους αίτημα και μια, ενδεχομένως, ακαθόριστη προσδοκία του συλλογικού επιθυμητικού. Σήμερα, σε πολύ έντονη παραφωνία με την παλιά, “ρομαντική” μορφή της ατομικής τρομοκρατίας, μέσα σ’ ένα ευρύτερο κλίμα καταναλωτισμού και κομφορμισμού, άτομα με επισφαλείς και επιπόλαιες σχέσεις με τις ίδιες τους τις καταβολές ζητούν ικανοποιήσεις “εδώ και τώρα”. Η ανυπομονησία για την ύπαρξη και η ανία ενώπιον μιας συλλογικής προοπτικής τους κάνει εύκαιρους σε ανομικές συμπεριφορές.
Αυτή είναι και η περίπτωση για την τρομοκρατία στην πρόσφατη ελληνική της εκδοχή. Το πλέον απαράδεκτο για τη γνώμη του μέσου πολίτη είναι η προκλητικότητα της “αυτονομίας” τους, η ύβρις να μην αποδεικνύεται η εξάρτηση των Ελλήνων τρομοκρατών από ξένες μυστικές υπηρεσίες. Ο ελληνικός λαός έχει υποφέρει σε τέτοιο βαθμό από την ξενοκρατία, ώστε αρνείται να δεχτεί πως οι τρομοκράτες δεν είναι όργανα μυστικών υπηρεσιών. Τότε, όλοι θα είχαν μια ανακουφιστική εξήγηση. Η συλλογική παράσταση της παντοδυναμίας του Συστήματος θα “νομιμοποιούσε” τους τρομοκράτες ως μισθωτούς του οι οποίοι, εν τέλει, έκαναν κι αυτοί τη δουλειά τους. Αυτό θα προκαλούσε ίσως κάποια συμπάθεια στα ομοίως πάσχοντα υποκείμενα. Αλλά εδώ έχουμε κάτι πολιτικά, κοινωνικά και αισθητικά απροσδιόριστες υπάρξεις, έξω από ειωθότα σχήματα, βυθισμένες σε ένα είδος απελπισίας που, όπως φαίνεται, δεν είναι αποδεκτό ούτε από το πιο ταπεινωμένο είδος ανθρώπου. Υπάρξεις που δεν μπορούν να αναχθούν σε τίποτα και γι’ αυτό η χειρότερη καταδίκη τους θα είναι να λειτουργήσουν ως ο αιώνια παραμορφωτικός καθρέφτης των κατηγόρων τους.
Η αρθρογραφία όμως για την “Αριστερά”, όπως και η “Αριστερά” για την αρθρογραφία, είναι μια άλλη υπόθεση. Η χυδαία ή συγκρατημένη επιθετικότητα εναντίον της Αριστεράς για το θέμα της τρομοκρατίας θα είναι ο χειρότερος σύμβουλος για τα χρόνια προβλήματά της. Είναι κατανοητό γιατί διάφοροι σπεύδουν να αποδώσουν το φαινόμενο της τρομοκρατίας στην κομμουνιστική Αριστερά. Δε θα είναι το ίδιο η αναζήτηση της σχέσης της με την επαναστατική βία.
Αυτό που η αναζητούμενη Αριστερά χρειάζεται είναι: να αντιληφθεί το σημερινό περιβάλλον της, τη σχέση της με τα δρώντα υποκείμενα του καιρού της. Τα όρια της “ανοικτής κοινωνίας” και το δικό της είδος μέσα σ’ αυτήν. Ο επαναπροσδιορισμός της ισηγορίας στην ανάλυση των ευθυνών της. Ποια είναι η δική της κυοφορία. Πάντα από