του Μ. Βεϊνόγλου, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Υπάρχει “Μικρασιατική Λογοτεχνία”; Αν ναι, πώς προσδιορίζεται; Σ’ αυτά τα ερωτήματα νιώθω την ανάγκη να συμβάλω με λίγες σκέψεις, καθώς βλέπω καθημερινά να γεμίζουν οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων με νέους τίτλους, έργα με περιεχόμενο που προκαλεί αρνητική κριτική, άλλοτε ασήμαντα κι άλλοτε απαράδεκτα. Γιατί μεταφέρουν –στις περισσότερες περιπτώσεις– παραπλανητικό πληροφοριακό υλικό. Μια μεγάλη περιοχή αυτού του υλικού χαρακτηρίζεται από ψευδοπληροφορίες, που παρασύρουν τον αδαή να σχηματίσει λανθασμένα γνωστικά δεδομένα, και μια άλλη –η χειρότερη, γιατί δείχνει πως ήδη έχει γίνει το κακό ή ετοιμάζεται κι άλλο– μεταφέρει ή τολμά να διερμηνεύει παρελθόντα ιδεολογικό ιστό, και άρα ιστορημένο, τελείως αυθαίρετα, ακραία επικίνδυνα. Όταν πέφτω σε τέτοια βιβλία θυμώνω. Με τους εκδότες, τους δημιουργούς. Με ό,τι είμαστε όλοι μας σήμερα, οι άνθρωποι με τη βαριά περιφρονημένη κληρονομιά. Νιώθω την επιθυμία να φωνάξω, κάτω όλοι τα μολύβια!
Μην ξαναγράψετε αν δεν διαβάσετε πριν… Αν δεν καταλάβετε, αν δε μισήσετε, αν δεν συμπαθήσετε… Κι όταν όλο αυτό το υλικό βρει μια φλέβα να χτυπήσει θαρετά, ίσια στην πηγή και να αντλήσει αθάνατο νερό, τέχνη… Τότε ναι, θα έχουμε στην Ελλάδα ένα ζωντανό σώμα, μια λογοτεχνία, που ίσως της δώσουμε αυτή την ταυτότητα, “Μικρασιατική”. Kανείς μην έχει μικρότερη φιλοδοξία. Το μόνο που με παρηγορεί, το μόνο, είναι πως ο όγκος αυτής της παραγωγής μάς στέλνει ένα επίμονο, απολύτως αληθινό σήμα. Που κάτι δείχνει, κάτι μας φωνάζει… Πως εδώ είναι μια υπόθεση που δεν τέλειωσε, δεν χωνεύτηκε και προσπαθεί, όπως το ανίατο τραύμα, με δικούς του τρόπους να αυτοεπουλωθεί… Η λογοτεχνία αυτή, ανεξάρτητα από την ποιότητά της, συγκεντρώνει όλα τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της “εξόριστης”, μιας λογοτεχνίας δηλαδή ανθρώπων εξορίστων, που κατοικούν σ’ έναν τόπο μα σκέφτονται ή προβάλλουν την πραγματικότητα ενός άλλου, που διακατέχονται από τη νοσταλγία, από το παρελθόν και τα φαντάσματά του και το μόνο σήμα που στέλνουν προς το μέλλον είναι οι προβληματισμοί για την ίδια την ταυτότητά τους. Μια τέτοια γενιά “εξορίστων” συγγραφέων δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην παγκόσμια λογοτεχνία. Στην ελληνική, “η εξορία” αποκαλύπτεται πρώτη φορά με τον πολυσυζητημένο υπότιτλο του Κοσμά Πολίτη “Στου Χατζηφράγκου”, “καταφέρανε να ’χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά”. Το εκπληκτικό είναι πως οι σημερινοί συγγραφείς, που διαιωνίζουν στα έργα τους μιαν αίσθηση ιθαγένειας, δεν είναι, σαν τον Κοσμά Πολίτη, πρόσφυγες πρώτης γενιάς αλλά κατανέμονται από τη δεύτερη ως την τέταρτη γενιά των προσφύγων. Πρέπει να αναρωτηθούμε, γιατί αυτή η εμμονή…
Αυτό πάντως που δεν πρέπει να εκπλήσσει είναι ότι, παρά την διογκούμενη μέσα στα τελευταία 10-20 χρόνια σχετική βιβλιοπαραγωγή, οι ελπίδες για μια υψηλή λογοτεχνία είναι αντιστρόφως ανάλογες. Είναι γνωστό ότι η μικρασιατική καταστροφή δεν συγκίνησε αρχικά τους λογοτέχνες μας στο βαθμό που θα περίμενε κανείς και το φαινόμενο αυτό εντοπίστηκε εγκαίρως. Ήδη από το 1940, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος παρατηρούσε τη μη ύπαρξη προσφυγικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, ότι “δυστυχώς, το δράμα έμεινε ανεκμετάλλευτο”. Ο Διονύσιος Ζακυθηνός κατ’ επανάληψη παρατήρησε πως ούτε η Ιστορία, ούτε Τέχνη λόγου ή άλλη Τέχνη στάθηκαν στο ύψος τους, ότι δεν υπήρξε ένα καθολικό έργο τέχνης, τέτοιο που θα ήταν μαζί και Τέχνη και χρονικό. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι Νίκος Καζαντζάκης, Παύλος Φλώρος, Νίκος Μηλιώρης. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος διερωτάται πώς είναι δυνατόν να είναι μικρότερη η λογοτεχνική συνεισφορά στο πάθος του Μικρασιατικού κόσμου συγκριτικά με των Μακεδονικών αγώνων ή με των Βαλκανικών ή με του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου ή με της Κατοχής… Κι οι μικρασιάτες λογοτέχνες ένιωσαν κάποια στιγμή την ανάγκη να… απολογηθούν. Οι μικρασιάτες, λέει ο Ηλίας Βενέζης, είχαν ανάγκη περισσότερο παρά ποτέ από… την απόσταση, έπρεπε να απομακρυνθούμε από τα ίδια τα γεγονότα…
Μπορεί… Όλα όμως δείχνουν πως η λογοτεχνία αυτή δεν ωρίμασε τελικά και σ’ αυτό συντέλεσαν δύο σπουδαίοι λόγοι. Ο πρώτος ονομάζεται “εθνική συσπείρωση”, ένας τεράστιος οδοστρωτήρας ραγδαίας αφομοίωσης όλου εκείνου του κόσμου που έπρεπε να αποβάλει την ετερότητά του. Ο δεύτερος, περίπου συναφής, καθρεφτίζεται σ’ έναν πίνακα που κατήρτισε ο Peter Mackridge. Όταν πλάι στα ονόματα των Μικρασιατών λογοτεχνών, που αποτέλεσαν την πρωτοπορία στην μεταπροσφυγική Ελλάδα, σημειωθούν κι οι τόποι τους, φτάνεις σε συμπεράσματα: Κοσμάς Πολίτης(από Σμύρνη), Στρατής Δούκας(Μοσχονήσια), Φώτης Κόντογλου(Αϊβαλί), Παύλος Φλώρος(Βουρλά), Μαρία Ιορδανίδου(Κωσταντινούπολη), Πέτρος Αφθονιάτης(Προκόνησος), Τατιάνα Σταύρου(Βόσπορος), Θράσος Καστανάκης(Κων/πολη), Ηλίας Βενέζης(Αϊβαλί), Γιώργος Θεοτοκάς(Κων/πολη), Διδώ Σωτηρίου(Αϊδίνι). Όλοι έρχονται από τα μικρασιατικά παράλια και την Πόλη, από ελληνόφωνες περιοχές. Ακόμα πιο εύγλωτα απουσιάζει η προσφυγομάννα Θεσσαλονίκη, η “πρωτεύουσα των προσφύγων”, όπως ο Γιώργος Ιωάννου την αποκαλεί… “Εγκατεστημένοι σ’ αγροτικές περιοχές κι ανήλιαγες πολίχνες, δεν ήσαν σε θέση οι πρόσφυγες αυτοί να γίνουν αξιόλογοι συγγραφείς…” συμπεραίνει ο Mackridge, αλλά η παρατήρησή του σταματά στην επιφάνεια… Από αγροτικές περιοχές και από σκονισμένες πολίχνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ξεσπιτώθηκαν κατά πλειοψηφία οι πρόσφυγες. Μήπως αυτό σημαίνει πως ήρθαν στην Ελλάδα χωρίς αποταμιευμένο Λόγο;
Ένα μέρος του νεοελληνικού παραλόγου, αυτού που εδράζεται σε ιστορικές αυθαιρεσίες και κοινωνικό αυταρχισμό, έδωσε ένα καθοριστικό χτύπημα σε ό,τι θα μπορούσε ίσως να ήταν σήμερα, έστω και στα όρια μιας μικρούλας Ελλάδας, οργανισμός, σώμα ζωντανό. Έτσι πια η “Μικρασιατική Λογοτεχνία” προσπαθεί να δανειστεί σοβαρούς χώρους μονάχα πλάι στην Ιστορία και πλάι στη Λαογραφία, ως ιστορική ή λαογραφική μυθιστορία, ή πλάι στις επιστήμες προκειμένου να διαγράψει την αυτογνωσία της, να αυτοϊστορηθεί. Έτσι αποδεικνύει την αδυναμία της: Η Μικρασιατική Λογοτεχνία δε μπορεί πλέον να προστρέξει σε ασπαίρουσα ύλη, ξεχνά και συγχέει τις πηγές της, της λείπει ο χώρος τόσο συντριπτικά ώστε δεν έχει τις εικόνες, δεν έχει ενόραση, της λείπει η γλώσσα προκειμένου να διαβάσει πίσω… Απ’ όλα αυτά τίποτα δε μπορεί πια να αναπλαστεί.
Ο παραλογισμός είχε αρχίσει προ της Ανταλλαγής. Με τη λογοτεχνική παραγωγή των Μικρασιατών συνέβη ό,τι και με την ίδια την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922-24. Προσδιορίστηκε κάποιο εθνολογικό, ευλογοφανές κριτήριο, αυθαίρετα, για να μοιράσει κάτι που κανείς δεν νοιάστηκε μήπως η φύση του το ήθελε… ενιαίο. Έτσι, στην ανταλλαγή κριτήριο θεωρήθηκε η θρησκεία και στη λογοτεχνία χρησίμευσε η γλώσσα. Ενώ λοιπόν η Ελλάδα ενσωμάτωνε τον χριστιανικό μικρασιατικό κόσμο ως Ελληνισμό και Έλληνες, απέρριψε κάθε τους γλωσσική έκφραση σε άλλη γλώσσα και διάλεκτο. Έτσι, με εξαίρεση τη στενή γεωγραφική ζώνη επί των Μικρασιατικών παραλίων που συμμετείχε άνετα στην Ελληνική Γραμματεία, οι λοιποί, κατά το πλείστο τουρκόφωνοι Μικρασιάτες, μένουν… απ’ έξω. Πράγματι, η σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία μετά το ’24 άνοιξε με στόμφο και ευκολία τις πόρτες της και κατάπιε τη λεγόμενη “Σμυρναϊκή” λογοτεχνία” ως οικεία, την τυπωμένη συχνά και σ’ αθηναϊκά τυπογραφεία, τη διάσπαρτη σ’ έναν “ομοιοπαθητικό” περιοδικό τύπο, ιδεολογικά φερώνυμο. Τους λογοτέχνες όμως που εξεπήδησαν μες απ’ το Ιωνικό έμψυχο υλικό δεν τους δέχτηκε δίχως όρους. Η ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του μεσοπόλεμου το δείχνει περίτρανα. Το Παλαμικό και Στερεοελλαδίτικο κατεστημένο της Αθήνας ανθίστατο, μα δε φταίει μονάχο. Η ορμή της νέας λογοτεχνικής ψυχής που άρχισε να προφέρει λόγο στην Ελλάδα συχνά παρωθείτο όχι μόνο για τον φανατικό της βενιζελισμό, αλλά και από λογοτεχνικά έντυπα και κύκλους που ενεθάρρυνε η Βρετανική Πρεσβεία της Αθήνας. Παρά ταύτα, το Νόμπελ που έλαβε η Ελλάδα το 1963, μόνο λόγω της καταγωγής του Γιώργου Σεφέρη μπορεί να θεωρείται Νόμπελ Μικρασιατικό (και δεν μας εκπλήσσει που στην τελευταία περίπτωση προκύπτουν κι άλλοι εθνικοί… συνεταίροι). Συνήθως όμως παραμένει σκοτεινή κι ελάχιστα προβάλλεται η μικρασιατική ταυτότητα του έργου, απ’ άκρη σ’ άκρη “προσφυγική”, κατακριτική, εξόριστη, επειδή απελπισμένη ψάχνει μέσα στα μάρμαρα… πρώτα απ’ όλα για λίγη δικαιοσύνη. Για το έγκλημα… (Διαβάστε πάλι την Κίχλη.) Το “έγκλημα” του Οιδίποδα είναι έγκλημα ταυτότητας αλλ’ αυτή η πλευρά δεν φωτίζεται. Όλοι, με το δάχτυλο στα χείλη διατάζουν… σιωπή! Να λοιπόν τι βλέπουμε στη σύγχρονη “μικρασιατική” λογοτεχνία μας: Όπου κι όταν τη φίμωσαν, λοξοδρόμησε κι έγινε κοσμοπολίτικη, αλλιώς ευτελίστηκε και κατάντησε παρανοϊκή. Γιατί είναι βαθειά πληγωμένος ο λαός της, τόσο που δε μπόρεσε, ούτε μετά από έναν ολόκληρο εμφύλιο, να εκτονωθεί…
*
Οι αναμνήσεις βορειοελλαδιτών δασκάλων για τους μαθητές και τους γονείς τους θα είχαν πολλά να μας πουν. Υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα, διττό, σχετικά με τη γλώσσα και σχετικά με τις ρίζες στην προέλευση της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Συστηματικά κι επιπόλαια υπερφαλαγγίζεται το ζήτημα του τουρκόφωνου κόσμου που βρέθηκε στην Ελλάδα. Ποιοι ήσαν και πώς εκφράζονταν; εκείνοι που “πίσω από ψηλούς τοίχους περίμεναν ν’ ανοίξουν παράθυρα”, εκείνοι οι πρώτοι που κατέφευγαν στη μετάφραση για να πουν το παραμικρό… Και κατ’ επέκταση, σε ποια γλώσσα και σε ποιες πηγές θα έπρεπε να στηρίζει η εξόριστη λογοτεχνία των Μικρασιατών τις ρίζες της, αν οι συνθήκες της είχαν επιτρέψει να είναι μια Μικρασιατική λογοτεχνία καθολική;
Τους τουρκόφωνους αυτούς (αποτελούσαν την πλειοψηφία στο 1,5 εκατομμύριο προσφύγων του ’22-24), η Ελλάδα, από πλευράς γλώσσας, τους αντιμετώπισε κυριολεκτικά ως “ποίμνιο” που ανέπεμπε μόνον προσευχές σε μυστήριες γλώσσες και διαλέκτους… Φυσικά, από τα μέσα του 19ου αιώνα, ένα πλήθος ελληνόγλωσσων εντύπων είχαν πλημμυρίσει τον Μικρασιατικό χώρο που Σύλλογοι όπως η “Ανατολή”, ο “Φιλολογικός σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως”, με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, τύπωναν ασταμάτητα τις τελευταίες προ της ανταλλαγής δεκαετίες πλάι σ’ όσα το Πατριαρχείο δεν έπαψε να εκδίδει στα οθωμανικά και καραμανλίδικα. Ειδικά για τους τουρκόφωνους Μικρασιάτες, οργανώθηκε μια διαδικασία αλλαγής λόγου, σε γλώσσα και πολιτισμική κληρονομιά, με την αιτιολογία, εξίσου αυθαίρετη κι αυτή, ότι… ο λόγος τους είχε και στο παρελθόν αφαιρεθεί (από τους Τούρκους), σύμφωνα με τον αναπόδεικτο θρύλο των χιλίων τσουβαλιών κομμένων γλωσσών. Η τουρκοφωνία στη μεταπροσφυγική Ελλάδα υπήρξε ντροπή και ενοχή. Επομένως με ποιο σώμα προηγούμενης λογοτεχνίας θα μπορούσε αυτή η γενιά να συνδεθεί ώστε να παράγει νέο έργο; Βλέπουμε λοιπόν πως το γλωσσικό πρόβλημα εκείνων των εν δυνάμει λογοτεχνών, που ποτέ δεν εκκολάφθηκαν, ερμηνεύεται ως απότομη διακοπή και στον εθνικό κορμό της λογοτεχνίας μας προξενεί ιστορική ασυνέχεια.
Η γλώσσα! Για μια λογοτεχνία, τι είναι η γλώσσα της –
ως ποιο σημείο την προσδιορίζει; Η λογοτεχνία διαβάζει για χάρη μας, πριν από μας. “Ξαναδιαβάζει” τα παλαιότερα έργα. Συμμετέχει στην ιστορική εξέλιξη και μάλιστα αποτελεί ενεργό της συστατικό. Αποκοπή της γλώσσας ισοδυναμεί με επέμβαση λοβοτομής… Όταν μια λογοτεχνία σιγήσει απότομα ή εμφανίζει έργα φαιδρά, αλλοπρόσαλλα… Όταν μιλάει “ξύλινα”, θα πρέπει να αναζητήσουμε μια μη-αποκαταστάσιμη ζημιά. Ας το καταλάβουμε, υπάρχει ένα κενό στις πηγές της λογοτεχνίας μας. Την παρασύρουν όλο πιο δυτικά ο Διαφωτισμός κι ο Μοντερνισμός, μα στις ίδιες τις πηγές της δύσκολα “διαβάζει” το παρελθόν. Για την μικρασιατική λογοτεχνία το κενό ξεκινά εκεί που… το ελληνικό αλφάβητο αρχίζει να διαβάζει Τούρκικα και η γενίκευση της κοινής Ελληνικής θέτει στο περιθώριο την Ποντιακή λογοτεχνία.
Τα βιβλία που έφεραν μαζί τους πρώτα πετάχτηκαν στα σκουπίδια, κι ύστερα, όσα γλίτωσαν… άρχισαν να πουλιούνται ακριβά. Σε φυλλάδες που διάβαζαν με μανία (φτηνά φύλλα κι εξώφυλλο από σιγαρόχαρτο χρώματος τριανταφυλλί ή φυστικί), έβρισκες τον μύθο του Σαχ-Ισμαήλ και της χανούμισσας Γκιουλιζάρ, τη Γενοβέφα-χικιαγεσί και τον Ασίκ Ομέρ, έβρισκες σε ποίηση ντιβάν τον Ασίκ Γκαρίπ και Τούρκους συγγραφείς όπως ο Γκιουλζαρί, που έγραψε τα “Φλογερά έπη του Σουλτάν-Μαχμούτ”, του Πορθητή. Μια ενδιαφέρουσα, λογοτεχνικά και εθνολογικά, γραμματεία, διάσπαρτη σε ποικίλα καραμανλίδικα περιοδικά, αναμιγμένη με κείμενα αρμένικα, οθωμανικά, ελληνικά, ανεκμετάλλευτη περιμένει την έρευνα… Ανάμεσα στα έργα που διάβαζαν οι Τουρκόφωνοι με ιδιαίτερη συγκίνηση και αγάπη συγκαταλέγεται κι ο “Κιόρογλου”, το αγαπημένο έπος των Καππαδοκών! Η… υποκατάσταση προκαλούσε αμηχανία… Οι Καππαδόκες (!) αγνοούσαν πλήρως τα έπη του Διγενή! Που διαδραματίζονται στη δική τους γεωγραφική περιοχή, που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, σε γνωστά τους τοπωνύμια κι ονόματα, στον λαό τους… Αυτοί είχαν και διάβαζαν τον… “Κιόρογλου”, τα έπη του “γιου του τυφλού”. Έτσι εύκολα κάποιοι μετέτρεψαν την απορία σε ετυμηγορία: “Ανήκουν οι Καππαδόκες στην τουρκική εθνότητα λοιπόν…”
Για να μάθουμε πώς διαμορφώθηκε ο πολιτιστικός χαρακτήρας του Μικρασιατικού χώρου, επιβάλλεται να μελετηθούν οι συνθήκες και οι συντελεστές που προκάλεσαν εκείνες τις πολιτισμικές αλλαγές που διαμόρφωσαν την ιστορία της Μικράς Ασίας. Ο εξισλαμισμός είναι το τελευταίο στάδιο από μια μακροχρόνια διαδοχή θρησκευτικών και γλωσσικών αλλαγών που συντελέστηκαν στον χώρο αυτό μέσα στους αιώνες. Το φαινόμενο του εξισλαμισμού της Μ.Α. έχει γενικό ενδιαφέρον, πέρα από την κατανόηση της βυζαντινής, της τουρκικής και της ελληνικής, μετά το ’22-24, κοινωνίας.
Το έπος του Κιόρογλου θα είχε θεωρηθεί εξ αρχής μεταφορά του έπους του Διγενή, αλλά μπέρδευε πάντα τους μελετητές η μη-αναφορά του ονόματος του γνωστού ήρωα. Ο Ν.Γ. Πολίτης, στην αρχή του 20 ού αι., διαπίστωνε την ταυτόχρονη γέννηση στα έπη και τα έθνη. Πράγματι, ο ΙΣΤ΄ αιώνας αποτελεί την αφετηρία του τουρκικού έθνους, όπως κι ο ΙΒ΄, ταυτιζόμενος με την καταγραφή του ακριτικού έπους του Διγενή, θεωρείται ο αιώνας που αναδύεται η ιδεολογία που αποφασιστικά αγκαλιάζει την ελληνικότητα… Αλλά πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν Έλληνες και Τούρκοι, δυο έθνη διαφορετικά, να ταυτίζουν την αφετηρία τους πάνω στο ίδιο έπος; Βλέπουμε λοιπόν πως όποιος επιχειρήσει να σκιαγραφήσει έστω και με δυο μόνο γραμμές μια Ιστορία για τη “Μικρασιατική Λογοτεχνία” θα σκοντάψει σε δυσκολίες. Διότι η Μικρασιατική Λογοτεχνία ανατρέχει σε ιστορικές περιοχές που επάνω τους ως σήμερα ελάχιστο φως έχει χυθεί. Οι αιρέσεις, οι εξωμοσίες, έχουν προσθέσει τη δική τους λογική στη διασπορά των λογοτεχνικών πηγών. Η ελληνική λογοτεχνία τις έχει καταπιεί ως αμάσητη τροφή. Για παράδειγμα, τα έπη του Διγενή μάς προσφέρουν τη συγγένεια, ένα δεσμό αίματος ανάμεσα σ’ ό,τι είναι ή θα πρέπει να ονομάζεται “Μικρασιατική Λογοτεχνία”. Δυστυχώς, στην ίδια τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όμως, αντανακλάται ο φόβος πως… ίσως η συγγένεια αυτή δεν είναι “γραμμική”. Πράγματι τον ΙΣΤ΄ αι. απαγορεύονται πλέον οι ομαδικοί εξισλαμισμοί, γιατί φυσικά έχει πια ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός, έχει μορφοποιηθεί το “εθνικό” σώμα των Τούρκων. Αυτοί που διάβαζαν τον Διγενή-Κιόρογλου με την Καραμανλίδικη γραφή ήσαν οι ντόπιοι και επύληδες χριστιανοί. Εκείνοι που διάβαζαν τον Κιόρογλου στα Οθωμανικά ήσαν οι μουσουλμάνοι, κατά το πάλαι ή το νεότερον εξισλαμισμένοι.
Συμπεραίνουμε λοιπόν πως η ιδιοτυπία στο έπος αυτό δεν συνίσταται στη γένεση ενός έθνους από δύο γένη, κατά το πρότυπο του ήρωα Διγενή, αλλά στη γένεση δύο εθνών από το ίδιο γένος.
Λίγο πιο πίσω από τα Μικρασιατικά παράλια και τις πεδιάδες τους, εκεί που επιβλητικό και δυσπρόσιτο μοιάζει ξαφνικά να υψώνεται απότομα το οροπέδιο της Ανατολίας, η εθνική μας λογοτεχνία έχει τοποθετήσει, κατά το πρότυπο της Ιερουσαλήμ, ένα τοίχο… οδυρμών. Και μια μη αναγνώσιμη πλέον γεωγραφία στο Μικρασιατικό χάρτη (αυτή που ως “λογοτεχνική γεωγραφία” στα σύγχρονα έργα φέρνει γέλια όταν ψάχνει κανείς να την ταυτίσει με δεδομένα) μας συνεγείρει καθώς παρασύρει μέσα, ανατολικά, τα σύνορα της εθνικής μας επικής γεωγραφίας. Ανακαλύπτουμε τα ανατολικά σύνορα της γλώσσας μας, περίπου της ίδιας που ακόμα (!!) μιλάμε και νιώθουμε περήφανοι. Τα έπη του Διγενή αναμφισβήτητα συμμετέχουν στη Μικρασιατική Λογοτεχνία, όχι λόγω της αδιαφιλονίκητης ιστορικότητας που ενσωματώνουν μα γιατί σηματοδοτούν την αφετηρία-σταθμό του θρήνου μας. Στον “Διγενή” η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία πρέπει να ψάχνει για τη “χαμένη Ιερουσαλήμ”. Στα έπη αυτά, ο Ρόντρικ Μπήτον (“Ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα”) εύστοχα θαρρώ, ιχνηλατεί τον ίδιο θρήνο, την ίδια λογοτεχνική ψυχή που έρχεται να μας βρει αργότερα τον, 20ό αιώνα, με τα έργα του Γιώργου Σεφέρη, του Γιώργου Θεοτοκά, του Κοσμά Πολίτη, του Ηλία Βενέζη, που γράφηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Τόσο εκείνο το πρωτομυθιστόρημα, όσο και τα δεύτερα ευθυγραμμίζονται ως λογοτεχνία. Μετά τα έπη του Διγενή, η “Μικρασιατική Λογοτεχνία” στην ελληνική γραμματεία αποτελεί μια ειδική περιοχή (ίσως πολύ μεγάλη για να θεωρηθεί απλά κλάδος) που γειτνιάζει με τη μνήμη, την καταγραφή και την ιστορία, περιοχή με γεωγραφικές συντεταγμένες, άρα με ιστορικό μύθο, με τη Μικρά Ασία και αργότερα με τη νεώτερη Ελλάδα της προσφυγιάς. Έτσι καλύπτει έναν κόσμο που διψά να εκφραστεί μέσω της πιο δυναμικής του πλέον ιδιότητας, με το βάρος της ιστορίας που ενστερνίζεται. Εκείνος ο άγνωστός μας πρωτομαΐστορας της μυθιστορίας διέγραψε το προφίλ ενός ολόκληρου λογοτεχνικού κορμού, που όμως γελιέται όποιος νομίζει πως έμεινε βουβός σε μικρασιατική παραγωγή από το 1071 ως το 1922.
Ύστερα απ’ όλα αυτά διστάζω για το πώς θα μπορούσε να ορίζεται η Μικρασιατική Λογοτεχνία. Το δισταγμό μου δικαιώνουν τα κριτήρια που υιοθετεί ο Νίκος Βέης(Bees) όταν το 1939 συγκεντρώνει βιβλιογραφία της λογοτεχνίας της Σμύρνης του ΙΘ΄ αι. Η λογοτεχνία Σμύρνης αμέσως τοποθετείται κάτω από την ασφαλή ομπρέλλα της “Ελληνικής Μικρασιατικής Βιβλιογραφίας” την οποία σπεύδει να οροθετήσει ως “συστηματική αναγραφή των περί Μικράς Ασίας και παρά των Μικρασιατών γραφέντων, καθώς και αναγραφέντων παντοίων δημοσιευμάτων τα οποία εξεδόθησαν υπό των Ελληνικών τυπογραφείων της Μικράς Ασίας.” (Μικρ. Χρονικά, τόμ.Β΄ και Ε΄). Δεν υποκύπτει στον κίνδυνο να ονομάσει ως κριτήριο τη γλώσσα, αλλά στη συνέχεια παραθέτει ελληνόγλωσση γραμματολογία. Έτσι προκύπτει το συμπέρασμα πως η Ελληνική Μικρασιατική βιβλιογραφία είναι μόνο ελληνόφωνη και σ’ αυτήν πρέπει να προσθέσουμε και κάποια τουρκόφωνη, ειδική… Βλέπουμε λοιπόν εξ αρχής τη λανθασμένη στάση. Η Σμυρναϊκή λογοτεχνία θέλει να ηγεμονεύει στη Μικρασιατική λογοτεχνία, σ’ έναν εξ αγχιστείας συγγενή, ξεχνώντας πως η λογοτεχνία από τη φύση της έχει ρίζες και σαν το δένδρο δε νοείται παρά ενιαία με τις πηγές της. Κάτω απ’ αυτή την άποψη, η Μικρασιατική Λογοτεχνία δε μπορεί να είναι ούτε τουρκική, ούτε ελληνική, μπορεί να δένεται μ’ έναν τόπο, ένα λαό, με το δικό μας αίμα, αλλά ποτέ μ’ ένα έθνος! Προσοχή… Δεν θα είμαστε ποτέ έτοιμοι να συμπεράνουμε πως η Μικρασιατική Λογοτεχνία αποτελεί έναν κορμό φιλολογίας που προέρχεται από τη ζύμωση διαφορετικών λαών στον ίδιο χώρο. Η Μικρασιατική Λογοτεχνία, όπως και η ομώνυμη Τέχνη, είναι πολυσυλλεκτική μόνον όταν “δανείζεται” στοιχεία από την Ασία. Μέσα στον ίδιο της τον χώρο είναι επιλεκτική! Το γεγονός ότι έργα όπως “το Φλογερό έπος του Σουλτάν Μαχμούτ” του Gulzari, είχαν μεταφραστεί και στα αρμενικά, και ήσαν πολύ δημοφιλή, επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την ανάγκη για συγχρονική μελέτη των έργων που αφορούν ή που έρχονται από τη ζωή και τα τυπογραφεία του μικρασιατικού χώρου.
Η λογοτεχνία είναι υπόθεση “ψυχής” και ως τέχνη λόγου πρέπει να είναι πλατειά ώστε να νιώθει, να συμ-παθεί… Η λογοτεχνία δεν είναι καλά και σώνει αντάρτικο, και μετά από μια αποδοχή μπορεί να γίνουν, ψηλά στο δέντρο της, οι πιο ώριμοι καρποί. Η λογοτεχνία είναι σύμβαση– αλλ’ οπωσδήποτε εκτός αγοράς! Σύμβαση γλώσσας και μέσων!!! Μόνο όποιος νιώσει να τον πιέζει αυτή η σύμβαση, ίσαμε ’κει που φτάνει η ανείπωτη έκφραση, κάνει αντάρτικο. Οι αναγνώστες συνήθως έχουν πατρίδα. Αυτός όμως που γράφει είναι κάποιος που μόνιμα την αναζητά. Από την άποψη αυτή ευθαρσώς μπορώ να προσφέρω μιαν απάντηση σε τούτο το κείμενο, ναι… η Μικρασιατική Λογοτεχνία είναι κάτι που υπάρχει, ως καταφύγιο κι έκφραση κάθε εξόριστου νοσταλγού. Κάθε στιγμή στον χώρο της μπορεί να πνεύσουν άνεμοι, κάθε στιγμή…
Σημειωσεις
- (όταν ο εκείθεν του Αιγαίου ελληνοχριστιανικός κόσμος υπολογίζετο σε 32 εκατομ. κατά το έτος 395 μ.Χ., συμπτύχθηκε σε μόλις 1,5 εκατομ. ψυχές που έφθασαν να ανταλλαχθούν με τη Συνθήκη Λωζάνης του1923.Βλ. Γεωργιάδης-Αρνάκης, Οι πρώτοι Οθωμανοί).
** Η Σμυρναϊκή λογοτεχνία ταυτίζεται με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία από τον 18ο αι. και διαχέεται από το πνεύμα του διαφωτισμού.
*** Όπως έχει διαπιστωθεί, ούτε οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, που εγκατέλειψαν αντίστοιχα με τη Συνθήκη της Λωζάνης την Ελλάδα, ανέπτυξαν ως τώρα αξιόλογη λογοτεχνία.
Επιλεγμενη Βιβλιογραφια
Αλεξίου Στυλιανός: Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου, Εστία, Αθήνα 1995.
Κεχαγιόγλου Γιώργος: “Η σπασμωδική συγκριτική γραμματολογία του νέου Ελληνισμού….”, Δελτίο ΚΜΣ, τ.11, Αθήνα, 1995-96.
Κιτρομηλίδη Μ.Πασχάλη, “Ο εξισλαμισμός της Μικράς Ασίας”, Μικρ. Χρονικά, τα, 16, Αθήνα 1975.
Μηλιώρης Ε.Νίκος “Η Μικρ. τραγωδία στη λογοτεχνία και την τέχνη”, Μικρ. Χρονικά, τ.13, Αθήνα,1967.
Παμπούκης Ι.Τ. : Διγενής ο Κιόρογλου, Ελληνική Δημιουργία, τεύχος 68.
Νικ. Πολίτης “Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων”, Λαογραφικά Σύμμικτα Α΄ , Αθήνα 1920.
Ilias Anagnostakis, Evangelia Balta: “La découverte de la Cappadoce au dix-neuvième siècle”. Eren, Istanbul.