Αρχική » Θυμικό και ορθολογικό

Θυμικό και ορθολογικό

από Άρδην - Ρήξη

του Π. Βοσκαρίδη, από το Άρδην τ. 9, Αύγουστος 1997

Το ελ­λη­νι­κό, το θυ­μι­κό, το μυ­στη­ρια­κό, εί­ναι αλ­λη­λέν­δε­τες λέ­ξεις-κλει­διά, που ναι, σί­γου­ρα ε­μπε­ριέ­χουν μια ρο­μα­ντι­κή και με­τα­φυ­σι­κή διά­στα­ση, την ο­ποί­α πολ­λοί νε­ο­έλ­λη­νες, σο­βα­ρο­φα­νώς ε­πι­φα­νείς, χλευά­ζουν. Αλ­λά αν ψη­λα­φί­σου­με αυ­τές τις λέ­ξεις και αν έ­χου­με το κου­ρά­γιο και τη ψυ­χι­κή α­ντο­χή να διεισ­δύ­σου­με σ’ ό­λες τους τις δια­στά­σεις, θα δια­πι­στώ­σου­με πως κυ­ριαρ­χού­νται ταυ­τό­χρο­να α­πό το ορ­θο­λο­γι­κό, το ρε­α­λι­στι­κό, το πραγ­μα­τι­κό.
Στην μα­κραί­ω­νη ι­στο­ρί­α μας, α­μέ­τρη­τες φο­ρές, σχε­δόν χω­ρίς α­νά­παυ­λα, κιν­δυ­νεύ­σα­με, α­πει­λη­θή­κα­με με αλ­λο­τρί­ω­ση, α­κό­μα και με α­φα­νι­σμό, α­πό δυ­νά­μεις υ­πέρ­τε­ρες. Παρ’ ό­λα αυ­τά, σε πεί­σμα συ­σχε­τι­σμών και α­ριθ­μών ε­πι­βιώ­σα­με, πα­ρα­μεί­να­με η μο­να­δι­κή ί­σως φυ­λή («το α­νά­δελ­φον έ­θνος») που ά­ντε­ξε στον χρό­νο, που μπο­ρεί μεν να α­φο­μοί­ω­σε κά­ποιες ξέ­νες ε­πιρ­ρο­ές, αλ­λά κρά­τη­σε το «κύτ­τα­ρό» του (τον γε­νε­τι­κό κώ­δι­κά του) α­νέ­πα­φο.


Αυ­τό εί­ναι το με­γά­λο μυ­στι­κό μας, το μυ­στη­ρια­κό, που οι ξέ­νοι δεν μπο­ρούν ή δεν θέ­λουν να κα­τα­λά­βουν. Μέ­σα α­πό αυ­τό, το Ελ­λη­νι­κό κύτ­τα­ρό μας, το θυ­μι­κό μας α­ντλεί την α­νε­ξή­γη­τη δύ­να­μή του, τη δύ­να­μη που με­του­σιώ­νε­ται σε πρά­ξη ζω­ής και συ­νέ­χειας. «Η τύ­χη μας ή­θε­λε πά­ντο­τε ο­λί­γους» γρά­φει ο Μα­κρυ­γιάν­νης, για να συ­μπλη­ρώ­σει ο Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, πως, «ε­μείς αν δεν εί­με­θα τρε­λοί, δεν ε­κά­να­μεν την ε­πα­νά­στα­σιν».


Εί­μα­στε λοι­πόν, ε­μείς οι Έλ­λη­νες, «λί­γοι» και «τρε­λοί». Ί­σως σ’ αυ­τό το μέ­γε­θος και στην τρέ­λα μας ο­φεί­λου­με την ε­πι­βί­ω­σή μας, α­φού άλ­λοι λα­οί, υ­πέρ­τε­ροι α­πό ά­πο­ψη με­γέ­θους και ι­σχύ­ος, αλ­λά και «λο­γι­κό­τε­ροι» α­πό ε­μάς, δεν ε­πι­βί­ω­σαν. Ο­λό­κλη­ρες αυ­το­κρα­το­ρί­ες, πα­λαιό­τε­ρες και πρό­σφα­τες, κα­τέρ­ρευ­σαν. Ε­μείς μπο­ρεί κα­τά και­ρούς να ξα­πο­στά­σα­με, αλ­λά ου­δέ­πο­τε κα­ταρ­ρεύ­σα­με.


Η πε­ρί­πτω­ση της Κύ­πρου κα­τα­δει­κνύ­ει α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­τή τη δια­χρο­νι­κή α­λή­θεια. Ο Κυ­πρια­κός Ελ­λη­νι­σμός ή­ταν πά­ντα (α­πό την ε­πο­χή των Α­χαιών και των Μυ­κη­ναί­ων) έ­να μι­κρό, α­πο­κομ­μέ­νο, πολ­λές φο­ρές προ­δο­μέ­νο και α­πό την Μη­τρό­πο­λη, τμή­μα του Ελ­λη­νι­σμού. Δέ­χτη­κε ό­λους τους κα­τα­κτη­τές και υ­πέ­στη τις πιο βάρ­βα­ρες σφα­γές και λε­η­λα­σί­ες, αλ­λά δεν έ­χα­σε πο­τέ την ταυ­τό­τη­τά του. «Το νυν α­ντάν να τρώ­ει την γήν, τρώ­ει την γήν θαρ­κέ­ται, μα πά­ντα τζι­ή­νον τρώ­ε­ται τζιαί τζί­η­νον κα­τα­λύ­ε­ται», ό­πως πα­ρα­στα­τι­κά κα­τέ­γρα­ψε, ο ε­θνι­κός ποι­η­τής της Κύ­πρου, Βα­σί­λης Μι­χα­η­λί­δης.
Ο Κυ­πρια­κός Ελ­λη­νι­σμός λοι­πόν, «η γη», το «ό­μαι­μο τε και ο­μό­γλωσ­σον και ο­μό­θρη­σκον και ο­μό­τρο­πον», κα­τά Η­ρό­δο­τον, κομ­μά­τι του Ελ­λη­νι­σμού, κα­τέ­λυ­σε (έ­λιω­σε) το νυν (τον σί­δη­ρο, την δύ­να­μη, τη βαρ­βα­ρό­τη­τα) ό­λων των κα­τα­κτη­τών του, αλ­λ’ ε­κεί­νος έ­μει­νε α­νέ­πα­φος. Σ’ αυ­τή την «α­διαλ­λα­ξί­α», σ’ αυ­τό το «γι­νά­τι» θα πρέ­πει να α­να­ζη­τή­σου­με την «ευ­θύ­νη» μας, ως Έλ­λη­νες, για την διαιώ­νι­ση (κυ­ριο­λε­κτι­κά διαιώ­νι­ση ε­δώ και τρια­ντα­πέ­ντε αιώ­νες) του κυ­πρια­κού ζη­τή­μα­τος.


Α­ντί λοι­πόν κά­ποιοι ν’ α­να­ζη­τούν «σφάλ­μα­τα», που κα­τά και­ρούς δή­θεν έ­χου­με δια­πρά­ξει, ή «ευ­και­ρί­ες» που κα­τά και­ρούς δή­θεν έ­χου­με χά­σει, θα πρέ­πει κά­πο­τε να εμ­βα­θύ­νουν στην μί­α και μο­να­δι­κή αι­τί­α της ύ­παρ­ξης και της συ­ντή­ρη­σης του κυ­πρια­κού ζη­τή­μα­τος.


«Έλ­λη­νες ε­σμέν». Εί­μα­στε Έλ­λη­νες. Αν γι­νό­μα­σταν κά­πο­τε Φοί­νι­κες, ή Φρά­γκοι, ή Ε­νε­τοί, ή Ο­θω­μα­νοί, ή Βρε­τα­νοί, το κυ­πρια­κό πρό­βλη­μα δεν θα υ­πήρ­χε, ή του­λά­χι­στον δεν θα ή­ταν πρό­βλη­μα του Ελ­λη­νι­σμού. Αν σή­με­ρα α­πο­φα­σί­σου­με να γί­νου­με Τούρ­κοι, το κυ­πρια­κό πρό­βλη­μα θα πά­ψει αυ­τό­μα­τα να υ­πάρ­χει. Το ί­διο θα συμ­βεί κι αν ε­μείς οι Έλ­λη­νες της Κύ­πρου, α­πο­φα­σί­σου­με ύ­στε­ρα α­πό τρει­σή­μι­σι χι­λιά­δες χρό­νια, να την ε­γκα­τα­λεί­ψου­με. Η Κύ­προς θα γί­νει τουρ­κι­κή ε­παρ­χί­α κι ε­μείς θα προ­σπα­θή­σου­με κά­που αλ­λού, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι στην Ελ­λά­δα, να πνί­ξου­με την α­πό­γνω­ση και τις μνή­μες μας, να ξε­γρά­ψου­με την ι­στο­ρί­α και τους α­γώ­νες μας, να ρί­ξου­με στην πυ­ρά το ελ­λη­νι­κό μας κύτ­τα­ρο, μα­ζί με την συ­νεί­δη­ση και την α­ξιο­πρέ­πειά μας. Εί­ναι κι αυ­τή «μια κά­ποια λύ­ση», που κά­ποιοι ί­σως και να την σκέ­φτο­νται.


Θα διε­ρω­τη­θούν οι «λο­γι­κοί» για­τί τα λέ­ω ό­λα αυ­τά. Για­τί κα­τα­φεύ­γω σε α­κραί­ες ε­πι­λο­γές. Δεν μπο­ρεί να βρε­θεί μια μέ­ση χρυ­σή το­μή; Ει­λι­κρι­νά πι­στεύ­ω πως ό­χι. Αν οι δια­δι­κα­σί­ες που τώ­ρα αρ­χί­ζουν, θα μας ο­δη­γή­σουν σε «λύ­ση», ό­πως την θέ­λουν οι Τούρ­κοι, με την «δια πρά­ξε­ως ή δια πα­ρα­λεί­ψε­ως» συν­δρο­μή των «με­σο­λα­βη­τών», τό­τε η Κύ­προς, για πρώ­τη φο­ρά στην ι­στο­ρί­α της, θα α­πο­κτή­σει η­με­ρο­μη­νί­α λή­ξε­ως.


Η α­πο­δο­χή της τουρ­κο­ποί­η­σης της κα­τε­χό­με­νης Κε­ρύ­νειας, που έ­κτι­σε ο Κη­φέ­ας, η­γε­μό­νας της Α­χα­ϊ­κής Κε­ρύ­νειας, της Κε­ρύ­νειας που κα­τα­κτή­θη­κε α­μέ­τρη­τες φο­ρές, για αιώ­νες, αλ­λά δεν αλ­λο­τριώ­θη­κε, μοι­ραί­α και α­να­πό­δρα­στα θα ο­δη­γή­σει, αρ­γά ή γρή­γο­ρα, και την τουρ­κο­ποί­η­ση της μη κα­τε­χό­με­νης Πά­φου, που έ­κτι­σε ο Α­γα­πή­νο­ρας α­πό την Αρ­κα­δί­α. Η με­τε­ξέ­λι­ξη ο­λό­κλη­ρης της Κύ­πρου σε τουρ­κι­κή ε­παρ­χί­α θα εί­ναι θέ­μα χρό­νου. Και κα­μί­α «συν­θή­κη» δεν θα α­να­τρέ­ψει αυ­τή τη θλι­βε­ρή δια­δι­κα­σί­α, ό­πως δεν α­πέ­τρε­ψε η Συν­θή­κη της Λο­ζάν­νης τον α­φελ­λη­νι­σμό της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, της Ίμ­βρου και της Τε­νέ­δου, ό­πως δεν διέ­σω­σε η συμ­φω­νί­α της Τρί­της Βιέν­νης, τους Έλ­λη­νες ε­γκλω­βι­σμέ­νους της κα­τε­χό­με­νης Καρ­πα­σί­ας..


Ας α­να­λά­βουν λοι­πόν τις ευ­θύ­νες τους οι η­γέ­τες του Ελ­λη­νι­σμού κι ας προ­βλη­μα­τι­στούν οι διά­φο­ροι αρ­θρο­γρά­φοι – κή­ρυ­κες του εν­δο­τι­σμού. Η λύ­ση της στα­δια­κής πα­ρά­δο­σης της Κύ­πρου στην Τουρ­κί­α εί­ναι «ρε­α­λι­στι­κή» και α­σφα­λώς ε­φι­κτή. Το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι αν την α­ντέ­χει ο Ελ­λη­νι­σμός, αν ο Ελ­λη­νι­σμός α­ντέ­χει μια νέ­α συρ­ρί­κνω­ση. Και το ε­πό­με­νο ε­ρώ­τη­μα εί­ναι που θα στα­μα­τή­σει ο κα­τή­φο­ρος, σε πιο ση­μεί­ο του ελ­λα­δι­κού πια χώ­ρου, θα α­πο­φα­σί­σου­με πως πρέ­πει ε­πι­τέ­λους να α­να­κό­ψου­με τον τουρ­κι­κό ε­πε­κτα­τι­σμό. Στο α­να­το­λι­κό Αι­γαί­ο, στο Δυ­τι­κό Αι­γαί­ο, στη Θρά­κη, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στη Λά­ρι­σα ή στον Ι­σθμό της Κο­ρίν­θου; Αν η Τουρ­κί­α πε­τύ­χει αυ­τό που ε­πι­διώ­κει στην Κύ­προ, ο­φεί­λου­με πια, εκ των πραγ­μά­των, να πά­ρου­με αυ­τή την α­πό­φα­ση. Μέ­χρι που θα της ε­πι­τρέ­ψου­με να φτά­σει;


Ε­πα­νέρ­χο­μαι λοι­πόν στο ση­μεί­ο που άρ­χι­σα. Ποια η ε­πι­λο­γή μας; Το θυ­μι­κό ή το ορ­θο­λο­γι­κό; Ε­γώ λέ­ω και τα δύ­ο. Για­τί το θυ­μι­κό, η ε­λευ­θε­ρί­α της Κύ­πρου, χω­ρίς συμ­βι­βα­σμούς, εί­ναι και η μό­νη ορ­θο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση. Η άλ­λη ά­πο­ψη πε­ρί ορ­θο­λο­γι­σμού, που κά­ποιοι συ­νι­στούν (τε­λευ­ταί­α μά­λι­στα με με­θό­δους πο­λι­τι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας), η ά­πο­ψη πε­ρί νέ­ων συμ­βι­βα­σμών, που μοι­ραί­α ο­δη­γεί στην δια της διο­λι­σθή­σε­ως πα­ρά­δο­ση, θα πα­ρα­σύ­ρει την Ελ­λά­δα σε νέ­ες ε­θνι­κές α­πώ­λειες, σε νέ­ες ο­δυ­νη­ρές πε­ρι­πέ­τειες, σε πλήγ­μα­τα ο­λέ­θρια, που δεν θα μπο­ρέ­σει να α­ντέ­ξει.


«Οις ει ξυγ­χω­ρή­σε­τε, και άλ­λο τι μεί­ζον ευ­θύς ε­πι­τα­χθή­σε­σθε…» (ε­κεί­νοι εις τας α­παι­τή­σεις των ο­ποί­ων εν­δώ­σε­τε, ευ­θύς α­μέ­σως θα σας δια­τά­ξουν να πα­ρα­χω­ρή­σε­τε πε­ρισ­σό­τε­ρα). Αυ­τά γρά­φει ο ορ­θο­λο­γι­στής Θου­κυ­δί­δης (Α. 140). Αν για να α­πο­τρέ­ψουν «το άλ­λο τι μεί­ζον», α­σφα­λώς αυ­τα­πα­τώ­νται. Συμ­μά­χους δεν θα βρουν οι δει­λοί αλ­λά μό­νον οι αν­δρεί­οι, ό­πως έ­νας άλ­λος ορ­θο­λο­γι­στής πρό­γο­νός μας, ο Κρι­τό­λα­ος, α­να­φέ­ρει: «Ε­άν μεν άν­δρες ώ­σιν, ουκ α­πο­ρή­σου­σι συμ­μά­χων, ε­άν δε αν­δρά­πο­δα, κυ­ρί­ων» (αν φα­νούν αν­δρεί­οι, εύ­κο­λα θα βρουν συμ­μά­χους και αν δεί­ξουν δει­λί­α εύ­κο­λα θα βρουν α­φε­ντι­κά).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ