του Γιάννη Τσέγκου, από το Άρδην τ. 105, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2016
Μνήμῃ Τάκη Κονδύλη καί Κοσμᾶ Ψυχοπαίδη
Γιά τ᾿ ἀγόρια, τό πέρασμα ἀπ᾿ τήν ἐφηβεία στήν ἐνηλικίωση θεσμοθετεῖται μέ τό κάπνισμα καί τό ποτό. Ὅμως, μέ τό ποτό ἐπισυμβαίνουν καί γεγονότα πού ἀργότερα σπάνια ὁμολογοῦνται, ὅπως τά ἐπονείδιστα μεθύσια πού μαρτυροῦν ὅτι ἡ ἐπίζηλη ἄνδρωση δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ. Χειρότερα ὅμως εἶναι αὐτά τῶν ὁποίων ἡ ῾ρεζίλικη ἀνάμνηση, παρά τήν ἐνδεχόμενη εὐτραπελία τους ἤ τό οἰνοβαρές «σούρωμα», δέν ἁπαλύνεται μέ τή νηφάλια ἀποστασιοποίηση τοῦ χρόνου!…
Τά χρόνια ἐκεῖνα κυριαρχοῦσε ἡ κατανάλωση ῾ρετσίνας στά πολυτραγουδισμένα ταβερνάκια, τά ὁποῖα, γιά τούς ἐνήμερους τῆς λογοτεχνίας καί δή τῆς προοδευτικῆς, ἡ ἐπήρεια τῶν «Μοιραίων» τοῦ Βάρναλη ἀπαιτοῦσε νά εἶναι ὑπόγεια. Ἡ ἐποχή, ἐπίσης, προτιμοῦσε τά «καλά» ταβερνάκια νά εἶναι τά καρβουνιάρικα, δηλαδή ἐκεῖνα πού ἐκτός ἀπό κρασί πουλοῦσαν καί κάρβουνα, γιά τίς φουφοῦδες καί τά μαγκάλια.
Ἕνα τέτοιο ἦταν τό καρβουνιάρικο τοῦ Μήτσου, κάπου στούς Ἀμπελοκήπους, ὅπου οἱ πελάτες γιά κάρβουνα ἦταν μᾶλλον σπάνιοι καί ἀποκλειστικά γυναῖκες, ἐνῶ οἱ ὀλιγάριθμοι θαμῶνες τοῦ κρασοπουλειοῦ ἦταν κάποιοι ἡλικιωμένοι, πού ἔπιαναν ἕνα ἀπ᾿ τά δυό-τρία τσίγκινα τραπεζάκια τά σκεπασμένα μέ χασαπόχαρτο καί κουτσόπιναν συνήθως ξεροσφύρι, ἤ μέ μεζέ ἐλιές ἤ σκόρδα καί σπανίως καμμιά παστή σαρδέλα, πού πολύ συχνά φέρναν ἀπ᾿ τό σπίτι!
Ἐμεῖς, πάντως, τό καρβουνιάρικο τοῦ Μήτσου τό βρήκαμε ἰδεῶδες γιά τίς ἀριστεροφιλολογικές φαντασιώσεις μας· καί ὑπόγειο ἦταν, καί τό πάτωμά του ἦταν ἀπό χῶμα, ἀλλά καί γιά τούς θαμῶνες του δέν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια νά τούς ἐμπλέξουμε σέ δράματα παρόμοια μ᾿ αὐτά πού ἀπαθανάτισε ὁ Βάρναλης στούς «Μοιραίους» του.
Ὁ Μῆτσος ἦταν ἕνας μεσήλικας, βλοσυρός καί λιγομίλητος ταβερνιάρης, πού δέν μαγείρευε καί πού σέρβιρε τά λίγα φαγώσιμα πού διέθετε τό μαγαζί χωρίς κἄν νά μᾶς ῾ρωτάει. Ἀλλ᾿ ἐμεῖς καταναλώναμε κυρίως… ἀτμόσφαιρα, ἄν καί τόν Μῆτσο θά τόν προτιμούσαμε λίγο πιό παραδοσιακό ὡς ταβερνιάρη· δηλαδή γελαστό καί εὐτραφῆ. Ἀλλ᾿ αὐτός ἦταν ἀγέλαστος, κατηφής, ξερακιανός καί μονίμως μέ μιά πλεχτή μπλούζα, κλειστή ὥς τόν λαιμό, ἡ ὁποία μᾶλλον δέν πλενόταν συχνά! Δέν τόν συμπαθούσαμε, καί σχολιάζαμε ὅτι τήν ταβέρνα τήν κρατοῦσε ὡς ἀγγαρεία, ἀφοῦ, ὅπως συνήθιζε νά λέει, προώριζε τόν ἑαυτό του γιά δημόσιο ὑπάλληλο!
«Πελοποννήσιος σίγουρα», ἀπεφάνθη ἡ παρέα, μέ ἐπιπρόσθετο ἐπιχείρημα τό μεγαλωμένο νύχι στό μικρό δάχτυλο μέ τό ὁποῖο κάθε φορά καθάριζε τ᾿ αὐτιά του!
Αὐτό τό ἐνίσχυσε ἡ ἄφιξη, ὡς «προσωπικοῦ» στήν ταβέρνα, ἑνός νεαροῦ, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιοῦνταν ὡς σερβιτόρος διαπιστεύοντας, ἐν τοῖς πράγμασιν, τόν Μῆτσο ὡς ἀφεντικό, ὅταν ἐκεῖνος τόν ἔμπασε στή δουλειά μέ ἕνα «Παῦλο, μισό κιλό στούς κυρίους ἐκεῖ»! καί τό παιδί ἔσπευσε νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή. Ἦταν σιωπηλός καί λιγομίλητος ὁ Παῦλος, καί σίγουρα προτιμώτερος τοῦ Μήτσου ὡς πρός τήν εὐπροσηγορίαν. Ἀργότερα ὅμως, καί μετά ἀπό κάμποσες παραγγελίες καί μέ προϊοῦσα τή ῾ρετσινοκατάνυξη, ὁ «νομικός» ἐκ τῶν τριῶν τῆς παρέας εἶχε τήν ἔμπνευση νά γίνει καί «…νουνός» τοῦ παιδιοῦ, ἀφοῦ ἀντί τοῦ «Παῦλος» παράγγειλε προσφωνώντας τον ὡς ἑξῆς.
«Σαούλ, ἕνα μισόκιλο»!
Τό βρήκαμε ἐπιτυχημένο καί τό υἱοθετήσαμε ἀμέσως.
«Σαούλ, λίγο ψωμί»!
Τό παιδί ἐκτελοῦσε πειθήνια τίς παραγγελίες. Ἐμεῖς προχωρήσαμε καί σέ ἑρμηνεῖες. «Μᾶλλον εἶναι λίγο καθυστερημένος ὁ καημένος ὁ «Σαούλ»· θά τόν ἔστειλαν ἀπ᾿ τό χωριό στήν πρωτεύουσα γιά νά ξυπνήσει».
Στίς διαγνωστικές ταμπέλες τῶν τριῶν, ὑπό ἐκπαίδευσιν, ἐπιστημόνων συνέβαλλε καί ἡ ὁμιλία τοῦ Σαούλ πού ἦταν σχεδόν πάντοτε χαμηλόφωνη καί μπουκωμένη στήν ἐκφορά. «Κρεατάκια στή μύτη», ἀπεφάνθη ὁ «γιατρός» τῆς παρέας, πού ἀρέσκονταν νά θυμίζει ποῦ καί ποῦ τό ἀντικείμενο τῶν σπουδῶν του.
Οἱ παραγγελίες μας ἔκτοτε ἔγιναν συχνότερες, ἴσως γιά νά ἐπαναλαμβάνουμε τό ἐξυπνακιδίστικο εὕρημά μας, τό «Σαούλ».
Ὁ Παῦλος, χωρίς ν᾿ ἀντιδρᾶ στή μετονομασία, προσκόμιζε ἀγόγγυστα τά παραγγελλόμενα, μέ ἐλάχιστες διευκρινίσεις καί, μερικές φορές, ἔδειχνε σάν νά ἔβαζε αὐτί στίς συζητήσεις μας, ἀλλά ἐμεῖς δέν δίναμε ἰδιαίτερη προσοχή.
Μέ τόν καιρό, εἶχαν αὐξηθεῖ καί οἱ οἰκειότητες μέ τούς ἄλλους τακτικούς θαμῶνες, ἰδιαίτερα ὅταν ἄκουσαν τή λέξη κρασοπουλειό ἀπ᾿ τόν γιατρό τῆς παρέας.
Ἐσύ πρέπει νά εἶσαι Θεσσαλός ἤ Ρουμελιώτης· ἔτσι κρασοπουλειό τό λέτε στά μέρη σας;
Καί στά μέρη μας καί ἀλλοῦ· ἡ λέξη διαδόθηκε μᾶλλον ἀπό τόν Καραγκιόζη πού λέει στόν μπάρμπα-Γιῶργο: «πάρε με καί μένα μπάρμπα στό κρασοπουλειό· σύ νά πίνεις ἕνα μπάρμπα, ᾿γώ νά πίνω δυό…».
Ἡ παρέμβαση τοῦ γιατροῦ ἐντυπωσίασε ὅλους τούς αὐτήκοους νεαρούς καί ἡλικιωμένους. Οἱ τελευταῖοι μάλιστα, σταθμίζοντας τό νεαρόν τῆς ἡλικίας μας, τίς κουβέντες μας καί ἴσως καί τόν τρόπο καί τόν ρυθμό τῆς κρασοκατάνυξης, θεώρησαν καθῆκον τους νά μᾶς μπάσουν καί στά ἐνδότερα τῆς οἰνοποσίας. Τά «μαθήματα» δέν εἶχαν καθόλου δασκαλίστικο χαρακτήρα, ἀλλά ἦταν μιά ἤπια καθοδήγηση, διανθισμένη μέ κάποιες μικροϊστορίες καί σχετικά κουτσομπολιά. Ἔτσι μάθαμε τή διαφορά ἀνάμεσα στό Σῶσμα καί τό Γιοματάρι, καθώς καί τό πόσο σημαντικό εἶναι νά καταναλώνεται, ἀπνευστί, ἕνα γεμᾶτο ποτήρι νερό στό μέσον τῆς κρασοκατάνυξης, ὥστε νά προλαμβάνονται τά ῥεζιλίκια τῆς μέθης καθώς καί τά σχόλια τῶν ἔμπειρων, πού συνήθως ξομπλιάζουν σιγανόφωνα: «Ἄμ᾿ τό φυσᾶν ἀγόρι μ᾿, πρίν τό πιοῦν»!
Ὅταν ὁ Μῆτσος ἔβαλε τό καινούργιο κρασί στά βαρέλια, τό καρβουνιάρικο εὐωδίαζε γιά μέρες ἀπ’ τόν μοῦστο καί τή ῾ρετσίνη κι αὐτό ἄλλαζε τελείως τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ὑπογείου. Κατά τή διάρκεια τῆς «θητείας» μας στό καρβουνιάρικο ἔτυχε νά παραστοῦμε μάρτυρες καί σέ μιά ξαφνική νεροποντή, μέ τά νερά νά κατεβαίνουν ἀπειλητικά στό ὑπόγειο. Οἱ λίγοι πελάτες, ἐγκλωβισμένοι λόγῳ τῆς βροχῆς, παρατηρούσαμε τίς προσπάθειες τοῦ Μήτσου καί τοῦ Παύλου ν᾿ ἀναχαιτίσουν τά νερά μέ σκοῦπες καί λινάτσες, καί μέ ἔκπληξη βλέπαμε νά πρωτοστατεῖ ὁ Παῦλος καί νά καθοδηγεῖ τόν Μῆτσο, ἀλλά καί νά τόν διατάζει, παρ᾿ ὅτι νεώτερός του καί, καθ᾿ ἡμᾶς, ἴσως καί λίγο καθυστερημένος!
Ὅταν ὁ Παῦλος ἀπουσίασε μερικές βραδιές ἀπ᾿ τήν ταβέρνα, ἐμεῖς ἀποταθήκαμε στόν Μῆτσο γιά νά φωτίσει τίς ἀπορίες μας γύρω ἀπό τόν νεαρό «ὑπάλληλό» του. Αὐτός, σκουντούφλικα καί βαριεστημένα πάντα, ἀποκρίθηκε:
Εἶναι ὁ μικρότερος ἀδελφός, ἀλλά τόν ἔχει κανακέψει ἡ Μάνα κι ἔχουν πάρει τά μυαλά του ἀέρα· δέν γουστάρει τήν ταβέρνα· ἔχει ἄλλα στό κεφάλι του.
Δέν φωτιστήκαμε καί πολύ μ᾿ αὐτά. Ναί, βέβαια, ἦταν ἀδελφός του κι ὄχι ὑπάλληλος. Ἀλλά πρός τά ποῦ φύσαγε ὁ ἀέρας «πού τοῦ πῆρε τά μυαλά»; Πάντως, αὐθόρμητα καί χωρίς προσυνεννόηση ἀραιώσαμε καί τό «Σαούλ». Ὅταν ὅμως μετά ἀπό λίγο καιρό κάποιος ἀπό τούς τρεῖς ξαναχρησιμοποίησε τό Σαούλ, ἐκεῖνος ἀνταπάντησε.
Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις;
Ἔ, αὐτό κι ἄν ἦταν ἔκπληξη. Ἔτσι, καταφύγαμε πάλι στόν Μῆτσο, ὁ ὁποῖος μᾶς πληροφόρησε ὅτι ὁ Παῦλος, ἀπό πέρυσι, ἦταν φοιτητής. «Πάει γιά καθηγητής, στή φιλολογία»!…
Μετά ἀπ᾿ αὐτό δέν ξαναπατήσαμε στό καρβουνιάρικο!