Του Πέτρου Σαββίδη από τον Φιλελεύθερο
Η λέξη «ισλαμοποίηση» είναι, κατανοητά, ένας ευαίσθητος όρος αφού άπτεται της θρησκευτικής ελευθερίας, των πολιτιστικών δικαιωμάτων, αλλά και της πολιτικής αβρότητας. Στην περίπτωση, όμως, των κατεχόμενων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, η χρήση του όρου είναι δόκιμη και απόλυτα αιτιολογημένη, αφού η ισλαμική θρησκεία χρησιμοποιείται μεθοδευμένα ως εργαλείο, για την επίτευξη γεωπολιτικών στόχων, εκτός του πλαισίου των θρησκευτικών λειτουργιών.
Ενώ, ιστορικά, η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεωρείται ως μια από τις πλέον κοσμικές στον ισλαμικό κόσμο, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία χρησιμοποιούν, σκόπιμα, τη θρησκεία ως φορέα:
- Πρώτο, χειραγώγησης της πολιτιστικής ταυτότητας της κοινότητας, και
- Δεύτερον, πολιτικής αλλοίωσης της ιστορικής φυσιογνωμίας και του πολιτισμικού χαρακτήρα του κατεχόμενων εδαφών, μετατρέποντας το βόρειο τμήμα του νησιού σε μια παράνομη, μη αναγνωρισμένη, επικράτεια με τεχνητά εμφυτευμένη ισλαμική ταυτότητα.
Ο σχηματισμός της τουρκοκυπριακής μειονότητας, κατά την οθωμανική κατοχή του νησιού (1571-1878), προέρχεται, σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, από τη συγχώνευση της οθωμανικής φρουράς που παρέμεινε στο νησί, την εθελοντική ή καταναγκαστική μεταφορά Οθωμανών εποίκων από την Ανατολία και τη θρησκευτική μετάλλαξη ελληνορθόδοξων χριστιανών σε μουσουλμάνους (Λινοβάμβακοι), για να επιβιώσουν της βαριάς οθωμανικής φορολογίας. Το 2017, επιστημονική έρευνα του Κυπριακού Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής αποκάλυψε τις χρωμοσωμικές ομοιότητες μεταξύ των δυο κοινοτήτων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι μοιράζονται, πρωτίστως, μια κοινή προ-οθωμανική πατρική καταγωγή».
Η κοσμικότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας αντανακλάται και στην τυπολογία των παραδοσιακών της θρησκευτικών μνημείων πριν το 1974, τα οποία είχαν τοπικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, όπως σκεπή από κεραμίδια και μπροστινή βεράντα με μυτερές αψίδες. Επιπλέον, τα δύο τρίτα των ισλαμικών τεμενών στην ύπαιθρο ήταν «mescit» χωρίς μιναρέ, ενώ τα υπόλοιπα τζαμιά που διέθεταν μιναρέ, αυτός ήταν χαρακτηριστικού τουρκοκυπριακού τύπου, με χοντρό και κοντό κορμό και πλατύ κωνικό κάλυμμα, συνήθως ύψους 8-12 μέτρων, τα οποία αναμιγνύονταν αρμονικά με τα υπόλοιπα αγροτικά σπίτια στο ταπεινό περιβάλλον των χωριών.
Η πρώιμη φάση ισλαμοποίησης, μεταξύ 1974 και 1980, εφαρμόστηκε αμέσως μετά την τουρκική εισβολή διαμέσου της εθνικής και πολιτισμικής εκκαθάρισης των κατεχόμενων εδαφών. Η αρχική τουρκοποίησή τους επιβλήθηκε με τη δημογραφική αλλοίωση του κατεχόμενου χώρου (εκδίωξη του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού, μετακίνηση του τουρκοκυπριακού πληθυσμού στον βορρά, μεταφορά εποίκων από την Τουρκία), την εκρίζωση της μακραίωνης ελληνορθόδοξης ταυτότητάς του και την τουρκοποίηση των ιστορικών τοπωνυμίων. Παράλληλα, η αρχική φάση ισλαμοποίησης εδραιώθηκε στη βίαιη και μαζική καταστροφή της πολιτισμικής ταυτότητας των κατεχόμενων εδαφών της Δημοκρατίας, την οποία η Washington Post αποκάλεσε, το 1976, ως «θεσμοθετημένη εξαφάνιση» («institutionalised obliteration»).
Πέραν των 500 ελληνορθόδοξων εκκλησιών, μοναστηριών και εξωκκλησιών βεβηλώθηκαν, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν, ενώ 74 από αυτά, αφού αποχριστιανοποιήθηκαν, ισλαμοποιήθηκαν και μετατράπηκαν σε τεμένη μεταξύ 1974-1980. Ομοίως, ούτε ένα ελληνορθόδοξο νεκροταφείο δεν επέζησε της βεβήλωσης και της καταστροφής, τόσο σε ελληνικά χωριά όσο και στα μεικτά όπου οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοί τους είχαν παραμείνει στα σπίτια τους. Βαριά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν για την αποκοπή των μαρμάρινων σταυρών από τους τάφους, οι φωτογραφίες των νεκρών αφαιρέθηκαν και καταστράφηκαν, και σε αυτές που απέμειναν, γδάρθηκαν με βιαιότητα τα μάτια και τα πρόσωπα. Ενώ η ευθύνη, για τη μαζική και συστηματική πολιτισμική καταστροφή, αποδίδεται, αόριστα, από την τουρκοκυπριακή πλευρά στον κατοχικό στρατό και στους Τούρκους εποίκους, η σύληση και η καταστροφή των ελληνορθόδοξων θρησκευτικών μνημείων διενεργήθηκε τα πρώτα χρόνια της κατοχής, όταν η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν τουρκοκυπριακή και ο αριθμός των εποίκων περιορισμένος. Επιπλέον, το επίπεδο της καταστροφής είναι πανομοιότυπο, τόσο στις περιοχές που εγκαταστάθηκε ο κατοχικός στρατός όσο και στις περιοχές που δεν είχε εγκατασταθεί, όπως η χερσόνησος της Καρπασίας.
Κατά την ενδιάμεση φάση ισλαμοποίησης, μεταξύ 1980 και 2003, εμφανίζονται σαφείς και ισχυρές αποδείξεις χρησιμοποίησης της ισλαμικής θρησκείας ως φορέα για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων παρά θρησκευτικών λειτουργιών. Η ανέγερση των πρώτων οκτώ τεμενών με σαουδαραβική επίδραση (1982-2000) βασίστηκε σε πολιτικά παρά θρησκευτικά κριτήρια αφού οι τοποθεσίες που επιλέχθηκαν, από τις τουρκοκυπριακές θρησκευτικές Αρχές, αποσκοπούσαν στην προβολή της ισλαμικής παρουσίας στο κατεχόμενο έδαφος παρά στην εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών. Μόνο δύο από αυτά ανεγέρθηκαν σε πόλεις (Μόρφου και Λευκωσία), ενώ τέσσερα από αυτά ήταν σε απομονωμένα χωρία με περιορισμένο πληθυσμό (Ριζοκάρπασο, Δαυλός, Άγιος Ηλίας, Ποταμός του Κάμπου). Η υιοθέτηση οθωμανικού τύπου τζαμιών με θόλο, τα οποία είναι τυπολογικά ξένα προς τις θρησκευτικές παραδόσεις του νησιού (υπάρχουν μόνο τέσσερα θολωτά τεμένη από την Οθωμανική Περίοδο), η σκόπιμη χρήση του κατάλευκου χρώματος στην εξωτερική τους εμφάνιση, το οποίο τα καθιστά ορατά από μεγάλες αποστάσεις, και το δυσανάλογο μέγεθος των ψηλών και μυτερών μιναρέδων τους] θα μεταβάλλονταν, στη συνέχεια, σε πολιτικούς ενδείκτες της τουρκικής ισλαμικής κυριαρχίας στο κατεχόμενο έδαφος, εκτός του πλαισίου της λειτουργικής ισλαμικής αρχιτεκτονικής και της θρησκευτικής πίστης.
51 ΜΙΝΑΡΕΔΕΣ ΤΕΡΑΣΤΙΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ
Η τακτική χρησιμοποίησης της θρησκείας ως πολιτικού εργαλείου εδραιώθηκε με τη μεθοδευμένη εμφύτευση πέραν των 51 νέων, δυσανάλογα ψηλών, μιναρέδων οθωμανικού τύπου σε ανάλογα μικροσκοπικά τουρκοκυπριακά «mescit» στα κατεχόμενα. Ενώ θα ήταν λογικό το Evkaf, ο τουρκοκυπριακός φορέας θρησκευτικών ιδρυμάτων, να χρησιμοποιήσει, κατά τη συντήρηση αυτών των μικρών θρησκευτικών χώρων, τους παραδοσιακούς μιναρέδες τουρκοκυπριακού τύπου, επέλεξε, σκόπιμα, μιναρέδες οθωμανικού τύπου 34 μέτρων, τριπλάσιου ύψους από αυτούς που είχαν τα τοπικά τεμένη πριν το 1974. Η τουρκοκυπριακή πολιτική προσθήκης δυσανάλογα ψηλών και μυτερών μιναρέδων δεν αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών αναγκών αφού αυτοί ήταν τυπολογικά ακατάλληλοι και ξένοι προς την τουρκοκυπριακή θρησκευτική αρχιτεκτονική. Σε αντίθεση με τον κοσμικό χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η συστηματική τακτική εμφύτευσής τους προέβαλλε μια δυναμική πολιτική υψηλής ισλαμικής παρουσίας, κατά την οποία ο τουρκικός μιναρές οθωμανικού τύπου αναδείχθηκε σε κυρίαρχο θρησκευτικό και πολιτικό σύμβολο στο ταπεινό περιβάλλον των κατεχόμενων χωριών. Επιπλέον, η επαναλαμβανόμενη, εξέχουσα παρουσία τους στο κατεχόμενο τοπίο –είναι ορατοί από μεγάλες αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων– εισήγαγε μια δραματική αλλαγή στην ιστορική φυσιογνωμία και τη φυσική απλότητα του αγροτικού τοπίου στο βόρειο τμήμα του νησιού.
Κρίσιμο ορόσημο η άνοδος του ΑΚΡ
Η ενδιάμεση φάση ισλαμοποίησης καταλήγει στο αυξημένο πολιτικο-θρησκευτικό ενδιαφέρον της Τουρκίας, την περίοδο 1999-2003, κατά την οποία κατασκευάστηκαν 14 κατάλευκα τεμένη οθωμανικού τύπου με πανύψηλους μιναρέδες, με την αποκλειστική πλέον χορηγία της Άγκυρας. Τρία κύρια τεμένη ανεγέρθηκαν σε εξέχουσες τοποθεσίες των κατεχόμενων πόλεων (Λευκωσία, Αμμόχωστος, Κερύνεια), όπου το επιβλητικό τους μέγεθος και οι δυσανάλογα ψηλοί τους μιναρέδες τα μετέτρεψαν σε κυρίαρχους ενδείκτες του αστικού ορίζοντα. Δύο από αυτά, τα τεμένη «Νουρετίν Ερσίν Πασά» στην Κερύνεια και «Οσμάν Φαζίλ Πολάτ Πασά» στην Αμμόχωστο, έφεραν τα ονόματα Τούρκων στρατηγών της εισβολής του 1974, ως υπενθύμιση της προσφοράς της «Μητέρας Τουρκίας» στις τουρκοκυπριακές υποθέσεις, αλλά και του αυξανόμενου ενδιαφέροντος της Άγκυρας για τα κατεχόμενα εδάφη. Την ίδια περίοδο, άλλα εννέα κατάλευκα τεμένη οθωμανικού τύπου ανεγέρθηκαν κυρίως στην χερσόνησο της Καρπασίας για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των εποίκων.
Η άνοδος του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία, τον Νοέμβριο του 2002, θα μετατρεπόταν σε κρίσιμο ορόσημο για τη μοίρα των κατεχόμενων εδαφών. Μετά την αρχική σταθεροποίησή του στην εξουσία τα πρώτα χρόνια, το ΑΚΡ άρχισε να εφαρμόζει μια φιλόδοξη στρατηγική, η οποία στηρίχθηκε σε δυο πυλώνες. Στο εσωτερικό, η αυταρχική διακυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν –η οποία αποκαλείται από ορισμένους αναλυτές ως «Ερντογανισμός»– επικεντρώθηκε στην ισχυροποίηση της τουρκικής εθνικής ταυτότητας, διαμέσου της ισλαμοποίησης των διαφόρων κρατικών και κοινωνικών δομών στην Τουρκία, και τον έλεγχο του, προηγουμένως κεμαλικού, τουρκικού οικονομικού και βιομηχανικού κατεστημένου.
Ομοίως, στην εξωτερική πολιτική ο Ερντογάν, αποπλανημένος από βλέψεις αναβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –που ονομάστηκε από πολιτικούς αναλυτές ως «Νεο-Οθωμανισμός»– υιοθέτησε αναθεωρητικές και επιθετικές πολιτικές στις διπλωματικές σχέσεις της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι ισλαμικές φιλοδοξίες του ΑΚΡ σύντομα θα μεταφέρονταν και στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, όταν η Άγκυρα, διαμέσου της «τουρκικής πρεσβείας» στην κατεχόμενη Λευκωσία, άρχισε να διοχετεύει οικονομικούς πόρους στο πλαίσιο εφαρμογής μια επιθετικής πολιτικής ισλαμοποίησης, η οποία εκτείνεται σε πολλαπλές διαστάσεις. Στόχος η προβολή, και σταδιακά η επιβολή, ισλαμικών θρησκευτικών και πολιτικών ιδεολογιών επί της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής των κατεχομένων. Το ΑΚΡ, με τη σιωπηλή αποδοχή της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, εισήγαγε θρησκευτικά μαθήματα στο κοσμικό τουρκοκυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, ενθάρρυνε την εξωθεσμική εξάπλωση μαθημάτων Κορανίου και τη δημιουργία θρησκευτικών σχολείων, καλλιέργησε την ανάπτυξη της ισλαμικής θεολογίας στα «πανεπιστήμια» των κατεχομένων, υποστήριξε τον πολλαπλασιασμό των δημόσιων ισλαμικών δραστηριοτήτων και την αύξηση των ετήσιων ισλαμικών εορτασμών και προώθησε την καλλιέργεια θρησκευτικών και πολιτικών δεσμών με ισλαμικές οργανώσεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Το AKP εφάρμοσε επίσης, μεταξύ 2007 και 2019, ένα μαζικό πρόγραμμα ανέγερσης 53 νέων τζαμιών με πανύψηλους μιναρέδες, το οποίο περιλαμβάνει 41 οθωμανικά τεμένη τύπου Α και Β. Οι ασημένιοι θόλοι τους, η κατάλευκη εμφάνισή τους και οι δυσανάλογα ψηλοί μιναρέδες τους προκάλεσαν δραματική αλλαγή στον ταπεινό ορίζοντα των κατεχόμενων χωριών, ενώ η κυρίαρχη και επαναλαμβανόμενη παρουσία τους στην κυπριακή ύπαιθρο εξυπηρέτησε αποτελεσματικά τον στόχο της πολιτικής αλλοίωσης του πολιτισμικού χαρακτήρα και της φυσικής απλότητας του κυπριακού τοπίου. Κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να θεωρηθεί η ανέγερση νέων τεμενών σε απομακρυσμένες περιοχές με πολύ μικρό πληθυσμό, σε εξέχουσες τοποθεσίες όπως υψώματα και κύριες οδικές αρτηρίες, ακόμη και στα οδοφράγματα στη Γραμμή Κατάπαυσης του Πυρός (Πέργαμος και Ζώδια). Σε 21 περιπτώσεις, νέα τεμένη κατασκευάστηκαν σε εξαιρετική εγγύτητα με εγκαταλελειμμένες ελληνορθόδοξες εκκλησίες, υπογραμμίζοντας την έντονη αντίθεση μεταξύ των χλομών, από το πέρασμα του χρόνου, εκκλησιών με τα ταπεινά καμπαναριά και των κατάλευκων τζαμιών με τους πανύψηλους και μυτερούς μιναρέδες, υπονοώντας την επικράτηση του ξενόφερτου νέου επί του ιστορικά, ριζωμένου στον τόπο, παλαιού· του ισλαμικού δυναμισμού επί της χριστιανικής πνευματικότητας. Ομοίως, η κατασκευή δυο τεράστιων, οθωμανικού τύπου, αυτοκρατορικών «μεγατεμενών» πλησίον μεγάλων «πανεπιστημίων», με χωρητικότητα 7.500 και 10.000 πιστών και με μιναρέδες 62 και 81 μέτρων, αποτελεί θρησκευτική υπερβολή για το μέγεθος του νησιού.
Eυρύτερη στρατηγική οριστικής τουρκοποίησης
Στο ζήτημα της ισλαμοποίησης και του ελέγχου των τουρκοκυπριακών υποθέσεων από την Άγκυρα αντιτάχθηκαν αποφασιστικά προοδευτικά τμήματα της κοινότητας, ειδικά οι συντεχνίες των Τουρκοκυπρίων δασκάλων και καθηγητών (KTOS και ΚΤOEOS). Ασκώντας δημόσια κριτική και πίεση, οι δύο συντεχνίες κατάφεραν να επιβάλουν την υιοθέτηση ενός νέου τύπου τζαμιού, με τοπικά χαρακτηριστικά (οροφή από κεραμίδια, μπροστινή βεράντα με μυτερές καμάρες), τα οποία είναι πιο συμβατά με την τουρκοκυπριακή θρησκευτική αρχιτεκτονική πριν το 1974. Μεταξύ 2012 και 2019, εννέα νέα τεμένη αυτού του τύπου κατασκευάστηκαν σε χωριά της υπαίθρου, χωρίς όμως να εγκαταλείπεται ο δυσανάλογα ψηλός μιναρές και η τακτική της μεγάλης εγγύτητας σε εγκαταλελειμμένες εκκλησίες.
Συμπερασματικά, η ισλαμοποίηση της κατεχόμενης Κύπρου δεν είναι μια μεμονωμένη θρησκευτική πολιτική αλλά τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής οριστικής τουρκοποίησης των κατεχόμενων εδαφών, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού. Επιπλέον, η ισλαμοποίηση, σε συνάρτηση με άλλες μεταβλητές, όπως η ανυπολόγιστη αύξηση του de facto πληθυσμού (φέρεται να ανέρχεται μεταξύ εξακοσίων και οκτακοσίων χιλιάδων), η ραγδαία άνοδος του μουσουλμανικού φοιτητικού πληθυσμού (πέραν των εκατό χιλιάδων), η ανάπτυξη ισλαμικών θεολογικών σπουδών και η αύξηση των δημόσιων ισλαμικών εορτασμών, οι αναδυόμενες σχέσεις με ισλαμικές οργανώσεις στη Μέση Ανατολή και την Αφρική και η ανομία που επικρατεί στη λεγόμενη τδβΚ εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για τα ελεύθερα εδάφη της Δημοκρατίας. Στο περίπλοκο περιβάλλον της σύγχρονης γεωπολιτικής και των μη συμβατικών και ασύμμετρων απειλών, η ισλαμοποίηση του κατεχόμενου τμήματος του νησιού ενέχει την πιθανότητα μετατροπής του σε αθέατο πυρήνα θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης και δημιουργίας υβριδικών απειλών κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και φιλικών κρατών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
*O Πέτρος Σαββίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας και γεωπολιτικός αναλυτής για θέματα Ανατολικής Μεσογείου.