Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
Η Μαφία, ως γνωστόν, δεν είναι απλώς πηγή «αστυνομικών ιστοριών» για το ιταλικό σινεμά, που πλουτίζουν το αντίστοιχο κινηματογραφικό είδος. Η σικελική Μαφία είναι συνδεδεμένη με την ιστορία της σύγχρονης Ιταλίας. Θυμίζω την παλιότερη αριστουργηματική ταινία του Φραντσέσκο Ρόσι –σχεδόν ντοκιμαντέρ– Τζουλιάνο ο αρχιληστής (1962), με την ιστορία του Σαλβατόρε Τζουλιάνο, που βρέθηκε δολοφονημένος σε μια σικελική αυλή το 1950, όταν ήταν ακόμα νωπή η διασύνδεση της σικελικής παρανομίας με το αίτημα της σικελικής αυτονομίας. Ο Μάρκο Μπελόκιο, λοιπόν,–όπως πρόσφατα κι άλλοι, σαν τον Ματέο Γκαρόνε, στην σπουδαία του ταινία Γόμορα (2008)–, όταν ασχολείται με μια ιστορία της Μαφίας, το κάνει γνωρίζοντας ότι δεν καταπιάνεται με ένα αστυνομικό φιλμ –η ταινία του άλλωστε δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα–, αλλά με μια ταινία ιστορίας.
Ο Τομάζο Μπουσκέτα, που έμεινε γνωστός στην ιστορία του εμφυλίου πολέμου της Κόζα Νόστρα, τη δεκαετία του 1980, ως «ο προδότης», είναι ο άνθρωπος που, πάνω στις καταθέσεις του στον δικαστή Τζιοβάνι Φαλκόνε, στηρίχθηκαν οι συλλήψεις και οι καταδίκες εκατοντάδων αρχιμαφιόζων. Είχε προηγηθεί μια εκατόμβη εκτελέσεων σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, που είχε συγκλονίσει τότε την ιταλική κοινή γνώμη. Ο Μπουσκέτα ήταν ο πρώτος προστατευόμενος μάρτυρας στην ιστορία της ιταλικής δικαιοσύνης και η κυβέρνηση είχε φροντίσει τότε να τον φυγαδεύσει στις ΗΠΑ, όπου και πέθανε από καρκίνο το 2000. Ο δικαστής Φαλκόνε, αντιθέτως, δολοφονήθηκε από την Κόζα Νόστρα το 1992. Η νέα ταινία του Μπελόκιο, Ο προδότης, που τη βλέπει κανείς με αμείωτο ενδιαφέρον ως το τέλος, παρά τις δυόμιση ώρες διάρκεια, επιχειρεί να φωτίσει την ιστορία του Μπουσκέτα και την απόφασή του να συνεργαστεί με τις ιταλικές αρχές. Ο Μπουσκέτα στον αιματηρό εμφύλιο της Μαφίας είχε χάσει τους δύο πρεσβύτερους γιους του κι η ταινία δίνει έτσι ένα προσωπικό κίνητρο στη στάση του, που ως σήμερα παρέμενε γριφώδης. Η ταινία του Μπελόκιο αφήνει στο τέλος της να εννοηθεί ότι οι δαίδαλοι του ιταλικού δικαιικού συστήματος και η διαπλοκή του με την υψηλή πολιτική αναλαμβάνουν πλέον τα ινία, μετά την ήττα και την πτώση της Κόζα Νόστρα. Ο δικηγόρος του, κατηγορούμενου για σχέσεις με τη Μαφία, Ιταλού προέδρου Τζούλιο Αντρεότι, είναι που ξεδοντιάζει τον Μπουσκέτα στο δικαστήριο, πράγμα που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν οι συντονισμένες δυνάμεις της Μαφίας. Ο Μπουσκέτα επαναλαμβάνει συνέχεια ότι είναι «άνδρας τιμής» και ότι η συνεργασία του έγινε ακριβώς όταν η Μαφία καταπάτησε τον αρχαϊκό «κώδικα τιμής». Από το λαθρεμπόριο τσιγάρων –ή αλκοόλ– των πρώτων μαφιόζων μέχρι το λαθρεμπόριο κοκαΐνης, στο οποίο επιδίδονταν ο Μπουσκέτα και οι σύντροφοί του, είναι πολλά τα εκατομμύρια διαφορά και μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ακόμα περισσότερα τα εκατομμύρια όταν στην υπόθεση εμπλέκονται οι πολιτικοί.
Αλλ’ ας αφήσουμε την ιστορία και την πολιτική και ας ξαναγυρίσουμε στο σινεμά. Ο Μπελόκιο κατάφερε να δώσει ένα γοητευτικό πορτρέτο του ήρωά του, που είναι στην ουσία ένας παροπλισμένος στρατηγός της Μαφίας, που ζει στο Ρίο ντε Τζανέιρο και που, όταν αποκαλύπτεται και συλλαμβάνεται στη Βραζιλία, αποφασίζει να εκδικηθεί και να αποδώσει δικαιοσύνη με τον δικό του τρόπο. Αν και το τραγικό πρόσωπο της ιστορίας μοιάζει να είναι ο δικαστής Φαλκόνε, η ταινία τον αφήνει, ωστόσο, στη σκιά. Ο Μπελόκιο δίνει στον ήρωά του, τον Μπουσκέτα, τραγικές διατάσεις και με κινηματογράφηση που επιμένει με τηλεφακό στα πρόσωπα μας κάνει για λίγο να ξεχνάμε τις ιστορικές διαστάσεις της πλοκής και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και μας οδηγεί να ακολουθήσουμε έναν άνδρα που προδόθηκε από τους φίλους του, έναν πατέρα που έχασε τους γιους του και υπερασπίζεται, πάντοτε ένοπλος, τη νέα του οικογένεια.
Πρωταγωνιστής είναι ο Πιερφραντσέσκο Φαβίνο και περιστοιχίζεται από ένα επιτυχημένο κάστινγκ ηθοποιών, όπως ο Σικελός, Λουίτζι λο Κάσιο, στον ρόλο του Κορνότο, που μιλάει σισιλιάνικα, ακατανόητα στους Ιταλούς της ηπειρωτικής χώρας, ο επίσης Σικελός Φαμπρίτσιο Φερακάνε, στον ρόλο του προδότη της φιλίας του Μπουσκέτα Πίπο Κάλο, ο ηθοποιός και συγγραφέας από τη Μεσίνα Νικόλα Κάλι, εξαιρετικός στον σύντομο και αμίλητο ρόλο του Τοτό Ριίνα, της ύαινας της Μαφίας· δίνουν όλοι τους μια πειστική ρεαλιστική ατμόσφαιρα στην ταινία, που θέλει να έχει και τον χαρακτήρα ντοκουμέντου. Η Βραζιλιάνα ηθοποιός Μαρία Φερνάντα Κάντιντο παίζει την Κριστίνα, Βραζιλιάνα τρίτη σύζυγο του Μπουσκέτα και ο ηθοποιός και συγγραφέας, επίσης από το Παλέρμο, Φάουστο Ρούσο Αλέσι, τον δικαστή Φαλκόνε. Ο Μπελόκιο, μέσα από μια, προσωπική κατ’ ουσίαν ιστορία, εκείνη του Τομάζο Μπουσκέτα, καταφέρνει να δώσει τον χαρακτήρα μιας μεταβατικής εποχής. Και να προσθέσει μία ακόμα ιταλική ταινία που καταγίνεται πετυχημένα με την πρόσφατη ιστορία της χώρας.
Άλυτη
Η Άλυτη είναι η πρώτη ταινία του Μίνωα Νικολακάκη, με ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που θα μπορούσε να βυθίζεται στις παραλογές του δημοτικού τραγουδιού και να δώσει ένα πραγματικά μαγικό αποτέλεσμα. Ο μύθος της μαγεμένης κόρης, που γίνεται μοιραία για τους εραστές της, καθώς τη νομίζουν ζωντανή, μα είναι στοιχειωμένη, όταν μάλιστα μεταφέρεται σε ένα αρκαδικό τοπίο στον Πάρνωνα, στο αφημένο στον χρόνο, θαρρείς, στοιχειωμένο χωριό, τον Κοσμά, είναι πράγματι η βάση για μια πολύ καλή ταινία. Ένας νέος γιατρός (Προμηθέας Αλειφερόπουλος), που έχει κακή σχέση με τον αδελφό του (Τζον ντε Χόλαντ), φτάνει σε ένα ορεινό χωριό για να κάνει το αγροτικό του. Εκεί πέφτει πάνω σε μια κοπέλα (Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη), που ζει μόνη της στο δάσος μαζί με έναν ηλικιωμένο (Κώστας Λάσκος) και το δέρμα της έχει μια πάθηση: βγάζει εκζέματα που μοιάζουν με φλοιό δένδρου. Ο γιατρός, που βρίσκει ένα βαρύ και αφιλόξενο κλίμα στο χωριό (ένας σιωπηλός χορός με κορυφαίους τον Μάνο Βακούση και την Αλέκα Τουμαζάτου), θα προσπαθήσει να κάνει καλά την κοπέλα και να την ελευθερώσει από την αιμομικτική τυραννία του πατέρα της που ζουν μαζί (αν και είναι ασαφές αν είναι πατέρας της ή κάποιος στοιχειωμένος εραστής της), θα μαγευτεί και ο ίδιος και θα παγιδευτεί κοντά της. Ο αδελφός του, που τον αναζητά εν τω μεταξύ, θα πέσει κι αυτός στην παγίδα της στοιχειωμένης. Οι δύο αδελφοί θα γλυτώσουν τον αλληλοσκοτωμό την τελευταία στιγμή και θα σωθούν με τη θυσία της κόρης.
Ενδιαφέρουσα η ιδέα, αλλά, ο σκηνοθέτης, παρά την αξιοθαύμαστη φιλοτιμία του, μοιάζει να χάνεται στα άλυτα μυστήρια του ελληνικού σινεμά. Φερ’ ειπείν, η καλή νέα ηθοποιός του Εθνικού Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, μία δροσερή, νέα και γλυκιά παρουσία, πώς θα μπορούσε να πείσει ως Κίρκη ή ως Απολησμονημένη της παραλογής; Το σενάριο που δολιχοδρομεί σε άσχετους με την ιστορία δαιδάλους, πώς να μη γίνει τροχοπέδη αυτής της ωραίας ιδέας; Ποιο μυστικό χωρίζει τους δύο αδελφούς και γιατί δεν το μαθαίνουμε ποτέ; Η επίσης άσχετη ιδεολογική φόρτιση, χωριό ίσον δεισιδαιμονία και μεσαίωνας, πού κολλάει σε μια φανταστική ιστορία που φιλοδοξεί να φέρει τον Πόε στα καθ’ ημάς; Μπορεί ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος μόνος του, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, όπως και η Κονίδη, να φέρει σε αίσιο πέρας αυτό το εγχείρημα; Μπορούν «ποιητικοί» διάλογοι-απαγγελίες –πραγματικά δεν παλεύονται– να δώσουν ποιητικότητα στο εγχείρημα; Ή μήπως μας ξαναγυρίζουν στις γραφικότητες της φουστανέλας; – Παρεμπιπτόντως, κάποτε θα πρέπει να μελετηθεί η κακή, μάλλον εχθρική, σχέση του ελληνικού σινεμά με την ελληνική παράδοση.
Τι μένει από αυτή την –τιτάνια, για να είμαστε δίκαιοι– προσπάθεια; Οι σκηνές που ο γιατρός παγιδεύεται στο δάσος και όσο απουσιάζουν οι «ποιητικές» απαγγελίες της κόρης, πράγματι δίνουν μιαν εικόνα του τι θα μπορούσε να κερδηθεί στην ταινία. Βοηθάει εδώ η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Θεόδωρου Μιχόπουλου μαζί με την ταιριαστή μουσική σύνθεση του Σωτήρη Δεμπόνου. Το σενάριο έχει γράψει ο σκηνοθέτης με τον Τζον ντε Χόλαντ. Αν ο σκηνοθέτης εμπιστευόταν περισσότερο το μοντάζ παρά τις μίξεις των εφέ, το αποτέλεσμα, νομίζω, θα ήταν πιο δυνατό. Αν, τελικά, εμπιστευόταν περισσότερο το σινεμά και απελευθερωνόταν από τις προλήψεις και τα στοιχειά του (όπως οι πλαστές σεναριακές επινοήσεις ή η ωραία φωτογραφία, το όμορφο μακιγιάζ κ.λπ.), ίσως λυνόταν το μυστήριο της Άλυτης και είχαμε μια καλή ταινία μυστηρίου, πνοή ζωής στον ημιθανή κινηματογράφο μας.