από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
Πολλοί θα έχουν διαβάσει το μικρό βιβλίο του Νίκου Σβορώνου που κυκλοφόρησε πρόσφατα και αναφέρεται στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής ταυτότητας έχει συγκροτηθεί από το 1200 και μετά μέσα από μια αντιστασιακή διαδικασία. Όντως, όλη αυτήν την περίοδο, το ελληνικό έθνος συγκροτείται κάτω από την επικυριαρχία είτε των δυτικών δυνάμεων –που εισβάλλουν στην περιοχή μας από το 1100 και μετά– είτε των Τούρκων που έρχονται από τα ανατολικά.
Τούτο αποτελεί την ιδιαιτερότητα της νεοελληνικής διαμόρφωσης. Όπως έχουμε τονίσει αλλού, υπάρχει μια ενιαία ιστορική διαδρομή, η οποία διακρίνει με τρεις μεγάλες τομές τον αρχαίο, τον μεσαιωνικό και τον νεώτερο ελληνισμό. Ο νεώτερος ελληνισμός σφραγίζεται από τα χαρακτηριστικά που έχει επισημάνει ο Σβορώνος, και τα οποία αποτελούν κοινό τόπο για τους ιστορικούς μας, καθώς διαμορφώνεται μέσα από συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σε όλα τα μέτωπα, τόσο από τα Δυτικά και τα Ανατολικά, όσο και με τους βόρειους γείτονές μας.
Από το 1700 και μετά, αρχίζει μια περίοδος Αναγέννησης για τον ελληνισμό, με την έννοια ότι παρατηρούνται διεργασίες οι οποίες προσομοιάζουν με αυτό που ονομάζουμε Αναγέννηση στη Δύση. Άρα, η ελληνική αναγέννηση, που ουσιαστικά είχε αρχίσει το 1200, επανεμφανίζεται πέντε ή έξι αιώνες μετά. Γιατί από το 1100/1200 μέχρι το 1700 παρατηρείται μια μεγάλη υποχώρηση του ελληνισμού, η οποία επισφραγίζεται από τις κατακτήσεις των Φράγκων και των Οθωμανών. Έτσι, όταν επανεμφανίζονται οι αναγεννητικές διαδικασίες, ο ελληνισμός βρίσκεται σε συνθήκες πολύ υποδεέστερες σε σχέση με τη Δύση, η οποία έχει ήδη συγκροτηθεί σε παγκόσμιο ηγεμόνα και το μοντέλο της αποτελεί παγκόσμιο παραγωγικό και πολιτιστικό πρότυπο. Επομένως, οι συσχετισμοί ανάμεσα στην ελληνική «οικουμένη» και τη Δύση έχουν μεταβληθεί εντελώς.
Η πρώτη έκφραση αυτής της αναγέννησης στο πολιτικό πεδίο είναι η επανάσταση του ’21. Η επανάσταση, στην αφετηρία της, συνιστούσε μια απόπειρα παμβαλκανικού ξεσηκωμού – αυτό δηλαδή που οραματιζόταν ο Ρήγας Φεραίος και προσπάθησε να κάνει πράξη η Φιλική Εταιρεία. Δεν είναι τυχαίο ότι στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, η επανάσταση θα ξεκινούσε ταυτόχρονα από το Ιάσιο –από τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες δηλαδή– και από την Πελοπόννησο, έτσι ώστε να αγκαλιάσει το σύνολο του Βαλκανικού χώρου, που τότε εθεωρείτο ως ένας ενιαίος ιστορικός χώρος υπό την οθωμανική κυριαρχία. Η επανάσταση απέτυχε βέβαια να ξεσηκώσει όλον αυτόν τον χώρο και γι’ αυτό ξεκινά μια διαδικασία κατά την οποία το Γένος και το Έθνος αρχίζουν να διαμορφώνονται ως δύο διαφορετικές ταυτότητες.
[Εδώ, αξίζει να κάνουμε μια μικρή παρένθεση. Γένος, παρόλα όσα ακούμε σήμερα για το ότι διακρίνεται απόλυτα από το έθνος κλπ., στα λατινικά λέγεται natio, προέρχεται απ’ το «γεννώμαι», απ’ όπου προκύπτει το νασιόν, νέισιον = έθνος. Άρα γένος για τους δυτικούς σημαίνει έθνος. Αντίθετα, μάλιστα, το γένος σ’ αυτή την περίπτωση έχει πιο στενή έννοια γιατί βγαίνει απ’ τη γέννηση, έχει δηλαδή χαρακτηριστικά φυλετικά. Αυτό, παρεμπιπτόντως, για να εξετάσουμε υπό άλλο πρίσμα τις διάφορες συγχύσεις, οι οποίες υπάρχουν και σ’ ένα επίπεδο σημειολογικό, των λέξεων που χρησιμοποιούνται.]
Εκείνο που συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση είναι το εξής: Γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτό που εμφανίζεται ως έθνος-κράτος, δηλαδή το ελλαδικό κράτος, το οποίο συγκροτείται από το ’21 και μετά, στην αρχή κάπως μικρό και κατόπιν μεγαλύτερο, και στο ελληνικό γένος το οποίο έχει ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνει όλους τους Έλληνες, οι οποίοι είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρη την περιοχή, από την Αίγυπτο μέχρι τη Βιέννη. Αυτός ήταν περίπου ο χώρος στον οποίο δρούσαν οι Έλληνες όλη εκείνη την περίοδο, όπου μιλιούνται τα ελληνικά, και όπου είχαμε ελληνικά σχολεία και εφημερίδες. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν την ελληνική επανάσταση οι σημαντικότερες ελληνικές εφημερίδες εκδίδονταν στη Βιέννη, στο Τριέστι και ούτω καθ’ εξής. Αυτός ο χώρος, που θα λέγαμε ότι αποτελεί τον χώρο του ελληνικού γένους, στη συνέχεια αποκόπηκε από το ελληνικό έθνος-κράτος το οποίο συγκροτείται μέσα στα γεωγραφικά πλαίσια της Ελλάδας που απελευθερώνεται το 1821 και μεγαλώνει στη συνέχεια.
Ο διαφορισμός αυτός ανάμεσα στο Γένος και στο Έθνος, αλλά και ανάμεσα στους Έλληνες και τους υπόλοιπους Βαλκανικούς λαούς, ήταν την εποχή πριν το 1821 ακαθόριστος, γιατί στις περισσότερες βαλκανικές χώρες οι μορφωμένες άρχουσες τάξεις μιλούσαν ελληνικά. Δηλαδή τα ελληνικά ήταν η κοινή γλώσσα όλων των «πεπαιδευμένων» και εμπορευόμενων Βαλκανίων˙ για παράδειγμα, οι Βούλγαροι παρακολουθούσαν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα αποκλειστικά ελληνικά σχολεία – το πρώτο βουλγαρικό σχολείο ιδρύθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Το ίδιο συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό και με τους Ρουμάνους. Δεν υπήρχε δηλαδή μια διαφορισμένη ταυτότητα που ν’ αντιπαραθέτει τους λαούς των Βαλκανίων. Σταδιακώς, βέβαια, μετά την ελληνική Επανάσταση, αρχίζουν να συγκροτούνται στον βαλκανικό χώρο τα διάφορα έθνη και να σπάει η ενότητα που είχει συγκροτηθεί. Αυτή η διαδικασία επιταχύνεται ακόμα περισσότερο όταν οι Ρώσοι, οι οποίοι αρχικά υποστήριζαν όλους, ανεξαιρέτως, τους ορθόδοξους λαούς στην περιοχή –και τους Έλληνες απέναντι στους Τούρκους κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα– αρχίζουν να ευνοούν περισσότερο τους Σλάβους έναντι των υπολοίπων. Αυτή η μεταστροφή ολοκληρώθηκε όταν η Ελλάδα συντάχθηκε με το μπλοκ των Δυτικών κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο. Βέβαια, η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης δεν έγινε αβίαστα, χρειάστηκε δηλαδή να καταλάβουν την Ελλάδα για να συνταχθούμε μαζί τους, αλλά σημασία έχει ότι εντέλει, μαζί με τους δυτικούς, στραφήκαμε εναντίον των Ρώσων.
Σ’ αυτή την συγκυρία, το αίτημα που τιθόταν στο παρελθόν για τη συγκρότηση ενός ενιαίου βαλκανικού χώρου εμφανίζεται να μην έχει πλέον έρεισμα, καθώς πλέον προτάσσονται οι ιδιαίτερες εθνικές ταυτότητες. Άρα το ζήτημα εμφανίζεται πλέον ως το ποιος, ή ποιοι, θα μπορέσουν να περιλάβουν στα εθνικά τους κράτη το μεγαλύτερο κομμάτι των εδαφών που θεωρούσαν ότι κατοικούσαν πληθυσμοί γλωσσικά, πολιτισμικά ή εθνικά δικοί τους. Έτσι αρχίζει η διαδικασία των συγκρούσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών. Παράλληλα λοιπόν με την προσπάθεια να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, αναπτύσσεται και η σύγκρουση αναμεταξύ τους, με επίκεντρο το Μακεδονικό ζήτημα.
Το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα» αρχίζει να εμφανίζεται από το 1860-70, φτάνει στο υψηλότερο σημείο όξυνσης και συγκρούσεων στις αρχές του 20ού αιώνα και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Τι συμβαίνει όμως με το Μακεδονικό Ζήτημα; Στη σημερινή περιοχή των Σκοπίων, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν πολλοί Έλληνες, για παράδειγμα το Μοναστήρι ήταν ελληνική πόλη αλλά και στη Βόρειο Ήπειρο οι Έλληνες είχαν την πλειοψηφία. Ταυτόχρονα, στην Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία υπήρχαν πολλοί σλαβόφωνοι πληθυσμοί καθώς και πολλοί μουσουλμάνοι και Τούρκοι, ενώ στη Θεσσαλονίκη η μεγαλύτερη εθνική κοινότητα ήταν η εβραϊκή. Επομένως η Μακεδονία αποτελούσε μια περιοχή στην οποία ζούσαν ανάμεικτες πολλές εθνότητες και λαοί. (Άλλωστε από αυτό το χαρακτηριστικό της περιοχής βρήκε και η έκφραση των δυτικών «Μακεδονική Σαλάτα» ). Με βάση αυτήν την πραγματικότητα, και μέσα στη δεδομένη συγκυρία, το ζήτημα πλέον που εμφανίζεται είναι το ποιος θα μπορέσει να ενσωματώσει για λογαριασμό του τις αντίστοιχες περιοχές και όχι το πώς θα μπορέσουν οι βαλκανικοί λαοί να συγκροτήσουν κάτι από κοινού.
Εκείνη την στιγμή στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν δύο αντιλήψεις γύρω από το ζήτημα, οι οποίες επιβιώνουν μέχρι και σήμερα, τουλάχιστον στον εκκλησιαστικό χώρο. Υπήρχε μια άποψη η οποία θεωρούσε πως θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε στη λογική του Γένους, την οποία εξέφραζε το Πατριαρχείο και, σε πολιτικό επίπεδο, σε κάποιο βαθμό, ο Ίων Δραγούμης. Ο τελευταίος, αλλά και αρκετοί άλλοι, υποστήριζαν ότι θα πρέπει από τη μια πλευρά να αντιμετωπίσουμε τους Βουλγάρους και τους Σλάβους από τον Βορρά –ήταν όντως μια ιδιότυπη άποψη– αλλά από την άλλη να προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε ένα κοινό κράτος, ή τουλάχιστον μια στενή συμμαχία, με τους Τούρκους. Το βασικό σκεπτικό ήταν ότι οι Έλληνες, με την οικονομική και την πολιτιστική τους ισχύ, θα αποκτούσαν σταδιακά κυρίαρχη θέση μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία – και ας μην ξεχνάμε ότι η τελευταία, μέχρι το 1912, είχε υπό την κατοχή της ένα μεγάλο κομμάτι των Βαλκανίων. Αυτή ήταν mutatis mutandis η στρατηγική του Ίωνα Δραγούμη και σ’ ένα βαθμό του Πατριαρχείου.
Από την άλλη πλευρά υπήρχε η λογική του Βενιζέλου και άλλων δυνάμεων –όπως ήταν και του Δημήτρη Γληνού, του Γεωργίου Σκληρού και του Νίκου Γιαννιού από την Αριστερά. Αυτοί υποστήριζαν πως η Ελλάδα θα πρέπει, την εποχή που συγκροτούνται τα εθνικά κράτη στην περιοχή, να συμπεριλάβει στο ελληνικό έθνος-κράτος το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό ελληνικών πληθυσμών. Και θεωρούσαν ότι αυτή ήταν η μόνη εφικτή επιλογή, στο βαθμό που το μοντέλο του έθνους-κράτους επιβλήθηκε από τη Δύση στην περιοχή και η επανάσταση των Νεοτούρκων έθετε τέλος στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία, προς όφελος του εκτουρκισμού των οθωμανικών εδαφών. Εν’ ολίγοις, σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη το ζήτημα που θέτει η συγκυρία είναι το ποιος απ’ όλους θα κατορθώσει να ενσωματώσει στο δικό του έθνος-κράτος το μεγαλύτερο μέρος των συμπατριωτών του – δεδομένου ότι οι πληθυσμοί ήταν ούτως ή άλλως ανάμεικτοι. Δεν ήταν τυχαίο δε ότι αυτή η αντίληψη εκφράστηκε κυρίως από την Κρήτη. , καθώς για τους Κρητικούς, που μόλις είχαν καταφέρει να απελευθερωθούν έπειτα από μια σειρά επαναστάσεων εναντίον των Τούρκων, ήταν αδιανόητο ν’ αποδεχθούν ότι θα συνέχιζαν να ζουν σ’ ένα τουρκοελληνικό κράτος ή τουλάχιστον ότι θα συμμαχούσαν ξανά με τους Τούρκους.
Και οι δύο αυτές στρατηγικές, είτε το όραμα του Βενιζέλου για την Ελλάδα «των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» είτε η αντίληψη του Δραγούμη και του Μεταξά, που υποστήριζαν ότι θα πρέπει για ένα μεγάλο διάστημα ν’ ακολουθήσουμε μια διπλή στρατηγική, απ’ τη μια συντήρησης του έθνους-κράτους και απ’ την άλλη οικοδόμησης ενός νέου κράτους με την Τουρκία, που θα λειτουργεί στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας (με διπλή ηγεμονία Ελλήνων και Τούρκων δηλαδή), επιχειρούσαν να απαντήσουν στο πρόβλημα της διχοτόμησης σε έθνος και γένος.
Η στρατηγική του Βενιζέλου ήταν πιθανότατα η περισσότερο ρεαλιστική, δεδομένου ότι οι διαδικασίες της συγκρότησης των εθνών-κρατών στην περιοχή είχαν προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε ήταν αδύνατο, ή πολύ δύσκολο, να πετύχει μια στρατηγική που να βασίζεται στο κάποτε ευρύτερο Γένος.
Και εν τέλει οι εξελίξεις κρίθηκαν προς τη διαμόρφωση εθνών-κρατών αποδεικνύοντας την αδυναμία της ελληνικής πλευράς να ολοκληρώσει από τη δική της σκοπιά αυτό που αποκαλέσαμε απελευθέρωση, αναγέννηση κ.λπ. Δεν κατόρθωσε δηλαδή η Ελλάδα, κυρίως εξαιτίας του εμφυλίου που αναπτύχθηκε εκείνη την περίοδο στο εσωτερικό της χώρας, να συμπεριλάβει στο έθνος-κράτος σημαντικά κομμάτια του ελληνισμού: τη Σμύρνη, την Ιωνία ή την Κωνσταντινούπολη. Κι έτσι η διαδικασία αναγέννησης του ελληνικού έθνους, που εγκαινιάστηκε γύρω στα 1700, πήρε τέλος στα 1922.
Τότε κρίθηκε και όλη η μεταγενέστερη ιστορία. Το Ανατολικό ζήτημα, δηλαδή το ζήτημα των υπόδουλων λαών της Μικράς Ασίας και της Βαλκανικής, θα μπορούσε να λυθεί βάσει αυτού που πρότεινε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. ότι δηλαδή θα έπρεπε στην παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία να σχηματιστούν τρία-τέσσερα εθνικά κράτη κατά τον ίδιο τρόπο που συγκροτήθηκαν και στα Βαλκάνια κατά τον 19ο αιώνα: ένα τουρκικό, ένα αρμένικο, ένα κουρδικό, ένα –αρχικώς– αυτόνομο ποντιακό κράτος, ενώ η Ιωνία και η Ανατολική Θράκη να ενσωματωθούν στην Ελλάδα. Η πρόταση αυτή αντιστοιχούσε και ανταποκρίνονταν στην κατανομή των πληθυσμών, με τις απαραίτητες εκατέρωθεν ανταλλαγές, και θα δημιουργούσε μια ισορροπία στην περιοχή.
Τα γεγονότα βέβαια εξελίχθηκαν διαφορετικά: οι Τούρκοι έδιωξαν όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς –έτσι πραγματοποιήθηκε η γενοκτονία των Αρμενίων, των Ποντίων και των Ιώνων– και στη συνέχεια ενσωμάτωσαν όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Διότι μέχρι τότε οι Τούρκοι ήταν μειοψηφία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ακόμα και ανάμεσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Η στρατηγική του Κεμάλ ήταν ότι όλοι οι μουσουλμανικοί λαοί θα πρέπει να ενσωματωθούν σ’ ένα ενιαίο τουρκικό κράτος – γι’ αυτό εξ άλλου μέχρι σήμερα απαγορευόταν η κουρδική γλώσσα ή οποιαδήποτε μορφή σχετικής αυτονομίας για τους Κούρδους. Αυτή, λοιπόν, η στρατηγική κυριάρχησε με τη βοήθεια και των Μεγάλων Δυνάμεων κι έτσι «λύθηκε» με τον τρόπο που γνωρίζουμε το Ανατολικό ζήτημα, δηλαδή την επιβεβαίωση της τουρκικής ηγεμονίας στην ευρύτερη περιοχή.
Για την Ελλάδα, η Μικρασιατική καταστροφή αποτελεσε μια ρήξη με μια ιστορία τριών ή τεσσάρων χιλιάδων χρόνων. Όπως είπε χαριτολογώντας και ο Βάσος Φτωχόπουλος σ’ ένα άρθρο του, μνημονεύοντας τον παππού του που καταγόταν από τη Μικρά Ασία, «οι Έλληνες με το 1922 χάσανε το κεφάλι και την καρδιά (την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη) και μείνανε με τα οπίσθια» (εννοώντας, φυσικά την Πελοπόννησο). Παρόλο που πρόκειται για μια ακραία τοποθέτηση –γιατί η Πελοπόννησος αποτελεί το λίκνο του ελληνισμού από την εποχή των Αχαιών– έχει μια δόση αλήθειας. Ο ελληνισμός, από τους αρχαίους Ίωνες φιλοσόφους μέχρι τον Σεφέρη και τους τελευταίους σημαντικούς Έλληνες διανοουμένους, μοίραζε τις πνευματικές του δυνάμεις ανάμεσα στην Ιωνία και την ελληνική χερσόνησο. Το Αιγαίο αποτελούσε πάντοτε το κέντρο του ελληνικού χώρου ανάμεσα σε δυο σημαντικά κέντρα: την Ιωνία και την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτή η πραγματικότητα που ίσχυε για πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια έληξε οριστικά το 1922. Και έληξε οριστικά διότι οι ιστορικές εξελίξεις έχουν λίγο πολύ αποφασίσει αμετάκλητα –ή τουλάχιστον για όσο μπορούμε να προβλέψουμε στο μέλλον– γι’ αυτό το ζήτημα.
Αριστερά και εθνικό ζήτημα
Έχει και σήμερα σημασία να εξετάσουμε τις θέσεις των πολιτικών δυνάμεων της εποχής και κυρίως αυτών της Αριστεράς. Γιατί είναι χαρακτηριστική των εξελίξεων που θα ακολουθήσουν. Η ελληνική αριστερά, λοιπόν, κατά την παλαιότερη περίοδο, δηλαδή σε όλη τη διάρκεια από την γέννησή της μέχρι το 1912, συνδύαζε τόσο τα εθνικοαπελευθερωτικά αιτήματα όσο και τα κοινωνικά. Δείτε για παράδειγμα τον Σταύρο Καλλέργη, από τους πρώτους σοσιαλιστές, ή τον Μαρίνο Αντύπα. Ο Καλλέργης, μετά το 1897, κατέβηκε στην Κρήτη και συμμετείχε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ενώ προς τα τέλη του 19ου αιώνα είχε οργανώσει την πρώτη εργατική πρωτομαγιά στην Ελλάδα και αποτελούσε τη σημαντικότερη μορφή του σοσιαλιστικού κινήματος για την εποχή εκείνη. Ομοίως, ο Μαρίνος Αντύπας συμμετείχε κι αυτός στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και ταυτόχρονα στην εξέγερση των κολίγων εναντίων των Θεσσαλών τσιφλικάδων, όπου και σκοτώθηκε. Μπορούμε στην ίδια κατεύθυνση να αναφέρουμε κι άλλους, όπως τους Επτανήσιους ριζοσπάστες, τον Ρόκκο Χοϊδά, ή τον Πατρινό Ανδρέα Ρηγόπουλο που έδρασαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα συνδυάζοντας τα κοινωνικά και τα εθνικά αιτήματα.
Το ίδιο συμβαίνει και στα πρώτα κείμενα του Σκληρού και του Γληνού, οι οποίοι, γύρω στα 1910 και μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων, με την οποία εγκαινιάζεται ο σύγχρονος τουρκικός εθνικισμός, υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει περαιτέρω δυνατότητα συμβίωσης και ότι πρέπει να υπάρξει μια εθνική στρατηγική των Ελλήνων που να αντιμετωπίζει σοβαρά ζητήματα όπως αυτό των πρώτων διωγμών που είχαν ξεκινήσει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών. Την ίδια αντίληψη είχε και ο Νίκος Γιαννιός, ο οποίος υποστήριζε ότι, βεβαίως, θα πρέπει να μπει φραγμός σε κάθε προσπάθεια εκτροπής του απελευθερωτικού πολέμου σε επεκτατικό έναντι των βαλκανικών λαών. Παρόλα αυτά ο ίδιος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της απελευθερωτικής διάστασης.
Αυτή η τοποθέτηση αρχίζει να μεταβάλλεται από το 1912 και μετά, όταν η μισή Μακεδονία ενσωματώνεται στο ελλαδικό κράτος και στη συνέχεια με την έλευση της μπολσεβίκικης επανάστασης. Όταν η Μακεδονία γίνεται κομμάτι του ελλαδικού κράτους, στα 1912, αιφνιδίως το κέντρο βάρους της αριστεράς μετατίθεται από τον Βόλο, τη Θεσσαλία και την Πάτρα, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, τον τόνο δίνει η Φεντερασιόν, με κυριότερη μορφή τον γνωστό σε όλους μας Αβραάμ Μπεναρόγια. Η Φεντερασιόν, επειδή ακριβώς αποτελούνταν επί το πλείστον από Εβραίους εργάτες, προωθούσε μιαν αντίληψη εναντίον των εθνικών διαχωρισμών στα Βαλκάνια. Η εβραϊκή κοινότητα μάλιστα, όταν είχε καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από τους Έλληνες, είχε ζητήσει από τους Αυστριακούς να την προσαρτήσουν, όπως και ολόκληρη την Μακεδονία, στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Αυτή η θέση ήταν φυσιολογική καθώς οι Εβραίοι μέχρι τότε ζούσαν σ’ ένα πολυεθνικό κράτος, στο οποίο μάλιστα οι κυρίαρχοι Τούρκοι δεν ασχολούνταν με το εμπόριο, πράγμα που ευνοούσε πολύ την ανάπτυξη του εβραϊκού κεφαλαίου αφενός, και προσέφερε και στους Εβραίους εργαζόμενους μια προνομιακή θέση σε ένα πολυεθνικό εργατικό κίνημα. Τώρα οι Εβραίοι έμποροι και βιομήχανοι θα είχαν να αντιμετωπίσουν, στα πλαίσια του ελλαδικού κράτους, τους Έλληνες ανταγωνιστές μέσα σε μια πολύ πιο περιορισμένη εσωτερική αγορά. Για τους Εβραίους σοσιαλιστές η εξαφάνιση της οθωμανικής ευρύτητας σήμαινε τον περιορισμό στα στενότερα ελλαδικά πλαίσια. άρα, και λογικά, θεωρούσαν ότι τα συμφέροντά τους ήταν προς την κατεύθυνση της διατήρησης μιας πολυεθνικής πραγματικότητας. Όταν περιορίστηκαν στα πλαίσια του ελλαδικού κράτους, η αντίληψη που προώθησαν οι Εβραίοι σοσιαλιστές ήταν ότι θα πρέπει να αποκοπεί η αριστερά και το κομμουνιστικό κόμμα, που δημιουργήθηκε στη συνέχεια, από οποιεσδήποτε εθνικές διεκδικήσεις. Αυτό το αίτημα συμβάδιζε την εποχή εκείνη και με τις θέσεις του βουλγαρικού κινήματος. Οι Βούλγαροι τότε είχαν πολύ ισχυρότερο σοσιαλιστικό και αριστερό κίνημα από την Ελλάδα και υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να δημιουργηθεί στα Βαλκάνια μια ομοσπονδία με τη Μακεδονία να αποκτά την ανεξαρτησία της.
Τέλος, η επανάσταση του 1917 στη Ρωσία έπαιξε εξίσου μεγάλο ρόλο στη μεταστροφή της ελληνικής αριστεράς. Μετά τη συμμετοχή της Ελλάδος στην ουκρανική εκστρατεία, οι μπολσεβίκοι ήταν οι πρώτοι που συνήψαν συμφωνία με τον Κεμάλ, συμβάλλοντας και υλικά στην προσπάθειά του, ενώ για την Ελλάδα υποστήριξαν ότι συμμετέχει μαζί με τους Δυτικούς σε μια απόπειρα καταστολής της επανάστασης και ότι οι διεκδικήσεις της στη Μικρά Ασία έχουν ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Όντως, η συμμετοχή της Ελλάδος στην ουκρανική εκστρατεία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Ο συνδυασμός αυτών των διαφορετικών τοποθετήσεων και εξελίξεων οδήγησε την ελληνική αριστερά σε ριζική αλλαγή της στάσης της σε σχέση με το εθνικό ζήτημα. Πλέον οι δύο βασικές της θέσεις ήταν ότι αφ’ ενός η διεκδίκηση από την Ελλάδα της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης έχει επεκτατικό χαρακτήρα και ότι, αφ’ ετέρου, η Μακεδονία και η Θράκη πρέπει να παραμείνουν ανεξάρτητες. Αυτές ήταν οι δυο βασικές αντιλήψεις που κυριάρχησαν στην ελληνική αριστερά από το 1917 μέχρι το 1935 και οι οποίες τη συρρίκνωσαν σε τέτοιο βαθμό ώστε το κομμουνιστικό κόμμα, για παράδειγμα, σε όλη αυτή την περίοδο, σπανίως ξεπερνούσε τα 1.500 με 2.000 μέλη. Μόνο μετά το 1935, όταν επικράτησε η πολιτική των λαϊκών μετώπων, άλλαξε η γραμμή πάνω στα εθνικά θέματα και εγκαταλείφθηκε η λογική της «ανεξάρτητης Μακεδονίας», μόνο τότε μπόρεσε η Αριστερά να κατακτήσει τη λαϊκή αποδοχή. Μέχρι τότε επέμενε σε ένα αίτημα εντελώς ανεδαφικό˙ γιατί αν πράγματι υποθέσουμε ότι πριν τη δεκαετία του 1910 αυτή η λογική είχε κάποια βάση, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και ενώ μετακινήθηκαν συνολικά, στην ευρύτερη περιοχή, πάνω από 600 χιλιάδες μουσουλμάνοι, 200 χιλιάδες Σλάβοι και 2 με 2,5 εκατομμύρια Έλληνες, η νέα πραγματικότητα δεν μπορούσε πλέον να αντιστραφεί. Δηλαδή, η δημογραφική σύνθεση είχε μεταβληθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε παρόμοια αιτήματα να είναι εντελώς ανεδαφικά. Ουσιαστικά, αυτές οι αντιλήψεις συμβάδιζαν πολύ περισσότερο με τη λογική και τις διαθέσεις του βουλγαρικού κινήματος, το οποίο αποτελούσε τη μεγάλη βαλκανική δύναμη μέσα στην Κομιντέρν –ο Δημητρώφ ήταν η πιο σημαντική προσωπικότητα μετά τον Στάλιν στο κίνημα– παρά στην ελληνική πραγματικότητα.
Έτσι, από καταγωγής, διαμορφώθηκαν δύο γραμμές στην Αριστερά γύρω από το εθνικό ζήτημα, οι οποίες συνέχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους και ανάλογα με τη συγκυρία πότε η μία και πότε η άλλη περνούσε στο προσκήνιο: Μία εθνικοαπελευθερωτική, παλαιότερη και κυρίαρχη μέχρι το 1912. Μια δεύτερη, «διεθνιστική» από το ’17 ως το ’35. Στη συνέχεια, από το ’35 μέχρι το ’45 κυριάρχησε και πάλι η εθνικοαπελευθερωτική λογική και η αριστερά έγινε μεγάλη πολιτική δύναμη˙ γιατί βέβαια όσο η αριστερά ακολουθούσε τη λογική της άρνησης των εθνικών προβλημάτων, παρέμενε συρρικνωμένη. Και δεν είναι τυχαίο ότι μια παροξυστική έκφραση αυτής της τάσης υπήρξε εντελώς απομονωμένη στη διάρκεια της Κατοχής, καθώς ένα κομμάτι αρχειομαρξιστών- τροτσκιστών επέμενε στη «διεθνιστική» γραμμή με το αίτημα: Γερμανοί εργάτες αδέρφια μας. Κάτι που θυμίζει λίγο τη σημερινή κατάσταση, όχι τόσο οξυμένα, δεν είμαστε υπό κατοχή από τους Τούρκους, αλλά η βασική λογική είναι η ίδια. Τα «αδέρφια» μας είναι οι «Τούρκοι εργάτες» και όχι βεβαίως οι Κύπριοι, για μια ορισμένη «αριστερά» της παγκοσμιοποίησης.
Το ’22 λοιπόν είναι η μεγάλη ιστορική τομή με την οποία έλαβε τέλος ο ελληνισμός ως κάτι ευρύτερο υπό τη μορφή του έθνους-κράτους που προσέλαβε στη συνέχεια. Τότε έπαψε, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, να είναι αυτό που υπήρξε διαχρονικά, ένας ευρύτερος κόσμος, μια οικουμένη ελληνική. Έμειναν βέβαια κάποια υπολείμματα: η Κύπρος, η Βόρειος Ήπειρος, κάποια κομμάτια τα οποία χάνονται σιγά-σιγά στη Νότια Ρωσία κ.ά. (και οι Πόντιοι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ακολουθούν τον δρόμο που πήραν μεταπολεμικά οι Έλληνες της Αιγύπτου και της Κωνσταντινούπολης). Πρόκειται λοιπόν για μια διαδικασία κατά την οποία ένα έθνος το οποίο για αιώνες βρισκόταν έξω από κρατικά πλαίσια, που ταυτιζόταν με τον ελληνισμό και χαρακτηρίζονταν ως γένος, συρρικνώνεται σε ένα ελλαδικό έθνος-κράτος (ή ενάμισι εάν προσθέσουμε και το κουτσουρεμένο κυπριακό).