Ο ελληνικός Πολιτισμός ως οικουμενική πρόταση
Μια ελπίδα για τον 21ο αιώνα
ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023
Στον εμβληματικό τόπο της Αρχαίας Ολυμπίας, το Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας, με την υποστήριξη του Δήμου Πύργου, διοργάνωσαν το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023 Ημερίδα – Κάλεσμα για τον ελληνικό Πολιτισμό ως τρόπου της Ανθρωπιάς, ευελπιστώντας να εξελιχθεί σε έναν διεθνή θεσμό, τα «Ολύμπια». Δημοσιεύουμε εδώ το μεγαλύτερο μέρος των εισηγήσεων της ημερίδας, συμβάλλοντας έτσι στον δημόσιο διάλογο που επιχειρούν να πυροδοτήσουν οι διοργανωτές του θεσμού αυτού.
……………………..
Από την εύκλεια στη φήμη
του Βασίλη Καραποστόλη – Ομ. Καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας Παν/μίου Αθηνών, δημοσιεύτηκε στο νέο Λόγιο Ερμή τ. 27
Κυρίες και κύριοι,
Το θέμα της ομιλίας μου είναι ο πόθος της διαιώνισης στον ελληνικό πολιτισμό. Υπάρχουν μερικές ανθρώπινες ανάγκες τόσο βαθιές, που να μη μπορεί κανείς να τις ξεγελάσει με υποκατάστατα. Μία απ’ αυτές τις ανάγκες, και η αξία που της αντιστοιχεί, αφορά στο «όνομα» που αποκτά ένα άτομο, το τι αντίκρυσμα έχει το όνομά του στην κοινότητα μέσα στην οποία γεννιέται, ζει και πεθαίνει.
Θα σας μιλήσω γι’ αυτή την αξία. Θα την τοποθετήσω σε μια γραμμή που ξεκινά από την αρχαιότητα και φθάνει έως την εποχή που ο νεώτερος ελληνισμός δίνει τη μάχη του για να κρατηθεί ζωντανός. Το εντυπωσιακό είναι ότι, σ’ αυτή τη μάχη για ζωή, εκείνο που προέχει είναι να μείνει κάτι μετά από τη ζωή. Αυτό το κάτι είναι ακριβώς το όνομα. «Τι θα λένε για μένα;». «Τι θα λένε για μένα όταν θα έχω φύγει πια;». Σ’ αυτό το ερώτημα, που δεν έπαψε να κεντρίζει και να βασανίζει τη συνείδηση των Ελλήνων, σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, συμπυκνώνεται ουσιαστικά ένας πόθος που δεν βρίσκει καθόλου εύκολα την ικανοποίησή του: είναι ο πόθος της διαιώνισης.
Ας το διευκρινίσουμε αυτό. Αν ο χρόνος ορίζει για τους ανθρώπους ένα σημείο όπου η πορεία τους ως έμβια όντα τερματίζεται, δεν τους αφαιρείται, ωστόσο, η δυνατότητα να υπερβούν το σημείο αυτό μ’ έναν άλλο τρόπο – που είναι ο τρόπος της επιτέλεσης έργων, δημιουργημάτων δηλαδή που είναι «αρκετά ανθεκτικά στις φθορές του χρόνου» και «αρκετά σπουδαία για να τις θυμούνται οι άνθρωποι». Πρέπει να γυρίσουμε όμως προς τα πίσω, στους αρχαϊκούς χρόνους, για να καταλάβουμε τη σημασία αυτής της πεποίθησης.
Όλα ξεκινούν, σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, όταν, κατά τον εορτασμό του γάμου του Διός με τη Μνημοσύνη, ο κορυφαίος των Ολυμπίων ρωτά τους άλλους καλεσμένους του θεούς τι τους λείπει. Εκείνοι απαντούν ότι θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτο αν ο Ζευς δημιουργούσε πλάσματα που θα μπορούσαν να είναι υμνωδοί και κήρυκες της ομορφιάς και του μεγαλείου αυτού του κόσμου που περιλαμβάνει τους θεούς και τους ανθρώπους. Το αίτημα έγινε αποδεκτό με μια εμβληματική τεκνοποιΐα: από τον Δία και τη σύζυγό του γεννήθηκαν οι εννέα Μούσες, επιφορτισμένες να υμνούν τα έργα των θεών και, μαζί μ’ αυτά, τα κλέα των ανθρώπων. Είναι η στιγμή που οι θνητοί βρίσκουν στο κλέος, στο λαμπρό όνομα, το μόνο μέσον για να γίνουν κι αυτοί θεϊκοί. Εύκλεια είναι λοιπόν η αμοιβή που περιμένει εκείνους οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν όλη την ικμάδα τους προκειμένου τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους να αφήσουν ίχνη βαθιά, αν όχι ανεξίτηλα, στη μνήμη των συγχρόνων τους –κυρίως όμως των μεταγενεστέρων.
Η εμπιστοσύνη στο μέλλον αποτελεί προϋπόθεση για να επιδοθεί κάποιος σε μια τέτοια προσπάθεια. Κι όταν το λέμε αυτό ειδικά για τους αρχαίους Έλληνες, δεν εννοούμε παρά το μέλλον της ίδιας της μνήμης. Για τον πολίτη της αρχαίας πόλεως, οι γενιές που θα έλθουν μετά τον θάνατό του είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εξακολουθούν να θυμούνται, θα εξακολουθούν να θέλουν να ανακαλούν τις σπουδαίες πράξεις των προγενεστέρων, ώστε να ενθαρρύνονται και να καθοδηγούνται για τη δική τους ζωή. Η διαδοχή των γενεών είναι μια σειρά από έργα-αναμνήσεις-και καινούργια έργα. Αν δεν ίσχυε αυτό, δεν θα μπορούσαν οι πρωταγωνιστές στα ομηρικά έπη, στην ποίηση του Πινδάρου και στην αττική τραγωδία να θέτουν το κλέος ως μέτρο των πεπραγμένων τους. Για παράδειγμα, στον Αίαντα του Σοφοκλή, ο ήρωας διακηρύσσει ότι, χωρίς αυτήν την επιδίωξη, δεν έχει κανένα νόημα η ζωή. Το να επιθυμεί κανείς τα βαθιά και ήσυχα γεράματα, αποφεύγοντας να μεταβάλει σε κάτι τον ρου των πραγμάτων, που στην πλειονότητά τους είναι δεινά πράγματα, το να μην επιθυμεί να επιφέρει κάποια αλλαγή σε όσα του τυχαίνουν, είναι η πιο αισχρή κατάληξη για τον άνθρωπο. Ο Αίας ευελπιστεί ότι θα τιμήσει το όνομά του με την πολεμική ανδρεία του. Το ίδιο και ο Αχιλλέας, ο Μελέαγρος και τόσοι άλλοι επιφανείς της ρώμης και της απαράμιλλης μαχητικότητας. Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό.
Η Άλκηστις, στην τραγωδία του Ευριπίδη, επιζητά έναν άλλο στέφανο επιδοκιμασίας και εκτίμησης· η προσδοκία της, όταν παίρνει την απόφαση να θυσιασθεί για χάρη του συζύγου της, είναι να μείνει η πράξη της ως μνημείο συζυγικής αφοσίωσης. Μήπως λοιπόν έχουμε, από τη μια, τους άφθαστους στον πόλεμο, και από την άλλη, τους άφθαστους στην αρετή; Όχι. Ένας τέτοιος δυϊσμός απορρίπτεται στον αρχαιοελληνικό κόσμο. Ο ήρωας και ο ενάρετος ενώνονται στο ίδιο πρότυπο, αντιπροσωπεύουν τις δύο όψεις της ίδιας ποιότητας. Αυτή την ποιότητα την αποδίδει ένα ρήμα του οποίου τη σημασία θα έπρεπε να την είχαμε προστατεύσει περισσότερο από την κενολογία και την υποκρισία των κάθε λογής δημαγωγών. Πρόκειται για το αριστεύειν. Ας προσέξουμε εδώ. Άριστος δεν είναι αυτός που έχει την καλύτερη επίδοση σε σύγκριση με τους άλλους σε έναν ορισμένο τομέα δράσης· είναι αυτός που, με την όλη του παρουσία και τα έργα του στον δημόσιο βίο, αποδεικνύει ότι μοχθεί για την τελειοποίηση των ικανοτήτων του και την επωφελέστερη χρήση αυτών των ικανοτήτων από την κοινότητα. Αυτό το τελευταίο πρέπει να το υπογραμμίσουμε. Μόνο εκείνοι που σε κάποιο βαθμό αναλώνονται υπέρ όλων έχουν ελπίδα να μην αφανιστούν μέσα στο ρεύμα της λήθης.
Αυτή είναι μια αντίληψη που χαρακτηρίζει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, την ίδια δε, κατ’ ουσίαν, αντίληψη θα ξαναβρούμε και αργότερα: τη συναντάμε ιδίως στους θρύλους για τους ακρίτες της βυζαντινής περιόδου, καθώς και στα κλέφτικα τραγούδια της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Σ’ ένα διήγημα του Καρκαβίτσα, οι χρόνοι πριν από την ελληνική επανάσταση χαρακτηρίζονται ως μια εποχή όπου «έζει κανείς δι’ έναν έπαινον και απέθνησκε δι’ ένα τραγούδι». Όμως, ο έπαινος σε τι αφορούσε; Εάν μελετήσει κανείς προσεκτικά τα εγκώμια προς τους καπετάνιους και τους οπλαρχηγούς, τα οποία επιφυλάσσει η δημοτική ποίηση, θα δει ότι εκείνο που επιβραβεύεται στα άτομα αυτά είναι η στάση τους απέναντι στα γυρίσματα και τους κινδύνους του βίου, στάση που τη χαρακτηρίζει η ετοιμότητα για αγώνα έως το τέλος. Αντίπαλοί τους είναι ο Οθωμανός κατακτητής, αλλά είναι επίσης και μια φυσική ροπή που παραμονεύει τον καθένα και που μπορεί να τον σπρώξει προς την αδράνεια και τη βολή του. Η φιλήσυχη μετριότητα λογαριάζεται ως η μεγαλύτερη απειλή για τον άνθρωπο. Συνεπώς, δεν υπάρχει περίπτωση ο έπαινος που τυχόν απονεμήθηκε σ’ ένα άτομο το οποίο απλώς καταφέρνει να προκόψει, να πλουτίσει ή να αυξήσει πολύ την ισχύ του, αυτός ο έπαινος δεν υπάρχει περίπτωση να ξεπεράσει το όριο μιας κοινωνικής αναγνώρισης, η οποία, μάλιστα, θα εξασθενίσει αρκετά σύντομα. Εδώ η εύκλεια παραχωρεί τη θέση της στη φήμη. Κι εδώ επίσης σημειώνεται μια ιστορική μεταβολή που θα φέρει τις κοινωνικές πλέον αξίες στο προσκήνιο, εκτοπίζοντας αυτές που αφορούν στην τύχη του έθνους.
Από την εποχή της απελευθέρωσης και της ίδρυσης του ελληνικού κράτους έως σήμερα, σ’ αυτήν την τροχιά βρισκόμαστε. Η κοινωνία αποβαίνει ο κριτής των ατομικών πεπραγμένων πολύ πιο αποφασιστικά απ’ ό,τι η πατρίδα, το έθνος, και γενικά η ιδέα που έχουν τα άτομα για τη συλλογική τους μοίρα. Όσο για τα κριτήρια με τα οποία εκτιμώνται τα μέλη του συνόλου, αυτά προκύπτουν, προφανώς, από την ίδια τη λειτουργία της κοινωνικής μηχανής. Με αυτό εννοώ ότι, για να εξασφαλιστεί αυτή η λειτουργία, απαιτείται σταθερότητα, τήρηση των κανόνων, υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς που διευκολύνει την επαγγελματική επιτυχία και την κατάληψη αξιωμάτων. Υπ’ αυτούς τους όρους αποκτάται συνήθως ένα υπολογίσιμο όνομα. Είναι το έπαθλο για τη συνέπεια που επιδεικνύει κάποιος στην εργασία του, για τη φερεγγυότητα κατά τις συναλλαγές του με άλλους, για την προσαρμοστικότητά του ή, ακόμη, και για την ικανότητά του να επηρεάζει όσο το δυνατόν περισσοτέρους. Είναι όμως, εν τέλει, πραγματικά καλό όνομα αυτό, ή απλώς είναι ένα εύσημο εξαρτημένο από τις συγκυρίες και τις μεταπτώσεις της γνώμης των πολλών; Η εμπειρία δείχνει ότι ποτέ οι πολλοί δεν θα περιβάλλουν με σταθερή εκτίμηση κάποιον ο οποίος κατόρθωσε να επισωρεύσει εντυπωσιακά οφέλη για τον εαυτό του – γι’ αυτόν αποκλειστικά. Ο φιλοκερδής που δεν εκχωρεί τίποτα από τα πλούτη του μπορεί να ακουστεί και να συζητηθεί, αξιοθαύμαστος και αξιομνημόνευτος όμως δεν θα γίνει ποτέ. Επ’ αυτού πολύ διαφωτιστική μαρτυρία προσφέρει μεταξύ άλλων η αλληλογραφία πολλών εθνικών ευεργετών.
Όποιοι δεν το αντιληφθούν αυτό θα καταδικασθούν να μπλέκονται όλο και περισσότερο στα δίχτυα της ίδιας τους της ματαιοδοξίας. Θα προσπαθούν να αποσπάσουν το χειροκρότημα, αλλά θα φοβούνται πως αυτή η ένθερμη υποδοχή θα κρατήσει τόσο όσο να εμφανιστεί ένας άλλος πιο επιδέξιος χειριστής του εφήμερου, με αποτέλεσμα η δίψα για επιδοκιμασία αφενός, και η ανησυχία πως η επιδοκιμασία είναι παροδική αφετέρου, να συγκρούονται συνεχώς μεταξύ τους. Έτσι, η ματαιοδοξία μπορεί να φθάσει σε προχωρημένο στάδιο. Τι βλέπουμε εκεί; Βλέπουμε κάποιον να πασχίζει να πετύχει κάτι που υποπτεύεται ότι δεν αξίζει τον κόπο, αλλά παρ’ όλα αυτά να συνεχίζει να το επιδιώκει επειδή του είναι αδύνατον να πιστέψει στη γονιμότητα μιας άλλης προσπάθειας, μιας προσπάθειας η οποία θα απέφερε καρπούς διαρκείας αλλά με περισσότερο κόπο.
Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Μέσα σ’ έναν πολιτισμό που δεν κρύβει τη δυσπιστία για το μέλλον του, οι νέες γενιές καλούνται να εξαντλήσουν τις δυνάμεις τους σε μικροπράγματα, τα οποία βαφτίζονται, συνήθως, από τους ιθύνοντες “επαρκή” «υπό τις παρούσες συνθήκες». Όμως, καμιά γενιά, όπως και κανέναν άνθρωπο, δεν έχουμε το δικαίωμα να τον περιορίσουμε σε οποιεσδήποτε παρούσες συνθήκες, αφού αυτές ακριβώς τις συνθήκες, αυτή την τυραννία του πεπερασμένου, έχει κάθε φορά να αντιμετωπίσει και να υπερβεί η ανθρώπινη θέληση. Πρέπει να ξανασκεφτούμε την ειδοποίηση του Αίαντα πάνω σ’ αυτό. Πρέπει να ξανασκεφθούμε δίπλα στους νέους τι πρέπει ν’ αλλάξει ώστε να μην πασχίζουμε να ζήσουμε ίσα-ίσα για να γίνουμε υπερήλικες.
Είναι αλήθεια πως χρειάζεται να γίνουν πολλά. Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται, ακόμη και όταν οι περιστάσεις είναι εξαιρετικά αντίξοες, όπως συμβαίνει σήμερα, να ενισχυθεί στους νέους η πεποίθηση ότι έχουν δυνάμεις για να πάνε μακρύτερα από εκεί όπου τους σταματά η συγκυρία και ότι το οφείλουν στον εαυτό τους να πολεμήσουν εχθρούς εξίσου σκληρούς με την οικονομική ανασφάλεια, πιο ύπουλους όμως απ’ αυτήν, πιο διαβρωτικούς. Ένας τέτοιος εσωτερικός εχθρός σήμερα είναι η αδημονία να κερδίζει κανείς τις εντυπώσεις. Η κοινωνία της αγοράς δεν παύει να ερεθίζει αυτήν τη βιασύνη, διαφημίζοντας την ταχύτητα και το άρπαγμα των ευκαιριών. Όταν αρπάζει όμως ένας πειναλέος κάτι θελκτικό, τείνει αμέσως να το καταβροχθίσει. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τη φήμη: κατέληξε να είναι φαγώσιμο με το οποίο κανείς δεν χορταίνει. Τίθεται, έτσι, σε κίνηση ένας κύκλος φυσικού μεταβολισμού: λήψη τροφής, αφομοίωση, και αμέσως μετά πάλι ανάγκη για νέα τροφή. Προφανώς, πρόκειται για αγωνιώδη δραστηριότητα χωρίς διέξοδο.
Η ελληνική, λοιπόν, πρόταση για την εύκλεια έχει σήμερα να αντιμετωπίσει στον παγκόσμιο στίβο τη φανταχτερή θεότητα που λέγεται “επιτυχία” και “τρέχουσα φήμη”. Στην ουσία, αντιπαραβάλλεται το πνεύμα της Διάρκειας με το πνεύμα –αν μπορούμε να το πούμε έτσι– του Εφήμερου. Είναι τέτοια η ιστορική μοίρα του ελληνισμού, που ωθούσε τους ανθρώπους να θέλουν να ξεφύγουν από τις συγκυρίες, να μην είναι αιχμάλωτοι της στιγμής. Οι Έλληνες τρέφονταν πάντα με προσδοκίες. Αντίθετα, στον καιρό μας, οι κοινωνικοί μηχανισμοί –στον δυτικό, τουλάχιστον, κόσμο– δένουν τα άτομα πάνω στις στιγμές. Πράγμα που τα κάνει να είναι ερεθισμένα και, ταυτόχρονα, απελπισμένα.
Θα ήταν αυτοκαταστροφή για τη χώρα μας, και γενικότερα για τον κόσμο, να πάρουν τέτοια κατεύθυνση οι προσδοκίες της νέας γενιάς· να έχουμε νέους που αυτό που κάνουν δεν θα προλαβαίνουν να το αγαπήσουν αρκετά επειδή θα βιάζονται να δουν τον αντίκτυπο που θα έχει. Γνωρίζουμε πού μπορεί να οδηγήσει αυτό: η βιασύνη, μπροστά στις δυσκολίες που θα βρει, ίσως μετατραπεί σε παραίτηση, και η παραίτηση θα γίνει μετά ένα πάθος που θα θέλει να γκρεμίσει οτιδήποτε γύρω του, προκειμένου, τουλάχιστον, να κάνει ηχηρή εντύπωση. Το φάντασμα του Ηροστράτου πλανιέται ανάμεσά μας. Ήταν αυτός που στην Έφεσο, το 356 π.Χ., κατέστρεψε με πυρκαγιά τον περίφημο ναό της Αρτέμιδος, διψώντας με την πράξη του να κάνει πάταγο και να γίνει ξακουστός. Αν δεν δουν οι νεώτεροι πως αυτή η βία δεν φέρνει ποτέ την ικανοποίηση που υπόσχεται, και αν δεν καταφέρουν να νιώσουν πως δεν τους αξίζει να γκρεμίζουν τυφλά, επειδή κάποιοι τους εμποδίζουν να χτίσουν, τότε ο κόσμος θα είναι πραγματικά έτοιμος να βουλιάξει στο τίποτα. Ας εργαστούμε όλοι για να μη φθάσουμε εκεί. Θα ήταν το χειρότερο, σύμφωνα με την ελληνική αντίληψη: ένα θλιβερά ηθελημένο τέλος, ένας άδοξος μηδενισμός.
Ευχαριστώ.