του Γιώργου Ρακκά
Το στοιχείο που δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοκτέιλ αδιεξόδων στην ελληνική κρίση είναι η σύμπτωση φαινομένων που ανήκουν στο κοίλο δύο διακριτά ιστορικών φάσεων. Σήμερα η Ελλάδα ζει το τέλος του ιδιότυπου μεταπολιτευτικού κρατισμού και ταυτοχρόνως την εξάντληση της εκσυγχρονιστικής στρατηγικής για την «προσαρμογή» της χώρας μας στο παγκοσμιοποιητικό μοντέλο. Έτσι, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την εκτόξευση του κρατικού ελλείμματος, τη διάλυση του παραγωγικού ιστού και ταυτόχρονα πολιτισμικές/εθνοτικές αντιθέσεις λόγω της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, τις συνθήκες πολιτικής υπαγωγής της χώρας στο ευρωπαϊκό γερμανοκρατούμενο κέντρο, την οικονομική υποδούλωση στο ευρώ κ.ο.κ. Η χώρα μας, δηλαδή, πατά με το ένα της πόδι σε ένα αδιέξοδο που θυμίζει εκείνα που παρατηρούνταν διεθνώς το 1989, και είχαν να κάνουν με την εξάντληση των κρατισμών σε Δύση και Ανατολή, ενώ με το άλλο ζει τις συνέπειες της κρίσης του μοντέλου της παγκοσμιοποίησης και της ευρωκρατίας.
Η τρομακτική συμβολή της κρατικής διαφθοράς στη διαμόρφωση του υπέρογκου ελληνικού χρέους είναι το πεδίο που αναδεικνύει τη διαπλοκή των φαινομένων. Γιατί ο ιδιότυπος ελληνικός κλεπτοκρατικός κρατισμός έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το υπέρογκο χρέος της χώρας προς τους ξένους δανειστές. Κάτι τέτοιο κατ’ αρχήν αποδεικνύεται από εκθέσεις και στοιχεία: «Η διαφθορά του ελληνικού κρατισμού κοστίζει στη χώρα πάνω από 20 δισ. ευρώ ετησίως» (Μάρκους Ουόκερ – «Η διαφθορά επιδεινώνει την ελληνική κρίση», Wall Street Journal -ppol.gr 05/04/2010). Το ίδρυμα Μπρούκινκς, δε, υποστηρίζει ότι «αν ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα ήταν τόσο καθαρός και διαφανής όσο της Σουηδίας, η χώρα πιθανόν να είχε εμφανίσει πλεονάσματα» (TA NEA, 17/04/2010).
H «διαφθορά» είναι μια ουδέτερη έννοια, που προσπαθεί να εξουδετερώσει και να εξωραΐσει γενικευμένες πρακτικές ιδιοποίησης του δημόσιου πλούτου, από το ιδιότυπο ελληνικό κλεπτοκρατικό καθεστώς. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ουσιαστικότερη μέθοδο απόσπασης πλούτου από τις ελλαδικές άρχουσες τάξεις και αναδιανομής του σε όλες εκείνες τις τάξεις που συμμετέχουν προνομιακά στο κλεπτοκρατικό μπλοκ– από τους μεγαλοεργολάβους και τους κρατικούς λειτουργούς, μέχρι τους κατώτερους δημοσίους υπαλλήλους και τους υπεργολάβους εργατών.
Στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας, όλες οι κρατικές λειτουργίες αντιστρέφονται για να παράγουν προσόδους που κατευθύνονται προς το κλεπτοκρατικό μπλοκ. Και το καθετί, μέσα σε ένα όργιο διαστροφής, μετατρέπεται σε όχημα περαιτέρω διασπάθισης του δημόσιου πλούτου… Ακόμα και τα ευρωπαϊκά προγράμματα, μέσα από ένα όργιο υπερκοστολογήσεων, μιζών και εσκεμμένων καθυστερήσεων, όχι μόνο κλέβονται δίχως να παράγουν κανένα όφελος για την ελληνική κοινωνία, αλλά γίνονται όχημα περαιτέρω ληστείας των κρατικών πόρων. Μια πρόσφατη μελέτη, που είδε το φως της δημοσιότητας, αποκάλυψε έναν τέτοιο μηχανισμό: Για ένα έργο αξίας 1.000.000 ευρώ, που χρηματοδοτείται κατά 50% από την Ε.Ε., πρώτα πληρώνει το Δημόσιο το σύνολο του ποσού, δίνει τα τιμολόγια στις Βρυξέλλες, και μετά λαμβάνει πίσω τα 500.000 ευρώ από τα κοινοτικά ταμεία. (Ελευθεροτυπία, 26/02/2011). Βέβαια, όλοι γνωρίζουμε το πού πηγαίνουν αυτά τα λεφτά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εξάλλου, υπάρχει τεράστια διάσταση μεταξύ των δημόσιων δαπανών και του παραγόμενου αποτελέσματος στο οποίο αντιστοιχούν: Με το 27% των σημερινών δαπανών, το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να προσφέρει στους Έλληνες πολίτες το ίδιο αποτέλεσμα, ή, με άλλη διατύπωση, το αποτέλεσμα του ελληνικού κράτους είναι μόλις το 65% αυτού που θα μπορούσε να προσφέρει σε σχέση με τα χρήματα που ξοδεύει (Καθημερινή 1/03/2011). Βεβαίως, τα υπόλοιπα πηγαίνουν στη συντήρηση του ελληνικού ιδιότυπου καθεστώτος, είναι το κόστος της αναπαραγωγής του.
Το ζήτημα δεν είναι τεχνοκρατικό, και δεν έχει διόλου να κάνει με τον τρόπο που τίθεται από τον Γιωργάκη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Έχει να κάνει με το πώς το κλεπτοκρατικό μπλοκ εξουσίας, που έχτισε η αλλαγή του ΠΑΣΟΚ, επιβίωσε από την κρίση του 1989 και κατάφερε, έπειτα από τα πρώτα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1990, να αυτομετασχηματιστεί ώστε να προσαρμοστεί στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Στις κυρίαρχες αφηγήσεις της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας, το 1989 συνιστά μια τομή. Τομή εγκατάλειψης του κρατισμού σε Δύση και Ανατολή, τομή μετάβασης από το κεϋνσιανό εθνικό κράτος σε μια νέα εποχή ελεύθερης αγοράς και υποχώρησης της κρατικής ρύθμισης, μια εποχή όπου η πολιτική και οικονομική ισχύς συσσωρεύεται στα διεθνή διευθυντήρια. Στην Ελλάδα, αυτή η αφήγηση έχει άμεσα ή έμμεσα λειτουργήσει κατά κόρον ώστε να επιβληθούν ψεύτικες διαχωριστικές γραμμές και μαύρες τρύπες στον τρόπο με τον οποίο συζητάμε το ελληνικό αδιέξοδο. Διότι κουβεντιάζουμε τα προβλήματά μας σαν να ξεκινήσαμε από το σημείο μηδέν, το 1992 με το Μάαστριχτ, και ό,τι προηγήθηκε πιο πριν να ανήκει σε μια ξένη ως προς το παρελθόν και καινοφανή ιστορική φάση.
Η ελληνική εκδοχή του 1989, ο Κοσκωτάς, ο Παπανδρέου στο δικαστήριο, η οικουμενική κυβέρνηση-αποδέκτης των «άδηλων πόρων» του Σ. Κόκκαλη για τον ΟΤΕ, η συγκυβέρνηση Δεξιάς και Αριστεράς –όλα αυτά έχουν καταβυθιστεί στο βαθύ πηγάδι της εθνικής λήθης. Κι όμως, καμία ισχυρή τομή δεν πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ίσα ίσα, αυτό το οποίο επιβεβαιώθηκε ήταν η «συνέχεια» και όχι η «τομή». Διότι αν κάτι «παγκοσμιοποιήθηκε» με τον εκσυγχρονισμό, δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το κλεπτοκρατικό σύστημα ΠΑΣΟΚ του 1980. Δηλαδή, μπορούμε να επισημάνουμε δύο φάσεις ζωής της ελληνικής πασοκικής κλεπτοκρατίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μια πρώτη, «κεϋνσιανή», όπου κυριαρχούσε η ληστρική ιδιοποίηση του εσωτερικού πλούτου, μέσα από τις «κρατικοποιήσεις», την απομύζηση των συνεταιρισμών και την ολοκληρωτική άλωση του δημόσιου τομέα. Και μια δεύτερη φάση, εξωστρεφής και «παγκοσμιοποιητική», όπου κυριαρχούσε η εκποίηση της χώρας στις εξωγενείς δυνάμεις της Δύσης και της Ανατολής. Μια φάση, όπου η κλεπτοκρατία στηρίχτηκε αποφασιστικά στη διασπάθιση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, στην εκμετάλλευση των ογκούμενων μεταναστευτικών ρευμάτων και στην εκχώρηση της «γεωπολιτικής αξίας του οικοπέδου ΕΛΛΑΣ» (Π. Κονδύλης). Στην πρώτη φάση, ο Κοσκωτάς και η Αυριανή, στη δεύτερη η Ζήμενς, το Μέγκα, ο νεο-οθωμανισμός και το γερμανικό κεφάλαιο.
Αυτή η πραγματικότητα, κινείται σήμερα υπόγεια και άρρητα, διαμορφώνοντας τις εξελίξεις και υπονομεύοντας οποιαδήποτε μερική αντιμετώπιση του ελληνικού αδιεξόδου, ακόμα και αν θέλει να εμφανιστεί κατά το μέτρο του δυνατού συνολική και ριζοσπαστική. Γιατί βεβαίως η Ελλάδα μπορεί να κινηθεί στα βήματα του Ισημερινού και να αναθεωρήσει μέρος του επαχθούς της χρέους, αλλά, στο μέτρο που το κλεπτοκρατικό σύστημα αναπαραχθεί, θα έχουμε να κάνουμε με μια σισσύφεια, απελπισμένη κίνηση. Το ίδιο ισχύει και για τη συζήτηση σχετικά με το ευρώ: Ακόμα και η μακροπρόθεσμη απεμπλοκή από το ευρώ –και όχι η άμεση, που θα προκαλέσει συνθήκες εκποίησης της χώρας όμοιας με εκείνην, που βίωσαν οι Ρώσοι στις αρχές της δεκαετίας του 1990– θα πρέπει να έχει ως προϋπόθεση και θεμέλιο το τσάκισμα του κλεπτοκρατικού συστήματος, ειδάλλως θα έχει γίνει μια τρύπα στο νερό.
Αυτή η πραγματικότητα διαμορφώνει απροσπέλαστα αδιέξοδα όχι μόνον στο επίπεδο των εναλλακτικών λύσεων, αλλά και σε μια διερεύνηση των πιθανών συλλογικών υποκειμένων που θα μπορούσαν να τις ενσαρκώσουν. Γιατί η σοσιαλίζουσα κλεπτοκρατία χρησιμοποίησε ως πυλώνα της τα συνδικάτα, συνδικάτα που, όσο περνούσε ο καιρός, περιορίζονταν στους πολύ εξασφαλισμένους τομείς της εργασίας του δημόσιου τομέα –και όλα αυτά είναι που έχουν αποδυναμώσει την πραγματική τους ισχύ και τα έχουν απονομιμοποιήσει στα μάτια του λαού.
Έτσι, στην πραγματικότητα και επί της ουσίας, πέρα από τα ευχολόγια και πέρα από μια γενικευμένη επίγνωση της ανάγκης για αντίσταση, πρακτική απάντηση σε αυτή την κρίση φαίνεται πως διαθέτει η ίδια η… ηγεσία της κλεπτοκρατίας, το ξένο κεφάλαιο και οι παρασιτικές άρχουσες τάξεις της χώρας. Και αυτή είναι που έχει ξεκινήσει να υλοποιείται. Πιλότος για να δούμε τα γεγονότα είναι οι θεραπείες σοκ που τυράννησαν τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όπως τότε, έτσι και τώρα, οι ελίτ σπάνε το κλεπτοκρατικό μπλοκ εξουσίας, σπρώχνουν τους μαζικότερους και πιο αδύναμους κρίκους τους στον γκρεμό της κρίσης και προσπαθούν να περισώσουν την ηγεμονία τους σε συνθήκες πολιτικής κατοχής, εκποιώντας στους ξένους τη χώρα μας. Μόνο που, ενώ στη Ρωσία ήταν ντόπιοι οι ολιγάρχες που αναδύθηκαν από το γενικευμένο ξεπούλημα, στην Ελλάδα, ντόπιοι είναι μόνον οι μεσάζοντες, και τον ρόλο του ολιγάρχη έχουν αναλάβει οι ξένες δυνάμεις, τόσο οι αποικιοκράτες της Δύσης, όσο και οι νεο-οθωμανοί της Ανατολής.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις μοιάζουν να ζουν σε άλλη χώρα –και μόνον από αυτόνομες, ανεξάρτητες φωνές, υπάρχουν νύξεις και υπαινιγμοί για μια σφαιρικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος, πέρα από την τεχνοκρατία και το εκ δεξιών και αριστερών εμπόριο της ελπίδας. Κατ’ αρχήν σε επίπεδο ανάλυσης, σταδιακά υπάρχουν προσπάθειες η συζήτηση να διευρυνθεί ξεφεύγοντας από το χρέος αυτό καθαυτό, πηγαίνοντας στους παράγοντες που το δημιούργησαν. Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, για παράδειγμα, γράφει: Ουδείς δείχνει διάθεση να συνδέσει το υπέρογκο δημόσιο διεθνές χρέος της Ελλάδας με τις παράνομες δραστηριότητες ξένων κυβερνήσεων και εταιρειών σε συνεργασία με ελληνικά πολιτικά κόμματα και Έλληνες κρατικούς λειτουργούς, δικαστικούς και αξιωματούχους (Δ.Κ.-περιοδικό Επίκαιρα, 19/01/11). Ακόμα και τεχνοκράτες καταλαβαίνουν σιγά σιγά ότι η συζήτηση για το χρέος δεν είναι μια στεγνή συζήτηση για την οικονομία, αλλά μια συνολική πολιτική συζήτηση για ολόκληρο το ελληνικό μοντέλο, γι’ αυτό και δειλά δειλά θέτουν την παράμετρο της πολιτικής/πολιτειακής αλλαγής στις προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση: Οι λύσεις θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν, πριν από οτιδήποτε άλλο και αμέσως μετά την εκδίωξη του ΔΝΤ, την αναθεώρηση του διεφθαρμένο πολιτεύματός μας –αφού εάν παραμείνει ως έχει, καμία από τις όποιες διεργασίες δεν πρόκειται να έχει διατηρήσιμα αποτελέσματα» (Β. Βιλιάρδος, sofokleous10.gr, 14/02/2011).
Στο άμεσο πολιτικό επίπεδο, μόνον η πρόταση της Σ. Σακοράφα δείχνει να κινείται προς την κατεύθυνση μιας συνολικότερης αντιμετώπισης του αδιεξόδου μας. Διότι προφανώς, αν συσταθεί η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου του Δημόσιου Χρέους, αναγκαστικά η προσοχή όλων θα στραφεί προς αυτά τα μονοπάτια και στο επίκεντρο θα τεθεί η ελληνική κλεπτοκρατία και η προδοτική της λειτουργία.
Ωστόσο, έχουμε μακρύ δρόμο ακόμα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, το ότι ζούμε ταυτόχρονα ένα «1989» και ένα «2008» (με την έννοια της κρίσης του παγκοσμιοποιητικού μοντέλου), δημιουργεί συνθήκες ολικής πολιτικοκοινωνικής εμπλοκής, γιατί ακριβώς η υφή της κρίσης αναγορεύει το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων σε μέρος του προβλήματος και όχι σε φορέα κάποιας πιθανής λύσης.