του Γ. Νταγιάντη, από το Άρδην τ. 16, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1998
Επτά εκατομμύρια άνεργοι, υποαπασχολούμενοι ή με επισφαλή εργασία1. Πάνω από το τέταρτο του ενεργού πληθυσμού της χώρας2. Απ’-αυτούς, παραπάνω από τρία εκατομμύρια απαρτίζουν εκείνους, που οι επίσημες στατιστικές αποκαλούν άνεργους (12,4% του ενεργού πληθυσμού 3). ‘Αλλοι θεωρούν, πως αυτοί που στερούνται εργασίας ή ζουν χωρίς μόνιμη εργασία ή ακόμα υποχρεούνται σε μερική απασχόληση, ανέρχονται στα εννέα εκατομμύρια. Τα στατιστικά στοιχεία έχουν τόσες φορές αναθεωρηθεί, που σίγουρα ελαχιστοποιούν την πραγματική κατάσταση4. Με τους επίσημους αριθμούς, η ανεργία αυξήθηκε κατά 60% από το 1990 μέχρι τα τέλη του 19975.
Έξι εκατομμύρια άτομα επιζούν μ’ ένα μέσο μηνιαίο εισόδημα 2.000 φράγκα (100.000 δρχ), δηλαδή 20% έως 40% κάτω από το όριο της φτώχειας. Υπάρχουν σήμερα πέντε εκατομμύρια άστεγοι ή κακοστεγασμένοι. Ένας άστεγος στους πέντε είναι μισθωτός6. Όλοι αυτοί είναι οι λεγόμενοι αποκλεισμένοι, οι «άνευ», όπως λένε εδώ (άνευ δουλειάς, άνευ εισοδήματος, άνευ κατοικίας, άνευ κάρτας διαμονής για τους μετανάστες), οι εκτός κοινωνίας, οι σημερινοί πένητες. Σύμφωνα μ’ αυτούς τους αριθμούς, ο μαζικός αυτός αποκλεισμός αφορά στο τριάντα τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού, αφού αυτός υπολογίζεται στα 26 περίπου εκατομμύρια. Κάτι αφάνταστο, μόλις πριν | από είκοσι χρόνια, έγινε σήμερα καθημερινή εμπειρία. Ζητιάνοι στο μετρό, άστεγοι να κοιμούνται στους δρόμους, οικογένειες που τον περισσότερο καιρό δεν έχουν να φάνε…
Ο αντίκτυπος στις λαϊκές συνοικίες 7, ιδιαίτερα στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων, είναι εμφανής”. Εδώ ευδοκιμούν τα ναρκωτικά και η εμπορία τους, η πορνεία και η πυρπόληση αυτοκινήτων, αλλά και οι συμπλοκές με την αστυνομία. Η ανεργία χτυπά καμιά φορά πάνω από τους μισούς κατοίκους εργάσιμης ηλικίας.
Εν τω μεταξύ, κατά τα τελευταία 26 χρόνια, το εθνικό εισόδημα (ο πλούτος της χώρας) διπλασιάστηκε. Αλλά σήμερα το εισόδημα του 10% των πιο πλούσιων, είναι 26 φορές μεγαλύτερο του εισοδήματος του 10% των πιο φτωχών του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, ο πλούτος της χώρας συγκεντρώθηκε στα χέρια μιας όλο και πιο συρρικνωμένης μερίδας του πληθυσμού.
Συνοπτικά, αυτή είναι η εικόνα της Γαλλίας σήμερα, εικοσιπέντε χρόνια μετά την κρίση του πετρελαίου, το 19739, και τις γνωστές ανακατατάξεις που επέφερε σε παγκόσμια κλίμακα η οικονομική κρίση, που υπέβοσκε και αναφάνηκε τότε καθαρά10. Η κοινωνική συνέπεια: ένα είδος έρπουσας διάλυσης του κοινωνικού ιστού.
Οι ερμηνείες σχετικά με τις οικονομικοκοινωνικές και πολιτικές αιτίες της εμφάνισης και της μετέπειτα επέκτασης της ανεργίας είναι αρκετές και τώρα πια γνωστές. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πώς αυτή η εγγενής δυσλειτουργία του καπιταλισμού παίρνει σήμερα τη μορφή κρίσης συστήματος. Με άλλα λόγια, η δομική κρίση του μέχρι πρότινος κυριαρχούντος φορντισμού παρουσιάζεται σαν διάσειση όλου του οικοδομήματος. Η λύση μιας τέτοιας κρίσης απαιτεί βασικούς μετασχηματισμούς στις κοινωνικές σχέσεις. Σ’ αυτό όλοι συμφωνούν. Μέχρι σήμερα οι κατευθύνσεις που πήραν αυτές οι αλλαγές, ναι μεν λύνουν ως ένα βαθμό το οικονομικό πρόβλημα, οδηγούν όμως σε διάλυση του κοινωνικού ιστού χωρίς ελπίδα ανασύστασής του.
Το κίνημα ίων ανέργων που εμφανίστηκε πλέον καθαρά στο προσκήνιο, όσο αδύναμο και να είναι ακόμα, αμφισβητεί ριζικά τον οικονομικό προσανατολισμό, κατι που δεν έκανε μέχρι τώρα το εργατικό κίνημα. Κι αυτή η αμφισβήτηση μοιάζει να ανταποκρίνεται στα γενικότερα λαϊκά αιτήματα για ένα ανανεωμένο περιεχόμενο στις κοινωνικές σχέσεις. Η σωστή αξιολόγηση αυτού του κινήματος θα απαιτούσε μια διεξοδική εκτίμηση και των πολιτικών επιπτώσεων και των συνδικαλιστικών ανακατατάξεων και των διεθνών αντιδράσεων κ. λπ. Όλα αυτά υπερβαίνουν τα πλαίσια αυτού του άρθρου. Αυτό που θα δοκιμάσουμε να εντοπίσουμε εδώ είναι τα αίτια της εμφανίσεως του κινήματος, τις σχέσεις του με τους εργαζόμενους γενικά και κυρίως τον λόγο που αρθρώνει σιγά σιγά.
Σαν ακρογωνιαίο λίθο αυτής της προσέγγισης αρκεί να δεχθούμε πως, στο πλαίσιο του ισχύοντος κοινωνικο-οικονομικού καθεστώτος, η ανεργία, ή συνιστά μόνιμη κατάσταση, ή απαιτεί για την ανάσχεσή της τον οικονομικό υποβιβασμό μιας πλειοψηφίας εργαζομένων, την εκπτώχευσή τους. Με τα σημερινά δεδομένα, μια τέτοια αντίφαση δεν φαίνεται παράλογη.
Ήδη από την αρχή, όταν γύρω στο 1975, ξεκίνησαν οι μαζικές απολύσεις, οι «αποπαχύνσεις»11 (!), όπως τις αποκαλούν ευσχήμως οι οικονομολόγοι, οι μισθωτοί προσπάθησαν ν’ αντιταχθούν σ’ αυτή την πρωτόγνωρη πολιτική των επιχειρήσεων. Σ’ όλο το διάστημα μέχρι τη μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών και του μέρους του δημόσιου τομέα που τους ακολούθησε, το 1995, η αντίσταση παρέμεινε ασθενική. Οι εργαζόμενοι δεν τολμούσαν να κινητοποιηθούν, παρά μόνο όταν η απειλή τους στόχευε άμεσα. Κάθε επιχείρηση, λοιπόν, αγωνιζόταν μεμονωμένα. Τα συνδικάτα απ’ τη μεριά τους φάνηκαν παντελώς απροετοίμαστα ν’ αντιμετωπίσουν την κατάρρευση του φορ-ντικού συστήματος λειτουργίας των εργασιακών σχέσεων. Αυτή η αποτυχία των εργατικών οργανώσεων προκάλεσε τη γέννηση και την ενίσχυση διάφορων ρευμάτων αντιτιθέμενων στις επίσημες πολιτικές των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, και σε μερικές περιπτώσεις διασπάσεις12 και τη δημιουργία νέων συνδικάτων με πιο ριζικές διεκδικήσεις και πιο δημοκρατικές οργανωτικές μορφές: SUD, Ομάδα των δέκα κ.ά. Η κρίση, λοιπόν, των εργασιακών σχέσεων και η ακάθεκτη ανάπτυξη της ανεργίας δημιουργεί τις συνθήκες αμφισβήτησης στο εσωτερικό των συνδικάτων και συνάμα της αναδιάταξης του φάσματος των συνδικαλιστικών οργανώσεων, με τάσεις εμφάνισης μιας νέας ριζοσπαστικοποίησης. Είναι αυτά τα καινούρια συνδικάτα και τα εσωσυνδικαλιστικά αντιπολιτευόμενα ρεύματα, που θα πάρουν, από μιας αρχής, αποφασιστικά το μέρος των ανέργων.
Εγκαταλειμμένοι από τις εργατικές οργανώσεις, απομονωμένοι κοινωνικά, βιώνοντας μοναχικά την έλλειψη εργασίας που τους μάστιζε, οι άνεργοι, από τη μεριά τους, αντίκριζαν ολότελα ανήμποροι την κατάστασή τους. Οι πρώτες αντιδράσεις υπήρξαν καθαρά αμυντικές. Στήσιμο «σπιτιών ανέργων», δηλαδή συλλόγων ανέργων με βάση έναν κατοικήσιμο χώρο, αυτοδιαχειριζομένων από τα μέλη τους, που πρόσφεραν ταυτόχρονα ηθική και πρακτική βοήθεια σ’ όσους ανέργους κατάφευγαν σ’ αυτά.
Στη δεκαετία του ’80, φτιάχτηκαν με βάση αυτά τα σπίτια το «MNCP»13 με τάσεις αναρχίζου-σε και το «Mouvement Partage», από τον καθολικό Maurice Pagat14. Με διαφορετική οργανωτική βάση ιδρύθηκαν το «APEIS»15 απ’ τη μεριά του ΚΚ και οι «Επιτροπές Ανέργων CGT»16. Το 1994, δηλαδή πολύ αργότερα, γεννήθηκε το “AC!”, οργάνωση οργανώσεων και ατόμων, που συσπείρωνε τα νέα συνδικάτα, «SUD», «Groupe des Dix» και άλλα, καθώς και οργανώσεις ανέργων όπως το MNCP, με στόχο την συνένωση εργαζομένων και μη εργαζομένων και τη δυναμική κινητοποίησή τους. Ήδη αυτή καθ’ εαυτή η ύπαρξη του “AC!” συνιστούσε μια τέτοια σύμπραξη. Πρώτη σημαντική εκδήλωση της νέας αυτής οργάνωσης υπήρξαν οι πορείες ανέργων του 1994. Σ’ αυτή την πρώτη εκδήλωση έλαβαν μέρος και το «APEIS» αλλά και άλλες οργανώσεις που ενδιαφέρονταν και κινητοποιούσαν άστεγους, μετανάστες και άλλες κατηγορίες φτωχών. Οι συμμετέχοντες σ’ αυτές τις πορείες εξηγούσαν την κατάστασή τους σε χωριά, πόλεις και εργοστάσια. Και καθώς η ανεργία επεκτεινόταν και στα μεσαία στρώματα και οι κυβερνητικές πολιτικές καταπολέμησής της εμφανίζονταν αναποτελεσματικές, τα αιτήματα που προωθούσαν οι συμμετέχοντες στις πορείες, δικαίωμα στην εργασία, και εν πάση περιπτώσει αξιοπρεπή διαβίωση, είχαν μια σχετική απήχηση. Το ίδιο συνέβαινε, αν και προκαλούσε ακόμα αρκετές επιφυλάξεις, με το αίτημα μείωσης του χρόνου εργασίας. Το κυριότερο όμως είναι, πως παρά τη σχετικά περιορισμένη συμμετοχή, έγινε αντιληπτή στον κόσμο μια πρώτη συλλογική αυτόνομη εκδήλωση ανέργων και φάνηκε, πως με την αρωγή πεπειραμένων αγωνιστών, μπορούσαν και να κινητοποιηθούν και να συμμετάσχουν στην οργάνωση της κινητοποίησής τους.
Πιο πάνω έγινε μνεία της απεργίας των σιδηροδρομικών του Δεκεμβρίου 1995. Τα περιστατικά γνωστά. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια κερδήθηκε ένας σημαντικός αγώνας από τους μισθωτούς. Οι οργανώσεις ανέργων με την παρουσία τους στις κινητοποιήσεις διαδήλωναν τη συμπαράστασήτους, ενώ, εκ των πραγμάτων, τα συνθήματα των απεργών κατήγγειλαν την ανεργία και τους πρωταίτιούς της. Η σύγκλιση ενδιαφερόντων και συμφερόντων εκδηλωνόταν καθαρά. Δυο χρόνια αργότερα, ενώ στο μεταξύ είχαν γίνει οι πανευρωπαϊκές πορείες κατά της ανεργίας με σημαντική συμμετοχή ανέργων, ξέσπασε μια πραγματική κινητοποίηση των ίδιων των ανέργων, ένα κίνημα που δεν είχε ποτέ λάβει χώρα σε τέτοια κλίμακα, κι αυτό μολονότι οι συμμετέχοντες άνεργοι και συμπαραστεκόμενοι ήταν συγκριτικά λιγοστοί. Δυο οι άμεσοι λόγοι του: το γενικό βάθρο αποτέλεσε το θέμα των «κοινωνικών ελαχίστων»17, ενώ αφορμή, τη στιγμή εκείνη, δόθηκε από την τροποποίηση της παροχής των «κοινωνικών κονδυλίων»18.
«Κοινωνικά ελάχιστα» είναι εκείνα τα επιδόματα, που λαβαίνουν όσοι έχουν εξαντλήσει τα δικαιώματά τους στα ταμεία του Ιδρύματος ανεργίας (UNEDIC-ASSEDIC) ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν υπάγονται σ’ αυτό, ενώ ταυτόχρονα δεν έχουν ικανό εισόδημα. Καθώς είναι γνωστό, αυτά καθ’ εαυτά τα επιδόματα ανεργίας όσο πάει και στενεύουν. Τα δε «κοινωνικά ελάχιστα» ακολουθούν λίγο πολύ την ίδια τροχιά. Αν τα συγκρίνουμε με τον ελάχιστο νόμιμο ωριαίο μισθό (SMIC), ανέρχονται συνήθως στα δυο τρίτα του, συχνά σε λιγότερο από το μισό του. Αυτό που αναγνωρίζεται ως ελάχιστο εισόδημα ενός εργαζομένου προς το ε-πιζείν, θεωρείται παραπάνω από ό,τι πρέπει για έναν άνεργο. Πρέπει, λοιπόν, αυτός να πεινάσει. Γιατί όμως; Η υπόνοια, ότι κατά κάποιοτρόπο αυτός φταίει για την ανεργία του υπεισέρχεται αθέλητα και επιβεβαιώνεται με το «για να ψάξει για δουλειά». Αρα υποτίθεται, πως όχι μόνο είναι υπεύθυνος για την ανεργία του, αλλά του καταλογίζονται, από πάνω, και τάσεις οκνηρίας. Εννοείται, πως με τέτοιες αντιλήψεις, κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια πάει περίπατο. Ας προσθέσουμε ότι οι νέοι κάτω των 25 ετών, χωρίς δουλειά, δεν απολαμβάνουν κανενός επιδόματος. Μερίδα σημαντική πολιτών, ανέργων και μη, θεωρούν πως αν το ζειν αξιοπρεπώς είναι απαραίτητος όρος για να είναι κανείς πολίτης, τα κοινωνικά ελάχιστα πρέπει να συγκλίνουν, αν όχι να εξισωθούν, με τον ελάχιστο μισθό. Μια τέτοια διεκδίκηση, στον βαθμό που μπορεί να επιβληθεί, μεταβάλλει ριζικά τις σχέσεις ισχύος μεταξύ εργοδοσίας και εργατικής δύναμης. Πέρα απ’ αυτό, βάζει σε συζήτηση το καθεστώς και τις καταβολές του εισοδήματος. Η αναφορά, λοιπόν, στον ελάχιστο μισθό και των σχέσεών του με τα κοινωνικά ελάχιστα, όχι μόνο είναι εξαιρετικά σημαντική, αλλά έχει και απρόβλεπτες προεκτάσεις.
Με τέτοιες απολαβές, δεν είναι παράξενο να βρίσκονται πολλοί άνεργοι σε κατάσταση απελπιστική. Τα λεγόμενα «κοινωνικά κονδύλια» αποτελούσαν μέχρι προ ολίγου μια ύστατη αρωγή. Με την εκλογή της Nicole Notat, γραμματέα της CFDT, στην προεδρία του Ιδρύματος ασφάλισης κατά της ανεργίας, άλλαξε η πολιτική σε σχέση με αυτά τα έκτακτα βοηθήματα. Επιβλήθηκε σύσφιξη των επιδομάτων με αυστηρότερα τα κριτήρια παροχής τους, άλλαξε και ο τρόπος καταβολής τους, ενώ ορισμένα ποσά πήραν άλλο προορισμό. Έγιναν -όπως ειπώθηκε- «ενεργητικά», δηλαδή προτιμήθηκε να διατεθούν προς μείωση των συνδρομών των επιχειρήσεων στο ταμείο, γιατί τάχατες έτσι ενθαρρύνονταν οι προσλήψεις. Αποτέλεσμα: κάπου 300.000 άνεργοι σε μεγάλη ανάγκη, βρέθηκαν απότομα χωρίς ένα απαραίτητο και ύστατο, γι’ αυτούς, βοήθημα.
Στην αγωνία λοιπόν χιλιάδων ανθρώπων, βασίστηκε το κίνημα του Δεκεμβρίου 1997- Ιανουαρίου 1998. Έστω κι αν αυτοί που συμμετείχαν υπήρξαν μια μειοψηφία ανάμεσα στους ανέργους, κι έστω αν το έναυσμα δόθηκε από έμπειρους αγωνιστές και συνδικαλιστές. Το αίτημα δε, το πρώτο αίτημα που κινητοποίησε, ήταν να δοθεί άμεση βοήθεια 1.500 φράγκων σε όλους τους ανέργους για να μπορέσουν κι αυτο: να συμμετάσχουν στις γιορτές του τέλους του χρόνου.
Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολυ γνωστά: καταλήψεις τοπικών ταμείων ασφάλισης κατά της ανεργίας, αλλά και άλλων δημόσιον κτιρίων, διαδηλώσεις στις οποίες συμμετείχαν τα νέα συνδικάτα κα: η CGT, επιτάξεις από τους άνεργους «πλούτου», δηλαδή «αναληψη» ειδών διατροφής από τα πολυτελή μαγαζιά τροφίμων, συμβολική «επίταξη» θέσεων απασχόλησης, προσπάθεια προσεγγισεως των μισθωτών με αιτήματα όπως η δραστική μείωση του χρόνου εργασίας κ.λπ. Η αναταροχή κράτησε πάνω από μήνα και αναμφισβήτητα, όπως το επισήμαναν τα ΜΜΕ, κέρδισε τη συμπάθεια μιας σημαντικής πλειοψηφίας του πληθυσμού. Ταυτόχρονα κομμάτια εργαζομένων με τη CGT και άλλα συνδικάτα συμμετείχαν, έστω κι αν από μέρους της CGT φάνηκαν τάσεις προσεταιρισμού του κινήματος.
Αν προσέξουμε τον κατάλογο των αιτημάτων που προβάλλει η Διακήρυξη του Λούβρου που παραθέτω, ίσως πρώτη φορά στην ιστορία, τουλάχιστον τη νεώτερη, να εμφανίστηκε οργανωμένο αυτόνομο κίνημα ανέργων βασισμένο σε αιτήματα με τόσο καθολική εμβέλεια. Ας σημειωθεί δε παρεμπιπτόντως, ότι η λειτουργία του υπήρξε ακραιφνώς δημοκρατική. Από τα αιτήματα επισημαίνω μερικά που θεωρώ σημαντικά: Αίτημα για 32 ώρες εργασίας και βέβαια ακόμα λιγότερο εφ’ όσον αυξηθεί η παραγωγικότητα, δηλαδή μοίρασμα της υπολογίσιμης απασχόλησης. Δηλαδή διαφοροποίηση της απασχόλησης από την εργασία, ή ακόμα απομάκρυνση από την κεντρικότητα της εργασίας με τη σημερινή έννοια της λέξης. Δυνατότητα απολαβής των υλικών και πολιτισμικών αγαθών για όλους, έχουν δεν έχουν απασχόληση, δηλαδή πάλη κατά της φτώχειας 19, ή με άλλα λόγια αρχή απαγκίστρωσης του εισοδήματος από τον μισθό. Αυτό άλλωστε εξέφραζε η συχνή αναφορά στην αναγκαία σύγκλιση των κοινωνικών ελαχίστων με το SMIC20, δηλαδή το νόμιμο κατώτατο όριο μισθού. Ανάπτυξη της δημοκρατίας σ’ όλα τα επίπεδα, δηλαδή απόκτηση ουσιαστικής δημοκρατίας.
Πολύ παραστατικά, δυο συνθήματα στις διαδηλώσεις συμπυκνώνουν αυτές τις ιδέες: το πρώτο αποφατικό, «dehors c’ est la misere, dedans c’ est la galere», το δεύτερο καταφατικό, «un emploi est un droit, un revenu est undu»21.
Εννοείται, πως τέτοιες διεκδικήσεις απαιτούν ριζική αλλαγή κοινωνίας 22. Δηλαδή δεν είναι “ρεαλιστικές”. Δηλαδή μπορεί και να έχουν επαναστατικό(ι), ας πούμε εναλλακτικό χαρακτήρα.
Δύο τινά αξίζουν να ειπωθούν σχετικά μ’ αυτά τα αιτήματα: το πρώτο είναι πως οι άνεργοι, λογικά, από την κοινωνική τους θέση, δεν μπορούν παρά να αποτείνονται στο κράτος κι έρχονται άμεσα αντιμέτωποι μ’ αυτό. Το ζήτημα, δηλαδή, γίνεται άμεσα πολιτικό. Αλλά οι στόχοι, όπως είδαμε, είναι και οικονομικοί και θεσμικοί. Το σύνολο της κοινωνικής δομής μπαίνει σε αμφισβήτηση με κύριο υπεύθυνο όμως το κράτος. Στο δεύτερο θα σταθώ λίγο παραπάνω, ότι δηλαδή τα αιτήματα του κινήματος έτειναν να ξεπεράσουν τα άμεσα συμφέροντα των ανέργων και έβαζαν θέμα αναδιοργάνωσης της κοινωνίας.
Αν δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικό κίνημα δίχως υλικές άμεσες ανάγκες, οργανωτικές προ-διεργασίες και εμπειρίες αγώνων, δηλαδή ιστορικότητα, άλλο τόσο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ιδεολογικές αναφορές από τις οποίες θα αντλήσει την κοινωνική του υπόσταση και θα ξεπεράσει το στενό άμεσο συμφέρον. Και αυτό είναι έργο χης διανόησης, εφόσον υπάρχει τέτοια κάπως ανεξάρτητη. Στην προκειμένη περίπτωση, το θέμα της ανεργίας έδωσε αφορμή να διατυπωθούν αντιλήψεις, μερικές εκ των οποίων αντικρούουν τόσο τη φιλελεύθερη «μονοειδή σκέψη», όσο και τις θέσεις ενός επίσημου μαρξισμού, που στάθηκε ανίκανος ν’ αντιταχθεί στον θρίαμβο της προϊούσας φιλευθεροποίησης και στις ολέθριες κοινωνικές της συνέπειες. Πρωτοπόρος, ίσως, σ’ αυτή τη διανοητική κίνηση είναι ο Andre Gorz, τουλάχιστον όσον αφορά τα ζητήματα της ανεργίας και το πρόβλημα της εργασίας, αλλα και άλλοι ερευνουν καινούργιους δρόμους για να αντιμετωπισθεί η καλπάζουσα κοινωνική διάλυση.
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε, πως η ανεργία αντιστοιχεί: 1) με συρρίκνωση της αναγκαίας ποσότητας εργασίας για μια δεδομένη παραγωγή, αναπότρεπτη συνέπεια της ακάθεκτα συνεχιζόμενης αύξησης της παραγωγικότητας, 2) με απελευθέρωση χρόνου από την εργασία, δηλαδή δεδομένου του υπάρχοντος ή του εν δυνάμει πλούτου, με ελεύθερο χρόνο για την κοινωνία. Αυτόν όμως τον ελεύθερο χρόνο, αντί να τον επωφεληθούν όλοι, τον φορτώνεται, με μορφή ανεργίας, μόνο ένα μέρος του ενεργού πληθυσμού. Κι επειδή η εργασία αποτελεί κεντρική αξία σήμερα, η έλλειψη εργασίας βιώνεται σαν κατάρα. Έτσι, όχι μόνο δεν αποδίδεται στο οικονομικο-κοινωνικό σύστημα, αλλά και θεωρείται λάθος του ανέργου, αμαρτία του, που πρέπει να του κοστίσει υλικά και ψυχολογικά. Αν παραγνωρίσουμε αυτό το ιδεολόγημα, η λύση βγαίνει από μόνη της: να μοιραστεί ανάμεσα σ’ όλους όση εργασία υπάρχει ή, καλύτερα, όση χρειάζεται. Οι μεν άνεργοι θα ξαναβρούν έτσι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ξεφεύγοντας από τον αποκλεισμό και την εξάρτηση, οι δε μέχρι τούδε καθηλωμένοι στην δουλειά θα βρουν ελεύθερο χρόνο για άλλες εμπειρίες. Εάν δε, αποφασίζεται συλλογικάτο τι πρέπει να παραχθεί και πόση εργασία χρειάζεται γι’ αυτό, τότε δεν εμ-βαθύνεται μόνο η δημοκρατία αλλά και παύει η παραγωγή να είναι αυτοσκοπός. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο προσανατολισμός της οικονομίας υποτάσσεται στην πολιτική δίχως να έχουν θιγεί οι αρχές λειτουργίας της, δηλαδή η αποτελεσματικότητά της. Σκοπός της οικονομίας παραμένει η εξοικονόμηση εργασίας, μάλιστα γίνεται συνειδητός σκοπός. Η δε ελάττωση του χρόνου εργασίας στη κλίμακα όλης της κοινωνίας, επειδή ενδέχεται να μετατοπίσει την πραγματική αλλά και ιδεολογική κεντρικότητα από την εργασία σε άλλες πρακτικές και αξίες, είναι δυνατόν να επιφέρει βαθιές κοινωνικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης και της αμφισβητησης του παραγωγισμου , της υπερκατανάλωσης, δηλαδή να δρομολογήσει τη δυνατότητα υποφερτής ανάπτυξης»25. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, λαβαίνει χώρα και η συζήτηση περί αποσυνδέσεως εισοδήματος και εργασίας36, αφού και εφόσον ο καθένας έχει δικαίωμα να διάγει μια ζωή αξιοπρεπή.
Έτσι λοιπόν το κίνημα των ανέργων θέτει προβλήματα που ξεπερνάνε κατά πολύ τα άμεσα συμφέροντα επιβίωσής τους, που ξεπερνάνε και τους ίδιους. Αυτό αποκλείει να γίνουν οι άνεργοι οι εκλεκτοί μιας επανάστασης όπως υπήρξε κάποτε η εργατική τάξη, δηλαδή αποκλείεται να θελήσουν να πάρουν την εξουσία προς όφελος τους. Η αλλαγή, στην οποία δίνουν απλά αφορμή, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν συμβάλλουν οι πιο πολλοί, με πρώτους βέβαια ενδιαφερόμενους τους μισθωτούς των χαμηλότερων κατηγοριών. Άλλωστε ήδη αυτοί υπόκεινται σε μια πρωτοφανή για τα σημερινά δεδομένα εκμετάλλευση. Ενδιαφέρει όμως εξίσου και όσους θέλουν να ζήσουν ανθρώπινα. Αν ισχύει αυτό, ο κοινωνικός μετασχηματισμός που διαφαίνεται δεν μπορεί -αρά να είναι μια πράξη συνειδητά αλλά όχι και προγραμματισμένη από τις ίδιες τις κοινωνικές συνθήκες. Δηλαδή μπορεί να γίνει, αλλά μπορεί και να μη γίνει1 στο χέρι μας είναι. Είναι συλλογική απόφαση, πράξη ελευθερίας.
Μια τέτοια ελεύθερη συλλογική πράξη μπορεί να υπάρξει, γιατί θεμελιώνεται στην ουσιαστική απελευθέρωση της ζωής, έστω και αν θα παραμένει αυτή πάντα σχετική. Κάτι τέτοιο είναι σήμερα πια αντικειμενικά εφικτό, αρκεί να επαναπροσδιορισθεί το ζεύγος ανάγκη-ελευθερία.
Σημειώσεις
1. Travailleurs precaires – δηλαδή αυτοί που βρίσκονται σε πρόσκαιρη εργασία, καθώς και εκείνοι, κυρίως νέοι, που δουλεύουν για μικρό διάστημα και οι θέσεις τους επιδοτούνται από το κράτος.
2. Rapport du Commissariat au plan. AC! Lettre rapide n. 73
3. Yvan Jossen, Un tiers-etat d’ un nouveau genre, Le Monde, 28/01/ 98.
4. Catherine Levy et Christophe Aguiton, Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 1998.
5. Έκκληση του Λούβρου (Στις 21 Δεκεμβρίου 1997, έγινε συνέλευση των ανέργων και των υποστηρικτών τους στο Λούβρο και ψήφισε το λεγόμενο Appel du Louvre).
6. Για λεπτομέρειες σχετικά με τα επιδόματα ανεργίας βλέπε Partage, Φεβρουάριος, 1998.
7. Ιδιαίτερα στα λεγόμενα “Grands Ensembles”, δηλαδή συγκροτήματα λαϊκών πολυκατοικιών που βρίσκονται συχνότερα στα περίχωρα των μεγαλουπόλεων και που αποτελούν συνοικίες με χιλιάδες κατοικίες.
8. Βλέπε π.χ., Francoise Laroche, L’ impunite des jeunes delinquants, une idee regue et fausse, Le Monde 31/01/98.
9. Ως γνωστό, η κρίση του πετρελαίου, αυτή καθ’ εαυτή, ξεπεράστηκε χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Έφερε όμως στο φως τη βαθιά κρίση που υπέσκαπτε ήδη το τότε μοντέλο παραγωγής του καπιταλισμού, τον φορντισμό…
10. Η ανεργία σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, σήμερα, αντιστοιχεί, όχι μόνο με μια κοινωνική πτώση, αλλά επιφέρει επί πλέον πραγματικό κοινωνικό εξοστρακισμό. Αυτό εξηγεί και το δράμα που ζούνε οι άνεργοι κι όταν ακόμα έχουν εισοδήματα σχετικά πιο ικανοποιητικά από αυτά που αναφέραμε πιο πάνω, και τον μακροχρόνιο αποπροσανατολισμό τους, καθώς επίσης, πράγμα πολιτικά σημαντικότερο, τις μορφές που πήρε ο αγώνας τους και το περιεχόμενο των διεκδική-σεών τους.
11. Degraissage, σία γαλλικά. Γραφική και ταυτόχρονα κυνική έκφραση.
12. Έθιξαν κυρίως τη CFDT.
13. Mouvement National des Chomeurs et Precaires = Εθνικό Κίνημα των Ανέργων και Επισφαλών
14. “Κίνημα Μοίρασμα”, με την έννοια του μοιράσματος της εργασί-
ας, μια και θεωρούσε πως οι θέσεις εργασίας όλο και θα λιγόστευαν στο μέλλον.
15. Association pour Γ Emploi, Γ Information et la Solidarite, Σύλλογος για την Απασχόληση, την Πληροφορία και την Αλληλεγγύη. Όμως διάφορες τάσεις συναντιούνται σ’ αυτή την οργάνωση.
16. Comites CGT – Chomeurs. Αυτές οι επιτροπές CGT απέκτησαν τα τελευταία χρόνια αρκετή δύναμη, ιδίως στη νότιο Γαλλία.
17. Les minima sociaux, βλέπε, Catherine Levy et Christophe Aguiton, Les chomeurs desserent Γ etau, Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 1998, -Etude du Ministere de Γ emploi et de la solidarite. Les principaux minima sociaux (Evolution de leur pouvoir d’ achat et caracteristiques des beneficiaires), Partage, Δεκέμβριος ’97 – Rene Passet, Relever les minima sociaux, une exigence economique, Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 1998- Alain Lebaube, La deflagration des minima sociaux, Le Monde 21/01/ 98.
18. T.B., Fonds sociaux: une reforme comptable, Politis 08/01/ 98.
19. Alain Lebaube, Valeur travail, Le Monde 28/01/98.
20. Rene Passet, Relever les minima sociaux, une exigence economique, Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 1998.
21. “Έξω (δηλαδή άνεργος) είναι αθλιότητα, μέσα (δηλαδή στους τόπους εργασίας) είναι κάτεργο». «Μια θέση απασχόλησης είναι ένα δικαίωμα, ένα εισόδημα είναι μια οφειλή (εννοείται της κοινωνίας)».
22. Jerome Jaffre (directeur du Centre d’ Etudes et de Connaissance
de Γ Opinion Publique), Chomeurs: Γ emergence d’ un groupe socr-ai Le Monde, 24/01/98.
23. Αρκούμαι στο να μνημονεύσε περιληπτικά, την αντίληψη που, κατά τη γνώμη μου, διαπνέει γενικά το αυτόνομο μέρος του κινήματος των ανέργων.
24. Productivisme στα γαλλικα. δηλαδή η στάση, καθαρά καπιταλιστική, κατά την οποία πρέπει, αν θέλουμε την ανάπτυξη, να παράγουμε όλο και πιο πολύ, έστω κι αν αυτό καταστρέφει ακόμα και το αναγκαίο για την επιβίωση μας περιβάλλον.
25. Αυτή είναι η εκδοχή που υποστηρίζουν πολλοί από τους Πράσινους της Γαλλίας.
26. Αυτή η περιγραφή δεν αντανακλά τις τεράστιες διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους διανοούμενους σχετικά με την ανεργία, αλλά δίνει μια εικόνα των αντιλήψεων που επέλεξαν απ’ τη συζήτηση οι πιο προχωρημένοι από τους συμμετέχοντες στο τελευταίο κίνημα. Νομίζω πως συν τω χρόνω, αν βέβαια αυτό το κίνημα δεν καταπέσει για οποιοδήποτε λόγο, οι πιο πολλοί θα σπρωχτούν σ’ αυτές τις θέσεις. Ήδη, πολλά συνθήματα, αυτές τις ιδέες, κατάτη γνώμη μου, υπονοούσαν.
Ό Γιώργος Νταγιάντης είναι οικονομολόγος και στέλεχος των Γάλλων Πρασίνων