του Β. Schwarz, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999
Οι σημερινοί ρεαλιστές θεωρούν ως δεδομένο ότι οι άλλοι βλέπουν την πολιτική εθνικής ασφάλειας μάλλον μέσα απo μία στενά στρατιωτική σκοπιά -.αρά μέσα από μια ευρύτερη οικονομική και πολιτική σκοπιά και γι’ αυτό ισχυρίζονται ότι οι συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία δεν αποτελούν κίνδυνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. 0α πρέπει, όμως, να το ξανασκεφτούν και να εξηγήσουν γιατί υψηλές προσωπικότητες της εξωτερικής πολιτικής τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, όπως οι Τζιν Κιρκπάτρικ και Σάιρους Βονς, συμφωνούν ότι σε τελική ανάλυση, τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα τίθενται σε κίνδυνο από την αναταραχή στα Βαλκάνια. Αν και μοιάζει γελοίο εκ πρώτης όψεως, οι συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία ανησυχούν τους πολιτικούς, κυρίως επειδή φοβούνται ότι η αστάθεια στα Βαλκάνια μπορεί τελικά να ζημιώσει την παγκόσμια οικονομία και όχι τόσο για ανθρωπιστικούς λόγους, παρ’ όλο που οι τελευταίοι έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα.
Το επιχείρημα αυτών που είναι υπέρ της παρέμβασης, ότι δηλαδή η Αμερική θα πρέπει να ηγηθεί των προσπαθειών για την ειρήνευση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αποτελεί απλή συνέχεια του επιχειρήματος ότι η Αμερική θα πρέπει γενικά να ηγείται των ζητημάτων ασφαλείας της Ευρώπης. Σε ένα μνημόνιο, γραμμένο πριν από το διορισμό του, ο αναπληρωτής υπουργός της Αμυνας Ντέηβιντ Όχμανεκ πίεζε έντονα υπέρ της στρατιωτικής δράσης των ΗΠΑ στη Βοσνία, εξηγώντας ότι αφού η αμερικανική “ευημερία είναι βαθιά συνδεδεμένη με αυτή των Ευρωπαίων”, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκαστικά θα πρέπει “να διατηρήσουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τους μηχανισμούς αποφάσεων στην Ευρώπη”. Αφού το NATO είναι “ουσιαστική βάση για την επιρροή των ΗΠΑ” η Ουάσιγκτον θα πρέπει να συνεχίσει να ηγείται των ευρωπαϊκών προσπαθειών ασφάλειας συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών για τον έλεγχο της αστάθειας στα Βαλκάνια. “Εάν θέλουμε να έχουμε μια θέση όταν οι Ευρωπαίοι θα πάρουν τις αποφάσεις τους για το εμπόριο και την νομισματική πολιτική” υποστηρίζει ο Όχμανεκ “δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι τα προβληματικά ζητήματα ασφαλείας στην Ευρώπη δεν ανήκουν επίσης στη σφαίρα του ενδιαφέροντος μας”. Εάν το, υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ, NATO δείξει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ή ότι δεν θα αντιμετωπίσει τα μεταψυχροπολεμικά προβλήματα ασφαλείας της Ευρώπης, τότε, η Συμμαχία θα καταστεί ανίκανη. Οι Ατλαντιστές ισχυρίζονται ότι, χωρίς ένα αποτελεσματικό NATO, δηλαδή, χωρίς τους Αμερικάνους να παρέχουν την “ώριμη κηδεμονία” τους η μεταψυχροπολεμική Ευρώπη θα κατρακυλήσει πάλι στις παλιές κακές συνήθειες που η Συμμαχία υποτίθεται ότι θα κατέπνιγε τις πολιτικές ισχύος.1
Που θα οδηγούσε αυτό το σενάριο; Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ζημιώνονταν οικονομικά σε μεγάλο βαθμό. Όπως υποστηρίζει και ο στρατηγός Γουίλιαμ Όντομ, πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας:
Μόνον ένα ισχυρό NATO, με τις ΗΠΑ ως κεντρικό παράγοντα, μπορεί να συγκρατήσει την δυτική Ευρώπη από το να διολισθήσει στον εθνικό επαρχιωτισμό και τελικά στην οπισθοδρόμηση από το παρόν επίπεδο οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας. Η αδυναμία να δράσουμε αποφασιστικά στη Γιουγκοσλαβία θα επιταχύνει αυτή την διολίσθηση. Αυτή η τάση προς την αταξία θα επηρεάσει, όχι μόνον τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ, αλλά και τα οικονομικά μας συμφέροντα. Η οικονομική μας αλληλεξάρτηση με την δυτική Ευρώπη δημιουργεί έναν μεγάλο αριθμό αμερικανικών θέσεων εργασίας.2
Αυτή η ανησυχία για τις καταστροφικές επιπτώσεις που η περιφερειακή αστάθεια θα μπορούσε να έχει για την ηγεμονική θέση της Αμερικής και, συνεπώς, για την διεθνή πολιτική συνεργασία και την διεθνή οικονομική ενοποίηση, είναι ο χαμένος συνδετικός κρίκος που συνδέει την αστάθεια στα Βαλκάνια με τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλές άλλες περιπτώσεις, στις οποίες εύλογα μπορούμε να κάνουμε αυτή τη σύνδεση.
Σύμφωνα με την λογική της παγκόσμιας στρατηγικής της Ουάσινγκτον, ενώ από κάποιες απόψεις το τέλος του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων έχει μειώσει τους κινδύνους και τις δεσμεύσεις της, από κάποιες άλλες τα μέτωπα της αμερικανικής ανασφάλειας έχουν επεκταθεί. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η σταθερότητα στην Ευρώπη μπορούσε να επαφίεται στην Ουάσινγκτον και την Μόσχα και την καταστολή των αντίστοιχων πελατών τους. Στην πραγματικότητα, όπως πολλές
φορές έχουν αναγνωρίσει κατ’ ιδίαν οι δημόσιοι άνδρες της Αμερικής, αυτή η συγκυριαρχία των υπερδυνάμεων, ενώ συνέθλιβε τους Ευρωπαίους, ήταν ίσως ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστούν τα συνδεδεμένα με την σταθερότητα της Ηπείρου υπέρτερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Αμερικής.3
Εντούτοις, με την Σοβιετική Ένωση να αποτελεί παρελθόν, οι πρώην κηδεμονευόμενοί της είναι πια ελεύθεροι να προκαλούν φασαρία ο ένας στον άλλο, αλλά και στη δυτική Ευρώπη. Όπως δήλωσε και ο Ζαλμάι Χαλιλζάντ, πρώην αναπληρωτής υφυπουργός Αμύνης και ένας από κύριους αρχιτέκτονες της πολιτικής της “νέας παγκόσμιας τάξης” του Μπους, “η σταθερότητα της δυτικής και της κεντροανατολικής Ευρώπης γίνεται όλο και περισσότερο αλληλοδιαπλεκόμενη”. Γι’ αυτό, λοιπόν, η ευημερία της δυτικής Ευρώπης, από την οποία εξαρτάται η ίδια η οικονομική ευρωστία της Αμερικής, είναι όλο και περισσότερο δεμένη με τις οικονομικές σχέσεις της Ανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, επιχειρηματολογεί ο Χαλιλζάντ, τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα της Αμερικής στην περιοχή έχουν αυξηθεί αξιοσημείωτα, αφού η “κεντροανατολική Ευρώπη προσφέρει καινούργιες και ενδεχομένως επεκτεινόμενες αγορές για τα αγαθά, τις επενδύσεις και τις υπηρεσίες των ΗΠΑ”.4
Ακόμα πιο σημαντικό, οι διαμορφωτές της αμερικάνικης στρατηγικής φοβούνται ότι, εάν τα νέα ανεξάρτητα κράτη της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης δεν συμμετάσχουν σε πολυμερείς διευθετήσεις ασφάλειας υπό την “ηγεσία” των ΗΠΑ, η περιοχή μπορεί και πάλι να γίνει μια πολιτικο-στρατιωτική πυριτιδαποθήκη, όπως ήταν στις δεκαετίας του ’20 και του ’30 με τις Βαλτικές χώρες, την Ρωσία, την Ουκρανία, την Πολωνία, την Τσέχικη και την Σλοβακική δημοκρατία, την Ουγγαρία και την Ρουμανία να ανησυχούν ο ένας για τον άλλο και όλοι αυτοί μαζί να ανησυχούν για την Γερμανία. Και, συνεχίζει η επιχειρηματολογία: όπως και στο παρελθόν, η εμπλοκή της Γερμανίας στους ανταγωνισμούς της ανατολικής Ευρώπης θα μπορούσε επίσης να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τους δυτικούς της συμμάχους θέτοντας σε κίνδυνο την σταθερότητα ολόκληρης της ηπείρου.5
Έτσι, οι ευθύνες της Αμερικής πολλαπλασιάζονται. Η κυβέρνηση Κλίντον και ένας αυξανόμενος αριθμός μελών της ελίτ που διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική έχουν συμφωνήσει με τον Χαλιλζάντ και διαβεβαιώνουν ότι αυτές οι συνθήκες καθορίζουν ότι το υπό την ηγεσία των ΗΠΑ NATO θα πρέπει να “μετασχηματιστεί”.6 Όπως τονίζει και ο Λούγκαρ, εφόσον η ευρωπαϊκή σταθερότητα “είναι μια προϋπόθεση για την εσωτερική ανανέωση της Αμερικής” και αφού τώρα αυτή η σταθερότητα απειλείται από “αυτές τις περιοχές στην ανατολή και τον νότο όπου κείνται οι σπόροι για την μελλοντική σύγκρουση στην Ευρώπη”,7 το, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, NATO θα πρέπει τώρα να λειτουργεί ως ο σταθεροποιητής και των δύο ημίσεων της ηπείρου, επεκτείνοντας τις εγγυήσεις ασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας, πιθανόν, την Ουκρανία. Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι έτοιμες να πάνε σε πόλεμο για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών της περιοχής που ταλανίζονται από εθνικές, θρησκευτικές και εθνικιστικές εχθροπραξίες, περιοχές στις οποίες όλα σχεδόν τα σύνορα βρίσκονται υπό αμφισβήτηση ο Χαλιλζάντ και οι λοιποί υποστηρικτές αυτής της πολιτικής αναγνωρίζουν το γεγονός ότι η επέκταση της “κουβέρτας ασφαλείας” της Αμερικής σε τέτοια έκταση και σε τόσο αφιλόξενες περιοχές, απαιτεί τη διατήρηση ενός αριθμού Αμερικανών στρατιωτών στην Ευρώπη.8 Πράγματι μια τέτοια άποψη για το τι αποτελεί απειλή εναντίον της Αμερικής μοιραία οδηγεί σε στρατιωτικούς προϋπολογισμούς εποχής Ψυχρού Πολέμου. Αρα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο υπουργοί Αμύνης του NATO, τον Μάιο του 1993, διακήρυξαν ότι παρά τη διάλυση του εχθρού που υποτίθεται ότι το NATO συγκροτήθηκε για να περιορίσει, ο. μειώσεις στις στρατιωτικές δαπάνες θα πρέπει να σταματήσουν αμέσως, αλλιώς η συμμαχία θα καταστεί ανίκανη να εκπλήρωσε, αυτό που ο γενικός γραμματέας του NATO αποκάλεσε “διευρυμένης έκτασης αποστολές”.9
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ουσιαστικά ορίσει ως ζωτικό συμφέρον τους στην Ευρώπη την πρόληψη των συνηθισμενων τάσεων ανταγωνισμού στο επίπεδο της οικονομίας και της ασφαλείας μεταξύ των χωρών τ-: περιοχής. Αυτό απαίτησε μία άνευ προηγουμένου επέκταση των υπερατλαντικών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων της Αμερικής. Έτσι, ενώ οι σημερινές προτάσεις για την προς Ανατολάς επέκταση του NATO χαρακτηρίζονται από
τους υποστηρικτές τους και τους δυσφημιστές τους ως ριζοσπαστικές και θαρραλέες πρωτοβουλίες, στην πραγματικότητα αυτές είναι απλά μια επιπρόσθετη συμβολή, που γίνεται αναγκαία από τις μεταλλασσόμενες γεωπολιτικές συνθήκες, σε αυτό πού αποκαλείται το αυθεντικό αμερικάνικο “υπερατλαντικό παζάρι”.10 Η ομάδα των διαμορφωτών της εξωτερικής πολιτικής ισχυρίζεται ότι, παρ’ όλο που οι ρεαλιστές μπορούν να λένε ό,τι θέλουν για την μη άμεση στρατηγική σημασία της πληθώρας των θερμών σημείων στην ανατολική Ευρώπη και την πρώην Σοβιετική Ένωση για την Αμερική, η αστάθεια σ’ αυτές τις περιοχές υποσκάπτει υποδόρια τα αμερικάνικα συμφέροντα. Γι’ αυτό, η Αμερική είναι αναγκαίο να μπει μπροστά στις προσπάθειες για την επιβολή της σταθερότητας. Ένας φιλελεύθερος σχολιαστής της εξωτερικής πολιτικής, ο Γουόλτερ Ράσελ Μιντ, ο οποίος στο παρελθόν υποστήριξε την μείωση των αμερικανικών δεσμεύσεων στο εξωτερικό, είναι υπέρ μιας συνεργατικής παρά μιας κυριαρχικής σχέσης των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους. Ο Μιντ, όμως, εκφράζοντας το δίλημμα της αμερικανικής πολιτικής ασφάλειας, δεν μπορεί να συμβιβάσει την ανάγκη της Αμερικής να ελαφρώσει τα διεθνή της βάρη με την αναγνώριση των επικίνδυνων οικονομικών συνεπειών της παραίτησης της Αμερικής από τον ηγετικό της ρόλο. Ο Μιντ δηλώνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν καν να επιτρέψουν στους εταίρους τους να αναλάβουν αυτοί την κύρια ευθύνη για την καταστολή της αστάθειας που, όπως και να το κάνουμε, τούς επηρεάζει πιο πολύ. θεωρώντας ότι μια “[οικονομικά] κλειστή Ευρώπη είναι ένα όπλο κολλημένο στον κρόταφο της Αμερικής”, ο Μιντ συνεχίζει:
Σε μια καλοπροαίρετη προσπάθεια για τη σταθεροποίηση της ανατολικής Ευρώπης, η δυτική Ευρώπη, υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας θα μπορούσε να ιδρύσει κάτι σαν αυτό που προβαλλόταν ως το Ηπειρωτικό Σύστημα του Ναπολέοντα. Η ανατολική Ευρώπη και η βόρειος Αφρική θα μπορούσαν να προσφέρουν τις πρώτες ύλες, μερικά αγροτικά προϊόντα και χαμηλόμισθους εργάτες. Η δυτική Ευρώπη θα παρείχε το κεφάλαιο και θα φιλοξενούσε τις βιομηχανίες υψηλής προστιθέμενης αξίας και υψηλής τεχνολογίας. Μοιραία, μια τέτοια Ευρώπη θα τοποθετούσε την πλειοψηφία των κεφαλαίων της στην πίσω αυλή της και θα έκλεινε τις αγορές της στους ανταγωνιστές από τον υπόλοιπο κόσμο. Θα παρήγαγε τα βίντεο της στην Πολωνία και όχι στην Κίνα. 0α αγόραζε το στάρι της από την Ουκρανία και όχι από την Ντακό-τα.11
Αν θεωρήσουμε ότι η Αμερική θα οδηγείτο σε οικονομική καταστροφή, αν οι ενέργειες των συμμάχων της Ουάσινγκτον για την πρόληψη της αστάθειας γινόντουσαν χωρίς την ηγεσία της τελευταίας, γίνεται φανερό γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να παραμείνουν για πάντα με τα λόγια του πρώην προέδρου Μπους- η “μοναδική υπερδύναμη” του κόσμου.12 Αυτός ο τρόπος σκέψης -εάν ένας ηγεμόνας πρέπει να σιγουρεύει την σταθερότητα μιας περιοχής από την οποία προφανώς εξαρτάται- θα πρέπει επίσης να διασφαλίσει αυτές τις περιοχές από τις οποίες αυτή η περιοχή εξαρτάται καταδείχνει με εναργή τρόπο αυτό που ο ιστορικός Πωλ Κένεντυ αποκαλεί “ιμπεριαλιστική υπερεξάπλωση”. Εάν η Αμερική πρέπει να εγγυηθεί την σταθερότητα μιας ενδεχομένως ασταθούς Ευρώπης, τότε η ίδια λογική υποτίθεται ότι καθορίζει ότι θα πρέπει να είναι ο φύλακας φρουρός εναντίον της αστάθειας που θα μπορούσε να μολύνει την Ευρώπη.13 Αυτός ο τρόπος σκέψης, που θυμίζει έντονα την ψυχροπολεμική θεωρία του ντόμινο, υποστηρίζει ότι η λογική της οικονομικής αλληλεξάρτησης οδηγεί στον πολλαπλασιασμό των αμερικάνικων δεσμεύσεων “ασφαλείας”, σε μια ασταθή παγκόσμια νέα τάξη. Μια ιμπεριαλιστική στρατηγική είναι αναγκαστικά επεκτατική. Χρησιμοποιώντας μια
περίεργη διατύπωση οι συγγραφείς του NSC-68, στα 1950, μας διαβεβαιώνουν ότι οι ελευθερίες και η ευημερία μπορούν να εξασφαλιστούν μέσω “της πλήρους εγκατάλειψης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, της προσπάθειας να διαχωρίσουν την εθνική από την παγκόσμια ασφάλεια” και ότι κατά συνέπεια “δεν αποτελεί επαρκή στόχο η απλή αναζήτηση του ελέγχου των σχεδίων του Κρεμλίνου, αφού η απουσία τάξης μεταξύ των εθνών γίνεται όλο και περισσότερο απαράδεκτη. Αυτό το γεγονός μας επιβάλει, σύμφωνα με τα συμφέροντα μας, την ευθύνη της παγκόσμιας ηγεσίας”.14 Το 1993, η ίδια λογική ώθησε τον Λούγκαρ να ισχυριστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αναγκαίο να καταστήσουν τον εαυτό τους υπεύθυνο για την σταθερότητα ολόκληρης της Ευρασίας, αφού “δεν μπορεί να υπάρξει μακρόχρονη σταθερότητα στο κέντρο χωρίς ασφάλεια στην περιφέρεια”. Αν και τέτοιες εκτιμήσεις
ακούγονται υπερβολικές, στην πραγματικότητα αντανακλούν τον αυτοκρατορικό τρόπο σκέψης, πάνω στο οποίο βασίστηκε η στρατηγική ασφαλείας της Αμερικής στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αλλά και μετά απ’ αυτόν.15
Συντηρώντας το ασυντήρητο; Το υψηλό κόστος της Pax Americana
Ενώ αυτή η στρατηγική διασφαλίζει ένα σύνολο από εκείνα που θεωρούνται αμερικανικές οικονομικές ανάγκες, δεν είναι βιώσιμη. Για ένα λόγο, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια βαθιά οικονομική κρίση που υποβόσκει για αρκετό χρόνο και η οποία θα θέσει σε μεγάλο κίνδυνο την χώρα, εάν δεν επιλυθεί. Σχεδόν 50 χρόνια παγκόσμιας ηγεμονίας έχουν ένα υψηλό αντίτιμο. Οι διασυνδέσεις μεταξύ των υψηλών στρατιωτικών δαπανών, της αποδυνάμωσης της οικονομίας και των οικονομικών ανισορροπιών, είναι πολύ εμφανείς για να παραγνωριστούν. Η Αμερική υπερκαταναλώνει και υποεπενδύει. Μεγάλο μέρος της κατανάλωσης είναι ακόμα αφιερωμένο στην άμυνα, αποστερώντας άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας από πολύ αναγκαίους πόρους. Σήμερα βέβαια, οι στρατιωτικές δαπάνες είναι ένα μικρότερο ποσοστό του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού απ’ ότι στη δεκαετία του ’50 και του ’60. Αλλά σε σταθερά δολάρια, οι αμυντικές δαπάνες είναι ακόμα στα επίπεδα του Ψυχρού Πολέμου: 18% του κρατικού προϋπολογισμού -263,8 δισεκατομμύρια δολάρια το οικονομικό έτος 1995- είναι ένα σοβαρό ποσοστό για να δαπανάται στην άμυνα, και η Αμερική συνεχίζει να ξοδεύει ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ στις ανάγκες για εθνική ασφάλεια από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη βιομηχανική χώρα. Παράλληλα με τα συγκυριακά οικονομικά προβλήματα, η Αμερική έχει να αντιμετωπίσει κοινωνικά και δομικά οικονομικά προβλήματα, (υψηλά ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας, αναλφαβητισμό, υποσιτισμό και φτώχεια) σε εύρος άγνωστο σε άλλες οικονομικά σύγχρονες χώρες.16
Το να ισχυρίζεται κανείς ότι η Αμερική μπορεί να συνεχίσει, διατηρώντας το σημερινό επίπεδο δαπανών, χωρίς να ζημιώσει την οικονομία της, είναι λανθασμένο και ανεύθυνο. Όμως, το να προτείνει σημαντική μείωση των δαπανών είναι, δοθέντων των προϋποθέσεων που σιωπηρά στηρίζουν την στρατηγική των ΗΠΑ τον μισό αιώνα που πέρασε, απλώς λανθασμένο. Η πλειονότητα των μεταρρυθμιστών της εξωτερικής πολιτικής υποστηρίζει ότι οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες της Αμερικής είναι το προϊόν της παγκόσμιας υπερεπέκτασης. Ισχυρίζονται ότι το στρατηγικό δίλημμα της Αμερικής μπορεί να επιλυθεί απλώς με την εξισορρόπηση των δεσμεύσεών της προς τους πόρους της. Αλλά το να κριτικάρεις την αμερικάνικη πολιτική για υπε-ρεπέκταση σημαίνει ότι αδυνατείς να λάβεις σοβαρά υπόψη σου την ασφάλεια της Αμερικής. Το επιχείρημα ότι οι αμυντικές δαπάνες της Αμερικής είναι αποτέλεσμα της υπερεπέκτασης γεννά το ερώτημα: ποιες δεσμεύσεις που εμπεριέχουν σημαντικές στρατιωτικές δαπάνες μπορούν να εγκαταλειφθούν;
Η κινητήρια δύναμη πίσω από την αμυντική συμπεριφορά της Αμερικής είναι η θεωρούμενη ανάγκη για την εξασφάλιση της τάξης, με την εξάσκηση της ηγεμονίας της σε περιοχές όπου βρίσκονται πλούσια και τεχνολογικά εξελιγμένα κράτη και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την\εξάλειψη ενοχλήσεων όπως ο Σαντάμ Χουσεϊν, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και ο Κιμ Γιόνγκ Ιλ, έτσι ώστε χώρες που ενδεχομένως μπορούν να γίνουν μεγάλες δυνάμεις δεν χρειάζονται να αποκτήσουν τα μέσα για να αναλάβουν να λύσουν οι ίδιες αυτά τα προβλήματα. Ενώ η εγκατάλειψη αυτών των θέσεων ίσως φαίνεται οικονομικά ελκυστική, σύμφωνα με τη λογική της στρατηγικής ασφάλειας των ΗΠΑ, θα μπορούσε να εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους. Ο πρώην υπουργός Αμύνης Τζέιμς Σλέσινγκερ, εξήγησε εν συντομία ότι “Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως μια μεγάλη δύναμη, έχουν ουσιαστικά αναλάβει το καθήκον της διατήρησης της παγκόσμιας τάξης. Κάθε προσπάθεια εγκατάλειψης σημαντικών δεσμεύσεων είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί με αυτο το καθήκον”.17
“Η διαμόρφωση του στρατηγικού πεδίου”, για να χρησιμοποιήσω μια μετα-ψυχροπολεμική έκφραση του Πενταγώνου, απαιτεί σήμερα, όπως ακριβώς και τα προηγούμενα 45 χρόνια, τη διατήρηση και την παράταξη μεγάλων και τεχνολογικά εξελιγμένων ένοπλων δυνάμεων. Οι σχεδιαστές της αμερικανικής αμυντικής στρατηγικής εκτιμούν ότι, για να είσαι εξασφαλισμένος απέναντι στις προφανείς καταστροφικές επιπτώσεις της πολιτικής και οικονομικής “επανεθνικοποίησης”, οι αμερικανικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι επιχειρησιακά αποτελεσματικές. Η Αμερική, όχι
μόνο είναι αναγκαίο να πείσει τους άλλους όχι είναι προσηλωμένη στην ασφάλεια των περιοχών τους, αλλά και ότι έχει την ικανότητα να δράσει επί τη βάσει αυτών των δεσμεύσεων. Η επιβολή ενός προτεκτοράτου πάνω στην παγκόσμια οικονομία σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να δαπανούν περισσότερο για την εθνική ασφάλεια από όσο όλες οι άλλες χώρες του κόσμου μαζί. Η προσπάθεια καθησυχασμού της δυτικής Ευρώπης, ακόμα και χωρίς την ύπαρξη στρατιωτικής απειλής για την ήπειρο, στοίχισε αυτή τη χρονιά στις Ηνωμένες Πολιτείες 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Για τη σταθεροποίηση της ανατολικής Ασίας χρειάστηκαν άλλα 47 δισεκατομμύρια. Στην άμυνα ό,τι πληρώνεις το παίρνεις πίσω, και η αμερικανική στρατηγική της “ώριμης κηδεμονίας” σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες -εάν είναι τυχερές και δεν συμβεί κάτι- θα πρέπει να πληρώνουν για πάντα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι όμηροι ενός διλήμματος που, τελικά, παγιδεύει όλους τους ηγεμόνες. Η σταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος είναι μια επιχείρηση με υψηλές δαπάνες. Την ίδια στιγμή που τα άλλα κράτη ωφελούνται από την σταθερότητα που παρέχει η κυρίαρχη δύναμη, έχουν εντούτοις λίγα κίνητρα για να πληρώσουν “το δίκαιο μερίδιο” τους για το κόστος αυτής της προστασίας, αφού ο ηγεμόνας θα υπερασπιστεί το status quo λόγω του δικού του συμφέροντος, ανεξάρτητα από τις συνδρομές αυτών των χαμηλότερων κρατών. Ακριβώς όπως η Βρετανία, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ως εγγυητής της παγκόσμιας σταθερότητας, δαπανούσε για την άμυνα περισσότερο από τα διπλάσια απ’ ό,τι η Γαλλία ή η Γερμανία, ακόμα και αν ο περίγυρος των τελευταίων ήταν περισσότερο επικίνδυνος, έτσι και οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα δαπανούν απείρως περισσότερο για την άμυνα απ’ ό,τι η Ιαπωνία ή η Γερμανία, αν και οι δύο αυτές χώρες είναι λιγότερο ασφαλείς από την Αμερική.
Εξαναγκασμένος να δίνει τόσο μεγάλη σημασία στην “ασφάλεια”, ο ηγεμόνας διοχετεύει προς άλλους τομείς την παραγωγικότητα των κεφαλαίων του και την προσοχή του από τις υποθέσεις των πολιτών, την ίδια στιγμή που οι οικονομικοί ανταγωνιστές του, απελευθερωμένοι από τις απεχθείς δαπάνες για την ασφάλεια, προσανατολίζουν τους πόρους τους σε οικονομικά παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό, μακροχρόνια, οδηγεί στην αποσάθρωση της οικονομικής δυναμικής της κυρίαρχης δύναμης.18 Καθώς οι οικονομικές και άρα και οι στρατιωτικές δυνατότητες χειροτερεύουν, το ίδιο συμβαίνει και με το συγκριτικό πλεονέκτημα πάνω στο οποίο βασίζεται η ηγεμονία της απέναντι στις άλλες δυνάμεις. Και καθώς η σχετική της ισχύς φθίνει, η διεθνής σταθερότητα που η ηγεμονική δύναμη διασφάλιζε, κατ’ ανάγκην, ανατρέπεται.
Έτσι, ακόμα και χωρίς το βάρος των υψηλών δαπανών για τις στρατιωτικές ανάγκες οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται απλώς όλο και λιγότερο ικανές να εφαρμόσουν την τάξη και να ειρηνεύσουν τον κόσμο. Η Pax Americana στηρίχθηκε πάνω στην κυριαρχία ισχύος της Αμερικής στις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως ποτέ στην ιστορία ένα κράτος δεν κυριάρχησε τόσο πολύ στο διεθνές σύστημα. Όμως, η ιστορία δεν παρέχει μια τόσο γρήγορη αναστροφή της τύχης σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα απ’ ότι η αποσάθρωση της ηγεμονίας των ΗΠΑ στα τέλη του εικοστού αιώνα. Το ίδιο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που έχει προωθήσει η Αμερική έχει σε μεγάλο βαθμό καθορίσει την σχετική παρακμή της χώρας, ακόμα και αν έχει συνεισφέρει στην ευημερία της Αμερικής. Γι’ αυτούς που ανησυχούν για την διατήρηση της αμερικανικής κυριαρχίας το πρόβλημα με την οικονομική αλληλεξάρτηση είναι ότι έχει δουλέψει τέλεια. Δια μέσου του εμπορίου, των ξένων επενδύσεων και της διασποράς της τεχνολογίας και της διαχειριστικής ειδίκευσης, η οικονομική ισχύς έχει διαχυθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε καινούργια κέντρα οικονομικής ανάπτυξης, κλείνοντας έτσι ραγδαία το βιομηχανικό και τεχνολογικό χάσμα μεταξύ των ΗΠΑ και των παγκόσμιων εταίρων της.
Οικονομικά, αυτές οι εξελίξεις δεν είναι “κακές” για την Αμερική. Σχεδόν όλοι, των καταναλωτών συμπεριλαμβανομένων, ωφελούνται απόλυτα από την πιο αποτελεσματική παραγωγή των βιομηχανικών αγαθών σε μια ανοικτή παγκόσμια οικονομία. Αλλά μια μετατόπιση του διεθνούς καταμερισμού οικονομικής ισχύος θα υποσκάψει, αναγκαστικά, την αμερικανική ηγεμονία. Έτσι, η παγκόσμια οικονομία δαγκώνει την ηγεμονία που την τρέφει. Η Αμερική λοιπόν βρίσκεται σε έναν φαύλο κύκλο. Το διεθνές ανοικτό οικονομικό σύστημα που πιστεύει ως απαραίτητο για την ευημερία της, αδυνατίζει την ίδια την συνθήκη που καθιστά αυτό το σύστημα βιώσιμο, την αμερικανική υπεροχή. Και οι προσπάθειες για την διατήρηση της ηγεμονίας της δια μέσου της ηγετικής της θέσης σε ζητήματα ασφαλείας το μόνο που έχουν σαν αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα είναι να αδυνατίζουν ακόμα περισσότερο την θέση της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναθέσει έναν πολύ δύσκολο ρόλο στον εαυτό τους. Στην πραγματικότητα, η εξωτερική τους πολιτική στοχεύει στο να διατηρεί το ασυντήρητο. Στα σίγουρα, κάποιοι αισιόδοξοι θεωρούν ότι μπορεί να αποφύγει αυτό το δίλημμα με το δρέψει την ανταμοιβή για την παγκόσμια ηγεμονία και την παγκόσμια οικονομία, χωρίς να πληρώνει. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, η Αμερική μπορεί να “οδηγεί”, αλλά σε “συνεταιρισμό” με άλλα όμορα κράτη.19 Αυτό αποτελεί μια ψευδαίσθηση. Οι πολύπλευρες επιχειρήσεις, από δικαστήρια μέχρι αστυνομικές ενέργειες του ΟΗΕ, απαιτούν έναν ηγέτη. Η απαραίτητη βάση της συνεργασίας και της ενοποίησης του δυτικού συστήματος ασφάλειας και οικονομίας ήταν και
παραμένει η αμερικανική ηγεμονία. Οι μάλλον οξείες διαβεβαιώσεις κάθε αμερικανού πρόεδρου, από τον Τρούμαν και μετά, για την ανάγκη της αμερικανικής υπεροχής στα ζητήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, πηγάζει λιγότερο από έναν αυταρχικό σωβινισμό παρά από την αναγνώριση του ότι, όπως έγραψε και ο Άτσεσον το 1952 καθώς επιχειρηματολογούσε για την αναγκαιότητα της νατοϊκής συμμαχίας, “η ενότητα στην Ευρώπη απαιτεί την συνεχή συνεργασία και υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Χωρίς αυτή η [δυτική] Ευρώπη θα διασπαστεί”.20 Το να θεωρείς ότι η Αμερική μπορεί εκ του ασφαλούς να εγκαταλείψει την ηγεμονία της λόγω του ότι η πολιτική, οικονομική και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σήμερα εξασφαλίζει τη σταθερότητα και την ειρήνη είναι σαν να βάζεις το κάρο μπροστά από το άλογο. Η σταθερότητα στην Ευρώπη και την ανατολική Ασία, εγγυημένη από την αμερικανική υπεροχή, ήταν η αναγκαία προϋπόθεση για την συνεργασία, και όχι το αντίθετο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι χωρίς αυτόν τον εγγυητή η σταθερότητα θα συντηρούταν από μόνη της.
Η φύση της διεθνούς πολιτικής δεν πρόκειται να αλλάξει και ούτε θα επιλύσει το αμερικανικό δίλημμα ασφάλειας. Στην πραγματικότητα, λόγω της μοιραίας ανό-δου-άλλων μεγάλων δυνάμεων και των τάσεων προς μια μεγαλύτερη περιφερειακή αστάθεια, ο λύκος που οι Ηνωμένες Πολιτείες κρατούν σήμερα από τα αυτιά είναι πολύ πιθανό να γίνεται όλο και περισσότερο δύστροπος, καθιστώντας έτσι την στρατηγική της Αμερικής ακόμα περισσότερο προβληματική και δαπανηρή.21
Η ηγεμονία της υπερδύναμης και το καπιταλιστικό σύστημα
Η συζήτηση για την “μεταψυχροπολεμική” εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ γυρνάει ξανά και ξανά γύρω από πεπαλαιωμένες γενικεύσεις πάνω στην ηθική και την εξωτερική πολιτική, αυτάρεσκες επιβεβαιώσεις για την ανάγκη της Αμερικής να παραμείνει “αναμεμειγμένη στα πράγματα του εξωτερικού” και τα οικεία τακτικά επιχειρήματα γύρω από το πότε, που και πώς να παρέμβει στρατιωτικά στις συγκρούσεις του εξωτερικού. Ένας τέτοιος διάλογος αποτυγχάνει να φωτίσει τα σημαντικά ερωτήματα. Έχει έρθει η ώρα για τους Αμερικάνους να σταματήσουν να συζητούν το τι αποτελεί ή δεν αποτελεί την “αποστολή” της Αμερικής στον κόσμο και αντ’ αυτού να εκτιμήσουν την βιωσιμότητα, το κόστος και την ωφελιμότητα των προσπαθειών για την διατήρηση των διεθνών απαιτήσεων της οικονομίας των ΗΠΑ. Οι Αμερικάνοι είναι ανάγκη να αναγνωρίσουν, όπως έκανε και πριν από σαράντα χρόνια ο Κέναν, το δίλημμα που ενυπάρχει στον ορισμό της ευημερίας τους με όρους οικονομικής ασφάλειας στο εξωτερικό. Απελπισμένος λόγω των επιπτώσεων του καινούργιου δόγματος περί “εθνικής ασφαλείας”, ο Κέναν παρατηρούσε: “Ποιος είναι ο στόχος ασφάλεια; Για την συνέχιση της οικονομικής μας επέκτασης; Όμως η οικονομική μας επέκταση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς να δημιουργήσει καινούργια προβλήματα εθνικής ασφάλειας με ρυθμούς πολύ πιο γρήγορους από αυτούς που μπορούμε ποτέ να ελπίζουμε ότι θα επιλύουμε”.22 Όμως, ενώ η πολιτική εθνικής ασφάλειας της Αμερικής μπορεί να είναι επικίνδυνη και ζημιογόνος, κάθε σημαντική αλλαγή σε αυτή την πολιτική απαιτεί αναγκαστικά την ριζική αλλαγή της οικονομίας των ΗΠΑ, αφού αυτή η στρατηγική όπως αναγνωρίζουν και οι διαμορφωτές της, απορρέει από τις δομικές απαιτήσεις του αμερικανικού καπιταλισμού. Τέτοιες αλλαγές μπορούν, και αν μη τι άλλο μακροπρόθεσμα θα το κάνουν, να παρουσιάσουν τόσες πολλές δυσκολίες, όσες και αυτές που επιλύουν.
Ένας σύγχρονος ιστορικός, ο Κρίστοφερ Λας, δήλωσε κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται εξωφρενικό: “κάθε θεμελιακή κριτική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει αναγκαστικά, την ίδια στιγμή, να παίρνει τη μορφή της καταδίκης του ίδιου του καπιταλισμού”.23 Σίγουρα, μια βασική αλλαγή στην πολιτική ασφάλειας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βάση της αμερικάνικης οικονομίας.
Πράγματι, ο οικονομολόγος Τζων Μέυναρντ Κέυνς και ο ιστορικός Τσαρλς Μπίιρντ, στη δεκαετία του ’30, πρότειναν προγράμματα που προσπάθησαν να συμφιλιώσουν τον καπιταλισμό με μια μη-επεμβατική εξωτερική πολιτική, προτείνοντας τον αυτάρκη καπιταλισμό, αυτό που ο Κέυνς αποκαλούσε “εθνική αυτάρκεια”. Ήταν ένθερμοι υποστηρικτές αυτής της “λύσης” περισσότερο για τις αλλαγές που μια τέτοια τακτική θα επέτρεπε στην εξωτερική πολιτική, παρά για αυτό που θεωρούσαν ως κάποια πολύ σημαντική εγχώρια οικονομική ωφέλεια. Όπως δήλωσε και ο Κέυνς, “η πρόοδος του οικονομικού ιμπεριαλισμού”, δηλαδή, “η μεγάλη συγκέντρωση των εθνικών προσπαθειών στην επέκταση του εξωτερικού εμπορίου και την προστασία των ξένων συμφερόντων”, ήταν “αναπόφευκτη συνέπεια” του οικονομικού διεθνισμού. Τόσο ο Κέυνς όσο και ο Μπίιρντ ήλπιζαν εντούτοις ότι η εγχώρια οικονομική αναδιάρθρωση που ο κάθε ένας τους πρότεινε από την πλευρά του, θα επέτρεπε την προώθηση μιας πιο περιορισμένης και λιγότερο δαπανηρής πολιτικής εθνικής ασφάλειας.24
Το να μιλά κανείς σήμερα για σχέδια που στοχεύουν στην θεμελιακή αλλαγή της εγχώριας πολιτικής οικονομίας στο όνομα της εθνικής αυτάρκειας είναι απείρως πιο δύσκολο απ’ ότι ήταν 50 χρόνια πριν, όταν ο Ατσεσον απέρριπτε τέτοιες σκέψεις, χωρίς δισταγμό. Επιπλέον, τα σχήματα του Κέυνς και του Μπίιρντ ελάμβαναν χώρα σε μια εποχή που οι ανεπτυγμένες οικονομίες ήταν πολύ λιγότερο αλληλεξαρτημένες απ’ ότι είναι σήμερα. Στην εποχή μας, η εθνική αυτάρκεια δεν αποτελεί πιθανή επιλογή, τουλάχιστον μια εκδοχή που θα μπορούσε να επιλεγεί ελεύθερα. Η Αμερική ποντάρισε όλα τα χαρτιά της στον φιλελεύθερο διεθνισμό πολύ καιρό πριν και κατόρθωσε να κάνει το όνειρο των διεθνιστών για μια παγκόσμια οικονομία, πραγματικότητα. Η παγκόσμια οικονομία δημιουργεί εξάρτηση: υιοθετώντας ένα σύστημα που διαπερνάται από τις πιέσεις της διεθνούς αγοράς, η οικονομία ενός κράτους είναι εξαναγκασμένη να προχωρήσει σε βαθιές αναδιαρθρώσεις και η πρόσδεση της στην παγκόσμια αγορά γίνεται μέσα από” ιδιαίτερα πολύπλοκες σχέσεις εμπορίου, παραγωγής και ροής κεφαλαίων. Έχοντας χάσει την οικονομική τους αυτονομία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαπιστώσουν ότι η απόσπαση από την παγκόσμια οικονομία θα δημιουργήσει σημαντικές διαταράξεις, απαιτεί χρόνια οικονομικής αναπροσαρμογής και λόγω της ισχύος των δυνάμεων της διεθνούς αγοράς, σκληρά πολιτικά μέτρα για τη διατήρηση μιας τέτοιας πολιτικής.
Ωστόσο, ενώ το τίμημα για μια αντίστροφη πορεία, για την εγκατάλειψη του οικονομικού διεθνισμού, είναι απαγορευτικά υψηλό, το κοινωνικό κόστος της συνέχισης της εξάρτησης από την διεθνή οικονομία μπορεί επίσης να είναι τρομακτικό. Όπως γνώριζαν ο Κέυνς και ο Μπίιρντ, όσο πιο ανοικτό είναι ένα κράτος στην παγκόσμια αγορά, τόσο πιο ευπρόσβλητος είναι ο πληθυσμός του στις δυνάμεις της διεθνούς αγοράς. Και, σε μια όλο και πιο ανοικτή παγκόσμια οικονομία, ένα κράτος θα γίνεται όλο και λιγότερο ικανό να διευθετήσει, για να μην πούμε να διευθύνει ή να ελέγξει, τις εγχώριες επιπτώσεις αυτών των δυνάμεων. Ένα κράτος που είναι αφοσιωμένο στον οικονομικό διεθνισμό θα αναπτυχθεί οικονομικά, αλλά σημαντικά τμήματα του πληθυσμού θα υποφέρουν από την αποδιάρθρωση στα εργασιακά και την μείωση του εισοδήματος τους και θα ταλανίζονται από την οικονομική ανασφάλεια, καθώς η εγχώρια οικονομία θα ανταποκρίνεται σταθερά στις μεταλλασσόμε-νες επιταγές και τις επιταχυνόμε-νες μεταστροφές που απαιτούνται για τη διατήρηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Εντούτοις, η προσκόλληση στην παρούσα οικονομική πολιτική της Αμερικής και η συνεπακόλουθη πολιτική εθνικής ασφάλειας μπορεί να αποδειχτεί απλώς ως η καλύτερη από τις χειρότερες εναλλακτικές λύσεις. Η τρέχουσα πολιτική της Αμερικής δεν είναι απλά επικίνδυνη και δαπανηρή, είναι επίσης αδύνατον να συντηρηθεί. Γι’ αυτό ενώ μπορεί να φαίνεται αδιανόητο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιλέξουν μια μη-καπιταλιστική “λύση” στον γρίφο της εξωτερικής τους πολιτικής, μια τέτοια “λύση” μπορεί να τους επιβληθεί καθώς τα αιτήματα του διεθνούς καπιταλισμού συγκρούονται με τις πραγματικότητες της διεθνούς πολιτικής. Καθώς ο καπιταλισμός, γίνεται περισσότερο πολύπλοκος και “προχωρημένος” γίνεται όλο και πιο εύθραυστος. Για παράδειγμα, σήμερα, οι αναδυόμενες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας είναι οι πιο δυναμικές κινητήριες μηχανές της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, αλλά απαιτούν ένα βαθμό εξειδίκευσης και ένα εύρος αγορών που είναι δυνατά μόνον σε μια ενοποιημένη παγκόσμια οικονομία.
Μια τέτοια παγκόσμια οικονομία απειλείται πολύ εύκολα από το γεγονός ότι αναστατώσεις μέσα ή μεταξύ κάποιων από τους σημαντικότερους εθνικούς εταίρους στέλνουν καταστροφικά κύματα σοκ σε ολόκληρο το σύστημα- παραδείγματος χάριν, πόλεμοι ή επιστροφή σε ανταγωνιστικές μερκαντιλιστικές πολιτικές. Καθώς η αμερικανική ηγεμονία, η πολιτική συνθήκη που διατηρεί υπό έλεγχο τέτοιες αναστατώσεις, αδυνατίζει, “επανεθνικοποιημένες” εξωτερικές και οικονομικές πολιτικές μεταξύ, ας πούμε, των κρατών της βορειοανατολικής Ασίας ή της δυτικής Ευρώπης, θα καταστρέψουν την παγκόσμια οικονομία. Βεβαίως, ο καπιταλισμός, όπως έχει εξελιχθεί τα τελευταία 50 χρόνια, δεν μπορεί να επιβιώσει, χωρίς μια ανοικτή παγκόσμια οικονομία. Αρα, είναι δύσκολο να δούμε πώς μπορεί να επιζήσει της παρακμής της Pax Americana, καθώς η διεθνής πολιτική ξαναγυρνά στην διασπασμένη και ασύγχρονη φύση της εναντίον μιας ψευδαισθητικής ενότητας που σφυρηλατήθηκε από μια εφήμερη υπεροχή.
Εβδομήντα επτά χρόνια πριν, ο Λένιν ισχυριζόταν ότι ο διεθνής καπιταλισμός θα είναι οικονομικά επιτυχής αλλά διευρυνόμενος μέσα σε έναν κόσμο ανταγωνιζόμενων κρατών θα σπείρει τους σπόρους της ίδιας του της καταστροφής.25
Αν και η αυτοκρατορία που έκτισε, κατέρρευσε και η επανά-στασή του εξευτελίστηκε, ο Λένιν μπορεί να γελάσει τελευταίος. Ο ορισμός των νόμιμων αμερικάνικων συμφερόντων από την ομάδα που διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, δεν μπορεί να κατανοηθεί επαρκώς παρά μόνο εάν ειδωθεί μέσα από το στενό πρίσμα των απειλών προς την αμερικάνικη φυσική ασφάλεια. Ο τρόπος σκέψης της Αμερικής για τα συμφέροντά της στην Ευρώπη βασίζεται πάνω σε ένα σύνολο από αλληλοσυνδεόμενες υποθέσεις που αφορούν στη διεθνή πολιτική, το διεθνή καπιταλισμό, την εθνική ευημερία και την δημοκρατία και έχουν καθοδηγήσει τους διαμορφωτές της πολιτικής της Ουάσινγκτον, τουλάχιστον από το γύρισμα του αιώνα. Αυτές οι υποθέσεις υπαγορεύουν την αναζήτηση της Αμερικής για μια αυτοκρατορική πολιτική, αν και ίσως μια καλοκάγαθη τέτοια. Οι ίδιες υποθέσεις έχουν επίσης καθορίσει κάθε μεγάλη στρατηγική πρωτοβουλία που έχει αναλάβει η κυβέρνηση των ΗΠΑ από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι αυτές οι εκτιμήσεις έχουν καταλήξει στο ότι στην ουσία η πολιτική εθνικής ασφάλειας της Αμερικής είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Για να οδηγηθεί κάποιος σε μια θεμελιακά διαφορετική αντίληψη των αμερικάνικων συμφερόντων στην Ευρώπη και άρα σε μια ουσιώδη μεταβολή στην πολιτική ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην Ηπειρο θα πρέπει να μεταβληθούν δραστικά είτε οι υποθέσεις της Αμερικής που αφορούν στις απαιτήσεις της διεθνούς σταθερότητας στην Ευρώπη είτε οι υποθέσεις που αφορούν το τι σημαίνει αμερικάνικη ευημερία.
*Αναλυπίς της RAND Corporation των ΗΠΑ. Το κείμενο του, του οποίου το πρώτο μέρος δημοσιεύσαμε στο τεύχος 13 του Αρδην, αποτελεί τη συμβολή του στο βιβλίο “The future of NATO” που επιμελήθηκε ο Ted Galen Carpenter, εκδ Frank Cass, Λονδίνο, 1995. To κείμενο αποτελεί μια πρωτότυπη και ειλικρινή ανάλυση των κινήτρων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και προβλέπει με εκπληκτική οξυδέρκεια την Νατοϊκή επίθεση ενάντια στη Γιουγκοσλαβία.
Μετάφραση, Κώστας Γεώρμας