του Τ. Χατζηαναστασίου, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000
Ενα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ιστορικής επιστήμης είναι ότι μπορεί, τελικά, ο οποιοσδήποτε να θεωρήσει τον εαυτό του ιστορικό και να γράψει μία “ιστορία”. Αυτό μπορεί μεν να αποτελεί μία ακόμη… δημοκρατική κατάκτηση του λαού, έχει δημιουργήσει όμως την εντύπωση ότι μπορεί να γράψει κανείς ένα ιστορικό έργο χωρίς μέθοδο, χωρίς θεωρία ακόμη και χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο! Κι αν βέβαια ο ερασιτέχνης ιστορικός είναι ένας μερακλής τοπικός λόγιος και καταπιάνεται, όπως μπορεί, με την ιστορία του χωριού του, αυτό αποτελεί τελικά συνεισφορά στην ιστορική επιστήμη… Ο ιστορικός διαμορφώνει την άποψή του μέσα από την πραγματικότητα, την οποία προσπαθεί βέβαια να ερμηνεύσει με τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του και τα οποία του παρέχει η εποχή και το περιβάλλον του. Σ’ αυτό άλλωστε οφείλεται και ο τόσο παρεξηγημένος υποκειμενισμός της ιστορικής επιστήμης. Τί γίνεται όμως με τη συνηθέστατη περίπτωση όπου ο φιλόδοξος ιστορικός μας έχει ήδη μία διαμορφωμένη άποψη και προσπαθεί να προσαρμόσει την πραγματικότητα σε αυτήν για να την… αποδείξει μέσω της ιστορίας; Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και ο Κύπριος δημοσιογράφος Μακάριος Δρουσιώτης.
Το τελευταίο βιβλίο του, Ε.ΟΚ.Α, η σκοτεινή όψη, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της στραχευμένιις ιστοριογραφίας. Είναι προκατειλημμένο, αφού η άποψη του είναι ήδη διαμορφωμένη. Έχει καθαρά δημοσιογραφικό ύφος, καθώς τα θέματα προσεγγίζονται όπως στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Μάλιστα, επιχειρεί ο συγγραφέας να ανάγει τις, όχι πάντα πειστικές, κρίσεις του για διάφορα πρόσωπα (Γρίβας, Γεωρκάτζης, Λαγοδόντης, Σαμψών, κ.ά) σε συνολικό ερμηνευτικό σχήμα για ένα μαζικό κοινωνικό φαινόμενο όπως ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με το οποίο διαφωνεί εξ αρχής! Πρόβλημα του, θα αντιτείνει κάποιος. Έλα όμως που η προσωπική και σεβαστή του διαφωνία σ’ ένα καθαρά πολιτικό και όχι επιστημονικό πρόβλημα επιχειρείται ν’ αναχθεί σε δήθεν ερμηνεία βασισμένη στην κλασική ιδεολογική χρήση της ιστορίας.
Κατ’ αρχήν ο τίτλος του παραπέμπει κατευθείαν στη γνωστή φιλολογία του εντυπωσιασμού, του τύπου: “Στα άδυτα της Μασώντας” ή “Τα εγκλήματα της Μοσάντ”, που βλέπουν παντού “πράκτορες των σκοτεινών συνωμοσιών”. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν σκοτεινές και φωτεινές όψεις γιατί όλα αποτελούν πλευρές της. Άλλωστε η ιστορική επιστήμη δεν ηθικολογεί. Το να ηθικολογείς στην ιστορία είναι ανήθικο όπως και το να κρίνεις εκ των υστέρων, έκτου αποτελέσματος και εκ του ασφαλούς. Πολύ περισσότερο στην ιστορία δεν δικάζουμε ούτε βέβαια καταδικάζουμε είτε πρόσωπα, είτε κοινωνικά φαινόμενα. Αυτό είναι δουλειά των πολιτικών και των δημοσιογράφων, δεν είναι των ιστορικών. Στην ιστορία περιγράφουμε, δηλαδή “εξιστορούμε”, κατανοούμε αν μπορούμε, και -πάλα εάν μπορούμε- ερμηνεύουμε.
Κι όμως ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Ο συγγραφέας θα ήταν πιο συνεπής με τον εαυτό του εάν είχε δώσει στο βιβλίο του έναν τίτλο του τύπου: “η αλήθεια για τον Γεωρκάτζη και τον Λαγοδόντη” γιατί ό,τι καινούργιο έχει να πει το βιβλίο αφορά βασικά τη δράση αυτών των δύο και ίσως του Σαμψών, κυρίως όμως μετά το τέλος του αγώνα της Ε.Ο.ΚΑ! Μάλιστα, ενώ υποτίθεται πως το βιβλίο έχει ως θέμα του ένα κίνημα ή έστω μία οργάνωση, τελειώνει με τις εξελίξεις στο προφανώς ελάσσονος σημασίας θέμα Λαγοδόντη και δεν ακολουθούν ούτε επίλογος ούτε συμπεράσματα! Μεγάλο δε μέρος του, περίπου 160 σελίδες σε σύνολο 460, αφορά γεγονότα που συνέβησαν μετά το τέλος το αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τους διατυπωμένους στο οπισθόφυλλο στόχους που έχει θέσει ο ίδιος ο Μ.Δ.. Εάν πάλι ο συγγραφέας ήθελε να δείξει την πολιτική εξέλιξη βασικών στελεχών της Ε.Ο.Κ.Α. τότε γιατί η εξιστόρηση όσων αφορούν τον Σαμψών και τον Γεωρκάτζη φτάνει μέχρι το 1961, ενώ η εξιστόρηση όσων αφορούν τον Λαγοδόντη φτάνει μέχρι τις μέρες μας; Γενικά, το περιεχόμενο του βιβλίου χαρακτηρίζεται από ανισομέρεια. Ιδιαίτερα οι κουραστικές λεπτομέρειες και η επιδεικτική παράθεση πηγών μέσα στο κείμενο για υποθέσεις που αφορούν τις πολιτικές(;) δολοφονίες που ακολούθησαν την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, θα πρεπε κανονικά να ανήκουν σε ξεχωριστό βιβλίο. Όλα τα παραπάνω δε δικαιολογούνται από τον δεδομένο ιστορικό ερασιτεχνισμό και τον δημοσιογραφικό τρόπο προσέγγισης του Μ.Δ.. Οφείλονται κατ’ αρχήν στη μανία του ν’ αποκαλύπτει “σκοτεινές όψεις”. Έπειτα, στη συνεπακόλουθη επιλεκτική χρήση των πηγών (γράφουμε γι’ αυτα που θέλουμε ή για όσα απλώς τυχαίνει να διαθέτουμε πηγές με λεπτομέρειες και παραλείπουμε ή υποβαθμίζουμε άλλα, το ίδιο ή περισσότερο, σημαντικά θέματα) – πράγμα που είναι χαρακτηριστικό της στρατευμένης ιστοριογραφίας. Κυρίως, όμως, οφείλονται στις προθέσεις του Μ.Δ., που δεν είναι τίποτα άλλο παρά να δυσφημίσει τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. μέσα από την αποκάλυψη των “σκοτεινών πλευρών” των εν λόγω στελεχών της.
Υποτίθεται, σύμφωνα με το κείμενο στο οπισθόφυλλο, ότι ο Μ.Δ. θα δείξει “πώς· ένα ενωτικό κίνημα οδήγησε στοv ενταφιασμό της Ένωσης και άνοιξε το δρόμο στις τουρκικές διεκδικήσεις στην Κύπρο”. Κατ’ αρχήν το ερώτημα, έτσι όπως τίθεται, είναι επιστημονικά εσφαλμένο: πώς θεωρείται δεδομένο ότι τις τουρκικές διεκδικήσεις τις προκάλεσε ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α.; Κάτι τέτοιο αποτελεί μία πολιτική εκτίμηση και βέβαια δεν αποδεικνύεται. Στο βάθος αυτής της προκατάληψης βρίσκεται η λογική: δεν υπάρχει λόγος να αγωνίζεται κανείς και να διεκδικεί τα δικαιώματα του, γιατί υπάρχει πρώτον ο κίνδυνος να έρθει σε σύγκρουση με τα συμφέροντα τρίτων και δεύτερον ο κίνδυνος να αποτύχει!
Κατά την άποψη λοιπόν του Μ.Δ. δεν πρέπει να ξεκινά κανένας απελευθερωτικός αγώνας, εάν δεν έχει εξασφαλίσει εκ των προτέρων ότι θα είναι νικηφόρος. Έτσι και η Ε.Ο.Κ.Α. κακώς άρχισε ένοπλο αγώνα αφού, όπως φάνηκε… εκ των υστέρων, και πάντα κατά την εκτίμηση του Μ.Δ. απετυχε. Τα κινήματα όμως δεν είναι ποτέ “αντικειμενικά” σωστά η λάθος και η υποστήριξη τους είναι ζήτημα πολιτικό, είναι δηλαδη ζητημα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Όσοι προσπάθησαν να επιβάλουν την “αντικειμενική ορθοτητα” της επιλογής τους οδηγηθηκαν αναπόφευκτα σε ολοκληρωτικές πρακτικές και ά αυτό η εμπειρία της αριστεράς είναι ιδιαίτερα πλούσια. Και για να κλείσουμε το θέμα αυτό, σε καμία περίπτωση από το περιεχόμενο του βιβλίου τουλάχιστον, δεν προκύπτει ότι η Ε.Ο.Κ.Α.. για να χρησιμοποιήσουμε την ατυχή έκφραση του βιβλίου” οδήγησε στον ενταφιασμό της Ένωσης”. Και η έκφραση αυτή είναι ατυχής γιατί κανένα αίτημα και κανένα όραμα δεν “ενταφιάζεται” όσο υπάρχει εστω και ένας άνθρωπος που το προβάλλει, το πιστεύει και παλεύει γι’ αυτό. Όσο για το πώς το Κυπριακό “κατέληξε να προβάλλεται ως μια διακοινοτική (και όχι δικοινοτική όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο) διαμάχη, με τους Αγγλους επιδιαιτητές”, αυτό ουδολως αφορά το ενωτικό κίνημα. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο επελεξε η αγγλοκρατία να χτυπήσει το ενωτικό κίνημα, τις επιλογές των Τουρκοκυπρίων αλλά και το πώς αντιμετωπίζουμε εμείς το Κυπριακό. Αν εμείς υιοθετούμε την άποψη των Δυτικών και της Τουρκίας για το Κυπριακό, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε.
Ποιά είναι λοιπόν η περίφημη, κατά τον ΜΔ. “σκοτεινή όψη” της Ε.Ο.Κ.Α.; Πρώτα πρώτα η σύνθεση της: ο αρχηγός της και οι πρώτοι συνεργάτες του στην Αθήνα ήταν πρώην Χίτες, δηλαδή φιλοβρετανοί αντικομμουνιστές, ο πολιτικός αρχηγός της ήταν ένας φιλόδοξος, αυταρχικός και αντι-κομμουνιστής αρχιεπίσκοπος και τα πρώτα μέλη της προέρχονταν από τα κατηχητικά. Ουδεμία έκπληξις, που θα ‘λεγε ο Σαββόπουλος. Αυτή η σύνθεση μπορεί να σηκώνει σήμερα την τρίχα των αναγνωστών της “Ελευθεροτυπίας”, αλλά αυτό δεν αφορά ούτε την ιστορία ούτε τον ιστορικό. Τον ιστορικό τον ενδιαφέρει να κατανοήσει το γεγονός. Και αυτό γίνεται μόνο εάν εντάξουμε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου στην ιστορία των ελληνικών εθνικών επαναστάσεων του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Εκεί λοιπόν να δεις παπάδες και πράκτορες των Αγγλων, των Ρώσων κλπ. αλλά και πρώην συνεργάτες των Οθωμανών και του Αλή Πασά και μάλιστα έμμισθους ενόπλους (αρματολούς), κοτζαμπάσηδες, προκρίτους κ.ά. που και το λαό καταπίεζαν και μύρια κακά στον τόπο είχαν διαπράξει. Κι όμως αγωνίστηκαν για την εθνική ολοκλήρωση. Έπειτα, πρέπει να εξεταστεί η ιστορία του ενωτικού κινήματος στην ίδια την Κύπρο. Τέλος, ποιοί είχαν στρατιωτική ή ανταρτική εμπειρία και ήταν διαθέσιμοι; Αυτοί θα ήταν και οι φορείς του ένοπλου αγώνα, σε πρώτη φάση τουλάχιστον. Η ερμηνεία λοιπόν ενός ιστορικού φαινομένου αναζητείται στο παρελθόν του και όχι στη συγχρονία του, πόσο μάλλον με βάση εκ των υστέρων κρίσεις και ιδεοληψίες.
Θα αντιτείνει κάποιος ότι η Ε.Ο.ΚΑ., είναι ταυτόχρονα ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στα πλαίσια της εθνικής ολοκλήρωσης της Ελλάδας και ένα αντιαποικιακό κίνημα, επομένως έχει σημασία να δούμε και αυτή την πλευρά. Στη διαπλοκή αυτή βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα και το κλειδί για την ερμηνεία της αποτυχίας του ενωτικού κινήματος τη δεκαετία του ’50. Στην περίπτωση της Κύπρου, η ανικανότητα της δεξιάς να κατανοήσει αυτό το γεγονός και η αδυναμία(;) της κυπριακής αριστεράς, σε αντίθεση με την ελλαδική, να κατανοήσει την παράδοση του εθνικο-απελευθερωτικού κινήματος, είχε οπωσδήποτε σοβαρές συνέπειες. Αλλά και όταν λόγω της προτροπής του Ζαχαριάδη, το Α.Κ.Ε.Λ. έθεσε και πάλι το θέμα της Ένωσης, ο Μ.Δ. αυτό το θεωρεί εθνικιστική στροφή και θα προτιμούσε ένα αριστερό αντιαποικιακό κίνημα Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου. Τώρα, πού το είδε στην παγκόσμια ιστορία αυτού του τύπου το απελευθερωτικό κίνημα ο ΜΔ. είναι μία άλλη ιστορία. Δυστυχώς ή ευτυχώς η πραγματικότητα δεν διαμορφώνεται πάντοτε με βάση τις επιθυμίες μας. Ο αντιαποικιακός αγώνας της Κύπρου είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε συμπαθούμε τον Γρίβα είτε όχι, έγινε από αυτούς που ήθελαν και μπορούσαν να τον αναλάβουν. Εάν τον διεξήγαν καλά ή όχι είναι μία άλλη ιστορία, κατά τη γνώμη μου ο αγώνας αυτός διεξήχθη όσο καλύτερα γινόταν υπό τις δεδομένες συνθήκες. Οι τελευταίοι πάντως που δικαιούνται να κάνουν κριτική επί της τακτικής και της πρακτικής του αγώνα είναι αυτοί που δεν τόλμησαν καν να αναλάβουν έναν τέτοιο αγώνα. Και εν πάση περιπτώσει, εάν μας ξινίζει ο Γρίβας, μήπως η ηγεσία του Α.Κ.Ε.Δ. ήταν δημοκρατικότερη, μήπως είχε δημοκρατικότερο κοινωνικό όραμα ή μήπως δεν ήταν πράκτορες ξένων συμφερόντων και μάλιστα αυτών που κατεξοχήν στήριξαν την κεμαλική Τουρκία;
Αλλη, κατά τον ΜΔ. “σκοτεινή όψη” της Ε.Ο.Κ.Α. ήταν η αμφιλεγόμενη δράση βασικών στελεχών της οργάνωσης όπως επί παραδείγματι του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη. Η άποψη του συγγραφέα είναι ότι ο Γεωρκάτζης ήταν στην πραγματικότητα πράκτορας των Εγγλέζων και ότι οι θεαματικές αποδράσεις του ήταν σκηνοθετημένες. Αν και η επιχειρηματολογία του συγγραφέα δεν είναι πειστική στο βαθμό που επικαλείται βασικά προφορικές μαρτυρίες και μάλιστα ανθρώπων που συχνά υπήρξαν και οι ίδιοι προδότες, ενώ τα υπόλοιπα είναι σενάρια και εικασίες του ιδίου, ας δεχτούμε ότι πράγματι ο Γεωρκάτζης ήταν όντως πράκτορας των Εγγλέζων. Τί αποδεικνύει αυτό; Απολύτως τίποτα. Δεν έχω εξαντλήσει το θέμα, αλλά φαντάζομαι ότι σε κάθε κίνημα υπήρξαν προδότες, διπλοί πράκτορες κλπ. Ένα μόνο παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του ιρλανδικού κινήματος. Ο ΜΑ όμως, επιμένοντας στην άποψη του για τον Γεωρκάτζη και τονίζοντας ιδιαίτερα όλες τις περιπτώσεις -και υπήρξαν ασφαλώς τέτοιες- προδοσίας του αγώνα, υπαινίσσεται ουσιαστικά ότι το κίνημα της Ε.Ο.ΚΑ, ήταν μία προβοκάτσια των Εγγλέζων για να επιτύχουν τους δικούς τους σκοπούς! …
Αλλο επιχείρημα του ΜΔ. -και το δημοφιλέστερο στις τάξεις των επικριτών της Ε.Ο.ΚΑ.- είναι ότι το 1955 οι γενικότερες διεθνείς συνθήκες ήταν απαγορευτικές για την έναρξη ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο. Η Κύπρος, λένε, είχε τότε μεγάλη στρατηγική σημασία για τους Βρετανούς και η βασική σύμμαχος των Κυπρίων, η Ελλάδα ήταν αγγλοαμερικανικό προτεκτοράτο. Μα, γι’ αυτό ακριβώς και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα! Κατ’ αρχήν, πρέπει να το επαναλάβουμε εδώ, το ζήτημα του κατά πόσον ήταν ορθή η έναρξη ή όχι ένοπλου αγώνα
στην Κύπρο είναι πολιτικό και η υπεράσπιση του ή όχι έχει σαφέστατα ιδεολογικό χαρακτήρα. Εάν δηλαδή υπάρχουν τόσα επιχειρήματα εναντίον της έναρξης ένοπλου αγώνα το 1955, υπάρχουν και άλλα τόσα υπέρ της. Δεν είναι όμως δυνατόν να συμφωνήσουν όλοι, γιατί ακριβώς είναι τέτοιας τάξης το ζήτημα. Με δεδομένη λοιπόν αυτή την επισήμανση, στα επιχειρήματα υπέρ της έναρξης ένοπλου αγώνα το 1955 μπορούν να καταλεχθούν τα εξής: ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. έγινε σε μία εποχή που οι αποικιοκρατούμενοι λαοί ξεσηκώνονταν.
Η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να βοηθήσει, όπως και βοήθησε σε επιμέρους ζητήματα, και γνώρισε έναν πρωτοφανή μετά την ήττα της αριστεράς στον εμφύλιο, παλλαϊκό ξεσηκωμό που απείλησε να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό. Το κυπριακό ζήτημα διεθνοποιήθηκε για πρώτη φορά. Όσο για τις διεθνείς συνθήκες, αυτές αλλάζουν αλλά και διαμορφώνονται από την πάλη των λαών… Οι άλλοι σε υπολογίζουν μόνο όταν αγωνίζεσαι και δείχνεις αποφασισμένος να διεκδικήσεις το δίκιο σου. Ούτε η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Στην Ευρώπη κυριαρχούσε ο Μέττερνιχ και η Ιερά Συμμαχία… Ο αγώνας όμως των Ελλήνων άλλαξε τις συνθήκες και διαμόρφωσε ένα ευρύ φιλελληνικό κίνημα και αυτό παρά τους δύο καταστροφικούς εμφύλιους πολέμους. Στη συνέχεια μεταβλήθηκε και η βρετανική πολιτική και φτάσαμε στην ίδρυση ενός ασφυκτικά περιορισμένου και εξαρτημένου ελληνικού κράτους.
Προφανώς με βάση την οπτική του Μ.Δ. ίσως να μην έπρεπε να ξεκινήσει ούτε η Ελληνική Επανάσταση. Το ίδιο ισχύει και για την αντίσταση της Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα το 1940-1941. Γιατί ν’αντισταθεί η Ελλάδα στους κατακτητές στο βαθμό που το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης είχε ήδη υποκύψει; Γιατί να στρατευτούν τα παιδιά της Ελλάδας υπακούοντας στα “εθνικιστικά σαλπίσματα” ενός δικτάτορα; Ποιο ήταν το πρακτικό αποτέλεσμα της αντίστασης; Κάθε σώφρων άνθρωπος γνωρίζοντας το αποτέλεσμα θα προτιμούσε προφανώς να είχε αποδεχθεί ο Μεταξάς το ιταλικό τελεσίγραφο…
Όσο για τη στάση των Τουρκοκυπρίων, το να επανδρώσουν τα “τάγματα ασφαλείας” των κατακτητών ήταν δική τους επιλογή καθώς σε καμία περίπτωση δεν απειλήθηκαν ως μειονότητα. Αντίθετα με την Ε.Ο.Κ.Α. που δεν ήταν μία αντιτουρκική οργάνωση, οι εθνικές οργανώσεις των Τουρκοκυπρίων, ήταν όλες ανθελληνικές, ενώ η σφαγή στο Κιόνελι ήταν εντελώς απρόκλητη. Ο ίδιος μάλιστα ο συγγραφέας αναφέρει την περίπτωση Τουρκοκύπριου αστυνομικού που εκτελέστηκε από την εθνικιστική Τ.Μ.Τ. επειδή συνεργάστηκε με τους Έλληνες εναντίον της αποικιοκρατίας. Ούτε από την Ένωση απειλούνταν οι Τουρκοκύπριοι. Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας ήταν οι καλύτερες την περίοδο εκείνη μέχρι τις τουρκικές θηριωδίες στην Πόλη… Όσο για την αντιμετώπιση της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα ήταν η περίοδος που η ελληνική κυβέρνηση είχε επιβάλειφσ) τη χρήση του προσδιοριστικού “τουρκικός” για τα μουσουλμανικά ιδρύματα…
Όσο για το δήθεν αποκλεισμό του Α.Κ.Ε.Λ. από την Ε.Ο.ΚΑ., θέμα συμμετοχής της αριστεράς στον ένοπλο αγώνα δεν είχε καν τεθεί. Αλλά ας δεχτούμε ότι αποκλείστηκαν. Κανείς δεν μπορούσε να τους αποκλείσει και από το ευρύτερο λαϊκό κίνημα. Όπως η αριστερά συνεργάστηκε με την Εθναρχία το 1950 στο ενωτικό δημοψήφισμα, θα μπορούσε να συμμετάσχει και στον αντιαποικιακό αγώνα με το δικό της τρόπο. Όμως το Α.Κ.Ε.Α. επέλεξε μία άλλη στάση.
Σκοτεινότερη, ωστόσο, κατά τον Μ.Δ., όψη της Ε.Ο.Κ.Α. ήταν οι δολοφονίες δήθεν προδοτών μεταξύ των οποίων και αρκετών αγωνιστών της οργάνωσης αλλά και αριστερών. Δυστυχώς για τον Μ.Δ. δεν υπάρχουν στην ιστορία ηθικώς άμεμπτα κινήματα και αυτό αφορά πολύ περισσότερο τα ένοπλα κινήματα. Στον ένοπλο αγώνα αναδεικνύονται κατά κανόνα άνθρωποι σκληροί, που σκοτώνουν χωρίς ενδοιασμούς, που διαπράττουν εγκλήματα κλπ, ενώ συχνά οι προσωπικές αντιζηλίες καθορίζουν επιλογές που αφορούν τη ζωή ανθρώπων. Τα politicaly correct εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα υπάρχουν μόνο σε φαντασιώσεις. Εάν όμως δεν είμαστε προκατειλημμένοι και κάνουμε συγκρίσεις με άλλα αντίστοιχα ελληνικά κινήματα, τότε το “εκτελεστικό” της Ε.Ο.Κ.Α. ήταν “κατηχητικό” μπροστά στην Ο.Π.Λ.Α…. Όσο για την Ελληνική Επανάσταση, μία και μόνο ανάγνωση των Απομνημονευμάτων τ ου Μακρυγιάννη αρκεί για να χάσουμε πάσα ιδέα, εάν βέβαια μας διακατέχει ο εύλογος ιδεαλισμός και η εθνικιστική ρητορεία των σχολικών εορτών. Περιττό φαντάζομαι να αναφερθούμε σε παραδείγματα κινημάτων σε άλλες χώρες. Από πού ν’ αρχίσουμε; από τον I.R.A.; το Φωτεινό Μονοπάτι στο Περού; το Ρ.Κ.Κ.; Επαναλαμβάνω, η υποστήριξη ενός κινήματος ή όχι είναι θέμα πολιτικής επιλογής. Χαρακτηρισμοί λοιπόν του τύπου “απάνθρωπος” για τον τρόπο με τον οποίο εκτελέστηκε ο Αριστοτέλους, είναι καθαρά δημοσιογραφικοί.
Το αποφασιστικότερο σημείο της ιστορίας της Ε.Ο.Κ.Α. είναι αυτό της πορείας προς τις συμφωνίες της Ζυρίχης-Λονδίνου που όπως αποδείχτηκε έγιναν ερήμην του αγωνιζόμενου κυπριακού ελληνισμού. Δηλαδή, πρωτίστως ο Καραμανλής και ο Αβέρωφ, δευτερευόντως ίσως ο Μακάριος και τριτευόντως ο Γρίβας συναίνεσαν στο συνταγματικό έκτρωμα της Ζυρίχης και καπηλεύτηκαν τον αγώνα ενός λαού, ικανοποιώντας ιδιοτελή πολιτικά συμφέροντα και εξυπηρετώντας τις υποχρεώσεις που προέκυπταν από τις ξένες εξαρτήσεις τους. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση “σκοτεινή όψη” του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. αλλά της τότε ηγεσίας του ελληνισμού.
Η Ε.Ο.Κ.Α. ανέδειξε το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης. Η όποια αποτυχία στο διπλωματικό επίπεδο δε βαρύνει την ίδια. Αλλά έστω και αυτές οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου μπορούσαν με τη συνέχιση του ενωτικού αντιαποικιακού αγώνα να ανατραπούν. Το ότι υπήρξαν ευκαιρίες τη δεκαετία του ’60 που έμειναν αναξιοποίητες το γνωρίζει και ο Μ.Δ πολύ καλά. Η Ε.Ο.Κ.Α. αποτέλεσε και εξακολουθεί ν’ αποτελεί και σήμερα τη σημαντικότερη παρακαταθήκη στον αγώνα του κυπριακού ελληνισμού για εθνική επιβίωση.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τελικά το κατά πόσο ήταν σωστή επιλογή η έναρξη ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα το 1955, εάν αυτός ο αγώνας διεξήχθη σωστά ή όχι, εάν η ηγεσία του έκανε εσφαλμένους χειρισμούς κλπ. Με τη δυσφήμηση της Ε.Ο.Κ.Α., της κορυφαίας εκδήλωσης του ενωτικού κινήματος, μέσω της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας, επιχειρείται η αποδυνάμωση του ελληνοκεντρικού χώρου στην Κύπρο και παράλληλα η ιδεολογική στήριξη της προσπάθειας δήθεν επίλυσης του Κυπριακού με βάση τα συμφέροντα της κυπριακής κυρίαρχης τάξης, ουσιαστικά όμως της Τουρκίας και του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Και αυτά όλα βέβαια στο όνομα της δήθεν αρμονικής συμβίωσης με τους Τουρκοκυπρίους.
Τα μόνα θετικά στοιχεία του βιβλίου του Δρουσιώτη, είναι ο γλαφυρός τρόπος με τον οποίο περιγράφει τα γεγονότα και η γενικά καλή γλώσσα. Θα ήταν τελικά προτιμότερο, εάν ο Δρουσιώτης ασχολιόταν συγγραφικά με τις ιστορίες διαφόρων προσώπων της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας.
*Ο Τάσος Χατζηαναστασίου, είναι διδάκτωρ της Νεότερης Ιστορίας