του Α. Ζέρβα, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000
Εγώ δεν είμαι με τη γνώμη σας, είμαι με τους Φρατζέζους.
Μακρυγιάννης
Η έξοδος από το Βυζάντιο δεν στάθηκε αποκλειστικά το αίτημα του Κοραή και των Ελλήνων διαφωτιστών, ήταν επίσης και το αίτημα του Σπ. Ζαμπελίου (1815-1881). Σύμφωνα με τον θεμελιωτή της Ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας, αποστολή του Νέου Ελληνικού Κράτους είναι να κατακτήσει το παρόν, επιτελώντας ακριβώς το έργο στο οποίο απέτυχε το Βυζάντιο. Να ενσαρκώσει δηλαδή σε ένα πρόσωπο τις τρεις κατευθυντήριες αρχές του βυζαντινού μεσαίωνα:
Πατρίδα, Πίστη, Παιδεία, με γνώμονα τον Λαό και τη Γυναίκα, τα δύο απαραίτητα συστατικά της ιστοριονομικής μετάβασης προς τον Νεοελληνισμό.
Το έργο του Παπαδιαμάντη αποτελεί ακριβώς την ωραιότερη και συνεκτι-κότερη έκφραση αυτού του γεφυρώματος, της ομαλής μετάβασης από τον παλαιό στο νέο κόσμο με τη συνεχή ενθύμηση της κοινής πνευματικής τους ρίζας. Και γι’ αυτό άλλωστε “δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από κανέναν”, κατά τη λέξη του Τέλλου Άγρα. Στα χέρια του Παπαδιαμάντη, η βυζαντινή έκφραση, αυτό το ρητορικό παιχνίδι απόστασης και συμμετοχής, αποκτάει συνείδηση του παρόντος με τη δυναμική και αυτόνομη εμφάνιση του Λαού και της Γυναίκας. Οι ημέρες και τα έργα τους δεν εμπίπτουν στην ηθογραφία ή τον συμβολισμό. Η απεικόνισή τους δεν υπακούει σ’ ένα ιδεολογικό πρόταγμα όπως το Τάξιμον του Μωραϊτίδη φερ’ ειπείν, ο Αφωριαμένος του Καρκαβίτσα. Τουναντίον, ερευνά τα σπλάχνα της νεοελληνικής πραγματικότητας κατά την κυριολεξία της και φωτίζει την ουσία των προδιαθέσεών της. Ο Νεοέλληνας δεν είναι πλέον μια τυποποιημένη ή επιδεικτική εικόνα της βυζαντινής παράδοσης. Έχει ψυχολογία, ζωτικά συμφέροντα, ταραγμένη εσωτερικότητα, ενδιάθετες συγκρούσεις και ανεξήγητες αντιφάσεις. Με τη διαφορά ότι η σκηνή του Παπαδιαμάντη, όπως όλων των μεγάλων συγγραφέων, διαθέτει το κρυφό ιερό της. Στο νέο ψυχολογικό υποκείμενο που παραδέρνει στην πρωτεύουσα ή στην επαρχία, προσφέρεται
Εγώ δεν είμαι με τη γνώμη σας, είμαι με τους Φρατζέζους.
Μακρυγιάννης
Η έξοδος από το Βυζάντιο δεν στάθηκε αποκλειστικά το αίτημα του Κοραή και των Ελλήνων διαφωτιστών, ήταν επίσης και το αίτημα του Σπ. Ζαμπελίου (1815-1881). Σύμφωνα με τον θεμελιωτή της Ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας, αποστολή του Νέου Ελληνικού Κράτους είναι να κατακτήσει το παρόν, επιτελώντας ακριβώς το έργο στο οποίο απέτυχε το Βυζάντιο. Να ενσαρκώσει δηλαδή σε ένα πρόσωπο τις τρεις κατευθυντήριες αρχές του βυζαντινού μεσαίωνα: Πατρίδα, Πίστη, Παιδεία, με γνώμονα τον Λαό και τη Γυναίκα, τα δύο απαραίτητα συστατικά της ιστοριονομικής μετάβασης προς τον Νεοελληνισμό.
Το έργο του Παπαδιαμάντη αποτελεί ακριβώς την ωραιότερη και συνεκτι-κότερη έκφραση αυτού του γεφυρώματος, της ομαλής μετάβασης από τον παλαιό στο νέο κόσμο με τη συνεχή ενθύμηση της κοινής πνευματικής τους ρίζας. Και γι’ αυτό άλλωστε “δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από κανέναν”, κατά τη λέξη του Τέλλου Άγρα. Στα χέρια του Παπαδιαμάντη, η βυζαντινή έκφραση, αυτό το ρητορικό παιχνίδι απόστασης και συμμετοχής, αποκτάει συνείδηση του παρόντος με τη δυναμική και αυτόνομη εμφάνιση του Λαού και της Γυναίκας. Οι ημέρες και τα έργα τους δεν εμπίπτουν στην ηθογραφία ή τον συμβολισμό. Η απεικόνισή τους δεν υπακούει σ’ ένα ιδεολογικό πρόταγμα όπως το Τάξιμον του Μωραϊτίδη φερ’ ειπείν, ο Αφωριαμένος του Καρκαβίτσα. Τουναντίον, ερευνά τα σπλάχνα της νεοελληνικής πραγματικότητας κατά την κυριολεξία της και φωτίζει την ουσία των προδιαθέσεών της. Ο Νεοέλληνας δεν είναι πλέον μια τυποποιημένη ή επιδεικτική εικόνα της βυζαντινής παράδοσης. Έχει ψυχολογία, ζωτικά συμφέροντα, ταραγμένη εσωτερικότητα, ενδιάθετες συγκρούσεις και ανεξήγητες αντιφάσεις. Με τη διαφορά ότι η σκηνή του Παπαδιαμάντη, όπως όλων των μεγάλων συγγραφέων, διαθέτει το κρυφό ιερό της. Στο νέο ψυχολογικό υποκείμενο που παραδέρνει στην πρωτεύουσα ή στην επαρχία, προσφέρεται ως αντίβαρο το άχρονο παρόν της λατρείας με το πανηγύρι και την εορτή. 0 Παπαδιαμάντης είναι ο μέγας οντολόγος της εορτής όχι αφηρημένα και θεωρητικά, αλλά εμπράγματα. Προδιαγράφει το μόνο δραστικό φάρμακο προς χρήσιν της συνειδήσεως που ιστοριονομικώς προοριζόταν να ανακαλύψει το παρόν. Εάν ο Μπαλζάκ έδειξε ότι μια κοινωνία δίχως Θεό θα εξαντλείται στην απεγνωσμένη αναζήτηση του ατομικού κέρδους και της κοινωνικής καταξίωσης, ο Παπαδιαμάντης μας καλεί να ιδούμε ότι η Ορθοδοξία είναι το “αλλού” της ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας και συνεπώς του σύγχρονου κόσμου. Η δε ειρωνεία του, ότι μια κοινωνία ψυχολογικών ατόμων θα έχει αιωνίως ανάγκη από τη λατρεία. Για την Ελλάδα, η Αναγέννηση είναι ψευδοπρόβλημα.
Όπως είναι γνωστό, το Έθνος αναδύθηκε μες από την Τουρκοκρατία χωρίς να έχει λάβει πείρα του κοσμοϊστορικού γεγονότος της Αναγέννησης, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση του έναντι των άλλων χωρών της Ευρώπης. Ως επίσημη ιδεολογία του νεοσύστατου κράτους, ο ελληνοχριστιανισμός ερχόταν να γεφυρώσει την εσωτερική διχοστασία μεταξύ της πνευματικής οντότητας του ελληνισμού που ριζώνει στην ορθόδοξη παράδοση του Βυζαντίου και της γενικότερης πολιτικής και κοινωνικής του ανάπτυξης που ρυθμίζεται σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες. Ο ελληνοχριστιανισμος εξασφάλιζε στον Έλληνα πολίτη τη δυνατότητα να συμμετέχει στη Δύση, χωρίς να χάνει τη συνείδηση της ανατολικής του διαφοράς. Στον αιώνα μας, το πρόβλημα της Αναγέννησης έμελλε να ξανατεθεί με δραματικό τρόπο ως απόρροια της ραγδαίας ανάπτυξης του τεχνολογικού πνεύματος. Μια ριζική μεταστροφή των αντιλήψεων αρχίζει τώρα να γίνεται αισθητή. Στοχαστές και δημιουργοί θα σταθούν να ομολογήσουν ότι η μεγάλη αυτή στιγμή της Ευρώπης είναι ταυτοχρόνως και η φιλοσοφική απαρχή όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. Ο . δυϊσμός της αλήθειας καθίσταται μό- | νιμη πραγματικότητα. Από τη μία πλευρά η αλήθεια της επιστήμης και από J την άλλη η αλήθεια της ανθρώπινης: ελευθερίας. Ήταν φυσικό λοιπόν η Ι νέα κριτική στάση της Ευρώπης να 4 έχει ιδιαίτερη απήχηση σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία, καλώς ή κακώς, δεν είχε αναπτυχθεί οργανικά μες από την Αναγέννηση. Το ζήτημα ταλαιπώρησε τους Έλληνες που αγωνιούσαν μπροστά στο δεινό ερώτημα πώς συμφιλιώνεται η ατομική αυθεντία με την αυθεντία της παράδοσης. Πώς η χριστιανική πίστη εναρμονίζεται με το ιδεώδες του κλασσικού κόσμου. Μετά την έκπτωση της Μεγάλης Ιδέας, ο ελληνοχριστιανισμός μοιάζει να διασπάται και να ανθέλκεται από τις δύο συνιστώσες του. Από τον Δραγούμη και τον Σικελιανό έως τον Σεφέρη και τη γενιά του ’30 πλέκονται, ξεπλέκονται και αναπλέκονται τα δυο του υφάδια. Ο λόγος του κ. Στρατή Θαλασσινού (1932) ήταν μελαγχολικός και βίαιος: “Αυτός ο κύριος της ‘Αναγέννησης’ μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία…”. Ή Ελληνοχριστιανική ταυτότητα είναι σε θέση άραγε να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα; Μπορεί να διασώσει το νόημα της παράδοσης;
Το 1961, δημοσιεύεται το Χαμένο Κέντρο του Ζήσιμου Λορεντζάτου που επιχειρεί να προσφέρει ένα είδος οριστικής απάντησης στο φοβερό αδιέξοδο. Και όντως, πρόκειται για μια μεγαλειώδη κίνηση ριζοσπαστικού χαρακτήρα που, μολονότι αποσιωπήθηκε, δεν άφησε κανέναν αδιάφορο, και πρώτον πρώτον τον ίδιο τον Σεφέρη. Το εύρος του Ελληνοχριστιανισμού μετατοπίζεται από την οριζόντια στην κάθετη διάσταση του και ταυτοχρόνως καθαίρεται από τις εθνοκεντρικές ή φυλετικές συμπαραδηλώσεις του. Κάθε λαός, δυτικός και ανατολικός, έχει τη δική του πνευματική παράδοση μες από την οποία μπορεί να συνδεθεί με το κοινόκέντρο της ανθρωπότητας. Αυτού έγκειται όλο το ζήτημα της οικουμενικότητας και απ’ αυτού κρίνεται η εγκυρότητα της τέχνης. Εάν ή Ελλάδα δεν ευμοίρησε να έχει Αναγέννηση, τόσο το καλύτερο. Ο δρόμος της γίνεται πιο βατός, αρκεί να ανανοήσει ότι η ουσία της παράδοσης έγκειται σε αυτό που ο Αριστοτέλης καλούσε προαιρετικήν έξιν, στο γεγονός δηλαδή ότι, συντηρώντας και βελτιώνοντας, κατευθύνει προς την αλήθεια. Και στην αλήθεια πηγαίνεις με αυτό που είσαι, όπως ο Παπαδιαμάντης.
Τα ιδεολογικά πράγματα της εποχής δεν άφησαν τη νέα τούτη προβληματική να ωριμάσει και να καρποφορήσει φυσιολογικά. Έτσι, έως και το 1966 ακόμη, ο μετρημένος Σεφέρης θα αντιδρά βίαια κάθε φορά που ακούει να γίνεται λόγος περί ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Στο στόμα του η έκφραση “Χριστιανολόγιοι” είναι το περιφρονητικο αντίστοιχο των σημερινών “Νεορ-θοδόξων”. Αλλά μετά τη δικτατορία του 1967, όταν η επίσημη Ελληνοχριστιανική ιδεολογία θα έχει πλέον φθαρεί μέχρι του σημείου να χάσει κάθε δυνατή αξιοπιστία, ο τόπος θα ξαναρχίσει να αναζητά σπασμωδικά έναν άξονα αναφοράς. Και ενώ οι πληγές του Εμφυλίου, που θεωρούνταν ανίατες, επουλώθηκαν εν ριπή οφθαλμού σε βαθμό πού να μην υπάρχει πλέον ορατή διαφορά μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών, το βαθύτερο πνευματικό ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας ανάκυπτε δριμύτερο παρά ποτέ. Απόδειξη το γλωσσικό με τις αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αλλά και η απροσδόκητη απήχηση του Ν. Γ. Πεντζίκη.
Η κίνηση των Νεορθοδόξων υπήρξε το πολιτικό εγερτήριο εναντίον “της συγχωνεύσεως και κατόπιν της εξουθενωσεως του Ελληνισμού” (Σπ. Ζαμπέλιος) στο νέο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σκοπός της ήταν να συμβάλει στ:. επανακαθορισμό του πνευματικού στίγματος της χώρας για να μπορέσει να πορευθεί στο νέο πεπρωμένο της Ενωμένης Ευρώπης. Αλλά όπως κάθε κίνημα, έτσι και αυτό, ήταν μοιραίο να περιπέσει σε υπερβολές ή φανατισμούς. Οπωσδήποτε, όμως, η κατευθυντήρια ιδεα του ήταν και ικανή και αναγκαία: ανήκουμε σε μία ορισμένη παράδοση, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να ανάβουμε το παρόν, ούτε να χαραξουν μελλοντικές κατευθύνσεις. Και μόνον επειδή ανήκουμε σε μία ορισμένη παραδοση, είμαστε σε θέση να κατανοούμε τη διαφορά και να ανανεώνουμε τον εαυτό μας. Το ζήτημα της πνευματικής αυθεντίας στον σύγχρονο κόσμο έβγαινε και πάλι στην επιφάνεια. Ταυτοχρόνως ξεπρόβαλε το αδυσώπητο ερώτημα γιατί ύπαρχε Νεοελληνικό κράτος. Εάν η προοδευτική σκέψη συνέβαλλε γενικότερα στη συνειδητοποίηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιας κατανομής, η αναζωπύρωση της Ορθοδοξίας ανακαίνιζε στις συνειδήσεις την αυθεντική καταγωγή του παρόντος μας με όλες τις ανομίες του. Και ο διάλογος συνεχίζεται. Διότι όπως η γλώσσα, έτσι και η παράδοση δεν ανήκει στο κράτος, το κράτος ανήκει σ’ αυτήν. Ιδού τι θεμελίωνε την ελεύθερη δημιουργία.
Το άρθρο ΣΤ’, παράγραφος 1 Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ορίζει: “Η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών με της, των οποίων τα κυβερνητικά συστήματα βασίζονται στις δημοκρατικές αρχές”. Ως πότε όμως η Ελλάδα θα παραμένει η μόνη σύγχρονη χώρα της Ενωμένης Ευρώπης που δεν θέλει να ξέρει τι είναι; Δίχως επίσημη ιδεολογία και ταυτότητα δεν υφίσταται κράτος, ούτε καν στα μυθιστορήματα. Τρανό παράδειγμα το έργο του Μπαλζάκ. Ο Παπαδιαμάντης μπορούσε να περιφρονεί το επάγγελμα της θρησκείας και του πατριωτισμό. επειδή είχε προϋπάρξει αυτός (δηλ. ο Μακρυγιάννης) που όταν χρειαζόταν ήταν “με τους Φρατζέζους”.
Απόσπασμα του κειμένου με τίτλο Η Στρατηγική της Αξίας και η Αξια της Στρατηγικής, (περ. Ίνδικτος, τ. 10, Ιανουάριος 1999).