από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001
Η επανάσταση εναντίον των Τούρκων και ο αγώνας για την ανεξαρτησία των Ελλήνων, ύστερα από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, ήταν καρπός της ζωντανής ακόμα εκκλησιαστικής πίστης του λαού και έργο, σε μεγάλο ποσοστό, του κλήρου. Αυτή η διαπίστωση έστω και αφοριστική, είναι προφανέστερη γιο τον μελετητή των ιστορικών πηγών της περιόδου- με αμεσότερη πηγή τα απομνημονεύματα των ίδιων των αγωνιστών1.
Τα κίνητρα της συμμετοχής στον αγώνα σίγουρα επηρεάζονται και απο παράγοντες κοινωνικών ή οικονομικών επιδιώξεων. Συγκλίνουν ωστόσο στο κοινό αίτημα, που έχει την απόλυτη προτεραιότητα στις γραπτές μαρτυρίες: Την απόκτηση πολιτικής και θρησκευτικής ελευθερίας. Να ζήσουν (οι Έλληνες) ως άνθρωποι σ’ αυτή την πατρίδα και μ’ αυτήν τη θρησκείαν, κατά την απαράμιλλη διατύπωση του Μακρυγιάννη. Η θρησκεία καθόριζε την εθνική ταυτότητα της πατρίδας και η μαρτυρία των πηγών δύσκολο αναιρείται από τα κωδικά ιδεολογήματα που μονοπώλησαν κατά καιρούς την ερμηνεία των κινήτρων του αγώνα.
Σίγουρα, οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης έπαιξαν επίσης ρόλο στην προετοιμασία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ των μορφωμένων στη Δύση λογίων. Οι απλοί αγρότες, κτηνοτρόφοι έμποροι και ναυτικοί, που σχημάτισαν τα επαναστατικά σώματα, όπως και ο καπεταναίοι αρχηγοί τους, είναι φανερό ότι από αλλού αντλούσαν το νόημα του αγώνα. Πολεμούσαν στο όνομα της ορθόδοξης πίστης, που αυτη τους διαφοροποιούσε και εθνικά: Η ιδιότητα του Έλληνα ταυτιζόταν με αυτήν του Ορθόδοξου, που τον ξεχώριζε από τον αλλόδοξο Τούρκο και τον ετερόδοξο «Φράγκο».
Μια από τις πολλές χαρακτηριστικές συνέπειες αυτής της ταύτισης ήταν και το γεγονός, ότι τις ελπίδες για εξωτερική βοήθεια τις στήριζε ο λαός -στους αιώνες της σκλαβιάς, αλλά και στα πρώτα χρόνια του αγώνα-στην ομόδοξη Ρωσία και όχι στην Ευρώπη. Όπως και το γεγονός ότι ως φυσική ηγεσία στην εξέγερση αναγνώριζε ο λαός τον κλήρο. Για την κήρυξη της επανάστασης, σχεδόν κατά κανόνα, έπρεπε να πρωτοστατήσει κληρικός που να ξεσηκώσει τον λαό «εις το όνομα της πίστεως και της πατρίδος». Και συνήθως κάποιο μοναστήρι θα γινόταν ορμητήριο, στρατηγείο, κέντρο εφοδιασμού ή τόπος περίθαλψης τραυματιών και προσφύγων.
Επίσκοποι και πρεσβύτεροι συγκροτούσαν, μαζί με τους καπεταναίους, τα πολεμικά συμβούλια των επαναστατών, αναλάμβαναν την ηγεσία ακόμα και στρατιωτικών σωμάτων, πολεμούσαν συχνά στην πρώτη γραμμή της μάχης. Οι ίδιοι στελέχωσαν τις πρώτες τοπικές διοικήσεις και πήραν ενεργό μέρος στις πρώτες Εθνοσυνελεύσεις. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Ταλαντίου Νεόφυτος, ο Κερνίκης Προκόπιος, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Μεθώνης Γρηγόριος, ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Τριπόλεως Δανιήλ, ο Ρέοντος Διονύσιος ή ακόμα, ο Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος, είναι τα πιο γνωστά ονόματα από τους κληρικούς που πρωτοστάτησαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Υπάρχει όμως πλήθος ακόμα ονομάτων, γνωστών ή και άγνωστων στην ιστορική έρευνα. Ο ίδιος ο Μά-ουρερ υπολόγιζε σε ογδόντα μόνο τους επισκόπους που σκοτώθηκαν στη επανάσταση2. Ο αριθμός των ιερέων πρέπει να ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες.
Αλλά, μόλις η επανάσταση γενικεύτηκε και οι ελπίδες για την επικράτηση της ισχυροποιήθηκαν, η φυσική ηγεσία του εξεγερμένου λαού, κλήρος και καπεταναίοι, αρχίζει προοδευτικά να παραμερίζεται, καθώς προβάλλεται ως αδήριτη η ανάγκη μιας εκσυγχρονισμένης και αποτελεσματικότερης πολιτικής οργάνωσης. Καινούργιες ηγετικές ομάδες εμφανίζονται με τη φιλοδοξία να αναλάβουν τη διαχείριση του αγώνα και την ευθύνη της συγκρότησης κράτους. Είναι παλαιοί πρόκριτοι, ισχυροί καραβοκυραίοι, Φαναριώτες από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και λόγιοι της ευρωπαϊκής διασποράς. Η ανάγκη να προβληθεί στην Ευρώπη η εικόνα ενός λαού που εξεγέρθηκε ενάντια στην ασιατική βαρβαρότητα και διεκδικεί τη φυσική του θέση ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη, επιβάλλει σε όλες τις ηγετικές ομάδες τη δυτικότροπη εκδοχή των στόχων της εξέγερσης και τα συνακόλουθα κριτήρια οργάνωσης του καινούργιου κράτους.
Έτσι, από την πρώτη σπερματική του καταβολή το αναδυόμενο από τη λαϊκή επανάσταση ελλαδικό κρατίδιο αναζητάει την πολιτική και κοινωνική του ταυτότητα στα δάνεια πρότυπα της Δύσης. Οι επιδιώξεις και τα οράματα των αγωνιστών δεν ενδιαφέρουν, ούτε οι συγκεκριμένες λαϊκές ανάγκες, τα ιδιόμορφα δεδομένα κοινωνικής λειτουργικότητας, οι αφοσιωμένες μέσα από έναν πολιτισμό αιώνων προτεραιότητες. Ενδιαφέρει αποκλειστικά η απομίμηση εκείνων των πολιτικών και κοινωνικών σχημάτων, που έπειθε τους Ευρωπαίους για την πρόθεση των Ελλήνων να καταστούν «έθνος ευρωπαϊκόν».
Όμως αυτή η άνωθεν επιβολή καινούργιων στόχων και προοπτικών δεν ήταν εύκολη ή ανώδυνη. Στη δεύτερη κιόλας φάση της επανάστασης, μετά το 1824, αρχίζουν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις ηγετικές ομάδες. Οι παλαιοί πρόκριτοι επιμένουν σε πιο παραδοσιακές και με δοκιμασμένη λειτουργικότητα μορφές κρατικής οργάνωσης: θέλουν μιαν αποκεντρωμένη εξουσία, με ισχυρά τοπικά πολιτικο-διοικητικά όργανα. Αντίθετα, οι δυτικότροποι μένουν αμετακίνητοι στην ιδέα ενός συγκεντρωτικού κράτους, με ισχυρή κεντρική διοίκηση3.
Στη βασική αυτή διαφορά αντιλήψεων συνοψίζονται βέβαια και πολλές άλλες, συχνά ευτελέστατες αφορμές διαφωνιών και συγκρούσεων: Προσωπικές φιλοδοξίες, άμυνα κεκτημένων, συσπειρώσεις των καπεταναίων που παραγκωνίζονται και κατάφωρα αδικούνται από τους πολιτικούς, συμφέροντα των καραβοκυραίων ή των ισχυρών προκρίτων, φανατικοί τοπικισμοί. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά από τα δύο πρώτα ένδοξα χρόνια με τις περίλαμπρες νίκες και την εκδίωξη των Τούρκων από καίρια στρατηγικά κέντρα, η επανάσταση να εκφυλιστεί σε μια τραγωδία εμφύλιας αιματοχυσίας. Οι Τούρκοι επανακτούν σε μεγάλο ποσοστό τον έλεγχο των επαναστατημένων περιοχών, ελάχιστες λωρίδες γης απομένουν ελεύθερες, όμως για τέσσερα ολόκληρα χρόνια οι Έλληνες δεν μεριμνούν πια παρά μόνο για τις αδελφοκτόνες διενέξεις τους.
Έτσι, αν υπήρξε τελικά απελευθέρωση έστω μικρού τμήματος ελληνικής γης και ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αν αυτές δεν επενέβαιναν, το πιθανότερο θα ήταν να είχε και η επανάσταση του 1821 την τύχη των «ορλωφικών» ή της εξέγερσης του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ή άλλων ανάλογων και αποτυχημένων τοπικών κινημάτων. Με το επιπλέον στίγμα της ντροπής για τον εμφύλιο σπαραγμό και την αυτοπαραίτηση από την ελευθερία.
Η παρέμβαση Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αποφασίστηκε στη Συμφωνία του Λονδίνου, στις 6 Ιουλίου 1827, με πρωτοβουλία του άγγλου υπουργού εξωτερικών George Canning. Προτάθηκε στους Έλληνες και στους Τούρκους λύση συμβιβαστική: Ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους, αλλά υποτελούς στον Σουλτάνο, με εκφρασμένη την πρόθεση των τριών δυνάμεων να επιβάλουν οπωσδήποτε ανακωχή. Οι Έλληνες δέχτηκαν την πρόταση, οι Τούρκοι την απέρριψαν, και οι στόλοι των συμμάχων διατάχθηκαν να διακόψουν τον ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ, αντιβασιλέα της Αιγύπτου, που με οργανωμένη στρατιά σάρωνε ανελέητα τις επαναστατικές αντιστάσεις στην Πελοπόννησο. Σε ναυμαχία στον κόλπο του Ναυαρίνου, στις 20 Οκτωβρίου του 1827, καταστράφηκε ολοκληρωτικά ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, με πρωτοβουλία του άγγλου ναυάρχου που αποφάσισε να ερμηνεύσει δυναμικά την εντολή διακοπής του ανεφοδιασμού των Αιγυπτίων. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου αποτέλεσε εκ των πραγμάτων, έστω και συμπτωματικά, τη ληξιαρχική πράξη που υπέγραψαν οι Ευρωπαίοι για τη γένεση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Τα αίτια και τα κίνητρα της παρέμβασης των ευρωπαϊκών δυνάμεων στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων δεν είναι δύσκολο να τα διαγνώσει κανείς. Υπήρξε καταρχάς πίεση που πραγματικά άσκησε η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη προς τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων και τις υποχρέωσε σε φιλέλληνα πολιτική. Τα κατορθώματα των Ελληνων στα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης ήταν έκπληξη για την Ευρώπη, και μαζί με τις θηριωδίες της αντίδρασης των Τούρκων (απαγχονισμός του Πατριάρχη, δολοφονίες επισκόπων και φαναριωτών. σφαγή της Χίου, σφαγή των Ψαρών, κλπ “ο κάλεσαν τη συμπάθεια και το έντονο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Το κλιμα ρομαντικού ουμανισμού και νεοκλασσικισμού, όπως και ο φιλελευθερισμός του Διαφωτισμού, ήταν οπωσδήποτε από τους παράγοντες που ευαισθητοποίησαν την ευρωπαϊκή κοινή μη και δημιούργησαν ένα ισχυρό κύμα φιλελληνισμού. Αποφασιστικά επίσης υπήρξε και η παρουσία στον αγώνα φιλελλήνων από κάθε γωνιά της Ευρώπης, και μάλιστα η θυσία γνωστων προσωπικοτήτων, όπως ο λόρδος Byron.
Δεύτερο προφανές κίνητρο, ήταν ο φόβος για μονομερή λύση του περιβόητου «ανατολικού ζητήματος -της διανομής των σφαιρών επιρροής αλλά και των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έδινε, δεκαετίες πριν, την εικόνα του μεγάλου ασθενούς».
Ως τρίτο κίνητρο για την παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων θα μπορούσε να προσδιοριστεί, στη συντομογραφική αυτή επισήμανση η στρατηγική του ελέγχου της νευραλγικής για το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα γεωγραφικής θέσης του νέου κρατιδίου. Με την προοπτική διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατί εκείνα τα χρόνια φαινόταν πολυ πιθανή, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ενδιαφέρονταν να επενδύσουν έγκαιρα τα στρατηγικά τους συμφέροντα σε ένα κρατίδιο οικονομικά και πολιτικά εξαρτημένο από αυτές.
Ηδη πολύ πριν από το Ναυαρίνο, η οικονομική υποτέλεια του διαφαινόμενου νέου κρατικού σχήματος στις ευρωπαϊκές δυνάμεις είχε εξασφαλιστεί. Το πρώτο και το δεύτερο «δάνειον της ανεξαρτησίας» (1824 και 1825) δόθηκε από τους Ευρωπαίους με τόσο επαχθείς όρους, που προδίκαζαν την ολοκληρωτική εξάρτηση των Ελλήνων από τη Δύση. Ακολούθησαν αλλεπάλληλοι δανεισμοί, προκειμένου να συγκροτηθεί μια στοιχειώδης εθνική οικονομία, αλλά κάθε καινούριο δάνειο χρησίμευε κυρίως για να εξοφληθούν τα προηγούμενα.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από κάθε μεγάλο δάνειο ακολουθεί κήρυξη πτώχευσης του νέου κρατιδίου. Η πρώτη μεγάλη πτώχευση (1827) ακολουθεί τη σύναψη των δύο πρώτων «δανείων της ανεξαρτησίας». Η δεύτερη πτώχευση (1843) έρχεται μετά τη χορήγηση δανείου στον Όθωνα. Τρία χρόνια μετά το δάνειο του 1890 έχουμε την τρίτη πτώχευση (1893). Και μετά τα δάνεια για την αποκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων, ακολουθεί η τέταρτη πτώχευση (1932)4.
Η οικονομική υποτέλεια είναι ολοκληρωτική. Το ελλαδικό κρατίδιο βρίσκεται για μακρό χρονικό διάστημα κάτω και από διπλωματικό έλεγχο της οικονομίας του – φαινόμενο μοναδικό στη διεθνή πολιτική ιστορία5. Και η οικονομική υποτέλεια συνεπάγεται άμεσα και πολιτική υποτέλεια, κοινωνικό-ψυχολογικό κλίμα υποδούλωσης, εξάρτησης όλων των κρίσιμων πτυχών του εθνικού βίου από τη δυτική πολιτική6.
Οι φατριασμοί του εμφύλιου σπαραγμού της πρώτης τετραετίας καταλήγουν – με την κατάλληλη χειραγώγηση των φατριών από τη δυτική διπλωματία – στη διαμόρφωση τριών πολιτικών κομμάτων, που το καθένα επικαλείται και μια προστάτιδα δύναμη. Στηρίζεται κάθε κόμμα από μια ευρωπαϊκή δύναμη και φυσικά – συνειδητά ή ανεπίγνωστα – πρακτορεύει τα συμφέροντά της. Υπάρχει το γαλλικό κόμμα, του Ιωάννη Κωλέττη, το αγγλικό κόμμα, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και το ρωσικό κόμμα του Ανδρέα Μεταξά7. Η διαφοροποίηση των κομμάτων με βάση την εξάρτηση τους από ξένες δυνάμεις είναι φαινόμενο που εμπεδώνεται και προσδιορίζει τον ελλαδικό πολιτικό βίο σε ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή. Ακόμα κι όταν εμφανίζονται, πολύ αργότερα, ιδεολογικές διαφοροποιήσεις των κομμάτων, διαιωνίζουν κι αυτές την ξενική εξάρτηση, αφού και οι ιδεολογίες από τη Δύση εισάγονται και η πολιτική που υπαγορεύουν κατευθύνεται από συγκεκριμένα ξένα κέντρα ή πρότυπα.
Έτσι το ελλαδικό κρατίδιο, από τη ίδια τη σύσταση και καταγωγή του, έχει τυπική μόνο αυτονομία και ανεξαρτησία, ενώ στην πραγματικότητα είναι ολοκληρωτικά υποταγμένο στους σχεδιασμούς και στα συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Είναι κρατίδιο που ονομάζεται και θέλει να είναι ελληνικό, αλλά που έχει a priori παραιτηθεί από κάθε στοιχείο ελληνικότητας στη θεσμική του οργάνωση και στην πολιτική του λειτουργία. Με άλλα λόγια, η ίδια η συγκρότηση του κρατιδίου δεν προϋπέθετε και δεν απέβλεπε στις ανάγκες του συγκεκριμένου λαού, στην κοινωνική, χαρακτηρολογική και πολιτιστική του ιδιοπροσωπία, αλλά καθιέρωνε και επέβαλλε θεσμούς και σχήματα κρατικής λειτουργίας, που είχαν προκύψει από διαφορετικές κοινωνικές ανάγκες και προϋποθέσεις άλλων λαών. Με αποτέλεσμα, ακόμα ως σήμερα – τέλη του 20ού αιώνα – οι ουσιώδεις λειτουργίες κοινωνικής συναίνεσης, δηλαδή η ίδια η λειτουργικότητα του κράτους, να μην υπακούει στους ξενόφερτους θεσμούς, αλλά να τους παρακάμπτει επινοώντας εξωθεσμικές διεξόδους8.
Σημειώσεις
1. Ο Στέφανος Παπαγεωργίου (Το ελληνικόν κράτος 1821-1909, Οδηγός αρχειακών πηγών της νεοελληνικής ιστορίας, Αθήνα (Εκδόσεις Παπαζή-ση) 1988, σελ. 65-68) καταγράφει 41 απομνημονευτικά έργα της επαναστατικής περιόδου. Είναι το πρωτογενές πληροφοριακό υλικό, οπωσδήποτε εγκυρότερο από τις μεταγενέστερες ιδεολογικές κωδικοποιήσεις στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Αποκαλυπτικές παραμένουν και οι διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων της Επιδαύρου (1826) και της Τροιζήνας (1827). Η πρώτη διακήρυξε ότι «ο λαός της Ελλάδος έλαβε τα όπλα και δεν ζητεί δια των όπλων παρά την δόξαν και την λαμπρότητα της του Χριστού Εκκλησίας, η οποία μετά του ιερού αυτής Κλήρου κατεδιώκετο και κατεφρονείτο υπό των τούρκων». Και η δεύτερη πρόσθετε «Ως χριστιανοί ούτε ήτο, ούτε είναι δυνατόν να πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι από τους θρησκομανείς Μωαμεθανούς, οι οποίοι κατέσχιζον και κατεπάτουν τας αγίας εικόνας, κατεδάφιζαν τους ιερούς ναούς, κατεφρόνουν το Ιερατείον, υβρίζοντες το θείον όνομα του Ιησού, του Τιμίου Σταυρού, και μας εβίαζον ή να γίνωμεν θύματα της μαχαίρας των, αποθνήσκοντες χριστιανοί, ή να ζήσωμεν τούρκοι αρνηταί του Χριστού και οπαδοί του Μωάμεθ. Πολεμούμεν προς τους εχθρούς του Κυρίου μας». Βλ. Α. ΜΑΜΟΥΚΑ, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Πειραιεύς 1839-1852, τόμος Ε’, σελ. 14, και τόμος Θ’, σελ. 59-60.
2. Das griechische Volk in ipffentlicher Kirchlicher und privatrechtlicher Beziehung vor und nach dem Freiheitskampfe, Heidelberg 1835, I, σελ. 468.
3. Στεφ. Παπαγεωργίου, ό.π., σελ.38-39
4. Βλ. Τάσου Λιγνάδη, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους (1821-1945), Αθήναι 1975, σελ. 159. – Του ιδίου, Το πρώτον δάνειον της Ανεξαρτησίας, Αθήναι 1970.
5. Τ. Λιγνάδη, Η ξενική εξάρτησις, σελ. 159.
6. «Η σύναψις των δύο δανείων κατά την διάρκειαν του Αγώνος δια την Α-νεξαρτησίαν, οδήγησε το ελλαδικόν κρατίδιον εις την υποτέλειαν, την δι-ήκουσαν καθ’ όλην την νεωτέραν και νεωτάτην ιστορικήν διαδρομήν αυτού. Συνετέλεσεν εις την συγκεκριμενοποίησα της ελληνικής διχονοίας και των στόχων του εμφυλίου πολέμου, υπε-βοήθησε τας πολιτικός επιδιώξεις και βλέψεις του ξένου παράγοντος, υπήρξεν η μήτρα της κυήσεως των ξενοκινήτων κομματικών πυρήνων και κυρίως εδημιούργησε την αφετηρίαν του περίφημου Χρέους της Ελλάδος, το οποίον εχρησιμοποίουν οι ξένοι, οσάκις ήθελον να εξαναγκασθή το Έθνος να κύπτη τον αυχένα εις τα επιθυμίας των»: Τ. Λιγνάδη, Η ξενική εξάρτησις, σελ. 98-99.
7. «Οι πολιτικοί μας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κύταζε να περισχί-σει η δική του φατρία. Άλλως το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσικον, άλλος Γαλλικόν… Να είχετε πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέ-τη, να είχετε τον Ζαίμη, τον Μεταξά κι άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος της Αούστρια κι άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εμφύλιους πολέμους… Κι όποιος δεν είναι εις την σημαία του Μαυροκορδάτου φατριαστής κι Αγγλιστής, Κωλέτη και Γαλλιστής, Μεταξά και Ρουσσιστής, και είναι Έλληνας δια την πατρίδα του και θρησκεία του, τον αφανίζουνε»: Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Κεφ. Γ’ και Δ’.
8. Βλ. Δημήτρη Χαραλάμπη, Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός: Η εξω-θεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, Αθήνα (Εξάντας) 1989.