του Γ. Λυκιαρδόπουλου, από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001
π δυστυχία απέξω έγδερνε τις πόρτες ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Ο αντικομμουνιομός σήμερα σημαίνει ηλιθιότητα σε βαθμό κακουργήματος – σημαίνει την “ανάπτυξη” της οικονομίας ως αυτοκτονία της κοινωνίας, σημαίνει τον ανύπαρκτο σοσιαλισμό ως άλλοθι του υπαρκτού καπιταλισμού. Σημαίνει ακόμη, στις χώρες του πρώην “παραδείσου”, ότι το κόμμα-κράτος έγινε κράτος μαφία, αφού η απόσοβιετοποίηση δεν έθιξε ούτε ηγεσίες ούτε συμφέροντα αλλά απλώς παραμέρισε κάποια κουρέλια στην περιοχή των συμβόλων: ο δικέφαλος αντικατέστησε το σφυροδρέπανο. Όσο για τον ίδιο τον “παράδεισο” μετατέθηκε λίγο δυτικότερα στον χάρτη, εκεί όπου λάμπει η βιτρίνα της ελεύθερης αγοράς, με το εκτυφλωτικό κυνικό έμβλημά της: “Αν φτιάχνοντας κακά παπούτσια μπορείς να κερδίσεις περισσότερα απ’ ότι φτιάχνοντας καλά, τότε θα αμάρτανες απέναντι στο Άγιο Πνεύμα του καπιταλισμού αν επιμένεις να φτιάχνεις καλά παπούτσια” (Βέρνερ Σόμπαρτ, Ο Αστός).
Ο αντικομμουνισμός του σήμερα είναι ο σταλινισμός του χτες. Κάποιοι πρώην αριστεροί, όχι πολύ παλαιοί, της εποχής που ήταν ακόμη στη μόδα η “αμφισβήτηση”, “ανεβασμένοι” πλέον τώρα οικονομικώς και κοινωνικώς, αναλογίζονται το νεανικό τους παρελθόν και αναρωτιούνται δημοσίως: “Καλά, τόσο μαλάκας ήμουνα;”. (Ετσι ακριβώς. Το έγραψε επωνύμως αυτοθαυμαζόμενος γκλαμουριάρης, θέλοντας ίσως κάποιους να πείσει ότι σήμερα πλέον δεν είναι αυτό που λεει πως ήταν τότε).
Δεν είναι κακό να είσαι “πρώην”. Ανανήψαντες και μη δικαιούνται εξ ίσου τον σεβασμό, αρκεί να μη θεατρίζουν το παρελθόν τους. Ανθρώπινο είναι να ζητούν υλική παρηγορία στη μεταφυσική τους διάψευση. Μπορούν ν’ απαιτήσουν εδώ και τώρα το αντίτιμο των ψευδαισθήσεών τους, να επιδιώξουν αποζημιώσεις μέχρις εκδικήσεως. Δικαιούνται να το ρίξουν στις μπίζνες ή στο αλκοόλ- στην εργασιοθεραπεία ή στα ναρκωτικά. Δεν δικαιούνται όμως να κάνουν τον “μάγκα” ποντάροντας και στο μαύρο και στο άσπρο -κάποια στιγμή πρέπει κανείς και να χάνει. Μπορούν λοιπόν να “παίζουν” ή να πουλάνε ή να ξεφτιλίζουν μόνο το δικό τους παρελθόν -ό,τι ήταν να εξαργυρωθεί εξαργυρώθηκε. Αν κάτι απόμεινε δεν ανήκει πλέον στους ζωντανούς. Γι’ αυτό, όταν βλέπω κάποιους “πρώην” να φτύνουν μέσα στο πιάτο από όπου έτρωγαν, θυμάμαι πάντα τα λόγια ενός φίλου μου που δεν δήλωσε ποτέ του κομμουνιστής: “Το γεγονός ότι έπεσε το Τείχος δεν σημαίνει πως εγώ πρέπει τώρα να γίνω παλιάνθρωπος”.
Ο αντικομμουνισμός σήμερα μπορεί να παίρνει “ανθρώπινο πρόσωπο” έστω κι αν διαγράφει προκαταβολικά από το δικαίωμα στη ζωή το ένα τρίτο των ανθρώπων που γεννιούνται σ’ έναν κόσμο όπου δεν προβλέπεται χώρος γι’ αυτούς, αφού προγραμματικά, βάσει ηλεκτρονικού υπολογιστή, είναι περιττοί, υπεράριθμοι, καταδικασμένοι. Πάντως ησυχάστε: τα υπόλοιπα δύο τρίτα αυτών των “ανθρώπινων” κοινωνιών δεν θα γνωρίσουν ούτε την κόλαση των τύψεων ούτε την απειλή των επαναστάσεων. Θα σαπίσουν από μέσα. Αφού συντρίψουν ή “αποθεραπεύσουν” τους κάθε λογής αντιρρησίες τους, αφού υπουργοποιήσουν τους οικολόγους τους, αφού γελοιοποιήσουν τις ουτοπίες τους, θα βουλιάξουν γλυκά-γλυκά στη Μεγάλη Χωματερή. Έτσι τελειώνει ο κόσμος: “όχι μ’ ένα βρόντο μα μ’ ένα λυγμό”.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σημειώσεις τ. 54,12/2000