του Γ. Παπαγιαννόπουλου, από το Άρδην τ. 24, Μάρτιος-Απρίλιος 2000
Η ιστορία επαναλαμβάνεται με την μορφή φάρσας, έγραφε -κάπως έτσι- ο γερο Κάρολος. Αργότερα μάθάμε από τον Σαββόπουλο και τον Ζουράρι πως η ζωή μας κύκλους κάνει.
Στην περίπτωση του πρώην Κνίτη Μίμη Ανδρουλάκη ισχύει αυτό που ο αρχικός πνευματικός του πατέρας διατύπωσε στην πρώτη φράση. Διότι μόνο ως φάρσα μπορεί να εκληφθεί, ή έστω ως φαρσοκωμωδία, η προσπάθεια σύγκρισης της “δίωξής” του (και) συγγραφέα Μίμη Ανδρουλάκη με την αντίστοιχη του Νίκου Καζαντζάκη…
Κατ’ αρχάς να δηλώσουμε προκαταβολικά ότι ο καθένας δικαιούται να γράφει και να υποστηρίζει ότι θέλει. Επίσης, ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να εμποδιστεί η ελεύθερη και απρόσκοπτη γραφή και σκέψη είναι αναχρονιστική και καταδικαστέα
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ιερά Σύνοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας επ’ ουδενί δεν πρέπει να ενεργεί υπό την επήρεια θερμόαιμων ή ζηλωτών. Και εν πάση περιπτώσει ο καθένας κρίνεται από αυτά που λεει και πράττει.
Κι εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες για τον κ. Ανδρουλάκη. Εκδίδοντας ένα βιβλίο, με τίτλο το γυναικείο όργανο στην θεσσαλική διάλεκτο και αναμειγνύοντας στη συνταγή ολίγον Χριστό, ο άλλοτε αποκαλούμενος “τρομερό παιδί της Αριστεράς” (sic) κ. Ανδρουλάκης εξακολουθεί να παριστάνει τον διανοούμενο.
Κανείς δεν τον πληροφόρησε ότι αυτή η γενιά της μεταπολίτευσης , την οποία εκπροσωπεί, πέθανε πριν καν ζήσει. Πέθανε διότι το μόνο που κατάφερε ήταν να γίνει μονοσήμαντα η σημερινή εξουσία στη θέση της χθεσινής. Και ο μόνος καημός των Ανδρουλάκη-Δαμανάκη είναι η μη συμμετοχή τους σε αυτήν, παρ’ όλη την στήριξη τους από τους όμαιμους και ομογάλακτους αδελφούς τους του κυβερνώντος κόμματος.
Έτσι όταν κοπάσει η μπόρα της κόντρας τους συγγραφέα με την Ιερά Σύνοδο κι όταν πάψει η τρομερή ανοησία της απαγόρευσης της κυκλοφορίας του βιβλίου του, ο Μίμης Ανδρουλάκης θα βρεθεί αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Διότι τώρα μπορεί ο ντόρος να έχει εκτινάξει την πώληση του βιβλίου του στα ύψη, όταν όμως ο κουρνιαχτός καταλαγιάσει ανάγλυφα θα αναδυθούν οι εκσυγχρονιστικές ελαφρότητες και τα ανανεωτικά μηρυκάσματα του συγγραφέα.
“Το Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”, κατά πως γράφει κάπου η “Βαβέλ”. “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” πασπαλισμένη με χρυσόσκονη και καλυμμένη από προοδευτικότητα” ξανοίχτηκε στα βαθιά. Αφήστε την να βουλιάξει μόνη της. Δεν “χρειάζεται βοήθεια.