Η συμφωνία για έναρξη της διαδικασίας εξομάλυνσης των σχέσεων ανάμεσα στο Κατάρ και τις άλλες σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου, έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από τη διεθνή κοινότητα. Το ρήγμα στην περιοχή προκαλούσε μεγάλη ανησυχία διάχυσης της αστάθειας. Στην αρχή της διένεξης, εάν πιστέψει κανείς έγκριτα δημοσιεύματα της εποχής, ήταν ανοικτό ακόμα και το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης.
Γράφει ο Ζαχαρίας Β. Μίχας
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA) από το defence-point.gr]
Η κατάσταση τότε ευλόγως προκαλούσε φόβο ότι θα έριχνε νερό στον μύλο του Ιράν. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ειδήσεις που βγήκαν από το πρόσφατο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, αντιμετωπίστηκαν στην Ελλάδα υπό το πρίσμα της ειδικής σχέσης που διατηρεί το Κατάρ με την Τουρκία.
Ευρύτερα, χωρίς αυτή τη διάσταση οι εξελίξεις θα είχαν πιο περιφερειακό χαρακτήρα, παρά την ενεργειακή διάσταση που έχει σαφώς παγκόσμιο αντίκτυπο, δεδομένου ότι το Κατάρ είναι ο κορυφαίος παγκοσμίως προμηθευτής αερίου LNG.
Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ
Η χρηματοδότηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας από την Ντόχα και η πολιτική στήριξή της από τον Ερντογάν ήταν ο συνδυασμός που προκαλεί ανησυχία στην ευρύτερη περιοχή. Ενώ από ορισμένους κύκλους στη Δύση παρουσιάζεται σαν “εκσυγχρονιστική τάση” εντός του μουσουλμανικού κόσμου, η αλήθεια είναι ότι συγκαλύπτει πεποιθήσεις, οι οποίες αποτελούν απειλή για τον “δυτικό τρόπο ζωής”.
Η συγκάλυψη στόχο έχει να καταστεί δυνατή η ανάληψη της εξουσίας σε μουσουλμανικές χώρες και στη συνέχεια με οργανωμένο τρόπο να εφαρμοστεί η ισλαμική ατζέντα. Δυστυχώς, πεποιθήσεις συντηρητικών ισλαμικών κύκλων για τους “απίστους” (kafir) δεν αποκηρύσσονται σε καμία περίπτωση. Απλά προτάσσεται η διπλωματία για την επίτευξη του κύριου στόχου, που δεν είναι άλλος από την ανατροπή των αραβικών μοναρχιών που δεν ευθυγραμμίζονται με την Αδελφότητα.
Στο ανάλογο μήκος κύματος κινείται και η πολιτική Ερντογάν. Μπορεί να ανήκει στο ΝΑΤΟ, μπορεί να αξιολογεί την αποδοτικότητα των σχέσεων με τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά η πραγματική γεωπολιτική βαρύτητα της Τουρκίας και παράγοντας της ισχύος της είναι η ισλαμική της ταυτότητα, σε συνδυασμό με το οθωμανικό παρελθόν στην αραβική χερσόνησο και στη βόρεια Αφρική.
Ο μεγαλοϊδεατισμός του Ερντογάν τροφοδοτείται κατ’ αντιδιαστολή και από την ανασφάλεια για το μέλλον της Τουρκίας, για τη σταθερότητα και την εδαφική της ακεραιότητα. Το εσωτερικό αδιέξοδο συνήθως οδηγεί σε αντιδιαμετρικές πολιτικές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη στάση απέναντι στην κουρδική κοινότητα. Η πολιτική του Ερντογάν αρχικά επεδίωξε πολιτική λύση με σκοπό την αφομοίωση των Κούρδων κι όταν απέτυχε πέρασε σε πολιτική στυγνής καταπίεσης.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΡΟΛΟΣ vs. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Ο Ερντογάν, αντί να ομφαλοσκοπεί απορροφημένος στις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, επιχειρεί φυγή προς τα εμπρός. Μέσω μιας ευδιάκριτης συμμετοχής της Τουρκίας στις πλανητικές ισορροπίες επιχειρεί την επικάλυψη των εσωτερικών προβλημάτων. Η υποβάθμισή τους γίνεται ευκολότερη όταν προτάσσεται ο επεμβατικός ρόλος της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή.
Η ανασφάλεια της Τουρκίας για το μέλλον της, τροφοδοτείται από την πεποίθηση ότι στην μετά-μεταψυχροπολεμική περίοδο είναι αναπόφευκτες αλλαγές και νέες γεωπολιτικές διευθετήσεις. Αυτός είναι ο λόγος αποχαλίνωσης του τουρκικού επεκτατισμού. Είναι φυσιολογικό να μας απασχολεί η διάστασή του που αφορά τον Ελληνισμό, αλλά η εικόνα είναι ευρύτερη.
Η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν απειλεί πολλούς. Γι’ αυτό παρατηρείται και το φαινόμενο των αντισυσπειρώσεων που μεγιστοποιεί τη σημασία της Ελλάδας ως συμμάχου στην ανάσχεση των τουρκικών σχεδιασμών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η θεαματική βελτίωση των σχέσεων με την Αίγυπτο και τις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου που αναγνωρίζουν την Ελλάδα ως πρώτη ζώνη άμυνας, άρα ευθέως συνδεόμενη με την ασφάλειά τους. Όσο μεγαλύτερη αντίσταση συναντά στη γειτονιά της, τόσο δυσκολότερη θα καθίσταται η υλοποίηση μεγαλοϊδεατικών οραματισμών εκ μέρους του Ερντογάν.
Η Τουρκία επιχειρεί να αποσπάσει όσα περισσότερα μπορεί σε όλα τα μέτωπα. Παράλληλα επιχειρεί να προωθήσει την εκ νέου ανακάλυψη, για όσους το έχουν “ξεχάσει”, ή απλά τη μεγιστοποίηση της δεδομένης για άλλους γεωστρατηγικής αξίας της. Η περιπέτεια στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και η εν συνεχεία έμμεση αναφορά στην αζερική μειονότητα του Ιράν εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.
Αφενός, “κλείνει το μάτι” στη Δύση για να δημιουργήσει την προσδοκία ότι θα αγωνιστεί για λογαριασμό της, ώστε μέσω Τουρκίας να εξασφαλιστεί επέκταση του ελέγχου ή τουλάχιστον της ισχυρότατης δυτικής επιρροής μέχρι τις όχθες της Κασπίας. Η δε αναφορά στο Ιράν συνδέει δυο διαφορετικές περιφέρειες μεταξύ τους. Αυτή της Υπερκαυκασίας με αυτή της Μέσης Ανατολής.
Την αποσταθεροποίηση του Ιράν, θεωρητικά, μπορεί να την “πουλήσει” τόσο στη Σαουδική Αραβία, βασικού ανταγωνιστή για την επιρροή στη Μέση Ανατολή, όσο και στο Ισραήλ, που θεωρεί την Τεχεράνη υπαρξιακή απειλή.
Ωστόσο, σε θεωρητικό επίπεδο, ενδεχόμενη απουσία της ιρανικής παραμέτρου, θα μπορούσε να ακυρώσει τη λογική που οδήγησε στην επαναπροσέγγιση των αραβικών καθεστώτων με το εβραϊκό κράτος. Επιπρόσθετα, για τους Σαουδάραβες, θα σήμαινε την αντικατάσταση της σιιτικής απειλής με την πιο απρόβλεπτη τουρκική.
Παρατηρώντας στον χάρτη την τουρκική δραστηριότητα, σχηματίζεται ατύπως ένας κύκλος “βασικού ενδιαφέροντος” που ορίζεται από την Υπερκαυκασία, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τα Βαλκάνια, επιστρέφοντας στα όρια της ρωσικής επικράτειας, στην Ουκρανία και την Κριμαία. Πέραν αυτού του κύκλου ξεκινούν οι τουρκικές φιλοδοξίες άσκησης επιρροής στους πλανητικούς συσχετισμούς ισχύος…
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ
Επιστρέφοντας στο θέμα του Κατάρ, να θυμηθούμε ότι η προσπάθεια επαναπροσέγγισης ξεκίνησε από τις ΗΠΑ. Η στρατιωτική παρουσία τους στο Εμιράτο είναι ισχυρή και μεγάλης σημασίας. Αποτρέπει κάθε απειλή κατά της ασφάλειας του Κατάρ, ενώ εξισορροπεί και την τουρκική παρουσία. Όσο επιθυμητή είναι αυτή για εξασφάλιση έναντι των γειτονικών σουνιτικών μοναρχιών, άλλο τόσο είναι και απειλή για ανατροπή του καθεστώτος εάν αποφασίσει να αποκλίνει από τη σημερινή πρόσδεση στο άρμα της Άγκυρας.
Οι ΗΠΑ έχουν ισχυρή παρουσία και στις άλλες χώρες της περιοχής, προστατεύοντάς τις από το Ιράν. Η προσέγγιση κατά συνέπεια ήταν νομοτελειακή. Ήταν θέμα χρόνου πότε θα συμβεί. Το αποτέλεσμα θα είναι αποκλιμάκωση, χωρίς όμως δραστική αντιμετώπιση των αιτιών που οδήγησαν στη διένεξη.
Το Κατάρ δεν θα σταματήσει να υποστηρίζει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και δεν θα εκδιώξει τα τουρκικά στρατεύματα από το έδαφός του. Δεν θα σταματήσει να συνδιαλέγεται με το Ιράν. Ίσως και να επιτευχθεί οριακή εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ. Εξάλλου, έχει να παίξει ίδιον ρόλο με αυτό του Αζερμπαϊτζάν ως “ατζέντης” στην προσπάθεια της Τουρκίας να εξομαλύνει τις σχέσεις της με όσους τις έχει διαταράξει.
Ισχύει όμως και αντίστροφα. Μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο και στα χέρια της αμερικανικής διπλωματίας για να ασκήσει πίεση στο καθεστώς Ερντογάν. Ας μην ξεχνούμε, για παράδειγμα, ότι η κρατική ενεργειακή εταιρία του Κατάρ είναι συνεταίρος με την αμερικανική ExxonMobil στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ.
Οδεύουμε σε μια κατάσταση όπου οι δεδομένες αντιπαλότητες θα αμβλυνθούν, κινούμενες εντός ελεγχόμενου πλαισίου που θα τις αποτρέπει από το να διαταράξουν τις ευαίσθητες μεσανατολικές ισορροπίες. Όλα αυτά μπορούν να προχωρήσουν επειδή το καθεστώς Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική μετωπικής σύγκρουσης παντού έχει φθάσει στο όριό της.
Η οικονομική πίεση που έχει ασκηθεί στην Τουρκία έχει οδηγήσει σε κραυγαλέα ασυμβατότητα ανάμεσα στους στόχους με τα οικονομικά μέσα. Καλείται να διαχειριστεί την κρίση για τους S-400. Αυτή η ενέργεια ήταν που έθεσε τις ανεξάρτητες επαφές της Τουρκίας με τη Ρωσία εκτός του αποδεκτού για τις ΗΠΑ πλαισίου. Έγινε μάλιστα με τρόπο που είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τον Ερντογάν να υποχωρήσει και να ισορροπήσει ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα. Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε πολλαπλές ανεπιθύμητες παρενέργειες που δεν περιορίστηκαν στο οικονομικό επίπεδο.
Η Τουρκία κινδυνεύει να υποστεί σοβαρές γεωπολιτικές απώλειες, λόγω και των αντισυσπειρώσεων που η ίδια προκάλεσε. Παρότι η επιθυμία των ΗΠΑ για την επαναφορά της στην προηγούμενη “κανονικότητα” (σ.σ. καταχρηστικά ο όρος) είναι δεδομένη, το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά φαίνεται προδιαγεγραμμένο.
Όμως θα ήταν λάθος να υποτιμηθεί η ικανότητα διαχείρισης ακόμα και της πιο δύσκολης κατάστασης από τον Ερντογάν, έστω κι αν στηρίζεται στη δυτική χίμαιρα περί αναντικατάστατης Τουρκίας. Αυτό που προκύπτει μετά βεβαιότητας, είναι ότι το καθεστώς Ερντογάν απέδειξε τη δυνατότητα να προκαλεί αναταράξεις και ανακατατάξεις στο περιφερειακό επίπεδο, που όμως διαχέονται ευρύτερα.
Η κατάσταση απέχει από το να έχει ξεκαθαρίσει. Η πολιτική της Άγκυρας, όμως, έχει υπερβεί αυτό που αποκαλείται “υπολογισμένο ρίσκο”…