Της Ρουμπίνας Σπάθη από την Καθημερινή
«Οταν μιλούσα για την Τουρκία ένιωθα επί καιρό σαν το αγόρι που φώναζε τη λέξη “λύκος” και αποδεικνυόταν κάθε φορά ψεύτης». Με τη γλαφυρή αυτή διατύπωση ο Ρότζερ Κέλι, οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, περιέγραφε προ διμήνου την έκπληξή του για την ικανότητα της τουρκικής οικονομίας να ελίσσεται εν μέσω κρίσεων, συχνά με ανορθόδοξες μεθόδους, και να αποφεύγει τόσο την κατάρρευση όσο και την προσφυγή στο ΔΝΤ.
Εκπληξη δικαιολογημένη, καθώς τα τελευταία δύο χρόνια η οικονομία της Τουρκίας φλερτάρει με την πτώχευση, απειλείται με νέα νομισματική κρίση, ανάλογη εκείνης που τη γονάτισε τον Αύγουστο του 2018, και εμπνέει στους αναλυτές σχεδόν τη βεβαιότητα ότι βρίσκεται στον προθάλαμο του ΔΝΤ.
Με τις εγγενείς παθογένειες των ελλειμμάτων της, της μεγάλης εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο και των περιορισμένων πόρων της να τη βαραίνουν και τον απρόβλεπτο πρόεδρό της να διαφεντεύει τη νομισματική πολιτική, η τουρκική οικονομία δέχθηκε φέτος καίριο πλήγμα από την πανδημία.
Οι εξαγωγές της μειώθηκαν κατά 10,9% μόνο μέσα στον Απρίλιο, ο πληθωρισμός βρίσκεται και πάλι στο 12,7% και η τουρκική οικονομία των 750 δισ. δολαρίων οδεύει προς τη δεύτερη ύφεσή της μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Ολα αυτά ενώ πριν από λίγους μήνες έθετε ως στόχο ανάπτυξη 5% για το τρέχον έτος. Τον Μάρτιο έσπευσε να στηρίξει την οικονομία με δέσμη μέτρων ύψους 14,4 δισ. δολαρίων. Οι εκτιμήσεις αναλυτών και διεθνών οργανισμών για την τουρκική οικονομία, όμως, μιλούν ήδη για ύφεση 8,6% το δεύτερο τρίμηνο και τουλάχιστον 5,3% το τρίτο τρίμηνο.
Εδωσε, ωστόσο, την εντύπωση πως είναι εφτάψυχη πριν από δύο μήνες, όταν συνήψε συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων με το Κατάρ. Σύμμαχος της Αγκυρας η Ντόχα, που αναπλήρωσε με 15 δισ. δολάρια τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τουρκίας, που είχαν εξανεμισθεί από τις αδιάκοπες παρεμβάσεις της με σκοπό τη στήριξη της τουρκικής λίρας. Η συμφωνία συνήφθη όταν γύριζαν την πλάτη στην Τράπεζα της Τουρκίας όλες οι κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής Federal Reserve, που μόλις είχε κλείσει αντίστοιχες συμφωνίες με αρκετές χώρες.
Ετσι, ακόμη και μετά την οικονομική καταστροφή της πανδημίας, που ανάγκασε 90 χώρες να προσφύγουν στο ΔΝΤ, η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν ελίσσεται και αποφεύγει μια ταπεινωτική επιστροφή «στα σαγόνια» του Ταμείου.
Αυτό σημαίνει ότι τηρεί την υπόσχεσή του ο Τούρκος πρόεδρος που θεμελίωσε τη δημοτικότητά του στην πρόωρη αποπληρωμή δανείου του ΔΝΤ και στην οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε. Επρόκειτο για το δάνειο που είχε λάβει η προηγούμενη κυβέρνηση, όταν η οικονομική κρίση το 2001 κυριολεκτικά εξαφάνισε το τότε πολιτικό κατεστημένο της Τουρκίας.
Στο μεταξύ, όμως, η Τουρκία πρέπει να αποπληρώσει χρέος ύψους 169 δισ. δολαρίων που λήγει μέσα στους επόμενους δέκα μήνες. Σύμφωνα, ωστόσο, με επίσημα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού, έχουν μειωθεί από τον Απρίλιο στα 53,9 δισ. δολάρια, από τα 81,2 δισ. δολάρια στα τέλη του περασμένου έτους. Πολλοί οικονομικοί αναλυτές αμφισβητούν, όμως, κατά πόσον ευσταθεί ακόμη και αυτό το ποσό για τα διαθέσιμα, καθώς εκτιμούν πως αν αφαιρεθούν τα δάνεια από τις τουρκικές τράπεζες, το επίπεδο των διαθεσίμων θα είναι πολύ χαμηλότερο, ενδεχομένως και κάτω από τα 30 δισ. δολάρια.
Εκροές ξένων κεφαλαίων 15 δισ. δολ. την τελευταία διετία
Από το 2002 που ανέλαβε τα ηνία της χώρας το κυβερνών ΑΚΡ με επικεφαλής τον Ερντογάν, η Τουρκία αναδείχθηκε σε αγαπημένη των επενδυτών μεταξύ όλων των αναδυόμενων οικονομιών. Επί περίπου 15 χρόνια εισέρρεαν στα ταμεία του τουρκικού κράτους ξένα κεφάλαια που έφθασαν συνολικά στα 525 δισ. δολάρια σε άμεσες επενδύσεις, μετοχές και τίτλους, αλλά και ξένα δάνεια.
Η εισροή του ξένου κεφαλαίου ήταν αυτή που στήριξε την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας μέχρι το 2018. Και ήταν αυτή ουσιαστικά που έδωσε ακόμη μία φορά τη νίκη στον Ταγίπ Ερντογάν με την έγκριση της συνταγματικής μεταρρύθμισης και την ανάδειξή του σε ένα είδος απόλυτου μονάρχη, στον μοναδικό πόλο πολιτικής εξουσίας στη χώρα.
Εκτοτε, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων που έχει καλλιεργήσει η Τουρκία με τις γειτονικές χώρες, εξαιτίας των κατά καιρούς προστριβών στις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον αλλά και εξαιτίας των παρεμβάσεων του Ερντογάν στην πολιτική της κεντρικής τράπεζας.
Εν μέσω της αβεβαιότητας που καλλιεργεί στους επενδυτές, η Τουρκία εγκαταλείπεται από το ξένο κεφάλαιο που της είναι αναγκαίο για την κάλυψη των ελλειμμάτων της, και τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα μειώνονται διαρκώς. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη γειτονική χώρα έχουν ελαχιστοποιηθεί, με εξαίρεση μόνον τις αγορές πολυτελών επαύλεων από ξένους.
Μέσα στα τελευταία δύο χρόνια έχουν εγκαταλείψει τη χώρα περίπου 15 δισ. δολάρια. Διευρύνεται, έτσι, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που εκτινάχθηκε τον Απρίλιο στα 5,1 δισ. δολάρια, για να υποχωρήσει τον Μάιο στα 3,8 δισ. δολάρια.
Μη έχοντας άλλο τρόπο να καλύψει τα ελλείμματά της, η Αγκυρα αντλεί κεφάλαια από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας που υπολογίζεται πως μέσα στους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους μειώθηκαν τουλάχιστον κατά 25 δισ. δολάρια.
Σε μια προσπάθεια να καλύψει τη «γύμνια», κατέφυγε κατά καιρούς σε λογιστικούς ελιγμούς εμφανίζοντας ως τμήμα των διαθεσίμων της δάνεια που είχε λάβει η κεντρική τράπεζα από τις τουρκικές τράπεζες.
Στο μεταξύ, οι τουρκικές τράπεζες φαίνεται πως βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη στην οποία βρίσκονταν στην προ διετίας νομισματική κρίση. Σύμφωνα με στοιχεία της Capital Economics, στο σύνολό του ο κλάδος έχει χρέος σε ξένο νόμισμα συνολικού ύψους 81 δισ. δολαρίων, που αντιστοιχεί περίπου στο 10% του ΑΕΠ της χώρας και βέβαια είναι πολλαπλάσιο των 30 δισ. δολαρίων που διατηρούν οι τράπεζες στα ταμεία της κεντρικής τράπεζας.
Επικαλούμενος τη ραγδαία μείωση των διαθεσίμων αλλά και τον κίνδυνο παρέμβασης της κυβέρνησης στον τραπεζικό κλάδο, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch Ratings υποβάθμισε προσφάτως τραπεζικούς κολοσσούς της Τουρκίας, όπως τις Ziraat Bankasi και Turkiye Vakflar Bankasi.
Η λίρα διολισθαίνει και οι Τούρκοι μετατρέπουν τις καταθέσεις τους σε δολάρια
Βλέποντας την τουρκική λίρα να διολισθαίνει, ο Τούρκος πρόεδρος επανέρχεται κατά καιρούς στη γνώριμη τακτική του να αποδίδει τα δεινά της οικονομίας σε ξένα κέντρα που απεργάζονται την καταστροφή της χώρας. Μέσα στους τελευταίους μήνες έχει προβεί επανειλημμένως σε απαγορεύσεις προς συγκεκριμένες ξένες τράπεζες που, σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, αποθαρρύνουν περαιτέρω το ξένο κεφάλαιο και αντιβαίνουν τη λογική μιας ανοικτής οικονομίας.
Την άνοιξη, όταν η τουρκική λίρα υποχωρούσε σε ιστορικό χαμηλό, η εποπτική αρχή του τουρκικού χρηματοπιστωτικού τομέα απαγόρευσε σε τρεις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες τη διενέργεια συναλλαγών σε τουρκικές λίρες. Επρόκειτο για τις Citigroup, UBS και BNP Paribas. Ανακάλεσε, βέβαια, γρήγορα την απαγόρευση αλλά πολλοί οικονομικοί αναλυτές είχαν ήδη ερμηνεύσει την απαγόρευση ως κίνηση απελπισίας των τουρκικών αρχών. Και αυτό επειδή έχουν ελαχιστοποιηθεί τα περιθώρια της κεντρικής τράπεζας για παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος. Μετά και τη νομισματική κρίση του 2018, η τουρκική λίρα βρίσκεται γενικά σε πτωτική πορεία με μερικά διαλείμματα ανάκαμψης οφειλόμενα ενίοτε σε αυτού του είδους τις παρεμβατικές και μάλλον ανορθόδοξες τακτικές των τουρκικών αρχών.
Προσωρινά και πάλι είχε απαγορεύσει σε έξι διεθνείς τράπεζες, μεταξύ των οποίων οι JPMorgan, Goldman Sachs και Credit Suisse, να στοιχηματίζουν στην πτώση του τουρκικού χρηματιστηρίου. Παλαιότερα είχε στραφεί ειδικότερα κατά της JP Morgan επειδή η επενδυτική τράπεζα είχε συμβουλέψει τους πελάτες της να πουλήσουν τις τουρκικές λίρες που είχαν στο χαρτοφυλάκιό τους. Η τουρκική λίρα βρίσκεται και πάλι σε επίπεδα ανησυχητικά κοντά στις επτά λίρες προς ένα δολάριο. Την Παρασκευή έκανε πράξεις στην περιοχή των 6,85 λιρών προς ένα δολάριο.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διεθνών αναλυτών, τα αλλεπάλληλα επεισόδια ελεύθερης πτώσης του τουρκικού νομίσματος αποτελούν αντανάκλαση της δεινής θέσης στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία της Τουρκίας εν μέσω της πανδημίας που επέτεινε περαιτέρω τις παθογένειές της.
Οικονομολόγοι της Rabobank έχουν επανειλημμένως επισημάνει πως η κεντρική τράπεζα δεν έχει παρά μόνον δύο επιλογές. Η πρώτη επιλογή είναι να επαναφέρει τα επιτόκια στο 24%, στα επίπεδα δηλαδή στα οποία τα ανέβασε το φθινόπωρο του 2018 και αναχαίτισε την ελεύθερη πτώση του νομίσματος. Εκτοτε, όμως, με αλλεπάλληλες μειώσεις τα έχει περιορίσει και πάλι στο 8,25%. Στη συνεδρίασή της μέσα στην εβδομάδα τα άφησε αμετάβλητα μολονότι ο πληθωρισμός τον Ιούνιο ήταν περίπου 12,7%.
Εν μέρει αιτία αυτής της στρατηγικής είναι οι γνωστές ανορθόδοξες απόψεις του Τούρκου προέδρου που προκαλούν θυμηδία στους οικονομολόγους: πως τα υψηλά επιτόκια ευθύνονται για τον πληθωρισμό. Προπαντός ευθύνεται η επιθυμία του να χορηγείται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις φτηνό χρήμα ώστε η συνεπακόλουθη ανάπτυξη να διασφαλίζει τη δημοτικότητά του. Η δεύτερη επιλογή της κεντρικής τράπεζας είναι, σύμφωνα με αναλυτές της Rabobank, να επιβάλει ελέγχους στις εκροές κεφαλαίων και στη δολαριοποίηση των εγχώριων καταθέσεων.
Η συνεχής αποδυνάμωση της τουρκικής λίρας έχει εξωθήσει τους Τούρκους να μετατρέπουν τις καταθέσεις τους σε δολάρια. Είναι ενδεικτικό ότι οι καταθέσεις σε δολάρια αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% των υποχρεώσεων του τουρκικού τραπεζικού συστήματος. Αν συμπεριληφθούν και οι ξένες τράπεζες που βρίσκονται στη χώρα τότε οι καταθέσεις σε δολάρια υπερβαίνουν συνολικά κατά 47 δισ. δολάρια τα δάνεια σε ξένο νόμισμα.
Κατηγορίες
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος αποχώρησε από κυβέρνηση και κόμμα, αποδίδει πολλά από τα δεινά της τουρκικής οικονομίας στην εξωτερική πολιτική του Τούρκου προέδρου. Σε πρόσφατη συνέντευξή του τόνισε πως δεν επαρκεί ούτε μια προσφυγή στο ΔΝΤ, γιατί χρειάζονται και συμφωνίες με άλλες χώρες.
Ανησυχία
Στις αρχές Ιουλίου ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s αναφέρθηκε στη «νέα ανησυχία που υπάρχει στην αγορά» και αφορά την οικονομική πολιτική της Τουρκίας. Προέβλεψε πως η τουρκική οικονομία θα συρρικνωθεί φέτος κατά 5% και θα ανακάμψει ήπια το 2021. Στην ίδια εκτίμηση για ύφεση 5% της τουρκικής οικονομίας έχει προβεί και το ΔΝΤ.
Εκδόσεις χρέους
Δεδομένου ότι τείνουν να εξανεμισθούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τουρκίας, ο οίκος Fitch εκτιμά πως δεν θα υπάρξουν περαιτέρω παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας στην αγορά συναλλάγματος με σκοπό τη στήριξη της τουρκικής λίρας. Ταυτοχρόνως η Fitch ευελπιστεί πως οι νέες εκδόσεις χρέους από την τουρκική κυβέρνηση θα λειτουργήσουν «σταθεροποιητικά».