από το Άρδην, τ. 36, Μάιος-Ιούνιος 2002 |
Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου, στην περίοδο 2000-2001, δεν αποτελεί ένα συγκυριακό φαινόμενο αλλά συνδέεται με την παρατεταμένη άνοδο του πετρελαίου και τη χρηματιστηριακή καθίζηση σε όλες τις «ώριμες» αγορές. Η καθοδηγούμενη από τι ς ΗΠΑ παγκοσμιοποίηση αρχίζει να θρυμματίζεται. Ταυτόχρονα, η κρίση του ασφαλιστικού συστήματος ολοκλήρωσε τη ρήξη του «εκσυγχρονισμού» με τα χαμηλότερα και μεσαία στρώματα, ακόμα και εκείνα του δημόσιου τομέα. Οι κοινωνικές συμμαχίες του δυτικοστραφούς «εκσυγχρονισμού», από τους μισθωτούς μέχρι τα νέα τζάκια και τους διαπλεκομένους -με κοινό παρονομαστή το «νοικοκύρεμα» της οικονομίας, τη διανομή των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και ιδεολογικό συνεκτικό υλικό τον «εκσυγχρονισμό» και τον αντικληρικαλισμό, ώστε να ενσωματώνει και ένα μέρος της Αριστεράς-, αυτοαναιρούνται διότι συγκρούονται και με τα δύο άκρα του κοινωνικού και πολιτικού φάσματος. Το εκκλησιαστικό ζήτημα, που αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, απεδείχθη μια ήττα τεραστίων διαστάσεων του «δυτικού στρατοπέδου». Το γεγονός ότι ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπήρξε ο μόνος επίσημος θεσμικός παράγοντας στην πρόσφατη ιστορία μας ο οποίος απαίτησε τη συγνώμη του Πάπα -την οποία και απέσπασε- για την αποικιακή πολιτική της Δύσης έναντι της Ελλάδας, εδώ και… οκτώ αιώνες, αποδεικνύει το δυναμικό της αντίστασης που περικλείει ακόμα η παράδοση, παρά την κρατικοποίηση και τον μερικό ευτελισμό της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Η επιμονή στη διαγραφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας από τις ταυτότητες -παρά την ενεργό εναντίωση τριών εκατομμυρίων πολιτών- εθεωρήθη προνομιακό ιδεολογικό ζήτημα για την ιδεολογική χειραγώγηση της Αριστεράς και την ενθάρρυνση της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Είχε όμως ως αποτέλεσμα την αναζωπύρωση του ζητήματος της ταυτότητας των Ελλήνων, επιταχύνοντας τη ριζοσπαστικοποίηση του λαϊκού-εκκλησιαστικού σώματος προς μια αντιπαγκοσμιοποιητική κατεύθυνση, ανοίγοντας εκ νέου ζητήματα που φαίνονταν καταχωνιασμένα και ξεχασμένα.
Και αν είναι γεγονός πως η εκκλησία και η ηγεσία της δεν διαθέτει τα ιδεολογικά εργαλεία για να μετασχηματίσει σε μια σύγχρονη γλώσσα και πρόταγμα αυτή τη λαϊκή αντίθεση, αν άνοιξε ίσως μια σύγκρουση που η ίδια δεν μπορεί να διαχειριστεί σε όλες της τις διαστάσεις, ωστόσο η κυβερνητική επίθεση στο τελευταίο ανάχωμα ή… άλλοθι των Ελλήνων, την ταυτότητά τους, πυροδότησε μια αρχόμενη πολιτιστική επανάσταση, μια αυξανόμενη αντίσταση στα ζητήματα της γλώσσας, του πολιτισμού, της ιστορίας. Οι Έλληνες νιώθουν πως γίνονται περισσότερο εξαρτημένοι και υποτελείς στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και τους επεκτατιστές γείτονες. Και επειδή στην πολιτική δεν διαθέτουν επαρκείς απαντήσεις, καταφεύγουν στην τελευταία γραμμή άμυνας, την πολιτισμική ταυτότητά τους, τη γλώσσα, τη θρησκεία τους. Αυτό είναι που αιφνιδίασε τους «εκσυγχρονιστές» οι οποίοι θεωρούσαν πως αρκεί το χρηματιστήριο και ο εκμαυλισμός μέσω των ΜΜΕ, για να γίνει αποδεκτή και πλήρης η απεμπόληση κάθε στοιχείου ταυτότητας. Βρισκόμαστε στο κοίλον της ιστορίας. Μια μορφή πολιτισμού έχει τελειώσει, χωρίς ακόμα να έχει αναδυθεί το καινούργιο. Και η χώρα μας, ο χώρος μας, οι αξίες «μιας άλλης ζωής, πέρα απ’ τα αγάλματα» πιέζονται ασφυκτικά. Και τονίσαμε ήδη πως δεν αρκεί η αηδία, η απόρριψη, η προσφυγή στις ρίζες και τις παραδόσεις για τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εναλλακτικής πρότασης. Αποτελούν όμως αναγκαία προϋπόθεση γι’ αυτήν. Ξέρουμε πολύ καλά πως η κοινωνία μας χρειάζεται συζήτηση, ανάλυση, προβληματισμό, κινήσεις και πρωτοβουλίες σε μοριακό επίπεδο, για να αποκτήσει περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό της, για να συσσωρεύσει δυνάμεις που θα επιτρέψουν την ανατροπή του σημερινού σκηνικού. Ρίχνοντας το βλέμμα πίσω, επιστρατεύοντας το κουράγιο και τη δύναμη που μας δίνει η ιστορία και η παράδοσή μας,
επεξεργαζόμενοι τα δεδομένα του σήμερα και οραματιζόμενοι τις μουσικές του μέλλοντος, θα πρέπει να πασχίσουμε, επιτέλους, γ αυτή τη σύνθεση που ενέπνεε τον μεγάλο Σικελιανό:
“Από τη νέα πληγή που μ’άνοιξεν η μοίρα έμπαιν’ ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου, με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το κύμα. σε καράβι π’ ολοένα βουλιάζει.
η καρδιά μου με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα. Κ’ η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε: “Θάρτει τάχα ποτέ, θα νάρτει η ώρα, που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου κ’η ψυχή μου που Μυημένη τηνέ κράζω θα γιορτάσουν μαζί;”»
Άγγελος Σικελιανός, Ιερά Οδός