από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
ΤΟ ΌΧΙ” TOY ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, όπως και η αντίσταση του ιρακινού λαού και η αποχώρηση των Ισπανών από το Ιράκ, αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις μιας βαθύτερης στροφής που αρχίζει να διαφαίνεται στο παγκόσμιο σκηνικό. Η νέα τάξη της παγκοσμιοποίησης αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερες αντιδράσεις και αντιστάσεις:
Στο οικονομικό πεδίο, η αμερικανική και η δυτική οικονομία χάνουν την ηγεμονία τους έναντι της Άπω Ανατολής, όπου σταδιακώς μεταφέρεται το νέο κέντρο της παγκόσμιας οικονομικής συσσώρευσης. Η Κίνα, αλλά ακόμα και η Ινδία, ξεπροβάλλουν ως οι μελλοντικοί οικονομικοί και γεωπολιτικοί γίγαντες που μπορούν να αμφισβητήσουν την αμερικανική ηγεμονία. Η εμπλοκή των ΗΠΑ σ’ έναν θανάσιμο πόλεμο με το Ισλάμ δίνει τον χρόνο και τη δυνατότητα στην Κίνα να συγκροτήσει έναν αυτόνομο οικονομικό και στρατιωτικό πόλο. Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα ξεπερνάει ήδη τα 100 εκατομμύρια δολάρια. Η Ρωσία του Πούτιν, έχοντας αποτινάξει τον έλεγχο των φιλοδυτι-κών και φιλοσιωνιστών “ολιγαρχών”, ανασυγκροτείται σταδιακώς και επανακάμπτει στο διεθνές προσκήνιο -ενώ ήδη απέτρεψε, μαζί με την Κίνα και τη Γαλλία, την υιοθέτηση πιέσεων ενάντια στην Κύπρο στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Τέλος, στην ίδια την Ευρώπη, παρά τις ανάξιες ηγεσίες της, πληθαίνουν οι αντιδράσεις ενάντια στην αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή, πολιτική που κινδυνεύει να οδηγήσει σε έναν “πόλεμο πολιτισμών” μεγάλης κλίμακας, όπου η Ευρώπη θα κληθεί να πληρώσει τα σπασμένα της αμερικανικής αλαζονείας. Παράλληλα, πληθαίνουν και οι αντιδράσεις στις προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί η Τουρκία ως Δούρειος Ίππος μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι, το ΟΧΙ της Κύπρου, η συμπαράσταση των Ελλαδιτών και η χωρίς προηγούμενο πολιτική συζήτηση που διεξήχθη -παρά την αρνητική χρονική στιγμή, λίγο πριν την Ολυμπιάδα και τις πιέσεις που αυτή συνεπάγεται- σηματοδοτούν μια νέα πολιτική πραγματικότητα που εντάσσεται και συμβάλλει στο μεταβαλλόμενο διεθνές κλίμα που περιγράψαμε.
Η ιμπεριαλιστική λογική της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης, η λογική της κοινωνίας των δύο τρίτων, του νεο-φιλελευθερισμού, απορρίπτονται από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των κομμάτων και των ΜΜΕ, που παραμένουν πειθήνια όργανα των ξένων και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Γι’ αυτό και είναι πλέον ώρα να αρχίσει να παίρνει σχήμα και μορφή αυτό το αίσθημα της απόρριψης και ταυτόχρονα της αισιοδοξίας που πυροδότησαν οι Κύπριοι αδερφοί μας, όσο και οι νέες διεθνείς πραγματικότητες που τείνουν να διαμορφωθούν.
Πριν τριάντα χρόνια, η κατοχή και ο διαμελισμός της Κύπρου συνέτριψαν τα τελευταία ακροδεξιά υπολείμματα στο κράτος και τον στρατό και εγκαινιάστηκε η μεταπολίτευση. Ωστόσο, η κατάκτηση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που ζήσαμε στη μεταπολιτευτική περίοδο, εμπεριείχε εγκυστωμένη στο συλλογικό μας υποσυνείδητο μια βαθύτατη ενοχή, μια χαίνουσα πληγή, την πιθανή απώλεια του τελευταίου μέρους του ευρύτερου ελληνισμού που ερχόταν από μια ιστορία μερικών χιλιετιών. Μια ενοχή που μεταφράστηκε όχι απλώς σε μία απώθηση (“φτάνει πια με την Κύπρο”) αλλά και σε μία στρατηγική αποσύνδεσης του κοινωνικού και δημοκρατικού στοιχείου από το εθνικό: “μια και η χούντα με τους εθνικοπατριωτισμούς της κατέστρεψε την Κύπρο, κάθε αναφορά σε πατριωτισμό, ταυτότητα, εθνικοαπελευθερωτικά ιδεώδη συνιστά εθνικισμό και πατριδοκαπηλεία, και γι’αυτό θα πρέπει να τα εγκαταλείψουμε στον Καρατζαφέρη και τους ομοίους του”. Και όλα αυτά ξεχνώντας πως η χούντα κατεπρόδωσε την Κύπρο -αποσύροντας τη μεραρχία το 1967 και πραγματοποιώντας το πραξικόπημα ως πρελούδιο της εισβολής- και πως η Αριστερά στην Ελλάδα συνεχίζει ακόμα να επιβιώνει ως μεγάλη εθνική δύναμη γιατί έχει πίσω της το μεγάλο κεφάλαιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κατοχής. Διαφορετικά θα είχε συρρικνωθεί σε κομματίδια και ομαδούλες, όπως επιχειρούν να τη συρρικνώσουν όσοι αποσυνδέουν την κοινωνική διάσταση από την εθνική, σε μια χώρα που εξακολουθεί εν τέλει να καθορίζεται από το αντιμπεριαλιστικό της ήθος, από αυτό το ΟΧΙ, που, λόγω θέσης, μεγεθών και ιστορίας, είναι υποχρεωμένη να επαναλαμβάνει αδιάκοπα στην ιστορική της διαδρομή. Και ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα φυσιογνωμίες όπως ο Μανόλης Γλέζος ή και ο Μίκης Θεοδωράκης -παρά τις ταλαντεύσεις του- που ενσαρκώνουν αυτή την ιστορία και αυτό το ήθος.
Σήμερα, αυτοί που αποσυνδέουν το εθνικό από το κοινωνικό στοιχείο έχουν φτάσει στις ακραίες συνέπειες αυτής της επιλογής. Μεταβλήθηκαν, ή κινδυνεύουν να μεταβληθούν, σε θεραπαινίδες της υπερδύναμης. Συντάχθηκαν με τη Νέα Τάξη στην προσπάθεια να εκβιαστεί το φρόνημα του κυπριακού λαού και να μεταβληθούν σε προτεκτοράτα τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος.
Έτσι, μια πολιτική που ήθελε να είναι “κοινωνική” χωρίς την εθνικοαπελευθερωτική της διάσταση, έφτασε στις ακραίες της συνέπειες και γι’ αυτό, την έσχατη στιγμή, άρχισε μια αντίστροφη κίνηση μεγάλου βάθους και συνεπειών. Το Κυπριακό ΟΧΙ πυροδοτεί ένα νέο κύκλο όπου, επί τέλους, μπορεί να επουλωθεί το τραύμα της εισβολής. Και δεν είναι τυχαίο πως, σε Ελλάδα και Κύπρο, οι νέοι τάχθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, υπέρ του “Όχι”, ακριβώς γιατί δεν βαρύνονται από τις μνήμες, τις ευθύνες και τις άμεσες συνέπειες της καταστροφής του 1974. Και το ίδιο συνέβη με τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της Αριστεράς που, εκτός από ελάχιστα ηγετικά στελέχη και ορισμένες ηγεσίες μικροκομμα-τιδίων, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, καθώς και τους σιτιζόμενους στο Πρυτανείο των προγραμμάτων και των καθεστωτικών θώκων διανοούμενους, τάχθηκαν συντριπτικά, σε Ελλάδα και Κύπρο, “με εκείνο το όχι που επέβαλλε η τιμή και η συνείδησή τους”. Και εγκαινίασαν έναν νέο ιστορικό κύκλο.
Έναν κύκλο που συνδυάζει κοινωνικά, πατριωτικά, οικολογικά, δημοκρατικά, πολιτισμικά αιτήματα και διεκδικήσεις σε μια αδιάσπαστη και οργανική ενότητα, τέτοια που απαιτεί η σύγχρονη πραγματικότητα, απορρίπτοντας κάθε μονομερή και μονοδιάστατη αντίληψη που επικεντρώνεται σε ένα και μόνο ζήτημα. Η Ελλάδα, για να είναι ανεξάρτητη, πρέπει να υιοθετήσει έναν εναλλακτικό οικονομικό, κοινωνικά δίκαιο, οικολογικά βιώσιμο και πολιτισμικά αυτογενές και ταυτόχρονα σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης και να απορρίψει το σημερινό παρασιτικό πρότυπο που γεννάει μόνο εξάρτηση, ναρκωτικά και παρακμή.