του Ν. Βαγενά, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
“ΤΟ ΝΑ ΘΕΛΗ να απόδειξη τις το ελληνικόν της Κύπρου, εις ημάς τους Έλληνας φαίνεται περιττόν. Είναι ως να απεδείκνυε ότι οι Πελοποννήσιοι είναι Έλληνες. Αλλ’ εν πραγματεία προ-ωρισμένη διά ξένους αναγνώστας ουχί πάντας ευπαιδεύτους και ειδήμονας ήτο αναγκαίον”.
Περισσότερα από εκατό χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Καβάφης, ποιητής με αναμφισβήτητη ιστορική αίσθηση και ιστορική γνώση, σημείωνε τα παραπάνω στην κριτική του για το βιβλίο Cyprus and the Cypriot Problem (Λευκωσία 1893), του Γεωργίου Σιακαλλη, και η ανάγκη μιας ανάλογης πραγματείας, προορισμένης μάλιστα όχι μόνο “δια ξένους” αλλά και δι’ Έλληνας, είναι σήμερα επιτακτική. Διότι δεν είναι μόνο η τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου που αλλοίωσε -με την εθνοκάθαρσή του και τη μαζική εισαγωγή σε αυτό τούρκων εποίκων – την πληθυσμιακή εικόνα του νησιού. Είναι και κάτι άλλο που έχει συμβεί: η απόβαση στο νότιο τμήμα του (στο Πανεπιστήμιο Κύπρου) ορισμένων ελλαδιτών πανεπιστημιακών με σκοπό την “ανατροπή της κυπριακής και ελληνοτουρκικής πραγματικότητας” δια της εφαρμογής μιας νέας ιστορικής μεθόδου- εκείνης της εργαστηριακής παραγωγής της ιστορίας.
Η μέθοδος αυτή, που θα μπορούσε να ονομαστεί και “μέθοδος θερμοκηπίου”, καθώς έχει ως θεωρητική βάση της την ακράδαντη πεποίθηση ότι η εθνική συνείδηση δεν είναι παρά (καθ’ ολοκληρίαν) κατασκευή, καθαρό ιδεολόγημα (δεν διστάζει να περιγράψει ως ιδεολογηματική κατάντια” ακόμη και τον αντιαποικιακό αγώνα των Κυπρίων της δεκαετίας του 1950), προϋποθέτει – για την ακρίβεια, απαιτεί – την αποβολή της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου και τη δημιουργία μιας άλλης, κοινής εθνικής συνείδησης, της κυπριακής, η οποία θα στηρίζεται σε ένα άλλο, όμως σωτήριο για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδεολόγημα: στην κυπριακότητα.
Το ιδεολόγημα αυτό θα αποτελείται από τη δημιουργική σύνθεση δυο επιμέρους λυτρωτικών ιδεολογημάτων από τη συνένωση μιας ελληνικότητας και μιας τουρκικότητας που θα είναι εντελώς κεκαθαρμένες από την ελληνική ελληνικότητα και την τουρκική τουρκικότητα αντιστοίχως- δηλαδή θα είναι μια άλλη τουρκικότητα (μια απολύτως κυπριακή τουρκικότητα) και μια άλλη ελληνικότητα (μια απολύτως κυπριακή ελληνικότητα), οι οποίες, μέσα στα πλαίσια του σημερινού γεωγραφικού και πληθυσμικού διαμερισμού της νήσου, θα νέμονται “επί ίσοις όροις”, ως “ισότιμοι συνδιαχειριστές, […] την κυπριακότητα, την κυπριακή ιστορία κ.λπ.”.Η θεωρία αυτή, που αντιμετωπίζει απαξιωτικά – και συλλήβδην- ως εθνικιστές τους Έλληνες και τους Τούρκους της Κύπρου που αισθάνονται Έλληνες και Τούρκοι αντιστοίχως, και που πρεσβεύει όχι τον ιστορικό συμβιβασμό τους αλλά κάτι που οδηγεί στην ιστορική τους αλλοτρίωση, θα ήταν απλώς ευτράπελη αν δεν διατυπωνόταν ως “εμβριθής” πανεπιστημιακός λόγος, και μάλιστα της ανανεωτικής Αριστεράς. Ούτε βέβαια την καθιστά σοβαρότερη το γεγονός ότι από την τουρκική εισβολή του 1974 ως σήμερα πολλά έχουν συμβεί και αλλάξει στην Κύπρο. Διότι το να ζητάς από έναν λαό -προκειμένου να αποφύγει στο μέλλον τα δεινά που πιστεύεις ότι του προκάλεσε (αυτή, και μόνο αυτή) η εθνική του συνείδηση- να αντικαταστήσει την εθνική του ταυτότητα με μια τοπική ταυτότητα ανομοιογενή (δηλαδή τεχνητή, αφού θα έχει παραχθεί όχι από θρησκευτικό αλλά από πολιτικό γάμο μεταξύ δύο κοινοτήτων), δείχνει όχι μόνο ελλιπή ιστορική αίσθηση αλλά και -στη συγκεκριμένη περίπτωση- ελλιπή γνώση της ιστορίας της Κύπρου.
Αν οι θιασώτες αυτής της θεωρίας γνώριζαν καλύτερα την ιστορία του νησιού θα μπορούσαν να επικαλεστούν ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ των απόψεών τους- ότι και οι Βρετανοί κατά την τελευταία περίοδο της αποικιακής διακυβέρνησης του είχαν, για τους δικούς τους σκοπούς, αποδυθεί σε μιαν ανάλογη προσπάθεια κατασκευής μιας κυπριακότητας, αμφισβητώντας την ελληνικότητα των Ελλήνων της Κύπρου (που το 1893 αποτελούσαν το 78% και το 1960, έτος της ανεξαρτησίας της, το 82% του πληθυσμού της) και παρουσιάζοντας τους ως έναν ιδιαίτερο μεσογειακό λαό (ασσυριακής ή φοινικικής καταγωγής) χωρίς ουσιώδεις σχέσεις με τους Έλληνες (προσπάθεια την οποία ενίσχυαν παντοιοτρόπως οι κυβερνήσεις της Τουρκίας).
Πόσο συστηματική ήταν αυτή η επιδίωξη των Βρετανών το μαρτυρεί, ανάμεσα σε άλλους και ο Σεφέρης, ποιητής αναμφισβήτητης -κι αυτός- ιστορικής αίσθησης και ιστορικής γνώσης. “Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές”, έγραφε το 1954, “που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου”.
Πιο αντικειμενικοί από τους ιστορικούς με ελλιπή ιστορική αίσθηση και ελλιπή ιστορική γνώση (και δεν αναφέρομαι στη γνώση των ελληνικών πηγών μόνο) είναι οι ποιητές με γερή ιστορική αίσθηση και γερή ιστορική γνώση. Οι πρώτοι καλό θα ήταν να μην αγνοούσαν τα κείμενα των δεύτερων’ ιδιαίτερα του Σεφέρη, που ήταν και διπλωμάτης με βαθιά εμπειρία του Κυπριακού.
*Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.