του Τ. Σίγκλερ, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
T01878 ΗΤΑΝ MIA ΧΡΟΝΙΑ εξαιρετικής σημασίας για τους Αλβανούς. Μετά τη λήξη του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου του 1877-78, το συνέδριο του Βερολίνου αποφάσισε να παραχωρήσει τις αλβανικές περιοχές Gusinje και Pllav στο πριγκηπάτσ του Μαυροβουνίου, αποσπώντας έτσι μια μερίδα του αλβανικού πληθυσμού από το Οθωμανικό κράτος. Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε ο σπινθήρας που οδήγησε στη γέννηση του αλβανικού εθνικισμού. Μια ομάδα ογδόντα περίπου κορυφαίων Αλβανών συγγραφέων, διανοούμενων και πολιτικών ηγετών, συναντήθηκε στο Πρίζρεν, ίδρυσε την “Αλβανική Ένωση” και συνέταξε το “Πρόγραμμα του Πρίζρεν του 1878”, που είχε σκοπό να εκφράσει τα αιτήματα των Αλβανών στο συνέδριο του Βερολίνου. Το πρόγραμμα αυτό απαιτούσε την ένωση όλων των αλβανικών εδαφών και τη συγκρότηση ενός αυτόνομου κράτους μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Ένωση απαιτούσε επίσης δικαιώματα στη συλλογή φόρων, εκπαίδευση στην αλβανική γλώσσα και θρησκευτική ελευθερία. Αν και το πρόγραμμα είχε μικρή απήχηση, αντιπροσώπευσε την γέννηση του αλβανικού εθνικισμού, μιας και ήταν η πρώτη φορά που οι Αλβανοί έθεταν στα αιτήματα τους φιλοδοξίες αυτοδιάθεσης. Εντούτοις, η “Ένωση” τελούσε ακόμα υπό την κυριαρχία μιας ισλαμικής άρχουσας τάξης γαιοκτημόνων, η οποία ήταν αρκετά προσγειωμένη στα αιτήματά της. Έτσι ο αλβανικός εθνικισμός γεννήθηκε επάνω σε συντηρητική βάση, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί μόνο τον σωοβινισμό ως ενοποιητικό χαρακτηριστικό. Η θεμελίωση της εθνικής ιδεολογίας πάνω σε σοβινιστικά χαρακτηριστικά ήταν αναπόφευκτη την εποχή εκείνη, μιας και ο σοβινισμός ήταν το μόνο ενοποιητικό στοιχείο επάνω στο οποίο η έννοια ενός αλβανικού έθνους μπορούσε να βασιστεί.
Δεδομένου ότι η επιρροή των Τούρκων συνέχιζε να εξασθενίζει στα Βαλκάνια, η Αυστροουγγαρία προσπάθησε να υποκαταστήσει την Υψηλή Πύλη ως κύρια δύναμη στην περιοχή. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η Αυστρο-Ουγγαρία χρησιμοποίησε την διασπορά του αλβανικού πληθυσμού ως πολύτιμο εργαλείο για την αποσταθεροποίηση και την εξασφάλιση μεγαλύτερου ελέγχου στην περιοχή. Για τους Αυστριακούς, οι Αλβανοί ήταν μια πολυδιασπασμένη εθνότητα που δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί σε έθνος και θα μπορούσε να ενοποιηθεί σ’ ένα έθνος για να εξυπηρετήσει τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Όπως είπαμε και παραπάνω, ολόκληρη η “θεωρία περί Ιλλυρίας” διαμορφώθηκε από την Αυστρία με σκοπό να αποκτήσουν οι Αλβανοί στοιχεία για τη συγκρότηση μιας εθνικής ιδεολογίας. Ακόμα η Βιέννη ενθάρρυνε την πολιτιστική έρευνα που αφορούσε τους Αλβανούς. Έτσι, χρηματοδότησε την έκδοση διαφόρων βιβλίων που αναπαρήγαγαν τη νέα μυθολογία και παρουσίαζαν μια ρομαντική εκδοχή της αλβανικής μυθολογίας, ακολουθώντας πιστά τα ιδεολογικά ρεύματα που δέσποζαν κατά την εποχή εκείνη στην Κεντρική Ευρώπη. Οι Αυστριακοί συνέβαλαν τα μέγιστα επίσης στη δημιουργία ενός αλβανικού αλφαβήτου, το οποίο βασίστηκε στα λατινικά. Το 1909, το αυστριακής έμπνευσης αλβανικό αλφάβητο υιοθετήθηκε επίσημα από τους Αλβανούς. Η παροχή των ιδεολογικών μέσων για τη συγκρότηση μιας εθνικής ιδεολογίας ήταν όμως μια πτυχή της αυστρο-ουγγρικής προσπάθειας. Φυσικά, υπήρξε και υλική συμβολή στην γέννηση του αλβανικού εθνικισμού. Έτσι, με τη συμβολή της Βιέννης, συγκροτήθηκαν οι πρώτοι ένοπλοι αλβανικοί βραχίονες, ενώ το σύμβολο της οικογένειας του Σκεντέρμπεη προβλήθηκε ως εθνική σημαία των Αλβανών.
Αν και δια μέσου της αυστριακής βοήθειας είχε αρχίσει να συγκροτείται σταδιακά μια αλβανική εθνική ταυτότητα, η κεντρική ιδεολογία του αλβανικού εθνικισμού παρέμενε βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στην εθνολογία. Οι προσπάθειες για την συγκρότηση ενός αλβανικού κράτους επικεντρώθηκαν εν τέλει στον κύριο κορμό της σημερινής Αλβανίας, μιας και η εξάπλωση του εθνικισμού στις περιοχές του Κοσόβου και των Σκοπίων γινόταν με πολύ αργό ρυθμό. Μετά την ήττα της Αυστρίας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η Αλβανία περιήλθε κάτω από την ιταλική επιρροή, ενώ το νεοσύστατο βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων απέκτησε τον έλεγχο των περιοχών του Κοσόβου και των Σκοπίων.
Γνωρίζοντας τον εθνοτικό χαρακτήρα του αλβανικού εθνικισμού, δεν πρέπει να μας προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι τόσοι πολλοί Αλβανοί υποστήριξαν, στα χρόνια που ακολούθησαν, την φασιστική Ιταλία και ύστερα -μετά την ήπα της στον πόλεμο- τη ναζιστική Γερμανία. Ο αλβανικός εθνικισμός, εξοπλισμένος με τον αυστριακής έμπνευσης εθνικό μύθο, μπορούσε να υποστηρίξει την “άρια” προέλευση των Αλβανών. Ο φιλο-ιταλός Αλβανός πρωθυπουργός, Μουσταφά Μερλίκα Κρούγια. κατόρθωσε να περιορίσει την αντίθεση πολλών Αλβανών απέναντι στους Ιταλούς, ενώ ταυτόχρονα συγκρότησε και αλβανικές φασιστικές στρατιωτικές μονάδες. Ανάμεσά τους και τέσσερις μονάδες Φασιστών Μελανοχιτώνων που δρούσαν στο αλβανικό έδαφος και η Αλβανική Βασιλική Φρουρά που στάλθηκε στην Ιταλία ως τμήμα της φρουράς του βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ του II.
Το 1940/41, πολλοί αλβανοί εθνικιστές άρχισαν να υιοθετούν όχι, μόνο την ιταλική φασιστική οργάνωση, αλλά και τη φασιστική ιδεολογία. Μετά από την επιτυχημένη εκστρατεία των δυνάμεων του Αξονα στα Βαλκάνια, το Κόσοβο ενώθηκε για πρώτη φορά με την Αλβανία κι έτσι, για μοναδική φορά, η ιδέα της “Μεγάλης Αλβανίας” είχε εν μέρει πραγματοποιηθεί. Εκείνη την εποχή, δρούσαν στην Αλβανία δυο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις, οι κομμουνιστές υπό την καθοδήγηση του Εμβέρ Χότζα, και το Balisti, μια μουσουλμανική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε κυρίως στη Βόρεια Αλβανία και το Κόσοβο. To Balisti, ενώ αντιτάχθηκε στους Ιταλούς, υποστήριζε τους Γερμανούς ενάντια στους κομμουνιστές, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Αλβανίας. Από αυτήν την οργάνωση προέκυψε αργότερα η βραχύβια 21η αλβανική μεραρχία “Σκεντέρμπεης” της Ορεινής Ταξιαρχίας των SS. Αυτά τα αποσπάσματα ήταν που εκτόπισαν τους εβραϊκούς πληθυσμούς του Κοσόβου, μεταφέροντας τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Βορρά. Συνολικά, εκτιμάται ότι περίπου 32.000 Αλβανοί, που προέρχονταν κυρίως από το βόρειο μέρος της Αλβανίας, το Κόσοβο και τη σλαβική Μακεδονία, πολέμησαν στο πλευρό του Άξονα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η τέταρτη και τελευταία μείζων επίδραση στην εξέλιξη του αλβανικού εθνικισμού ήρθε μετά την επικράτηση των Σοβιετικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη. Το Κόσοβο και τα Σκόπια επέστρεψαν πάλι στα χέρια των Γιουγκοσλάβων, γεγονός που εξόργισε πολλούς Αλβανούς εθνικιστές. Ωστόσο αυτή την περίοδο οι εθνικιστές δεν είχαν μεγάλη επιρροή στην Αλβανία, αφού οι περισσότεροι είτε είχαν εξοριστεί στο εξωτερικό είτε είχαν εκτελεστεί από τους κομμουνιστές ή πέρασαν στην παρανομία υπό την πίεση του καθεστώτος. Στην ίδια την Αλβανία, ο Εμβέρ Χότζα καθιέρωσε ένα ολοκληρωτικό, σταλινικό καθεστώς που κυριάρχησε στη χώρα μέχρι το 1990. Παράλληλα, εκείνη την εποχή, ο Τίτο, αν και κομμουνιστής ηγέτης, αρνήθηκε να συμμορφωθεί στη βούληση της Σοβιετικής Ένωσης και έτσι αποβλήθηκε από την Κομιντέρν. Για να υπονομεύσουν την ακεραιτότητα της Γιουγκοσλαβίας, οι σοβιετικοί ενθάρρυναν την Αλβανία του Χότζα να υποκινήσει εθνικιστικά αισθήματα μεταξύ των Αλβανών του Κοσόβου και των Σκοπίων. Πρόκειται για μια αμετάβλητη πτυχή της αλβανικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι το θάνατο του Χότζα, το 1985. Όντως, πολλοί Αλβανοί, που διέμεναν στα γιουγκοσλαβικά εδάφη, στράφηκαν προς τον Χότζα, βλέποντας στο καθεστώς του ένα πρότυπο “ανόθευτου” κομμουνισμού σε αντίθεση με τη γιουγκοσλαβική εκδοχή την οποία θεωρούσαν ως παρέκκλιση των κομμουνιστικών προτύπων.
Μελετώντας την πρόσφατη ιστορία του Αλβανικού Έθνους, μπορούμε να δούμε ότι η ιδέα μιας τελικής ενοποίησης όλων των αλβανικών εδαφών υπό το καθεστώς ενός ενιαίου κράτους δεν ήταν μόνο ο σπινθήρας που γέννησε τον αλβανικό εθνικισμό, αλλά αποτελεί έναν σταθερό παράγοντα που διατρέχει όλη τη σύγχρονη ιστορία του αλβανικού εθνικισμού. Οι τέσσερις διαμορφωτικοί παράγοντες που επέδρασαν στη συγκρότηση του σύγχρονου αλβανικού εθνικισμού, η επιθυμία να συγκροτηθεί ένα αυτόνομο κρατίδιο υπό τους Οθωμανούς (1878-1881), η αυστριακή συμβολή στη συγκρότηση της αλβανικής εθνικής συνείδησης (1878-19-14), ο πειραματισμός με το φασισμό/ναζισμό (από το 1920 μέχρι το 1945), καθώς και η λατρεία του Εμβέρ Χότζα (1945-1985) περιλάμβανε πάντα ως πρωταρχικό στόχο την ιδέα της συγκρότησης ενός διευρυμένου κράτους υπό το όραμα της “Μεγάλης Αλβανίας”.
20 Ιουνίου 2000