Αρχική » Πυρετοί νοσταλγίας: Οι επιθέσεις στην τέχνη του καιρού μας

Πυρετοί νοσταλγίας: Οι επιθέσεις στην τέχνη του καιρού μας

από Άρδην - Ρήξη

της Β. Λαδοπούλου, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004

Το προηγούμενο τεύχος του Άρδην, με αφιέρωμα στη σύγχρονη τέχνη, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ανάμεσα τους η πλέον χαρακτηριστική υπήρξε αυτή της κ. Βίλμας Λαδοπούλου, που από το Παρίσι μας έστειλε ένα κείμενο, το οποίο υπερασπίζεται γενικά τη σύγχρονη τέχνη, τις προϋποθέσεις και τα δημιουργήματα της. Επειδή το κείμενο της κ. Λαδοπούλου αποτελεί μια γόνιμη αφορμή για συζήτηση πάνω στα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, όχι μόνο το δημοσιεύουμε παρά την αντίθετη προβληματική που αναπτύσσει το Αρδην, αλλά και, συνεχίζοντας τη συζήτηση που άνοιξε, δημοσιεύουμε και μία συνοπτική απάντηση στο κείμενο της, την οποία έγραψε ο συνεργάτης μας Γιώργος Παλαιολόγος. Και η συζήτηση θα συνεχιστεί με νέα κείμενα, και της κ. Λαδοπούλου, στο επόμενο τεύχος του περιοδικού.

Αρδην

ΟΙ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ στη σύγχρονη τέχνη συναντώνται ακόμη και σε χώρες που έχουν ανεπτυγμένη, μοντέρνα και σύγχρονη παράδοση. Στις ευρωπαϊκές χώρες, στην Αμερική, ακούγονται σήμερα τα κάτωθι: η τέχνη έχει πλέον χάσει την οικουμενικότητα της, έχει πλέον χάσει και την έννοιά της καθώς επίσης και τις αναφορές της. Είναι ο λόγος για τον οποίο απευθύνεται μόνο σε μια ελίτ, δηλαδή στους κριτικούς τέχνης, στα μουσεία, στις γκαλερί, στους συλλέκτες.

Οι επιθέσεις στην τέχνη του καιρού μας δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Όλη η ιστορική ανάπτυξη της μοντέρνας τέχνης διαπερνάται από αρνήσεις, όχι μόνο εκ μέρους του κοινού αλλά ακόμη και από τον κόσμο της κριτικής. Μάρτυρες είναι τα διάσημα παρισινά Σαλόν του 19ου αιώνα, όταν τα εκτεθειμένα έργα του Manet περιλούονται από τις βρισιές και τον γέλωτα των παριστάμενων μπουρζουά.

Από τι χαρακτηρίζονται οι επιθέσεις αυτές; Από τη νοσταλγία για ένα χαμένο παρελθόν, για ένα χαμένο κόσμο όπου οποιοσδήποτε μπορούσε να αναγνωριστεί και να ταυτιστεί μ’ αυτόν. Στις διάσημες πλέον μελέτες του που αφορούν στον 19° αιώνα, ο φιλόσοφος Walter Benjamin αναλύει τα γεγονότα τα οποία προκαλούν τα ρήγματα με τις προηγούμενες παραδοσιακές κοινωνίες. Και με ελπίδα χαιρετά την απώλεια της αύρας στις τέχνες, η οποία εμφανίζεται τον 19ο αιώνα με την ανάπτυξη των τεχνικών αναπαραγωγής (φωτογραφία)1.

Σαφώς δεν πρέπει να ξεχνάμε το πολιτικό-ιστορικό περιεχόμενο των κειμένων του Benjamin. Αντίθετος με οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, πολιτικής ή θρησκευτικής, τίθεται ενάντια στην απάτη αυτή της επιθυμίας της ύπαρξης μιας κοινωνίας που θα συνέπιπτε με τον εαυτό της. Όλη του τη ζωή ο φιλόσοφος καταδικάζει τις αξίες που αποδίδονται στις φυλές και σ’ αυτούς που εξαρτώνται από τη γη τους.

Η νοσταλγία της Κοινότητας εξακολουθεί να υπάρχει στο εσωτερικό του μοντέρνου κόσμου μέσα στον οποίο εξελισσόμεθα και ο οποίος έπαυσε -δεν μπορεί πλέον- να θυμίζει αυτόν των παραδοσιακών κοινωνιών. Η νοσταλγία αυτή επαναπαύειτις συνειδήσεις και είναι ο λόγος για τον οποίον ο αστός και στη συνέχεια ο αστικός τρόπος σκέψης -ο οποίος μεταδίδεται πολύ πιο εύκολα από ό,τι νομίζουμε- εμφανίζεται ακόμη και εκεί που δεν τον περιμένουμε. Έτσι τροφοδοτείται ο συντηρητικός τρόπος σκέψης και οι κίνδυνοι οι οποίοι μπορεί να επακολουθήσουν.

Πρέπει να γίνει αντιληπτό: το όνειρο το οποίο απαιτεί από την τέχνη να συγκεντρώνει όλα τα πνεύματα δεν οδηγεί κάπου. Το να κλαίμε για τη χαμένη Συγκατάθεση, επίσης. Αυτή άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ (σκεφτείτε, στην τέχνη, τις αντισυμβατικές εικόνες της Μαρίας, μητέρας του Ιησού, που μας χαρίζει τον 17ο αιώνα, κάποιος σαν τον Caravaggio). Και δεν είναι ο μόνος στην ιστορία της τέχνης.

Για το πέρασμα της τέχνης από το “υψηλό” προς το “χαμηλό” γράφει επίσης ο Benjamin, όταν αναγνωρίζει στον Baudelaire (Τα Ανθη του Κακού, 1857), τη στιγμή αυτή: “πρόκειται για το πρώτο βιβλίο λυρικής ποίησης, το οποίο χρησιμοποιεί λέξεις οι οποίες προέρχονται όχι μόνο από τον πεζό λόγο αλλά και από αυτόν των πόλεων”. Η μεγάλη πόλη εισβάλλει στην ποίηση και μαζί μ’ αυτήν και η μοντέρνα αλληγορία: βαγόνι, φανοστάτης, λύχνος, λεωφορείο… είναι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Baudelaire, καθώς επίσης και μεταφορές όπως: “το θριαμβευτικό στήθος που μοιάζει με ωραία ντουλάπα” (ποίημα ‘To ωραίο καράβι”)2.

Η “κρίση που συνδέεται με την αναπαραγωγή, αυτή που αφορά”, όπως γράφει ο Benjamin, “την ίδια την αντίληψη (perception)” βάζει σε κρίση την πιο νόμιμη έννοια που υπάρχει: αυτήν της μίμησης. Το ωραίο αυτόνομο ιδανικό δεν μπορεί να υπάρξει πλέον μέσα σ’ ένα περιβάλλον που οδεύει προς την εκβιομηχάνιση.

Έτσι το “χαμηλό”, δηλαδή το πλησίον, δηλαδή το “παρόν”, διανύει όλη την ιστορία της μοντέρνας τέχνης: στη ζωγραφική, το 1863, ο ακαδημαϊκός, γεμάτος από τιμές και επίσημες παραγγελίες ζωγράφος Cabanet, δείχνει την “Αφροδίτη” του. Την ίδια στιγμή, ο Manet δείχνει τη δική του. Το γυμνό του πρώτου είναι ιδανικό υψηλό”, σαν αυτά των προηγούμενων αιώνων. Η Olympiaxou Manet είναι “καθημερινή” -πρόκειται προφανώς για μια πόρνη- ζωγραφισμένη με έναν τρόπο που κάνει έναν φιλόσοφο σαν τον Georges Bataille -για τον οποίο η τέχνη πρέπει να είναι ανεξάρτητη από κάθε είδους ντετερμινισμό και ιδεολογικά συστήματα- να πει ότι “η Olympia, όπως επίσης και η μοντέρνα ποίηση, είναι άρνηση του Ολύμπου”3. Αρνηση των συμβάσεων και του κατεστημένου, η τέχνη, με βία παραβιάζει τα απαγορευμένα. Και είναι αυτή η εσωτερική βία που κάνει τον Picasso να ζωγραφίζει έτσι, το 1907, τις Δεσποινίδες της Αβινιόν.

Όταν λοιπόν σήμερα, στη Γαλλία π.χ., συντηρητικοί ιστορικοί τέχνης όπως -μεταξύ άλλων- ο Le Bot4, γράφουν ότι η κληρονομιά που μας άφησε ο Marcel Duchamp είναι μόνο ουροδοχεία και κονσέρβες με σκατά, εκεί εκπλησσόμεθα διότι, για μια επιπλέον φορά, η νοσταλγία υπερισχύει της σκέψης και με αυτόν τον τρόπο ξεσκονίζεται όλη η ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Αλλού, κάποιος σαν τον J. Ρ. Domecq5, καταριέται όλη τη μοντέρνα τέχνη που κάνει την είσοδο της στο Παρίσι, στο Σαλόν των Απορριφθέντων του 1863. Ακόμη και ο μεγάλος Baudelaire δέχεται επιθέσεις από τον J. Molino, ο οποίος γράφει: “είναι καιρός νομίζω να απαλλαγούμε από τον Baudelaire και από τον τρόμο που βασίλευσε με την μοντερνιτέ”6.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αυτό που ξεσκονίζεται δεν είναι η προ του Duchamp τέχνη, είναι τα κείμενα, είναι τα άρθρα, είναι οι εγκυκλοπαίδειες, είναι τα λεξικά, είναι τα βιβλία των φιλοσόφων και των θεωρητικών που μελετούν και αναλύουν τη μοντερνιτέ. Οι συντηρητικοί λάτρεις της τέχνης επιθυμούν την επαναφορά σ’ ένα αρχαϊκό και μυθολογικό παρελθόν. Και είναι αυτό που ανησυχεί όταν θυμόμαστε ποιες υπήρξαν οι επιπτώσεις της νοσταλγίας αυτής στην πολιτική εξουσία.

Δημιουργεί περιέργεια το γεγονός, ότι, πολλοί από αυτούς οι οποίοι γράφουν κατηγορώντας τη μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη, ανήκουν πολιτικά σε ακραίες παρατάξεις ή δέχονται να γράψουν σε περιοδικά όπως το Krisis π.χ. του οποίου ο διευθυντής, Alain de Benoist, διευθύνει επίσης το περιοδικό της ακροδεξιάς Nouvelle Ecole το οποίο δηλώνει ανοιχτά τις θέσεις του. Το τεύχος Νοεμβρίου του 1996 του Krisis αφιερώνεται στη σύγχρονη τέχνη και περιέχει κείμενο ακόμη και του Jean Baudrillard ο οποίος δεν θεωρείται συντηρητικός φιλόσοφος. Παρ’ όλ’ αυτά, κάτι κοινό πρέπει να έχουν οι γράφοντες μεταξύ τους, τουλάχιστον από αισθητικής πλευράς. Είναι γνωστό όμως, ότι οι αισθητικές διαλογές ήταν πάντοτε και πολιτικές, εξ ου και ο κίνδυνος.

Δεν είναι ο χώρος εδώ, αλλά ούτε και ο σκοπός του γραπτού αυτού, για να δοθεί το ιστορικό των ευρωπαϊκών κινημάτων τα οποία είχαν σχέση με την Καινούργια Δεξιά, δηλαδή το Grece (συγκρότημα έρευνας και σπουδών για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό). Υπενθυμίζουμε μόνο ότι, προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, εμφανίζεται και κυκλοφορεί ένας λόγος ο οποίος υποστηρίζει την “Υπεροχή των Εθνών”, τις “Πολιτιστικές Ταυτότητες”, τις “Ρίζες”, την Ίνδοευρω-παϊκή κοιτίδα” της δυτικής κουλτούρας, την “Υπεροχή των παγανιστικών θρησκειών”. Ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός παρουσιάζονται σαν ολοκληρωτικοί μονοθεϊσμοί οι οποίοι απαγορεύουν την αναπαράσταση, δηλαδή την εικόνα… Είναι σχεδόν απλό να εννοήσει κάποιος γιατί ο Donnecq π.χ. είναι υπέρ μιας πλούσιας εικονογραφίας και καταδικάζει όλους τους μοντέρνους και σύγχρονους εικονοκλάστες, μεταξύ των οποίων αναφέρονται οι: Duchamp, Malevitch, Warhol, Buren και τόσοι άλλοι.

Νοσταλγία και μοντέρνο δεν συμβιβάζονται: μοντέρνα είναι η τέχνη εκείνη η οποία αφιερώνεται “στην παρουσίαση του μη αναπαραστάσι μου” θα γράψει ένας φιλόσοφος σαν τον J. F. Lyotard7. Η μεταμοντέρνα εποχή την οποία διανύουμε εμπεριέχει το μοντέρνο και είναι ο λόγος για τον οποίο η επαναφορά στο θέμα, στη διήγηση και στην αναπαράσταση -δηλαδή στη μίμηση- είναι απλά και μόνο ένα επιπλέον νοσταλγικό επεισόδιο. Ο μεταμοντερνισμός είναι αυτή η στιγμή στο μοντέρνο που μας βοηθά να εννοήσουμε ότι η ανάγνωση που έγινε από τους ιστορικούς τέχνης του μοντερνισμού ήταν λανθασμένη. Εξαρτώμενος από τον τελεολογικό χαρακτήρα της ιδεολογίας της φόρμας, κάποιος σαν τον Clement Coreenberg π.χ., είχε την αντίληψη μιας μη αναστρέψιμης εξέλιξης της μοντέρνας τέχνης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κριτική του έργου τέχνης γίνεται σε σχέση με τη χρονολογία, το θέμα και το στυλ. Με αφετηρία τον Manet η μοντέρνα τέχνη δεν θα είχε παρά έναν μόνο στόχο: την κατάκτηση της αυτονομίας της διαμέσου μιας “καθαρής” μηχανιστικής ορατότητας και διαμέσου μιας “καθαρότητας” της φόρμας. Και εδώ μας είναι πάλι χρήσιμη η ανάγνωση που κάνει ο Bataille του έργου του Manet, διότι ξεφεύγει από κάθε ιδεολογία και ντετερμινισμό.

Ένας μεταμοντερνισμός λοιπόν, απαλλαγμένος από νοσταλγίες και αρχαϊσμούς, είναι απαραίτητος ούτως ώστε να αποφεύγονται οι κίνδυνοι του συντηρητισμού. Μια υποστήριξη της μοντέρνας τέχνης ενάντια στην ιστορία της είναι επίσης απαραίτητη ούτως ώστε η ανάγνωση που της γίνεται να διαφέρει από αυτή που κάποια στιγμή μας έμαθαν και που οδήγησε σε αδιέξοδο (η έκθεση που διοργάνωσαν πριν λίγα χρόνια στο Παρίσι, οι Rosalina Krauss και Yve-Alain Bois, υπήρξε πολύ χρήσιμη προς αυτό το θέμα – L’ informe, Centre Georges Pompidou). Μοντέρνο – σύγχρονο (μεταμοντέρνο) συνεχίζουν με ασυνεχή τρόπο την ιστορία τους και οι καλλιτέχνες εξακολουθούν να ερευνούν την τέχνη και να θέτουν ερωτήματα. Είθε μόνο η τέχνη να μην απορροφάται από το σύστημα, διότι τότε παύει να είναι τέχνη. Είθε λοιπόν, η τέχνη, να μπορεί να επιβάλλει πάντα την οντολογική της ανατρεπτικότητα, είτε αυτό ενοχλεί, είτε όχι, ηθικολόγους και συντηρητικούς.

*Η Βίλμα Λαδοπούλου είναι ιστορικός και θεωρητικός της τέχνης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

/. Walter Benjamin, L’cevre d’ art α I’ ere de sa reproductibilite technique, Essais 2 (1935-1940), Deno’EI/Gonthier, 1971-1983.

Walter Benjamin, Baudelaire, un poete lyrique a I’ apogee du capitalisme, Payot, 1982, σ.143. J-George Bataille, Manet, Geneve, Skyra, 1955,σ. 146.

4. Marc Le Bot, Marcel Duchamp et ses celibataizes meme, Esprit, no. 179,1992, σ. 13.

5 . J.P. Domecq, Misere de la Critique, Krisis, no. 19, Νοέμβρης 1996, σ. 39. α. J. Mollno,L’artaujourd’hui, Esprit, no. 173,1991,σ. 85.

7. J. F. Lyotard, Le Postmoderne explique aux enfants, Galilee, 1986, σσ. 24-34.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ