Αρχική » Ελαιόλαδο: Οι οικονομίες κλίματος απαιτούν όγκους και οι όγκοι… συνεργασίες

Ελαιόλαδο: Οι οικονομίες κλίματος απαιτούν όγκους και οι όγκοι… συνεργασίες

από Άρδην - Ρήξη

Του Πάνου Χαρίτση (από την Ρήξη φ. 165, που κυκλοφορεί)

Οι ιδιαίτερα χαμηλές τιμές του ελαιολάδου τα τελευταία χρόνια έχουν προκαλέσει μία κινητικότητα στους παραγωγούς, οι οποίοι αποβλέπουν πλέον στην προστιθέμενη αξία του προϊόντος τους μέσω της τυποποίησής του. Αυτό είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά δυστυχώς δεν φαίνεται να είναι αρκετό. Θα απαιτηθούν ευρείες συνεργασίες, ώστε να εξασφαλιστούν μεγαλύτερες αγορές.

Αυτή τη στιγμή όσον αφορά στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, η τιμή του παραγωγού στην ηπειρωτική Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στα 2,60€/κιλό (στοιχεία του ΣΕΔΗΚ) ενώ την προηγούμενη χρονιά αυτή την περίοδο κυμαινόταν γύρω στα 2,30€/κιλό. Λόγω της αυξητικής τάσης στην παραγωγή του ελαιολάδου διεθνώς, οι τιμές αυτές δεν αναμένεται να αυξηθούν, ενώ πλέον δυναμικά στην καλλιέργεια της ελιάς έχουν εισέλθει και χώρες με φτηνό εργατικό κόστος, όπως η Τυνησία, το Μαρόκο και η Τουρκία.
Από την άλλη, το κόστος παραγωγής, σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας, υπολογίζεται στα 2,50€, ενώ επαγγελματίες αγρότες στην Ελλάδα το προσδιορίζουν στα 2,30€. Όπως γίνεται αντιληπτό, αυτό το μικρό και επισφαλές περιθώριο κέρδους καθιστά μακροπρόθεσμα την –από περιβαλλοντικής άποψης– βιώσιμη και αειφόρο καλλιέργεια της ελιάς, οικονομικά μη βιώσιμη.

Στα σουπερμάρκετ της Κεντρικής Ευρώπης ωστόσο, η τιμή του συμβατικού έξτρα παρθένου ελαιολάδου φαίνεται να ξεκινά από 4,50€ φτάνοντας μέχρι και τα 11€. Ένα σημαντικό τμήμα, λοιπόν, της διαφοράς αυτής μπορεί να καλύψει η τυποποίηση του προϊόντος (σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Αγροδιατροφικής Επιχειρηματικότητας Μεσσηνίας, η υπεραξία που εισπράττει η Ιταλία τυποποιώντας το ελληνικό ελαιόλαδο είναι 1-1,3€/κιλό).
Οι μεμονωμένες κινήσεις των μικρών παραγωγών όμως δεν φαίνονται ιδιαίτερα αποτελεσματικές, αφού οι αγορές των «ντελικατέσεν» προϊόντων φαίνονται κορεσμένες, ενώ το λιανεμπόριο συγκεντρώνεται στα χέρια μεγάλων αλυσίδων, οι οποίες δεν καλύπτονται με τους δύο και τρεις τόνους του μέσου παραγωγού. Ως εκ τούτου, πέρα από τα προβλήματα ποιότητας, τα οποία ανακύπτουν αμέσως μετά την απομάκρυνση του καρπού από το δένδρο, βασικό ανασταλτικό παράγοντα για τη μεταποίηση αποτελεί η δυσκολία συγκέντρωσης ικανοποιητικής και σταθερής ποσότητας ελαιολάδου με εγγυημένα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Η εύκολη –πλην φαινομενική– λύση στο πρόβλημα αυτό από άποψη αγροτικής πολιτικής θα ήταν η χρηματοδότηση μεγάλων μονάδων επεξεργασίας και τυποποίησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυξάνεται μεν το ΑΕΠ της χώρας, αφού το γεωργικό προϊόν λαμβάνει προστιθέμενη αξία εντός των συνόρων της, τίποτα όμως δεν μας εγγυάται ότι ο παραγωγός θα πληρώνεται τον κόπο του σε μία αξιοπρεπή τιμή. Τίποτα δεν εμποδίζει τον τυποποιητή, άλλωστε, από τα να εισαγάγει αδασμολόγητο φτηνό λάδι από την Τυνησία για να καλύψει τις ανάγκες του.

Από την άλλη, ούτε η σταθερή ποσότητα μπορεί να εξασφαλισθεί, εκτός κι αν δεσμευθεί ένας ικανός αριθμός αγροτών με συμβολαιακή γεωργία, γεγονός που εμπεριέχει, βέβαια, κάποιους κινδύνους. Όσον αφορά την ποιότητα τώρα, θα εξασφαλιζόταν κάποιος βαθμός αξιοπιστίας του προϊόντος, δεδομένου ότι ένας μεγάλος τυποποιητής θα τηρούσε κάποιες προϋποθέσεις ποιότητας (χημικός/οργανοληπτικός έλεγχος, σωστή αποθήκευση κ.ά.), οι καλλιεργητικές πρακτικές και η συγκομιδή όμως, θα ξέφευγαν του ελέγχου. Ο δε παραγωγός, αποξενωμένος από το προϊόν του, δεν θα ενδιαφερόταν για αυτές, αποβλέποντας μονάχα στο κέρδος του.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πιο ωφέλιμη λύση, συνυπολογιζόμενης της κοινωνικής παραμέτρου, αναδεικνύεται ο συνεταιρισμός που θα είναι σε θέση να συγκεντρώσει, να επεξεργαστεί και να τυποποιήσει ένα ικανοποιητικό τονάζ ελαιολάδου με εγγυημένα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Έτσι θα μπορέσει να καλύψει μια μεγάλη αγορά στο λιανεμπόριο, ενώ θα εξασφαλίζει στους παραγωγούς – μέλη αξιοπρεπές εισόδημα. Το πώς θα οικοδομηθούν αυτές οι συνεργασίες είναι άλλο κεφάλαιο. Εδώ θα περιοριστούμε στην αναφορά του παραδείγματος του συνεταιρισμού Dcoop στην Ισπανία, ο οποίος τυποποιεί μεταξύ τριάντα και σαράντα χιλιάδων τόνων ελαιόλαδου το χρόνο. Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη, αυτή η ποσότητα υπερβαίνει το 10% της παραγωγής της Ελλάδας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

2 ΣΧΟΛΙΑ

ΚΥΡΑΝΗΣ ΑΝΔΡΈΑΣ 14 Φεβρουαρίου 2021 - 13:41

Μόνο που απαιτούνται πολύ περισσότερα πράγματα από όγκους, “τυποποποίηση” και συνεργασίες. Απαιτούνται δομικότερες παρεμβάσεις στις αλυσίδες αξίας του προϊόντος μέσα απο συνέργειες που υπερβαίνουν κλάδους και αγορές ακόμη και εκείνες του delicatessen. Μόνο μέσω μιας ριζικής αναβάθμισης της “ποιότητας” του προίόντος θα αυξηθεί και η “προστιθέμενη” αξία του.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Ολυμπιος 17 Φεβρουαρίου 2021 - 05:44

Το “κιλο” .. γιατι να πωλουν με το κιλο? Υγρο δεν ειναι? Με το λιτρο ειναι το σωστο. Τους κλεβουν ΚΑΙ στο ζυγι, και δεν μιλαει κανεις . Ουτε πολιτεια, ουτε περιφερεια τιποτε. Χρονια το φωναζω. Ειναι 8% η διαφορα. Η τιμη χαλια και τους κλεβουν κιολας μπρος στα ματια τους.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ