Αρχική » Γκόλντεν βίζες και χρυσές μπίζνες

Γκόλντεν βίζες και χρυσές μπίζνες

από Αναστάσης Μπαλτατζής

Η παγκοσμιοποίηση θέτει σοβαρά ηθικά και πολιτικά ζητήματα στην αγορά ακινήτων

Του Αναστάση Μπαλτατζή

Ο θεσμός της Χρυσής Βίζας είναι ένα πρόγραμμα που ακολουθούν κάποιες από τις χώρες της Ε.Ε. και απευθύνεται σε ξένους κεφαλαιούχους για επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων και όχι μόνο. Στην ουσία προσφέρει στον ενδιαφερόμενο και στα μέλη της οικογένειάς του άδεια παραμονής στη χώρα, με αντάλλαγμα μία «γενναία» επένδυση, συνήθως –αλλά όχι μόνο– στο κτηματομεσιτικό πεδίο. Ο θεσμός υπάρχει στη χώρα μας από το 2013 και αυξημένη απήχηση τα τελευταία χρόνια, με κορύφωση το 2019, τη χρονιά πριν την πανδημία.

Προϋποθέσεις και δικαιώματα
Το πρόγραμμα υιοθετήθηκε και από τη χώρα μας, προσβλέποντας μεταξύ των άλλων και στην αναγέννηση του τομέα των κτηματομεσιτικών, ο οποίος, ιδιαίτερα μετά την κρίση, είχε περιέλθει σε δυσμενή κατάσταση. Το απαιτούμενο ποσό για να αποκτήσει κανείς την ελληνική χρυσή βίζα κυμαίνεται στις 250.000 € για επενδύσεις σε ακίνητα, όντας σχετικά μικρό σε σχέση με τις άλλες χώρες, (500.000 σε Πορτογαλία- Ισπανία). Το πρόγραμμα δεν περιορίζεται όμως στον τομέα των κτηματομεσιτικών, καθώς επεκτάθηκε και για επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα ή σε εταιρίες με έδρες την Ελλάδα με το αντίτιμο των 400.000 €. Τα υπόλοιπα κριτήρια που απαιτούνται για την χορήγηση της βίζας δεν θεωρούνται ιδιαίτερα αυστηρά. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει κλείσει τα 18 έτη, να έχει λευκό ποινικό μητρώο και να είναι ασφαλισμένος στην Ελλάδα.
Τα ανταλλάγματα που προσφέρονται γι’ αυτή την επένδυση είναι αρκετά γενναιόδωρα, ειδικότερα στην Ελλάδα όπου οι προϋποθέσεις είναι αρκετά ελαστικές. Οι «επενδυτές» λαμβάνουν την 5ετή άδεια παραμονής στη χώρα με το δικαίωμα της ανανέωσης εφόσον διατηρούν την επένδυσή τους, ενώ παράλληλα η άδεια παραμονής μπορεί να δοθεί και στα μέλη της οικογένειάς τους, έχοντας τη δυνατότητα να ταξιδεύουν στις 26 χώρες της συνθήκης Σένγκεν, χωρίς επιπλέον ταξιδιωτικά έγγραφα. Η χώρα μας μάλιστα δεν απαιτεί, σε αντίθεση με άλλες χώρες, τη μόνιμη παραμονή στην Ελλάδα για τη διατήρηση της βίζας. Με την πάροδο επτά ετών μπορεί να γίνει αίτηση για απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας.

Οι τάσεις, ο κορονοϊός και το προφίλ των αγοραστών
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, η αρχή έγινε το 2014 με τη χορήγηση 723 αδειών για 364 αγορές ακινήτων, και σημείωσε σημαντικές αυξητικές τάσεις προς το τέλος της δεκαετίας του 2010, αγγίζοντας τις 3.504 επενδύσεις που αντιστοιχούν σε 11.319 χορηγημένες άδειες το 2019. Συνολικά αυτή την επταετία έχουν χορηγηθεί 23.785 χρυσές βίζες για 8.011 επενδύσεις, ενώ περί τα 2 δισ. € έχουν εισρεύσει στην ελληνική οικονομία. Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση των αδειών που χορηγούνται ανά επένδυση, ξεκινώντας από 1,98 το 2014 και φτάνοντας 3,23 το 2019, πράγμα που δεν μπορεί παρά να θέτει ερωτήματα για την ηθική πλευρά του όλου εγχειρήματος. Τη χρονιά που μας πέρασε, λόγω της πανδημίας, οι συναλλαγές κατακρημνίστηκαν κατά 95,4%, φτάνοντας τις 403, μη συμβάλλοντας στην ήδη χτυπημένη οικονομία. Πτώση που δεν σημειώθηκε παραδείγματος χάριν στην Πορτογαλία, όπου η μείωση ήταν μόλις της τάξης του 5%.
Η πτώση μπορεί να εξηγηθεί κοιτάζοντας κανείς το προφίλ του μέσου «επενδυτή». Από τις άδειες που έχουν δοθεί μέχρι στιγμής, οι Κινέζοι έρχονται πρώτοι (17.875), ύστερα έρχονται οι Τούρκοι (1.410) και τέλος, οι Ρώσοι (880). Τα αυστηρά μέτρα που πάρθηκαν για την καταπολέμηση της πανδημίας, σε συνδυασμό με την προέλευσή της από την Κίνα, εκμηδένισαν τις επενδύσεις.

Το τοπίο μετά την πανδημία
Τα ερωτήματα που προκύπτουν πλέον είναι τι θα γίνει μετά το πέρας της πανδημίας. Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως, μετά τη μεγάλη κάμψη που υπήρξε στο 2020, η τάση αυτή θα επανέλθει. Άλλωστε η αύξηση των τελευταίων ετών πριν την πανδημία ήταν εκθετική. Η παύση στο αντίστοιχο πρόγραμμα της Κύπρου φαίνεται ότι θα οδηγήσει μεγάλο μέρος της κυπριακής πελατείας στη χώρα μας. Αυτό υποστηρίζει η εταιρεία επενδυτικής μετανάστευσης Astons, κάνει επί πλέον για αύξηση του ενδιαφέροντος από Βρετανούς επενδυτές ως απόρροια του Μπρέξιτ, και μιλάει επίσης για τις ανταγωνιστικές τιμές στη χώρα μας σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε. Στο παιχνίδι φαίνεται να μπαίνουν πιο έντονα και οι Ρώσοι, οι οποίοι μέχρι στιγμής βρίσκονταν στην τρίτη θέση, λόγω των περιορισμένων σχέσεων που διέθεταν τα μεσιτικά γραφεία των δύο χωρών.

Μια ηθική αποτίμηση
Κάπου εδώ θα πρέπει να αναρωτηθούμε κάποια πράγματα. Είναι, ο συγκεκριμένος τρόπος, ο τρόπος με τον οποίο θέλουμε στηριχτεί η ελληνική οικονομία; Κοιτάζοντας τα μέχρι τώρα στοιχεία, ο συγκεκριμένος κλάδος δείχνει ότι, με την ανάπτυξη που γνωρίζει, μπορεί να φτάσει να συνεισφέρει μέχρι και κάποια δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, δημιουργώντας ένα είδος τουρισμού ταξιδιωτικών και επενδυτικών δικαιωμάτων. Βλέπουμε πως ήδη και ενώ ο θεσμός είναι ακόμα νεόκοπος, έχουν αρχίσει να δημιουργούνται δίκτυα που πλουτίζουν εκμεταλλευόμενα τις περιστάσεις και τα κενά νομοθεσίας. Ελλοχεύουν κίνδυνοι τους οποίους δεν πρέπει να παραβλέψουμε, να χτιστούν δηλαδή δίκτυα παρόμοια με των ΜΚΟ στη μετανάστευση. Άραγε, θα φτάσουμε στο σημείο να εμπορευματοποιήσουμε και τα πολιτικά δικαιώματα στο όνομα της «ανάκαμψης»;

Η Κύπρος και τα εδώ παρατράγουδα

Όπως είναι αναμενόμενο, ένα πρόγραμμα χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων και δυνητικά ιθαγένειας δεν θα μπορούσε παρά να κρύβει αρκετές σκοτεινές πτυχές. Το περασμένο φθινόπωρο ξέσπασε σκάνδαλο στην Κύπρο με κεντρικά πρόσωπα τον πρόεδρο της βουλής και έναν βουλευτή του ΑΚΕΛ. Η όλη υπόθεση αφορά τη διευκόλυνση παροχής ταξιδιωτικών εγγράφων σε καταδικασμένο Κινέζο εκατομμυριούχο, ενώ, εκτός από τους δύο προαναφερθέντες άνδρες, φαίνεται να εμπλέκονται κυβερνητικά στελέχη, μεσίτες και δικηγόροι. Ως αποτέλεσμα, η Κομισιόν κίνησε νομικές διαδικασίες ενάντια στην Κύπρο (αλλά και στη Μάλτα), κατηγορώντας τες για την «πώληση» κοινοτικής ιθαγένειας, με το επενδυτικό πρόγραμμα να σταματά.

Ενώ αυτά συμβαίνουν στην Κύπρο, και στη χώρα μας έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες καταγγελίες για παρατυπίες στις διαδικασίες. Σε ρεπορτάζ του Ελεύθερου Τύπου υπάρχει η καταγγελία δικηγόρου για προσπάθεια ολοκλήρωσης της απαιτούμενης αγοράς ακινήτου στο ποσό των 50.000 €, πολύ χαμηλότερο δηλαδή από το απαιτούμενο 250.000 €. Ειδικότερα στην προκειμένη περίπτωση, η αγοραπωλησία θα γινόταν έναντι του ποσού των 50.000€, θα καταβαλλόταν όμως από τον αγοραστή (και πολίτη της Κίνας στην προκειμένη περίπτωση) το ποσό των 250.000 €, το οποίο στη συνέχεια θα επιστρεφόταν τμηματικά. Ο συγκεκριμένος δικηγόρος αποχώρησε από τη διαδικασία, η αγοραπωλησία όμως ολοκληρώθηκε. Ο ίδιος πάντως, μη όντας ο μόνος, κατήγγειλε την ύπαρξη και άλλων τέτοιων περιπτώσεων μεγέθυνσης των ποσών των συναλλαγών, ώστε να εμφανίζεται το απαιτούμενο ποσό για τη χορήγηση της βίζας.

Η ίδια διαδικασία έχει καταγγελθεί και από τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Μεσιτών Ελλάδος κ. Ιωάννη Ρεβύθη. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ένα κλειστό γκρουπ μεσιτικών γραφείων με διασυνδέσεις με την αντίστοιχη αγορά της Κίνας, συμμετείχε σε μαζικές αγοραπωλησίες, απ’ όπου όλες οι πλευρές αποκόμιζαν κέρδη. Τα ακίνητα αγοραζόνταν σε πολύ χαμηλές τιμές από τους αρχικούς πωλητές -με το κέντρο της Αθήνας να είναι μία από αυτές τις αγορές- και στη συνέχεια πωλούταν στους Κινέζους αγοραστές. Ως ποσό της συναλλαγής εμφανιζόταν το απαιτούμενο κατά νόμον, στην πραγματικότητα όμως ένα μέρος των χρημάτων επιστρεφόταν πίσω στους αγοραστές, με τα μεσιτικά γραφεία να καρπώνονται μεγάλα κέρδη για τον ρόλο του μεσάζοντα. Πριν από δύο χρόνια είχαν έρθει στο φως στοιχεία από συγκεκριμένη εταιρεία με αυτές τις αγοραπωλησίες, πράγμα το οποίο οδήγησε και στην έρευνα των ελληνικών αρχών, με την υπόθεση να μπαίνει τελικά στο αρχείο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ