Του Ελευθέριου Τζιόλα
Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, στις 23/09/2019, στην ειδική σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα, είχε ανακοινώσει ότι μέχρι το 2028 η Ελλάδα θα έχει κλείσει όλες τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τον άνθρακα. Τρεις μήνες μετά, με νέες του ανακοινώσεις μετέφερε αυτή την ημερομηνία πέντε χρόνια νωρίτερα: μέχρι το 2023! Ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε κανείς άλλος, δεν εξήγησαν ποτέ, τεκμηριωμένα και πειστικά, στη βάση ποιών αναγκών, ποιου σχεδίου και με ποιο τρόπο τέθηκε ο πρώτος στόχος (2028) και με ποιο σκεπτικό αναιρέθηκε, εντός τριών μηνών, και ήρθε νωρίτερα με ένα χρονικό άλμα πέντε ετών, στο 2023!
Η Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα έχει ορίζοντα το 2050, με στόχο να πετύχει η Ευρώπη, σταδιακά, μηδενικό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα. Το προηγούμενο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα -ΕΣΕΚ, το οποίο είχε εγκριθεί, και μάλιστα επαινεθεί από την Ε. Επιτροπή, ακολουθώντας και τους ενδιάμεσους στόχους της Ε.Ε (2030, 2050), προσδιόριζε ότι μετά το 2030 ο λιγνίτης θα συμμετείχε με 17% στο ενεργειακό μίγμα ως καύσιμο βάσης, ενώ το 2050 θα επιτυγχανόταν και για την Ελλάδα η δέσμευση του μηδενικού αποτυπώματος σε διοξείδιο του άνθρακα.
Η ίδια η Γερμανία, με τις τεράστιες οικονομικές και αναπτυγμένες τεχνολογικές δυνατότητες στον τομέα των ΑΠΕ και, επίσης, με εμπεδωμένη, σοβαρή εμπειρία μετάβασης σε βαριές λιγνιτοφόρες περιοχές όπως αυτές του Ρήνου έθετε και θέτει στο αντίστοιχο Εθνικό της Σχέδιο ως φιλόδοξο, όπως τον χαρακτηρίζει, στόχο, το 2038! Ενώ η Πολωνία, με την παραγωγή της να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον λιγνίτη και τον άνθρακα, ζήτησε εξαίρεση μέχρι το 2050… Η Ελλάδα, όπως ωμά έδειξε και η κακοκαιρία «Μήδεια», έχει αντίστοιχα ζητήματα κάλυψης των ενεργειακών της αναγκών από τις λιγνιτικές της μονάδες.
Κανείς δεν εξήγησε συγκεκριμένα και πειστικά γιατί η Ελλάδα βρέθηκε να επιδιώκει στόχους 15 χρόνια νωρίτερα από τη Γερμανία; Μήπως ακριβώς για να δοθεί –αντιστρόφως– στη Γερμανία αυτό το πλεονέκτημα (το αβάντζο) των 15 χρόνων, το οποίο θα μεταφέρει προσθετικά, θα αξιοποιήσει για τον εαυτό της, μέσω των εταιρειών της που θα έχουν «πράσινη» επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα από το 2023;
Σημειώνεται, ακόμα, ότι και η Παγκόσμια Τράπεζα, ως τεχνικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μελετούσε τη μετάβαση με αυτά τα δεδομένα.
Σε αντίθεση, πάντως, με τα μεταβατικά στοιχεία του προηγούμενου εγκεκριμένου ΕΣΕΚ, ο στόχος του 2023 σημαίνει ότι: Όλες οι λιγνιτικές μονάδες θα κλείσουν (όπως και στον σχετικό Πίνακα παρουσιάζεται), εκτός της μονάδας Πτολεμαΐδα V, που θα ξεκινήσει τη λειτουργία της αρχές του 2022 και θα κλείσει το 2028. Για τον ΑΗΣ Αμυνταίου, μάλιστα, αντί να κλείσει στο τέλος του 2021 όπως αρχικά ήταν προγραμματισμένο, έκλεισε τον Ιούλιο 2020! Ενώ, είναι αδύνατον η μονάδα Πτολεμαΐδα V, στα λιγότερο από πέντε χρόνια που θα λειτουργήσει να αποσβέσει τη θεματική επένδυση των 1,47 δισ. € και να πετύχει τους περιβαλλοντικούς στόχους της δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS) οι οποίες θα περιορίσουν τις εκπομπές CO2.
Μια εικόνα εφιαλτικού αύριο
Αυτή η αυθαιρεσία ορισμού του 2023 ως χρονικού στόχου καταδυναστεύει πλέον κάθε σχεδιασμό, στραγγαλίζει κάθε προγραμματισμό και εξουθενώνει, κυριολεκτικά, ολόκληρη την περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.
Ό,τι ακολούθησε από εκεί και μετά και συνεχίζεται για μεν τον δημόσιο λόγο της κυβέρνησης ήταν μια κακοστημένη δικαιολόγηση εκβιαστικών στόχων, για δε την πολιτική της ένα βατερλώ ασυναρτησιών και αντιφάσεων.
Έχουμε σχεδόν ήδη καλύψει το 1ο τρίμηνο του 2021 και ενώ οι μονάδες κλείνουν, τίποτα παραγωγικό, τίποτα αναπτυξιακό δεν έχει γεννηθεί, τα δε σχέδια –μέσα στην αποσπασματικότητά τους– βρίσκονται ακόμα υπό διαβούλευση…
Το βέβαιο είναι ότι, η κατά την κυβέρνηση εμβληματική συμφωνία της ΔΕΗ (ΔΕΗ Ανανεώσιμες) με τη γερμανική RWE (RWE Renewables GmbH) με το 51% να παραχωρείται στη δεύτερη, θα έχει στο πρόγραμμα ανάπτυξης φωτοβολταϊκών πάρκων στην περιοχή τη μερίδα του λέοντος των 2 GW σε προγραμματισμένη απόσυρση 4,4 GW λιγνιτικής ισχύος (όλων των μονάδων).
Αυτό που πρόκειται να συμβεί στη Δυτική Μακεδονία στα επόμενα 10 χρόνια θα είναι μια απερίγραπτη εικόνα εγκατάλειψης, αποβιομηχάνισης και ανεργίας. Μια εκτεταμένη φτωχοποίηση κι ένα κύμα πληθυσμιακής φυγής. Σε μια περιφέρεια όπου, σύμφωνα και με στοιχεία της Eurostat, το 2001 ο πληθυσμός ήταν 301.522 κάτοικοι, το 2011 285.899 κάτοικοι και το 2018, 269.222 (εντός μιας 7ετίας: -10,7%), καθιστώντας την την πιο αραιοκατοικημένη Περιφέρεια της χώρας και μια από τις πιο αραιοκατοικημένες στην Ε.Ε. Διατηρώντας, ταυτόχρονα, τα αρνητικά πρωτεία του δημογραφικού και της υψηλότερης ανεργίας (26%)! Και η Μεγαλόπολη, ασφαλώς, θα πληγεί, αλλά λόγω μεγεθών η Δυτική Μακεδονία θα υποστεί μεγαλύτερο και διαχρονικότερο πλήγμα.
Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας έχει φθίνουσα πορεία, στη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και παραγωγικότητα, όπως δείχνουν και τα στοιχεία της Eurostat: από το -1,23 του 2010, έχουμε περάσει στο -1,44 το 2019. Βρίσκεται έτσι στη 263η θέση μεταξύ των 268 ευρωπαϊκών περιφερειών, και με την πτωτική τάση της, δείχνει την αναγκαιότητα μιας πολύ μεγάλης συστηματικής προσπάθειας αναστροφής. Πολύ δε περισσότερο τώρα, υπό καθεστώς οιωνεί εκτεταμένης αποβιομηχάνισης (απολιγνιτοποίηση).
Σ΄ αυτά που γράφονται εδώ δεν υπάρχει καμία υπερβολή! Ακόμα κι αν το Σχέδιο Μετάβασης ήταν σωστά σχεδιασμένο και οργανωμένο και η υλοποίησή του ήταν απόλυτα επιτυχημένη, η αντίστοιχη διεθνής καλή και επιτυχημένη εμπειρία βεβαιώνει ότι η μετάβαση διαρκεί τουλάχιστον 25 έτη!
Οι μοιραίες επιλογές βεβιασμένης αντικατάστασης του εθνικού ενεργειακού πόρου (λιγνίτης) με εισαγόμενο φυσικό αέριο και η παράδοσης των υπόλοιπων σημαντικών εθνικών ενεργειακών πόρων (ήλιος, βιομάζα, αέρας, νερό, αργότερα υδρογονάνθρακες κ.λπ.) σε εκμετάλλευση από πανίσχυρα ξένα ιδιωτικά ή/και κρατικά συμφέροντα θα υποσκάψουν με ανεπανόρθωτο τρόπο την ενεργειακή ευστάθεια και την όποια αντοχή της Ελλάδας. Καθιστώντας την ευάλωτη στο γεωπολιτικό παιχνίδι, μονίμως εξαρτώμενη, τουτέστιν κυριαρχούμενη και υποταγμένη.
Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση: Τίποτα πιο αβέβαιο!
Η δημαγωγικά πολλά υποσχόμενη Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση και το ομώνυμο Ταμείο μπροστά βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία και προφανή αδυναμία ανταπόκρισης στον όγκο, την πολυπλοκότητα, το βάθος των προβλημάτων που δημιουργούνται, θα δημιουργηθούν και θα οξυνθούν.
Δεν διαθέτει ούτε τους αναγκαίους πόρους (από 7,5 δισ. €, βρέθηκε στα 5,05 δισ. €). Η δε εκτίμηση μόχλευσης των 100 δισ.€ δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο σοβαρής συζήτησης. Ούτε τη συγκροτημένη στόχευση και πραγματική πολυκλαδική στήριξη στον αγροτοδιατροφικό τομέα διαθέτει. Βρίσκεται σχεδόν εκτός πλάνου αυτός ο τομέας που την περίοδο της 10ετούς κρίσης, έδειξε πρωτοφανή δυναμισμό ανακάμπτοντας στο 9% του περιφερειακού ΑΕΠ. Η σύλληψη, ο καινοτόμος, νευρώδης σχεδιασμός για τη διατήρηση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της περιοχής σε ενεργειακό κέντρο, σε συνδυασμό με τα ανώτατα ιδρύματα, τα ερευνητικά ινστιτούτα και το ανθρώπινο δυναμικό υψηλών δεξιοτήτων, αποτελεί μάλλον ευχή, άπιαστο όνειρο. Ούτε ένα περιβαλλοντικό, αγρο-οικοτουριστικό, περιφερειακό σχέδιο αξιοποίησης φυσικών, ιστορικών και πολιτιστικών πόρων δεν έχει αποτυπωθεί και προωθηθεί συγκεκριμένα. Με αδράνεια, χωρίς κανέναν στόχο, σχεδόν για όλες τις υποδομές και με τις ενεργειακές κοινότητες των τοπικών μικρομεσαίων επενδυτών-παραγωγών σε ασφυξία από τα ανοιχτά προτιμώμενα ισχυρά οικονομικά ενεργειακά σχήματα.
Την ίδια στιγμή, η αποκατάσταση των εδαφών των λιγνιτοφόρων πεδίων και των ορυχείων έχει σχεδόν ξεχαστεί, έχοντας εκεί εγκατεστημένη-εγκαταλειμμένη μια έρημο υπό ανάφλεξη.
Η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται πράγματι μπροστά σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι ζωής ή θανάτου για την επόμενη 20ετία!