Του Νίκου Ντάσιου
Η αντιπαράθεση των δυο πρώην πρωθυπουργών για τα Ελληνοτουρκικά έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς την αντιμετώπιση της σημερινής παρόξυνσης των τουρκικών διεκδικήσεων. Η στρατηγική Σημίτη συμπυκνώνεται στο δόγμα του κατευνασμού, στην Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και στην επίλυση των διαφορών μας στο διεθνές δικαστήριο, ενώ κατά τον Καραμανλή πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας δεν υφίσταται άλλη διαφορά με την Τουρκία και κανένα διεθνές όργανο δεν νομιμοποιείται ν’ αποφανθεί για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Στο πλαίσιο του κατευνασμού, ο Σημίτης αναγνώρισε στην Μαδρίτη το 1997 τα «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο, ενώ στο κείμενο συμπερασμάτων του Ελσίνκι το 1999 γίνεται σαφής αναφορά στις «συνοριακές διαφορές» μεταξύ των δύο χωρών. Οι σημερινές τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο κι οι μαξιμαλισμοί περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, εκπορεύονται εν πολλοίς από τις αναφορές των επίσημων κειμένων εκείνης της εποχής. Στα θετικά αυτής της στρατηγικής αναγνωρίζεται η ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην Ε.Ε αν και αυτή έτυχε της διεθνούς συναίνεσης με την προϋπόθεση της αποδοχής του σχεδίου ΑΝΑΝ. Το ιστορικό διάγγελμα του Τάσου Παπαδόπουλου που ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ύψωσε ανάστημα στους τότε ισχυρούς λέγοντας «…παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο, δεν θα παραδώσω κοινότητα» και το ΟΧΙ του Κυπριακού λαού στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου του 2004, δεν το συγχώρεσαν ποτέ τα δυτικά κέντρα ισχύος κι οι εγχώριοι υποστηρικτές τους. Οι Γερμανοί τιμώρησαν τον Ελληνισμό, σε Ελλάδα και Κύπρο, με ιδιαίτερη σκληρότητα την περίοδο της οικονομικής κρίσης, πατώντας πάνω στις δομικές παθογένειες του «παρασιτισμού», και σε συνεργασία με τους Αμερικανούς επέβαλαν στους «πρόθυμους» την συμφωνία των Πρεσπών.
Από την άλλη η στρατηγική Καραμανλή οδηγήθηκε σε αδιέξοδο με αποτέλεσμα την απόλυτη φίμωση του πρώην πρωθυπουργού διότι υπονομεύτηκε από το εσωτερικό του κόμματος του, δεν διέθετε την απαιτούμενη κοινωνική βάση αλλά κι ο ίδιος δεν επέφερε τις παραγωγικές εκείνες τομές και συμμαχίες που θα την καθιστούσαν βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
Η στρατηγική Σημίτη βασίζονταν σε δύο αφηγήματα που πλέον έχουν καταρρεύσει. Το πρώτο αφορά στην παγκοσμιοποίηση, όπου το έθνος-κράτος εγκαταλείπεται έναντι των διεθνών κέντρων που καθίστανται ρυθμιστές των κυριαρχικών δικαιωμάτων με αντάλλαγμα την ατομική υλική ευμάρεια που διασφάλιζε τότε η απρόσκοπτη ροή των Ευρωπαϊκών κονδυλίων κι ο εύκολος δανεισμός από την κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το δεύτερο αφορά στον προοδευτικό χαρακτήρα του καθεστώτος Ερντογάν που εκείνη την περίοδο παρουσιαζόταν ως ο μεγάλος μεταρρυθμιστής που συγκρούεται με το Κεμαλικό κατεστημένο. Η Τουρκία στην έκθεση του στελέχους του ΕΛΙΑΜΕΠ κου Γρηγοριάδη που υιοθετούσε ο Γενικός διευθυντής και νυν σύμβουλος Εθνικής ασφαλείας του πρωθυπουργού, κος Ντόκος, εμφανιζόταν ως «πρότυπο μετριοπαθούς ισλάμ» καθιστώντας συμβατή την Ευρωπαϊκή της πορεία, η οποία εν τέλει θα κατευνάσει τους εκατέρωθεν εθνικισμούς! Το πόσο μετριοπαθές είναι το τουρκικό ισλάμ το διαπιστώνουμε σήμερα στις τουρκικές φυλακές, στην υποστήριξη του ISIS και το πόσο συμβατό με την Ευρωπαϊκή προοπτική, το διαπίστωσε εξ ιδίων η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής επιτροπής κα Φον ντερ Λάιεν στην πρόσφατη επίσκεψη της στο Προεδρικό Μέγαρο της Τουρκίας, λίγες μέρες μετά την αποχώρηση της γείτονος από την σύμβαση της Κων/πολης….
Μετά την κρίση της παγκοσμιοποίησης και την απόλυτη προσχώρηση της Τουρκίας στο «στρατόπεδο του πολέμου» εισερχόμαστε σε μια μακρά «εθνοκρατική» περίοδο. Μια περίοδο όπου με βάση τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα δομούνται νέες περιφερειακές συμμαχίες και χαράσσονται μακροπρόθεσμες στρατηγικές –αμυντικές, παραγωγικές, κοινωνικές– με γνώμονα την συλλογική μας επιβίωση, μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος…