Αρχική » Τι μπορεί να διδαχθεί ο Τζο Μπάιντεν από τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας

Τι μπορεί να διδαχθεί ο Τζο Μπάιντεν από τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας

από Αναδημοσιεύσεις

Από το Άρδην Δυτικής Ελλάδας

Το άρθρο που ακολουθεί έχει γραφτεί από έναν από τους πλέον κατεστημένους δημοσιογράφους του αμερικάνικου τύπου (ηλεκτρονικού και έντυπου). Ανεξάρτητα από τις θέσεις που υπερασπίζεται, καταφανώς δηλώνεται και στοιχειοθετείται, με ιστορικά στοιχεία, ο καταλυτικός τρόπος που η Ελληνική Επανάσταση του 1821 επέδρασε στις εξελίξεις του αντιφυλετικού κινήματος αλλά και στα πρώιμα χρόνια του φεμινιστικού κινήματος της Αμερικής.

Αν, ωστόσο, αντιπαραβάλει κάποιος την άποψη που έχει το αμερικανικό κατεστημένο  σε μεγάλο μέρος του -και όχι μόνο- με τις απόψεις των αποδομητών και αναθεωρητών ιστορικών στην Ελλάδα (βλ. ιστορικούς της επιτροπής Αγγελοπούλου για το ’21)  για τους πρωταγωνιστές και το ρόλο της Ελληνικής Επανάστασης στη διαμόρφωση των αξιών και των ιδανικών του νεώτερου κόσμου, το μόνο που μπορεί να τον περιβάλει είναι θλίψη και απογοήτευση.

Εξάλλου η επιλογή του τίτλου του άρθρου από τον συντάκτη του σημαίνει πάρα πολλά και προδιαθέτουν για τις αντιλήψεις των Αμερικάνων όσον αφορά στην επίδραση της Ελληνικής Επανάστασης στον κόσμο.

Για την ευθύνη της ελεύθερης μετάφρασης του άρθρου: Αντώνης Σπυρόπουλος

Τι μπορεί να διδαχθεί ο Τζο Μπάιντεν από τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας

Πριν δύο αιώνες, ένας αγώνας για ελευθερία σε μια μακρινή γη ανάγκασε την Αμερική να εξισορροπήσει τον ιδεαλισμό της εξωτερικής πολιτικής με τον ρεαλισμό. Την ίδια σωστή ισορροπία πρέπει να βρούμε και σήμερα.

του Paul Glastris*  στην Washigton Monthly, Απρίλιος 2021

Πίνακας του Eugène Delacroix,1856, Επεισόδιο από την Ελληνική Επανάσταση (Wikimedia Commons).

Ελάχιστοι είναι οι Αμερικανοί πρόεδροι οι οποίοι εισήλθαν  στον Λευκό Οίκο με τόση μεγάλη εμπειρία στην εξωτερική πολιτική όσο ο Τζο Μπάιντεν – 30 χρόνια στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, τέσσερα ως πρόεδρος της, οκτώ ως αντιπρόεδρος σε περίοδο πολέμου και παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, αγωνίζεται ήδη για να διαχειριστεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του αμερικανικού κράτους – αυτής ανάμεσα στην ανάγκη λήψης «ψυχρών» αποφάσεων για την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων και της πεποίθησης, που υποστηρίζεται έντονα από πολλές πλευρές, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν επίσης να υπερασπιστούν και να προωθήσουν τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα πέρα ​​από τα σύνορά τους.

Σε ομιλία του στις 5 Φεβρουαρίου ενώπιον των υπαλλήλων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Μπάιντεν ζήτησε η διπλωματία να εμπνέεται και να είναι «ριζωμένη στις πιο αγαπημένες δημοκρατικές αξίες της Αμερικής: την υπεράσπιση της ελευθερίας, των ίσων ευκαιριών, των καθολικών δικαιωμάτων, του σεβασμού του κράτους δικαίου και της μεταχείρισης κάθε ατόμου με αξιοπρέπεια».

Λίγες εβδομάδες αργότερα, η κυβέρνησή του δημοσίευσε μια έκθεση που επιβεβαίωνε ότι ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας Mohammed Bin Salman ενέκρινε την επιχείρηση που οδήγησε στη δολοφονία του αρθρογράφου της Washington Post, Jamal Khashoggi. Η κυβέρνηση επέβαλε κυρώσεις σε 76 από τα εμπλεκόμενα άτομα και πάγωσε τις στρατιωτικές πωλήσεις στο βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Αλλά ο Μπάιντεν επέλεξε να μην επιβάλει κυρώσεις στον ίδιο τον Mohammed Bin Salman, λόγω του φόβου ότι θα χάσει την υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του Ιράν. Ως αποτέλεσμα ήταν να επικριθεί ευρέως από το Κογκρέσο και τον Τύπο ότι ήταν υποκριτής όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν μια σπάνια περίπτωση πρόεδρου ο οποίος είχε υπερβεί αυτόν τον «ιδεαλισμό» – αντίστροφο- «ρεαλισμό», στις διεθνείς υποθέσεις, χάρη σε μεγάλο βαθμό στην ασυνέπεια και αντιφατικότητα των δικών του απόψεων περί εξωτερικής πολιτικής και στο γεγονός ότι δεν μιλούσε ειλικρινά για δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και κράτος δικαίου – ήταν αυτός που έπεισε και τους οπαδούς του να μην νοιάζονται για όλα αυτά. Σε αυτή την πρακτική του βοηθήθηκε, όμως, και από τα λάθη των προκατόχων του που προσέδωσαν στη έννοια της δημοκρατίας αρνητικό πρόσημο. Ο Τζορτζ Μπους ξεκίνησε έναν καταστροφικό πόλεμο στο Ιράκ κάνοντας υπερβολικές δηλώσεις σχετικά με το «τερματισμό της τυραννίας στον κόσμο». Ο Μπαράκ Ομπάμα προσέδωσε εύγλωττη ρητορική υποστήριξη στις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης, αλλά επέλεξε να μην δεσμεύσει την αμερικανική δύναμη για να τις υπερασπιστεί – εκτός από την περίπτωση της Λιβύης, η οποία δεν αποδείχθηκε και τόσο καλή επιλογή.

Αλλά για να εκτιμήσουμε πλήρως πόσο βαθιά ριζώνει αυτή η αντίληψη στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, θα βοηθήσει να κοιτάξουμε πίσω ακόμη περισσότερο, μέχρι την εποχή που πρωτο-εκδηλώθηκε, πριν από δύο αιώνες, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζέιμς Μονρόε. Όπως και ο Μπάιντεν έτσι και ο Μονρόε κυβέρνησε σε μια περίοδο μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Τότε ήταν που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν πρόσφατα ενωθεί στο Συνέδριο της Βιέννης για να αποκαταστήσουν τις ευρωπαϊκές μοναρχίες που είχε ανατρέψει ο Ναπολέων. Οι στρατιωτικοί τους συνέτριψαν δημοκρατικές εξεγέρσεις στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία – και απειλούσαν να κάνουν το ίδιο, σε αντίστοιχα κινήματα ανεξαρτησίας, στη Λατινική Αμερική.

Σε αυτό το περιβάλλον ο Μονρόε διατύπωσε ένα δόγμα εξωτερικής πολιτικής -το οποίο συντάχθηκε κυρίως από τον υπουργό Εξωτερικών και διάδοχό του στο Λευκό Οίκο, John Quincy Adams-  και φέρει σήμερα το όνομά του. Το δόγμα Μονρόε δήλωνε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα θεωρούσαν πλέον κάθε προσπάθεια ενός ευρωπαϊκού κράτους να καταπιέσει ή να ελέγξει οποιαδήποτε χώρα στο Δυτικό Ημισφαίριο ως εχθρική πράξη. Λειτουργούσε ως προειδοποίηση αποτροπής προς τις αποικιακές δυνάμεις ώστε να μην περιορίσουν την πιθανή εξάπλωση της δημοκρατίας στην Κεντρική και Νότια Αμερική ούτε να έχουν οποιεσδήποτε αξιώσεις στο έδαφος της Βόρειας Αμερικής, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για επέκταση των ΗΠΑ προς τα δυτικά. Το δόγμα ανέφερε επίσης ότι, σε αντάλλαγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εμπλακούν στις υποθέσεις της Ευρώπης – δέσμευση που προοριζόταν να προστατεύσει την ικανότητα των Αμερικανών εμπόρων να πραγματοποιούν ελεύθερες συναλλαγές, σε ίση βάση, χωρίς να παγιδεύονται στις ατελείωτες εμπορικές δολοπλοκίες της Ευρώπης.

Αλλά καθώς οι Μονρόε και Άνταμς διαμόρφωναν τη νέα τους πολιτική, συνέβη ένα απροσδόκητο γεγονός που περιέπλεξε τα σχέδιά τους. Στις 25 Μαρτίου 1821, οι Χριστιανοί στη νότια Ελλάδα ξεκίνησαν εξέγερση εναντίον των Οθωμανών Τούρκων ηγεμόνων τους εκδηλώνοντας την ανάγκη δημιουργίας ενός ανεξάρτητου δημοκρατικού ελληνικού κράτους. Τα νέα αυτού του γεγονότος γοήτευσαν το δυτικό κόσμο και κυρίως τους Αμερικάνους. Η πίεση αυξήθηκε γρήγορα στον Τύπο και το Κογκρέσο, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να αναγνωρίσουν τη νέα ελληνική κυβέρνηση και να υποστηρίξουν τον πόλεμο της ανεξαρτησίας.

Η υποστήριξη του αμερικάνικου λαού για τον ελληνικό σκοπό είχε αφετηρία, εν μέρει, θρησκευτικά κίνητρα. Οι Τούρκοι ήταν Μουσουλμάνοι, και η καταπίεσή που ασκούσαν στους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων των σφαγών αθώων ανθρώπων, διαδόθηκε ευρέως. Οφειλόταν επίσης στο γεγονός πως οι μορφωμένες τάξεις στη Δύση έτρεφαν θαυμασμό για τη δόξα της κλασικής Ελλάδας ως αποτέλεσμα της μεγάλης διαθεσιμότητας μεταφρασμένων αρχαίων ελληνικών κειμένων. Η ιδέα ότι οι σύγχρονοι Έλληνες θα μπορούσαν να πετάξουν την τυραννία και να ξαναχτίσουν τον ενάρετο αυτοδιοίκητο πολιτισμό των προγόνων τους πυροδότησε τη φαντασία των Δυτικών με φιλελεύθερες ιδέες – και υπήρξε κυρίως ο Λόρδος Μπάιρον, ο Άγγλος Ρομαντικός του οποίου η δημοφιλής ποίηση έδωσε φωνή στην ιδέα. Απέκτησε ένα όνομα: φιλελληνισμός – μια ελληνική λέξη που σημαίνει «αγάπη για την Ελλάδα».

Ο Φιλελληνισμός ασκούσε ισχυρή επιρροή και ήταν δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως πολίτες της μοναδικής δημοκρατίας στον κόσμο, οι Αμερικανοί, αντίκρυζαν τους εαυτούς τους ως κληρονόμους της ελληνικής δημοκρατίας. Η αναβίωση και διάδοση της ελληνικής αρχιτεκτονικής και η ονομασία των αμερικανικών πόλεων με αρχαία ελληνικά – Συρακούσες, Νέα Υόρκη, Αθήνα, Γεωργία — φανερώνει το πόσο πολιτισμικά ισχυρό ήταν αυτό το συναίσθημα εκείνη την εποχή.

Ο ίδιος ο Μονρόε γοητευόταν, εν μέρει, με την ιδέα της επίσημης αναγνώρισης της ελληνικής επανάστασης, μια θέση που γνώριζε ότι ήταν δημοφιλής στους Αμερικανούς ψηφοφόρους. Το ίδιο έκανε και ο γραμματέας πολέμου του Προέδρου, John C. Calhoun, και ο Πρόεδρος του Σώματος Henry Clay, -αμφότεροι λάμβαναν το χρίσμα των υποψηφίων για την προεδρία στις επερχόμενες εκλογές.

Ο Τζον Κουίνσι Άνταμς, ωστόσο είχε διαφορετική άποψη. Πίστευε πως όχι μόνο η επίσημη συμπαράσταση στους Έλληνες και την Ελληνική Επανάσταση θα αντέβαινε την υπόσχεση ουδετερότητας που ήταν κεντρική για τη στρατηγική απέναντι στην Ευρώπη, αλλά θα υπονόμευε επίσης τις προσπάθειές να εξασφαλιστεί μια εμπορική συνθήκη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. «Ο ενθουσιασμός τους για τους Έλληνες διαπνέεται από συναίσθημα και μόνο», έγραφε στο ιδιωτικό του ημερολόγιο αναφερόμενος στους φιλέλληνες αντιπάλους του.

Το συναίσθημα αυτό, ωστόσο, εμφιλοχωρούσε σε πολλούς από τους πιο σεβάσμιους ηλικιωμένους πολιτικούς της χώρας. Ο πρώην πρόεδρος Τζέιμς Μάντισον πρότεινε στον Μονρόε μαζί με την Αγγλία να προβούν σε κοινή δήλωση υπέρ της ελληνικής επανάστασης. Ο Τόμας Τζέφερσον απέστειλε στον κορυφαίο Έλληνα επαναστάτη στοχαστή Αδαμάντιο Κοραή -τον οποίο είχε γνωρίσει στη Γαλλία όταν ήταν πρεσβευτής των ΗΠΑ- επιστολή στην οποία τον συμβούλευε για το πώς να δομήσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση βασιζόμενος στις αμερικανικές αρχές – παρόλο που προειδοποιούσε τον παλιό του φίλο να μην περιμένει την υποστήριξη των ΗΠΑ. Ακόμα και ο πατέρας του John Quincy Adams, πρώην Πρόεδρος John Adams, απάντησε στον Τζέφερσον ότι «η αρχική μου ιδέα μετατρέπεται σε ένα είδος ιεραποστολικού ενθουσιασμού για τον ελληνικό σκοπό». Αλλά στο τέλος, ο Μονρόε συμφώνησε με το νεότερο των Άνταμς πως η ουδετερότητα ήταν η ασφαλέστερη επιλογή.

Οι Φιλέλληνες στο Κογκρέσο, με επικεφαλής τους Χένρι Κλέι και Ντάνιελ Γουέμπστερ αντέδρασαν υποβάλλοντας πρόταση που εξέφραζε την αποδοκιμασία τους για την ουδέτερη θέση του προέδρου, ενώ παράλληλα τον ενθάρρυναν να στείλει έναν πράκτορα στην Ελλάδα για τη συλλογή πληροφοριών. Κατά τη διάρκεια της πολυήμερης συζήτησης που ακολούθησε, ο Webster έκανε ό, τι μπορούσε να υπάρξει, το συντομότερο δυνατό, υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στον ελληνικό σκοπό με μια ομιλία -η οποία, σίγουρα, αποτελεί μια από τις πιο εμπνευσμένες ομιλίες του Κογκρέσου που έχουν γίνει ποτέ- στην οποία, παράλληλα, τόνιζε την ανάγκη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, να υποστηρίξουν τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην εξωτερική πολιτική τους, ερωτώμενος: «Δεν αποτελεί επιβεβλημένο καθήκον μας το να γείρουμε το βάρος της πολιτικής μας στην πλευρά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης;» Ισχυρίστηκε επίσης ότι, ως πρακτικό ζήτημα, οι απόψεις των πολιτών έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής, καθώς: «η κοινή γνώμη του πολιτισμένου κόσμου τάσσεται πλειοψηφικά ενάντια στην ωμή βία» Στο τέλος, ωστόσο, το Κογκρέσο ολοκλήρωσε τη συνεδρίασή του δίχως να υπάρξει ψηφοφορία επί της πρότασης.

Αλλά ο Webster αποδείχθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, σωστός σχετικά με τη δύναμη της κοινής γνώμης. Αφού η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε να μην εμπλακεί στον ελληνικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, ο αμερικανικός λαός επέλεξε να το κάνει άμεσα. Σε πόλεις και κωμοπόλεις σε ολόκληρη τη χώρα, οι πολίτες ενώθηκαν για να συγκεντρώσουν χρήματα για τον ελληνικό αγώνα. Αντικείμενα, από φανταχτερά λαμπιόνια από τις ελίτ της Βοστώνης έως συλλεκτικά πιάτα από τις μεσοδυτικές εκκλησίες των Μεθοδιστών, συγκεντρώνονταν ως βοήθεια. Σύντομα, πλοία φορτωμένα με όπλα και άλλα εφόδια έφευγαν από τη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη με προορισμό τον Πειραιά, το Ναύπλιο και άλλα ελληνικά λιμάνια. Κάποια από τη βοήθεια ήταν ακόμη πιο άμεση. Κατά τη δεκαετή πορεία του πολέμου, δώδεκα Αμερικανοί πήγαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν ως εθελοντές.

Η αμερικανική υποστήριξη, αν και χρήσιμη, δεν ήταν αποφασιστική για την έκβαση της επανάστασης. Ο ελληνικός λαός, παρά την συχνά «αναξιόπιστη» (κατώτερη των περιστάσεων) ηγεσία του, κέρδισε με το δικό του αίμα. Αν και μόνο μετά την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων -παρόλη την αρχική απροθυμία τους να αναμειχθούν- και με τυχαίο, κατά κάποιο τρόπο, γεγονός, βύθισαν το τουρκικό στόλο στο Ναβαρίνο. Ωστόσο, οι μεγάλες ποσότητες ανθρωπιστικής βοήθειας που έστειλαν οι Αμερικανοί, έσωσαν αμέτρητες ελληνικές ζωές. Η αμερικανική προσπάθεια υποστήριξης αποτελεί επί του παρόντος αντικείμενο σημαντικής κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, καθώς η χώρα γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση.

Ενώ οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν καμία ανάμνηση της εμπλοκής της χώρας τους στον αγώνα ανεξαρτησίας των Ελλήνων, η εμπειρία αναμφισβήτητα είχε πιο διαρκή αντίκτυπο εδώ από ό, τι στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει η ιστορικός Maureen Connors Santelli στο νέο της βιβλίο, The Greek Fire: American-Ottoman Relations and Democratic Fervor in the Age of Revolutions, οι φιλανθρωπικές προσπάθειες για την Ελλάδα παρείχαν στις γυναίκες της Αμερικής την πρώτη τους ευκαιρία να συμμετάσχουν δημόσια στις εξωτερικές υποθέσεις και τροφοδότησαν έτσι ένα πρώιμο κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών. Πράγματι, μερικές πρώιμες φεμινίστριες ηγέτιδες διακατέχονταν από πνεύμα φιλλεληνισμού, συμπεριλαμβανομένης της εκπαιδευτικού Emma Willard, η οποία έστειλε εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα για να ιδρύσουν σχολεία μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας.

Η Santelli τεκμηριώνει περαιτέρω το πώς η ευρεία δημόσια κατανόηση για τους Έλληνες που ζούσαν υπό τον τουρκικό ζυγό ενίσχυσε επίσης, κατά τη διάρκεια του πολέμου, τη συζήτηση για αμφισβήτηση της δουλείας των Αφροαμερικανών. Πράγματι, ο αποβολιστής-καταργητής (abolitionist) (Abolitionism: όρος του κινήματος κατά της δουλειάς) William Lloyd Garrison αρχικά επισκέφτηκε την Ελλάδα, ως δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδων, πριν αποφασίσει να ξεκινήσει τον αγώνα ενάντια στη δουλεία στην Αμερική, γράφοντας σε ένα σημείο ότι οι επαναστάτες σκλάβοι (μαύροι) του νότου «δεν εισπράττουν λιγότερο αποκλεισμό (στα δικαιώματά τους) από όσο και οι Έλληνες» Μερικοί από τους Αμερικανούς που πραγματικά ταξίδεψαν στο εξωτερικό (Ελλάδα) για να πολεμήσουν επέστρεψαν στην πατρίδα τους για να γίνουν γνωστοί σταυροφόροι των δικαιωμάτων των μαύρων σκλάβων. Η αναζωπύρωση της εθνικής συνείδησης που προέκυψε από τη δημόσια συζήτηση για τον πόλεμο (Επανάσταση των Ελλήνων) ήταν τόσο βαθιά που ο αποβολιστής Franklin Benjamin Sanborn θα έλεγε αργότερα ότι το οριστικό τέλος της δουλείας στις ΗΠΑ είχε «αρχίσει στην Ελλάδα».

Κάποιος θα μπορούσε λοιπόν να ισχυριστεί ότι οι Μονρόε και Άνταμς κατάφεραν να επιτύχουν την απάντηση της Αμερικής στην ελληνική επανάσταση. Παραμένοντας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ουδέτερη, αλλά ανεχόμενη και επιτρέποντας την συμμετοχή του αμερικανικού λαού και της κοινής γνώμης στον ελληνικό σκοπό (οι ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ προστάτευαν ενεργά τα ιδιωτικά φορτηγά πλοία που μετέφεραν προμήθειες προς την Ελλάδα), βρήκαν έναν έξυπνο τρόπο για να εξισορροπήσουν την ένταση μεταξύ της realpolitik και του ιδεαλισμού. Τους επέτρεψε παράλληλα να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο πολέμου, ενώ συνέχισαν να επιδιώκουν μια εμπορική συμφωνία με τους Τούρκους.

Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις, ωστόσο, μεταξύ Ουάσιγκτον και Κωνσταντινούπολης δεν οδήγησαν σε κάποια συμφωνία μετά τον πόλεμο ακριβώς επειδή, εν μέρει, οι Οθωμανοί αξιωματούχοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τα μικτά μηνύματα δημόσιου-ιδιωτικού συμφέροντος που προωθούσαν οι Αμερικάνοι σχετικά με την ελληνική κατάσταση. Είναι απολύτως κατανοητό ότι η κυβέρνηση του Μονρόε φοβόταν να προκαλέσει τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά αναδρομικά, είναι σαφές ότι αυτές οι δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να επαναβεβαιώσουν την αποικιακή τους εξουσία ή να σταματήσουν τη δυτική επέκταση της Αμερικής. Ποντάροντας στην ασφάλεια των ΗΠΑ, η διοίκηση έχασε μια ευκαιρία – όπως ένας φιλέλληνας, ο Ντάνιελ Γουέμπστερ, συμβούλεψε: να αδράξει και να κάνει μια επίσημη δήλωση σε όλο τον κόσμο για την ελληνική επανάσταση και οι Ηνωμένες Πολιτείες να αποδείξουν πως έτσι αντιτάχθηκαν στην αυξανόμενη τυραννία της εποχής.

Σήμερα, ο κόσμος, είναι προφανώς πολύ διαφορετικός από ό, τι πριν από δύο αιώνες. Η Αμερική ήταν τότε ένα νέο και ανερχόμενο ελεύθερο έθνος με αυξανόμενη ευημερία και ισότητα (ανάμεσα στους λευκούς). Η Ευρώπη βρισκόταν σε καθεστώτα τυραννίας, από την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωκαν, σοφά, να απομονωθούν. Σήμερα, τόσο οι ΗΠΑ όσο και τα έθνη της Ευρώπης είναι δημοκρατίες, οι οποίες έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ, που έχουν διατηρήσει την ειρήνη και προστατεύουν τις ελευθερίες τους για σχεδόν τα τρία τέταρτα ενός αιώνα. Αλλά και οι δύο υποφέρουν από αυξανόμενη ανισότητα και πτωτική κινητικότητα.

Οι παραλληλισμοί μεταξύ 1821 και 2021 αξίζει να προσεχθούν επιπλέον. Τώρα όπως τότε, ο αυταρχισμός είναι σε εξέλιξη. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση του Freedom House, η δημοκρατία έχει υποχωρήσει σε παγκόσμια κλίμακα για 15 συνεχόμενα χρόνια, ακόμη και εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία τέσσερα, χάρη, σε μικρό βαθμό, στην αυταρχική ανάμειξη της Ρωσίας και την Κίνας.

Η ανάγκη εξισορρόπησης, ανάμεσα στις απαιτήσεις αρχών και πράξης (realpolitik), στις εξωτερικές υποθέσεις είναι τόσο μεγάλη όσο ήταν πριν από 200 χρόνια, αν όχι μεγαλύτερη. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να βρει αυτή την ισορροπία καθώς κινείται σε μια σειρά από μεμονωμένες προκλήσεις εξωτερικής πολιτικής, όπως το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μιανμάρ, η συνεχιζόμενη γενοκτονία της Κίνας εναντίον των Ουιγούρων, και ο αυξανόμενος αυταρχισμός και οι προκλήσεις του νεο-Οθωμανού ηγέτη της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Αυτό που χρειάζεται ο Μπάιντεν είναι ένα δικό του δόγμα – μια περιεκτική και εφαρμόσιμη στρατηγική που μπορεί να προωθήσει τα συμφέροντα οικονομίας και ασφάλειας και συνάμα να υπερασπίσει τη δημοκρατία ενάντια στον αναδυόμενο αυταρχισμό. Με βάση τον Wesley Clark (πρώην ανώτατο διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ) αυτό θα συνεπαγόταν μια νέα δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με πολιτικές όπως το εμπόριο, η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και η μεταφορά τεχνολογίας για την αντιμετώπιση κρατών όπως η Κίνα, αντιστρέφοντας το οικονομικό χάσμα ανάμεσα στις μεσαίες τάξεις και τις ελίτ του πλούτου που αναπαράγει τον δεξιό λαϊκισμό εδώ αλλά και σε όλο τον κόσμο.

….

Οι φιλελεύθεροι πολίτες έχουν συνεισφέρει, ιστορικά, μεγάλο μέρος ενέργειας πίσω από τα αιτήματα για μια εξωτερική πολιτική που βασίζεται σε δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Η σημερινή αριστερά, ωστόσο, φαίνεται σχετικά αδύναμη σε αυτό το μέτωπο. Αυτό είναι εν μέρει απογοητευτικό, ιδίως μεταξύ των νέων. Βασίζεται επίσης στο αίσθημα ότι δεν διαθέτουμε πλέον κανένα έρεισμα να μιλάμε στο εξωτερικό για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα όταν εμείς διαθέτουμε ακόμα τεράστιο δομικό πρόβλημα ρατσισμού και σεξισμού εδώ στην πατρίδα μας.

Σε αυτό το σημείο, η ιστορία της εμπλοκής των ΗΠΑ στον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας είναι ιδιαίτερα διδακτική. Με τρόπους που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει, η συμμετοχή της Αμερικής σε αυτόν τον αγώνα επιτάχυνε τις απαραίτητες αντιπαραθέσεις με τα λάθη της δικής μας κοινωνίας. Η ίδια δυναμική έπαιξε και σε μεταγενέστερες συγκρούσεις. Η ανάγκη μαζικής κινητοποίησης στον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο ανάγκασε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να ενσωματώσει τις λευκές εθνοτικές κοινότητες στον γενικό πολιτισμό. Η ανάγκη αντιμετώπισης της σοβιετικής προπαγάνδας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου άνοιξε το δρόμο για την πρόοδο των πολιτικών δικαιωμάτων για τους Μαύρους. Εάν οι προοδευτικοί θέλουν να διαλύσουν ρατσιστικά και σεξιστικά κοινωνικά συστήματα στην Αμερική, θα πρέπει να θέσουν τα βλέμματά τους ψηλότερα, απαιτώντας επίσης από την κυβέρνησή τους να προωθήσει πολιτικές που προστατεύουν και υπερασπίζονται τη δημοκρατία και τα ίσα δικαιώματα σε όλο τον κόσμο.

Βιογραφικό σημείωμα του Paul Glastris

*Ο Paul Glastris είναι αρχισυντάκτης της Washington Monthly,  θέση που κατέχει από τον Απρίλιο του 2001. Είναι συγγραφέας του συλλογικού βιβλίου The Other College Guide  και συντάκτης του e-book Elephant in the Room: Washington in the Bush Years. Υπήρξε συνεργάτης του Μπίλ Κλίντον και ο άνθρωπος που συνέταξε πάνω από 200 ομιλίες του. Πριν εισέλθει στον Λευκό Οίκο στο πλευρό του Μπίλ Κλίντον υπήρξε επί 10ετία ανταποκριτής και συντάκτης του US News & World Report. Παράλληλα έχει γράψε άρθρα για την The New York Times, το Washington Post  ενώ είναι συχνός σχολιαστής στο BBC και φιλοξενούμενος εκπομπών στα CNN, MSNBC, NPR, το Colbert Report και το McLaughlin Group.

Είναι κάτοχος πτυχίου Ιστορίας ενώ έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Northwestern.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ