Του Γιώργου Ρακκά
Η δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, περί της άρσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στα εμβόλια για τον κορωνοϊό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και σκεπτικισμού στα στελέχη των φαρμακοβιομηχανιών αλλά και μεταξύ των υπόλοιπων δυτικών κυβερνήσεων.
Η αμφίθυμη υποδοχή των δηλώσεων
Θετικά ανταποκρίθηκαν η Ρωσία, καθώς και η Κίνα και η Ιταλία. Εξ αρχής αρνητική ήταν η Γερμανία της Μέρκελ: «Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι πηγή καινοτομίας και θα πρέπει να διατηρηθεί και στο μέλλον», απάντησε για λογαριασμό της καγκελαρίου η κυβερνητική εκπρόσωπος· «ο παράγοντας», πρόσθεσε, «που περιορίζει την παραγωγή εμβολίων είναι οι παραγωγικές ικανότητες και τα υψηλά πρότυπα ποιότητας και όχι οι πατέντες». Η σθεναρή αντίδραση της Μέρκελ οφείλεται στο γεγονός ότι η πρωτοπόρος στην τεχνολογία Mrna, BioNTech, που συνεργάστηκε με τη Pfizer για την παραγωγή του εμβολίου, βρίσκεται στην αιχμή της γερμανικής βιοτεχνολογίας και μέσω αυτής οι Γερμανοί ελπίζουν να πλασαριστούν καλύτερα στην παγκόσμια φαρμακευτική αγορά. Η απελευθέρωση της τεχνογνωσίας επί των συγκεκριμένων εμβολίων φαίνεται να αίρει το πλεονέκτημα που θέλει να εξασφαλίσει η Γερμανία.
Για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, Κίνα και Ρωσία χαιρέτισαν την κίνηση Μπάιντεν: οι ηγεσίες τους πιστεύουν ότι αυτές διευκολύνουν την πρόσβασή τους στην τεχνολογία mRNA, που υπόσχεται μια επανάσταση στη φαρμακοβιομηχανία.
Κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής στο Πόρτο και ο Εμμανουέλ Μακρόν έδειξε να μεταστρέφεται: «Ποιο είναι το τρέχον ζήτημα; Δεν αφορά στην πραγματικότητα την πνευματική ιδιοκτησία. Είναι δυνατόν να δώσουμε πνευματική ιδιοκτησία σε εργαστήρια που δεν γνωρίζουν πώς να παρασκευάσουν (τα εμβόλια) και δεν θα τα παρασκευάσουν αύριο; […] Το βασικό ζήτημα για την αλληλεγγύη, είναι η διανομή των δόσεων».
Κατά της απελευθέρωσης τάχθηκε και ο Θεσσαλονικιός Αλ. Μπουρλά, διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, ο οποίος σε συνέντευξή του στο Γαλλικό Πρακτορείο τόνισε τα ακόλουθα: «Πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στα εργοστάσια που παράγουν ήδη το εμβόλιο και έχουν επαρκή ικανότητα να παρασκευάσουν δισεκατομμύρια δόσεις και να διασφαλίσουμε ότι δεν θα διαταράσσεται (η παραγωγή) με πολιτικά υποκινούμενες ανακοινώσεις. Αυτές είναι κενές υποσχέσεις […] Επειδή εμβόλια αγγελιαφόρου RNA δεν είχαν παραχθεί ποτέ μέχρι τώρα, το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν στον κόσμο εργοστάσια όπως αυτά που κατασκευάσαμε εμείς οι ίδιοι (…) εκ του μηδενός». Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνον η αμερικανική Moderna τάχθηκε υπέρ των προτάσεων Μπάιντεν.
Ανταλλαγή επιχειρημάτων
Η τοποθέτηση του πρόεδρου των ΗΠΑ δεν ήταν πυροτέχνημα. Προηγήθηκε μια τεράστια κινητοποίηση από τους χώρους της επιστήμης και της πολιτικής, που έθεσε ήδη από πέρυσι το θέμα στη δημόσια συζήτηση. Ένας από τους πρώτους, τον Απρίλιο του 2020, ήταν και ο καθηγητής των πολιτικών υγείας του LSE Ηλίας Μόσιαλος. Πρόσφατα, στις 14/04/2021, πρώην επικεφαλής κυβερνήσεων, όπως ο Γκόρντον Μπράουν του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Φρανσουά Ολάντ της Γαλλίας, κάτοχοι Νόμπελ όπως ο Μοχάμεντ Γιούνους (γνωστός και ως «τραπεζίτης των φτωχών»), ή επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Ζόζεφ Στίγκλιτς, απέστειλαν επιστολή στον Τζο Μπάιντεν που του ζητούσαν άρση στις πατέντες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η προέλευση των 170 προσωπικοτήτων που υπέγραφαν είναι υπερπαραταξιακή, πράγμα που δείχνει ότι το ζήτημα διαφεύγει από τη διαμάχη κρατισμού – ελεύθερης οικονομίας, όπως επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί στον ελληνικό Τύπο.
Το βασικό επιχείρημα όσων τοποθετούνται υπέρ της άρσης, έχει να κάνει με το φαινόμενο του «εμβολιαστικού απαρτχάιντ», όπως συνηθίζει να το αποκαλεί ο διεθνής Τύπος: Από τις 383 εκατ. δόσεις που έχουν διατεθεί παγκοσμίως μέχρι τις 6/5/21, λέει η διεθνής οργάνωση Oxfam, το 50% απορροφάται από τις ΗΠΑ, το ΗΒ, και την Ε.Ε, αν και ο πληθυσμός τους αντιπροσωπεύει το 11% του παγκόσμιου. Η ανισότητα αυτή, δημιουργεί ένα εμβολιαστικό κενό στα κέντρα μεγάλης δημογραφικής πίεσης του πλανήτη που βρίσκονται εκτός Δύσεως, οπότε πολλαπλασιάζεται το ρίσκο επιθετικών μεταλλάξεων, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται από τα τρέχοντα εμβόλια, οδηγώντας σε αστοχία το παρόν εγχείρημα ανοσοποίησης των πληθυσμών. Σύμφωνα με το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο, ένα τέτοιο απαισιόδοξο σενάριο θα προκαλούσε επί πλέον ζημιές στην παγκόσμια οικονομία της τάξης των 9 τρισ.$.
Οι υποστηρικτές του παρόντος καθεστώτος επικαλούνται την όξυνση του ανταγωνισμού με την Κίνα, σε περίπτωση που η τεχνολογία τους απελευθερωθεί. Επί του συγκεκριμένου, βέβαια, απαντούν στους επικριτές τους ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα, καθώς θ’ απαιτούσε πολύμηνους γύρους διαπραγματεύσεων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, και ότι, επίσης, πολύς χρόνος θα χρειαζόταν προκειμένου να δημιουργηθούν οι βιομηχανικές υποδομές που θα καθιστούσαν εφικτή την παραγωγή των εμβολίων στις χώρες εκείνες που τα χρειάζονται πραγματικά. Ενώ, προσθέτουν ότι η άρση των κινήτρων αποκλειστικότητας θα αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα στην ιδιωτική χρηματοδότηση της έρευνας.
Τι κρύβεται πίσω από την αντιπαράθεση
Ωστόσο, τα επιχειρήματα των υποστηρικτών επί της πνευματικής ιδιοκτησίας των εμβολίων Covid-19 ελέγχονται για την ακρίβειά τους. H Ινδία, που βρίσκεται σήμερα σε τρομακτική ανάγκη όχι μόνο των σκευασμάτων αυτών αλλά και κάθε ιατρικού υλικού που σχετίζεται με τον κορωνοϊό, παράγει ήδη το 60% των εμβολίων covid-19 σε παγκόσμιο επίπεδο· το ποσοστό αυτό εξάγεται και θα μπορούσε να παράγει πολύ περισσότερο, εφόσον δεν υπήρχε ο περιορισμός της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Φυσικά, κάτι τέτοιο θ’ απαιτούσε και επάρκεια πρώτων υλών, ένα πεδίο, όπου επίσης αναπτύσσεται ένας σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών που τις διαθέτουν. Ακόμα και οι ΗΠΑ του Μπάιντεν, που προχώρησε σε αυτήν την τολμηρή πρόταση για την άρση των πατεντών, έχει επιλέξει να κρατήσει τις πολύτιμες πρώτες ύλες για τον εαυτό της.
Όμως, το κυριότερο επιχείρημα έχει να κάνει με την χρηματοδότηση της ιατρικής έρευνας, και γενικώς με την οικονομική πολιτική που ακολουθούν οι κυριότερες εταιρείες εμβολίων (Pfizer, Astra Zeneca, Moderna, Johnson & Johnson).
Κατ’ αρχάς, μεγάλο μέρος της έρευνας, που κατέληξε στη δημιουργία Mrna σκευασμάτων, ήδη από τα πρώτα βήματα έχει δεχθεί γενναίες κρατικές χρηματοδοτήσεις, καθώς μόνον εκείνες μπορούν να διαχειριστούν το υψηλό ρίσκο αστοχίας που χαρακτηρίζει την έρευνα σε αυτά τα πεδία κατά τα πρώτα τους στάδια. Αλλά και στα καταληκτικά στάδια των εμβολίων, οι τέσσερις προαναφερόμενες εταιρείες θα λάβουν συνολικά 12,5 δισ. $ σε χρηματοδοτήσεις και προαγορές, την εποχή που οι κυβερνήσεις αγωνιούσαν για την παραγωγή των σκευασμάτων, ώστε ν’ αντιμετωπίσουν την καλπάζουσα πανδημία. Τίθεται επομένως το ζήτημα για ποιους λόγους κράτη που χρηματοδοτούν γενναία την έρευνα και την παραγωγή των εμβολίων πρέπει ν’ αντιμετωπίζουν φραγμούς αποκλειστικότητας για προϊόντα ζωτικού δημόσιου συμφέροντος, που οι ίδιες πληρώνουν. Ή γιατί να είναι αναγκασμένες ν’ αγοράσουν τα σκευάσματα των εταιρειών αυτών σε τιμές πολύ πιο πάνω από το κόστος παραγωγής τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απελευθέρωση στην παραγωγή των σκευασμάτων, θα δημιουργήσει εκείνες τις οικονομίες κλίμακας που θα καταστήσουν αρκετά φθηνότερο το κόστος παραγωγής ανά δόση, σε σχέση με σήμερα.
Εντούτοις, μεγαλύτερο ηθικό ζήτημα θέτει η διαχείριση των κερδών που αποκομίζουν οι εταιρείες αυτές από τα εμβόλια που παράγουν: Το 2020, η Pfizer, η Άστρα Ζένεκα, και η Johnson & Johnson θα κατευθύνουν 25,74 δισ.$ σε επαναγορά των μετοχών τους και την απόδοση μερισμάτων στους μετόχους· αυτό είναι μια πάγια τακτική των πολυεθνικών επιχειρήσεων, ώστε οι μεγαλομέτοχοι –που είναι κυρίως στελέχη των ίδιων των εταιρειών– να εκταμιεύουν στο ιδιωτικό τους χαρτοφυλάκιο το μεγαλύτερο μερίδιο επί των κερδών των εταιρειών τους. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια ακόμα αιτία για τη δυσανεξία που εξέφρασαν οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών αυτών έναντι των δηλώσεων Μπάιντεν: Στο άκουσμά τους, οι τιμές των μετοχών τους πήραν την κατιούσα, δείχνοντας ότι οι θέσεις της παρούσας αμερικάνικης κυβέρνησης θέτουν σε κίνδυνο τον μηχανισμό ιδιοποίησης των μεγάλων κερδών, που στηρίζεται στην επαναγορά μετοχών, και την διανομή των μερισμάτων.