Του Μπράνκο Μιλάνοβιτς* | Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα https://braveneweurope.com | 6 Οκτωβρίου 2021
Όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βρίσκονται σε διαμάχη για μία πληθώρα θεμάτων, από το εμπόριο μέχρι τα πνευματικά δικαιώματα και τα νησιά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, και η συζήτηση για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο εντείνεται, στο εσωτερικό και οι δύο χώρες προσπαθούν να υιοθετήσουν πολιτικές για τη μείωση της ανισότητας των εισοδημάτων. Η ομοιότητα στους στόχους, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και στις πολιτικές είναι το προϊόν των ομοιοτήτων στην εξέλιξη της ανισότητας τις τελευταίες δεκαετίες και της αυξημένης άποψης στην κοινωνία ότι κάτι πρέπει να γίνει για τον περιορισμό της.
Την στιγμή της υιοθέτησης του «συστήματος ευθύνης» το 1978 (ιδιωτικοποίηση της γης) και των πρώτων μεταρρυθμίσεων, η εισοδηματική ανισότητα στην Κίνα βρισκόταν σε ένα εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο, υπολογιζόμενη στις 28 μονάδες σύμφωνα με τον δείκτη Gini. Σήμερα είναι στο 47, σχεδόν στα επίπεδα της Λατινικής Αμερικής. Σύμφωνα με τον ίδιο δείκτη η εισοδηματική ανισότητα στις Η.Π.Α. ήταν 35 όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ronald Reagan. Σήμερα είναι στο 42. Η ανισότητα στην Κίνα, ωθούμενη από την αξιοσημείωτη δομική αλλαγή (μετακίνηση από την γεωργία στη βιομηχανία και εν συνεχεία στις υπηρεσίες) και την αστικοποίηση, ήταν πιο δραματική από την αμερικάνικη. Συχνά «αποκρύπτεται» από το γεγονός ότι τα κινέζικα εισοδήματα έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό και έτσι η πίτα, παρότι τα κομμάτια της κατανέμονταν πιο άνισα, είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, ώστε το πραγματικό εισόδημα σχεδόν όλων να αυξηθεί.
Την τελευταία δεκαετία, κατέστη σαφές ότι τόσο στην Κίνα όσο και στις Η.Π.Α. η αύξηση της ανισότητας έπρεπε να ελεγχθεί και αν δυνατόν, να αντιστραφεί. Η διαδικασία στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι γνωστή: ξεκινάει τουλάχιστον από το κίνημα «Occupy» του οποίου η δέκατη επέτειος σηματοδοτήθηκε τον περασμένο μήνα. Η κατάσταση στην Κίνα είναι λιγότερο γνωστή. Οι μεγάλες ανισότητες έχουν οδηγήσει σε πολλές διαμαρτυρίες. Το 2019 (το τελευταίο διαθέσιμο έτος), ο επίσημος αριθμός που αναφέρει το κινεζικό κράτος είναι 300.000 περιπτώσεις «διατάραξης της τάξης σε δημόσιους χώρους», οι περισσότερες από τις οποίες έχουν οικονομικά ή κοινωνικά κίνητρα (Στατιστική Επετηρίδα της Κίνας 2020, Πίνακας 24-4). Η άμεση αιτία πολλών διαμαρτυριών έχει να κάνει με την απαλλοτρίωση ακινήτων που έκανε πλούσιους τους ιδιοκτήτες οικοδομικών εταιρειών, βοήθησε στις υπεξαιρέσεις από τοπικούς αξιωματούχους, αλλά απέκλεισε τους αγρότες από την γη τους. Το χάσμα μεταξύ πόλης και υπαίθρου εκτιμάται επίσημα σε σχεδόν 2 προς 1 είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο (υπολογίζεται από κινεζικές έρευνες για την σχέση άστεως και υπαίθρου). Το χάσμα μεταξύ των ακμαίων ανατολικών πόλεων και επαρχιών και των δυτικών και κεντρικών τμημάτων της Κίνας απειλεί την ενότητα της χώρας. Η αξιοπρεπής στέγαση στις μεγάλες πόλεις έχει γίνει ουσιαστικά ανέφικτη για τις νέες οικογένειες. Αυτό συνέβαλε στη μείωση του ποσοστού γεννήσεων και επιτάχυνε τα δημογραφικά προβλήματα της Κίνας (γήρανση και συνεπώς μείωση του μεριδίου του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας).
Οι Κινέζοι ηγέτες, όπως και οι Αμερικάνοι κοινωνικοί κριτικοί και οι συμμετέχοντες στο Νταβός, έχουν διαμαρτυρηθεί για την ανισότητα εδώ και χρόνια, δεν έχουν όμως κάνει τίποτα για να την αλλάξουν. Αυτή η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει. Προηγούμενες αποφάσεις για την αύξηση των επενδύσεων στις δυτικές και κεντρικές περιοχές, για την εξάπλωση του γρήγορου σιδηροδρομικού δικτύου σε όλη την χώρα και την μεταφορά της δικαιοδοσίας για την εφαρμογή του συστήματος «hukou» (άδεια παραμονής) στις περιφέρειες, με το δικαίωμα να τα καταργήσουν εντελώς, είναι όλες προσπάθειες για την μείωση της ανισότητας σε όλη την Κίνα. Η μείωση των εισοδηματικών διαφορών στα εισοδήματα μεταξύ των επαρχιών, και η διευκόλυνση για την μετακίνηση εργατικού δυναμικού μεταξύ των αγροτικών και αστικών περιοχών, έχει ως συνέπεια την μείωση του χάσματος μεταξύ των δύο.
Το πιο σημαντικό, οι τελευταίες κινήσεις της κινεζικής κυβέρνησης δείχνουν ακόμα μεγαλύτερη αντίληψη για το τι πρέπει να γίνει για να σταματήσουν την αύξηση της ανισότητας. Ομοιάζουν σε κάποια σημεία με τα μέτρα που ίσως να λάβουν οι Η.Π.Α. τα επόμενα χρόνια. Η συντονισμένη προσπάθεια καταπολέμησης των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και η αύξηση των κανόνων μέσα στους οποίους θα πρέπει να λειτουργούν είναι παρόμοιες με τις αντιμονοπωλιακές αγωγές που εισηγήθηκαν οι Η.Π.Α. εναντίον της Google και του Facebook. Το αμερικάνικο σύστημα εξαιτίας των πολλών ελέγχων και της πίεσης που ασκούν τα λόμπι των τεχνολογικών γιγάντων κινείται πολύ πιο αργά από τους Κινέζους, αλλά ο στόχος του ελέγχου των τομέων που αποτελούν φυσικά μονοπώλια και έχουν αποκτήσει τεράστια οικονομική και πολιτική ισχύ είναι κοινός και στις δύο χώρες. Οι κινήσεις του Xi Jinping συχνά ερμηνεύονται υπό καθαρά πολιτική και εξουσιαστική σκοπιά. Ενώ αυτό σίγουρα ισχύει, ο περιορισμός της ισχύος των μονοπωλίων έχει τη δική του οικονομική (αποτελεσματική) και κοινωνική (ισότητα) λογική.
Η εκπαίδευση τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Κίνα έχει γίνει εξαιρετικά ανταγωνιστική και προσιτή, στο υψηλότερο επίπεδο της, μόνο για μία μικρή μειονότητα. Η μεταβίβαση των οικογενειακών προνομίων μέσω της εκπαίδευσης ήταν πλήρως τεκμηριωμένη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μερικές πρόσφατες έρευνες των Roy van der Weide και Amber Narayan δείχνουν ότι η κοινωνική κινητικότητα στην Κίνα είναι εξίσου χαμηλή. Η απόφαση του Xi Jinping να απαγορεύσει τις κερδοσκοπικές εταιρείες φροντιστηρίων είναι μια προσπάθεια «εκδημοκρατισμού» της πρόσβασης στην κορυφαία εκπαίδευση και μείωσης των προνομίων των πλούσιων οικογενειών. Το αν η κίνηση αυτή θα είναι πετυχημένη μπορεί να αμφισβητηθεί. Η υποβόσκουσα ανισότητα και η ανταγωνιστικότητα της εκπαίδευσης δεν επηρεάζονται καθώς οι πλούσιοι γονείς μπορούν να πληρώνουν ιδιαίτερα μαθήματα. Η πρόθεση της πολιτικής αυτής κίνησης είναι όμως σωστή. Ο Μπάιντεν μίλησε στο μεταξύ για την αναζωογόνηση του αμερικανικού δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που ήταν η ραχοκοκαλιά της ευημερίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά έκτοτε καταστράφηκε.
Η «κοινή ευημερία», ένα νέο σλόγκαν που προκήρυξε η κινεζική κυβέρνηση, επιχειρεί να προωθήσει πολιτικές για να διορθώσουν τις συσσωρευμένες ανισότητες των τελευταίων σαράντα ετών-μερικές ίσως ήταν αναπόφευκτες κατά τον μετασχηματισμό της χώρας-αλλάζοντας την κατεύθυνση και στρέφοντας την μακριά από μια μονοδιάστατη επιδίωξη υψηλής ανάπτυξης προς μια πιο δίκαιη κοινωνία. Δεν διαφέρει πολύ από αυτό που υποστήριζαν πρόσφατα οι προοδευτικοί και ένα μέρος των Δημοκρατικών: το τέλος του νεοφιλελευθερισμού που διέπει τις οικονομικές πολιτικές όλων των αμερικανικών κυβερνήσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εάν αυτή η «στροφή υπέρ της ισότητας» πραγματοποιηθεί πράγματι και στις δύο χώρες, οι κινήσεις που έχουμε δει μέχρι τώρα είναι απλώς ένα προοίμιο. Η εποχή που ξεκίνησε με τον Deng Xiaoping στην Κίνα και τον Ronald Reagan στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να φτάνει στο τέλος της.
Μετάφραση: Αναστάσης Μπαλτατζής
* Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς είναι οικονομολόγος με ειδίκευση στην ανάπτυξη και την ανισότητα. Το τελευταίο του βιβλίο είναι «Ο καπιταλισμός, μόνος : Το μέλλον του συστήματος που κυβερνά τον κόσμο».