Αρχική » Η «φωτισμένη δεσποτεία» του Αλη Πασά

Η «φωτισμένη δεσποτεία» του Αλη Πασά

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά

Οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει το σκανδαλώδες Συνέδριο για τον Αλή Πασά, που διοργανώνει ο Δήμος Ιωαννιτών, μας υποχρεώνει να επανέλθουμε για άλλη μία φορά, καταρρίπτοντας άλλον έναν ιστορικό μύθο της αποδομητικής ιστοριογραφίας, αυτόν του «φωτισμένου» και «προοδευτικού» Αλή. Παραθέτουμε, λοιπόν, κάποια σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά «Συνωστισμένες στο Ζάλογγο: Οι Σουλιώτες, ο Αλή Πασάς και η αποδόμηση της ιστορίας» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2011).

Ορισμένες αναλύσεις βλέπουν στον Αλή πασά έναν Μωχάμετ Άλη της Ηπείρου ο οποίος, στηριγμένος στους Αλβανούς και τους Έλληνες του πασαλικιού του, επιχειρούσε να εισαγάγει τη «φωτισμένη δεσποτεία» στην Ανατολή. Ο Τεπελενλής ήταν όντως ένας ιδιοφυής, ικανός και υψηλής αντιληπτικότητας Οθωμανός αξιωματούχος, ίσως ο σοβαρότερος της εποχής του στο σύνολο της Αυτοκρατορίας. εν τούτοις, ο χαρακτηρισμός του ως εκπροσώπου της φωτισμένης μοναρχίας στην Ανατολή δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.

Η οικονομική πολιτική του Τεπελενλή

Πιθανώς, στην πρώτη φάση της κυριαρχίας του, να λειτουργεί ενισχυτικά για την εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα, με την εδραίωση της ασφάλειας, την εξαφάνιση της ληστείας και τη βελτίωση των οδικών υποδομών – επιδιόρθωσε την Εγνατία, που έφθασε και πάλι ως τη Θεσσαλονίκη, ενώ κατασκεύασε και τον δρόμο Τεπελένι-Γιάννινα-Πρέβεζα (1).

Γι’ αυτό και ο Ανδρεάδης θεωρεί την τυραννική διακυβέρνησή του αποτελεσματικότερη από την «αναρχία» που χαρακτήριζε την αυτοκρατορία. «Διότι πράγματι, η πιο ωμή τυραννία, από οικονομική άποψη, είναι πάντα προτιμότερη από την αναρχία» (2).

Εν τέλει όμως, ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός, η γενικευμένη τρομοκρατία και η φρενιτιώδης αναζήτηση προσωπικού πλουτισμού οδήγησαν σε αντίθετα αποτελέσματα, απ’ ό,τι κατά τα πρώτα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια της τριαντατριάχρονης κυριαρχίας του. Ιδιαίτερα στην τελευταία δεκαετία της, μετατρέπεται σε βάρος για τη δευτερογενή και τριτογενή δραστηριότητα και, αντί πλέον να διευκολύνει τις συναλλαγές, τις επιβαρύνει, εγκαθιδρύοντας ένα σύστημα διπλής φορολόγησης και πολλαπλής δασμολόγησης.

Το 1805, ανέβασε τους δασμούς εισαγωγής από το 3%, που ήταν στο σύνολο της Αυτοκρατορίας, στο 5% για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. στα 1812, θα τους ανεβάσει στο 6% και λίγο αργότερα στο 6,5%! Ιδιαίτερα για τους Γιαννιώτες εμπόρους, οι κυριολεκτικά εξουθενωτικοί δασμοί ανέρχονταν στο δυσθεώρητο ύψος του 20%, διότι ο Τεπελενλής είχε εγκαταστήσει τελωνειακές αρχές στις εισόδους της πόλης, που φορολογούσαν για δεύτερη ή τρίτη φορά τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Μια εικόνα για το ύψος των εισπραττόμενων δασμών μας προσφέρει το ποσό της ενοικίασης των τελωνείων, σχεδόν πάντα σε Έλληνες υπενοικιαστές, που έφτανε τα 225.000 γρόσια τον χρόνο.

Παράλληλα με τους φόρους που κατευθύνονταν στην Υψηλή Πύλη, οι υπήκοοί του φορολογούνταν και από τον ίδιο και μάλιστα όλο και επαχθέστερα. Ο «φόρος εισοδήματος», που επέβαλλε, ξεπερνούσε σε ύψος ακόμα και το χαράτσι, ενώ, όπως αναφέρει ο Χιουζ, η επικράτεια του Αλή είχε μεταβληθεί σε μια «απέραντη φυλακή» από την οποία κανείς δεν μπορούσε να βγει χωρίς την άδειά του (3). Οι φόροι αυξάνονταν κατά 25 έως 30% και, στα τελευταία χρόνια, κατά 30% ετησίως(!), με αποτέλεσμα να συνεχίζεται αδιάλειπτα η φυγή των συντεχνιτών, κυρίως στο εξωτερικό, παρότι ο Αλής προσπαθούσε να τους εμποδίσει. […]

Ο Αλής, σύμφωνα με τον Ανδρεάδη κατείχε 880 τσιφλίκια, 403 στην Ήπειρο, 263 στη Θεσσαλία, 137 στη Στερεά, 77 στη Δυτική Μακεδονία ενώ κατείχε και 1,5 εκατ. γιδοπρόβατα– και απέφεραν ετήσιο εισόδημα περίπου 2 εκατ. γρόσια. Σημειώνει προσφυώς ο Β. Παναγιωτόπουλος για τη φύση της αγροτικής πολιτικής του Τεπελενλή:

Κανένα ουσιαστικό έργο γεωπονικού χαρακτήρα, καμιά βελτίωση των καλλιεργητικών συνθηκών δεν επισημαίνεται στα πολυάριθμα τσιφλίκια του. […] Σε αντίθεση με το κεντροευρωπαϊκό υπόδειγμα του φωτισμένου δεσποτισμού, όπου η αγροτική ανάπτυξη συμπίπτει με την κρατική ισχύ και εκείνη με την ισχύ του ηγεμόνα, στην περίπτωση του Αλή, επαναλαμβάνεται, σε σμικρογραφία, το σουλτανικό πρότυπο κρατικής-φορολογικής οργάνωσης, αυτό ακριβώς που έχει ξεπεράσει κάθε όριο αναποτελεσματικότητας και που τώρα εκκρεμεί η κατάρρευσή του (4).

Οι συνολικές εισπράξεις του Αλή κυμαίνονταν μεταξύ 8 και 12 εκατ. φράγκων, χωρίς να συνυπολογίζονται τα 2 έως 4 εκατ. φράγκα που έστελνε κάθε χρόνο στην Πόλη (5).

Σταδιακώς, συγκέντρωσε στα δικά του χέρια το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου πλούτου στο πασαλίκι, με αποτέλεσμα, στην περίοδο 1814-1819, το σύνολο των εσόδων του να υπολογίζεται σε 20 εκατομμύρια γρόσια ετησίως, στραγγαλίζοντας την παραγωγή, ενώ η προσωπική του περιουσία, στο τέλος της σταδιοδρομίας του, το 1820, έφθανε τα 72.640.000 γρόσια. Σύμφωνα με έναν Τούρκο ιστορικό:

• Φορολογούσε με αναλογία 1/5, την ίδια ώρα που ο καθορισμένος από το κράτος φόρος ήταν 1/10, και ιδιοποιούνταν τη διαφορά.
• Επιβάρυνε τα χωριά και τις κωμοπόλεις με παράνομους ή αυθαίρετους φόρους.
• Οικειοποιούνταν τις κληρονομιές όσων δεν είχαν αρσενικά παιδιά ή διεκδικούσε τις διαθήκες των πλουσίων και σφετεριζόταν τις περιουσίες τους.
• Εισέπραττε (αυθαίρετο) τελωνειακό φόρο εισαγωγών και εξαγωγών.
• Κατά τη διάρκεια εκστρατειών, στο όνομα του κράτους, συγκέντρωνε μεγάλα ποσά κεφαλικού φόρου από ληστές που συλλάμβανε και από τον λαό.
• Λεηλατούσε τις γειτονικές περιοχές με τις οποίες βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση.

Το αποτέλεσμα των υπέρογκων φορολογικών και δασμολογικών επιβαρύνσεων και της τρομοκρατίας υπήρξε, εκτός από τη συρρίκνωση της εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας, και η πανθομολογούμενη μείωση του πληθυσμού των Ιωαννίνων, ο οποίος θα περάσει από τις 40.000-45.000 περίπου, κατά τα μέσα του 18ο αι., στις 30.000-35.000, στις αρχές του 19ου αι., ενώ αρκετοί μιλούν για 20.000 έως 25.000, λίγο πριν την πτώση του! Παράλληλα, ελαττώνεται συνεχώς ο αριθμός των μελών των συντεχνιών: το 1812, πιθανότατα ήδη μειωμένος, ανερχόταν σε 815 πέφτοντας στα 678, το 1818. Νέα οικονομικά κέντρα υποκαθιστούν τα Γιάννινα, ενώ οι αρπαγές και η υπερβολική φορολόγηση συνέβαλαν στην καταστροφή των Αμπελακίων, των Αγράφων και του Τυρνάβου.

Κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική

Η πολιτική της συσσώρευσης χρηματικών πόρων με κάθε μέσο τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει κάθε ίχνος κοινωνικής πολιτικής, ακόμα και για τους ενδεέστερους υπηκόους του, παρά τα όσα επιτάσσει η μουσουλμανική φιλανθρωπία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε γίνει τόσο φιλοχρήματος, ώστε, όταν στην Άρτα πέθαναν από χολέρα οι 4.000 από τις 8.000 κατοίκους της πόλης, έστειλε κομισάριους για να κατασχέσουν τις περιουσίες όσων δεν διέθεταν νόμιμους κληρονόμους. γενικότερα, ανέβασε τόσο πολύ τον φόρο κληρονομίας, που κανονικά ανερχόταν στο 10% της αξίας της, ώστε να κατάσχει τις περιουσίες, ιδιαίτερα όσων βρίσκονταν στο εξωτερικό. για τον ίδιο λόγο δε, δολοφονούσε πολλούς από τους άρρενες κληρονόμους (Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου).

Ο Άγγλος Ουίλιαμ Ληκ δίνει ένα παράδειγμα για το πώς περνούσαν τα εδάφη των χωρικών στα χέρια του Αλή:

Μετά την τελευταία μου επίσκεψη εδώ, το Ματσούκι έγινε τσιφλίκι του Βεζίρη Αλή. Οι φτωχοί χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να δανείζονται με τόκο 20%. Με τον καιρό, αυτή τους η ανάγκη μεγάλωνε με αποτέλεσμα ένα μέρος του πληθυσμού να καταφύγει στα Άγραφα, ενώ όσοι έμειναν πίσω δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την πρόταση του Αλή να αγοράσει τη γη τους αλλά και ολόκληρα χωριά. Ζήτησαν από τον Αλή δε 12 κεσέ (6.000 γρόσια) αλλά αυτός έδωσε μόνο 2 (1.000 γρόσια) (6).

Για να αγοράσει την Πάργα από τους Εγγλέζους και τον Μαίτλαντ, το 1819, πλήρωσε, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, 3 εκατ. φράγκα, παρόλο που μόνο η αξία των ιδιοκτησιών των Παργίων έφθανε τα 15 εκατ. περίπου επί πλέον, από τα χρήματα αυτά, δεν κατέβαλε ο ίδιος τίποτε αλλά επέβαλε έκτακτη φορολογία ακόμα και στους στρατιώτες του. Στην ίδια λογική, δάνειζε τους εμπόρους, που είχε πρώτα καταστρέψει, με τόκο 20-30 %.

Τόσο μεγάλη ήταν η οικονομική πίεση που ασκούσε στους Γιαννιώτες ώστε, το 1812, πραγματοποιήθηκε κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής και του πασαλικιού του: στις 23 Ιουλίου, έλαβε χώρα μια ογκώδης διαμαρτυρία με επί κεφαλής τις συντεχνίες, όταν, μετά τη σιτοδεία που εκδηλώθηκε εκείνη τη χρονιά στην Ήπειρο, ο πασάς προσπάθησε να κερδίσει υπέρογκα ποσά απαγορεύοντας την εισαγωγή σταριού από τη Θεσσαλία. Επειδή το φάσμα της πείνας άρχισε να πλανιέται πάνω από τους κατοίκους, αυτοί περικύκλωσαν εξαγριωμένοι το σαράι του Αλή με το σύνθημα «ψωμί ή θάνατος». Ο τελευταίος υποχρεώθηκε να ανακρούσει πρύμναν, κρέμασε μπροστά τους έναν Αλβανό τζοχανταραίο, που είχε πυροβολήσει ενάντια στο πλήθος, και υποσχέθηκε να λύσει το πρόβλημα αν έπαυαν την πολιορκία. Τωόντι, σε λίγο κατέφθασαν 2.000 φορτώματα σταριού που πουλήθηκαν σε χαμηλές τιμές και ξανάρχισε ο εφοδιασμός από τη Θεσσαλία.

Όσο για τη θρυλούμενη ανάπτυξη των γραμμάτων και της εκπαίδευσης στα Γιάννενα, θα πρέπει να σημειώσουμε πως, επί των ημερών του, η πνευματική ακτινοβολία των Ιωαννίνων, στον συνολικό ελληνικό χώρο, μάλλον εξασθενεί. Οι δύο φημισμένες σχολές της πόλης, η Ζωσιμαία ή Μπαλαναία και η Καπλάνειος, που στο παρελθόν είχαν λαμπρυνθεί με την παρουσία του Μελέτιου Μήτρου (μετά το 1686), του Γεώργιου Σουγδουρή (1683-1709), του Μεθόδιου Ανθρακίτη (1709-1723), του Ευγένιου Βούλγαρη (1742-1753), κ.ά. συγκεντρώνουν λιγότερους σπουδαστές και μάλλον βρίσκονται σε σχετική παρακμή, την ίδια στιγμή που στην πρωτοπορία περνούν τα εκπαιδευτήρια της Χίου, των Κυδωνιών, της Σμύρνης, του Βουκουρεστίου.

Στη Σχολή Γκιούμα –και μετέπειτα Ζωσιμαία ή Μπαλαναία– ο Κοσμάς Μπαλάνος (1760-1799) και ακόμα περισσότερο ο διαδοχός του Κ. Μπαλανίδης (1799-1818) θα μείνουν προσκολλημένοι σε μια παραδοσιακή εκπαιδευτική μέθοδο και σε ένα αναχρονιστικό γνωστικό περιεχόμενο. Ο νεωτεριστής Αθανάσιος Ψαλίδας, που διηύθυνε τη Μαρουτσαία και μετέπειτα Καπλάνειο Σχολή (από το 1796 έως το 1820), θα εφαρμόσει νέες μεθόδους διδασκαλίας και θα εισαγάγει σύγχρονο περιεχόμενο, σε γλώσσα προσιτή στους μαθητές. όμως, μετά τα πρώτα χρόνια του 19ου αι., ασχολείται όλο και περισσότερο με αιρετοκρισίες και με τις υποθέσεις του Αλή σε βάρος της διδασκαλίας. Αυτή η «πολυπραγμοσύνη» υποχρέωσε και τον Ζώη Καπλάνη να του αφαιρέσει, το 1805, την οικονομική διαχείριση του κληροδοτήματος της Σχολής, την οποία παραχώρησε στο Πατριαρχείο, ενώ, δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1817, η κατάσταση φαίνεται να έχει χειροτερεύσει και ο αριθμός των σπουδαστών μάλλον λιγοστεύει.

Στην πραγματικότητα, εκτός από τις εκκλησιαστικές σχολές, τις σχολές των Ιωαννίνων και των άλλων πόλεων, που προϋπήρχαν ή δημιουργήθηκαν στην επικράτειά του, δεν θα ιδρύσει ο ίδιος κανένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, σε μια περίοδο τριάντα τριών χρόνων – στη διάρκεια των οποίων θα δημιουργηθούν κυριολεκτικά εκατοντάδες σχολεία στον ελληνικό χώρο.

Σημειώσεις:

  1. A. M. Andreades, Ali Pacha de Tébelin, économiste et financier, Ern. Leroux, Παρίσι 1912, σ. 32.
  2. A. M. Andreades, ό.π., σ. 33.
  3. Th. Smart Hughes,  Travels in Sicily, Greece & Albania, τ. 2, β΄ έκδ., Λονδίνο 1830, σσ. 82-84.
  4. Β. Παναγιωτόπουλος κ.ά., Αρχείο Αλή Πασά, ό.π., σσ. 102-103.
  5. A. M. Andreades, ό.π., σ. 25.
  6. H. İnalcik, D. Quataert, An Economic and Social History of the Ottoman Empire: 1300-1914, Κέμπριτζ 1994, σ. 688.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ